The Perl Toolchain Summit needs more sponsors. If your company depends on Perl, please support this very important event.
@ @ παπάκι
1st @ 1ος
a little @ λίγο
a.m. @ π.μ.
Aachen @ Άαχεν
AAMS countries @ χώρες της EAMA
Aaron @ Ααρών
abaca @ αβάκα
abacus @ άβακας
abaka @ αβάκα
abandon @ εγκαταλείπω
abandon @ απαρνούμαι
abandoned child @ εγκαταλελειμμένο τέκνο
abandoned land @ εγκαταλειμμένη γη
abase @ εξευτελίζω
abbess @ ηγουμένη
abbey @ αββαείο
abbot @ ηγούμενος
abbreviate @ συντομέυω
abdicate @ παραιτούμαι
abdicate @ αποποιούμαι
Abidjan @ Αμπιντζάν
Abkhaz @ αβχαζιανά
Abkhazia @ Αμπχαζία
ablative @ αφαιρετική
ablative case @ αφαιρετική πτώσις
able @ δυνάμενος
able @ ικανός
able @ αρτιμελής
ABM Agreement @ Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων
abolish @ καταργώ
abolition of customs duties @ κατάργηση των δασμών
A-bomb @ ατομική βόμβα
abominate @ απεχθάνομαι
abortion @ άμβλωση
abortion @ αποβολή
abortion @ έκτρωση
about @ περί
about @ για
about @ κοντά
about @ σχεδόν
about @ γύρω
Abraham @ Αβραάμ
Abram @ Αβραάμ
Abruzzi @ Αβρουζία
abscess @ απόστημα
abscissa @ τετμημένη
absent @ απών
absent @ αφηρημένος
absenteeism @ συστηματική απουσία από την εργασία
absinthe @ αψέντι
absolute majority @ απόλυτη πλειοψηφία
absolute zero @ απόλυτο μηδέν
absolve @ απαλλάσω
absolve @ συγχωρώ
absorb @ απορροφώ
absorb @ αφομοιώνω
abstentionism @ αποχή
Abu Dhabi @ Αμπού Ντάμπι
Abu Dhabi @ Αμπού Νταμπί
abuse @ κατάχρηση
abuse @ κακομεταχείριση
abuse of power @ κατάχρηση εξουσίας
academic freedom @ ελευθερία εκπαίδευσης
academy @ ακαδημία
access @ πρόσβαση
access to a profession @ πρόσβαση σε επάγγελμα
access to Community information @ πρόσβαση στην κοινοτική πληροφόρηση
access to education @ πρόσβαση στην εκπαίδευση
access to information @ πρόσβαση στην πληροφορία
access to the courts @ πρόσβαση στη δικαιοσύνη
accession criteria @ κριτήριο προσχώρησης
accession negotiations @ διαπραγματεύσεις προσχωρήσεως
accession to an agreement @ προσχώρηση σε συμφωνία
accession to the European Union @ προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση
accident @ ατύχημα
accident in the home @ ατυχήματα στο σπίτι
accident prevention @ πρόληψη των ατυχημάτων
accidental pollution @ ρύπανση λόγω ατυχήματος
accomplice @ συνεργός
according to @ σύμφωνα με
accordion @ ακορντεόν
account @ λογαριασμός
account @ αναφορά
accountant @ λογιστής
accounting @ λογιστική
accounting entry @ λογιστική καταχώριση
accounting system @ λογιστικό σύστημα
acculturation @ πολιτιστική αφομοίωση
accumulator @ συσσωρευτής
accusative @ αιτιατική
accusatory @ κατηγορητικός
acetic acid @ οξεικό οξύ
acetone @ ακετόνη
ache @ άλγος
Achilles heel @ αχίλλειος φτέρνα
acid @ οξύ
acid @ ξινός
acid @ οξύς
acid @ όξινος
acid @ ΛΣΔ-25
acid rain @ όξινη βροχή
acidification @ οξίνιση
acorn @ βελανίδι
acoustics @ ακουστική
ACP countries @ χώρες ΑΚΕ
ACP-EC Committee of Ambassadors @ επιτροπή πρέσβεων ΑΚΕ-ΕΚ
ACP-EC Convention @ σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ
ACP-EC Council of Ministers @ Συμβούλιο Υπουργών ΑΚΕ-ΕΚ
ACP-EC institution @ όργανο ΑΚΕ-ΕΚ
ACP-EC Joint Assembly @ Συνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ-ΕΚ
ACP-EC Joint Committee @ ισομερής επιτροπή ΑΚΕ-ΕΚ
acquired immune deficiency syndrome @ Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας
acquisition of property @ κτήση κυριότητας
acrobat @ ακροβάτης
Acropolis @ Ακρόπολη
across @ απέναντι
across @ δια μέσου
act @ πράξη
act @ διάβημα
actinium @ ακτίνιο
action brought before an administrative court @ προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια
action brought before the EC Court of Justice @ προσφυγή στην κοινοτική δικαιοσύνη
action by staff @ προσφυγή υπαλλήλου κατά της διοίκησης
action for annulment @ προσφυγή ακυρώσεως
action for annulment of an EC decision @ προσφυγή ακυρώσεως ΕΚ
action for failure to act @ προσφυγή επί παραλείψει
action for failure to fulfil an obligation @ προσφυγή επί παραβάσει
action programme @ πρόγραμμα δράσης
action to establish liability on the part of an administration @ προσφυγή διοικητικής ευθύνης
activating price @ τιμή ενεργοποίησης
activity @ δραστηριότητα
activity @ δράση
actor @ ηθοποιός
actress @ ηθοποιός
acupuncture @ βελονισμός
ad hoc @ επί τούτου
ad hoc committee @ επιτροπή ad hoc
Adam @ Αδάμ
Adam's apple @ μήλο του Αδάμ
adaptable @ ευπροσάρμοστος
adaptation of financial perspectives @ προσαρμογή των δημοσιονομικών προοπτικών
ADB @ ΑΤΑ
ADC @ ADC
added value @ προστιθέμενη αξία
Addis Ababa @ Αντίς Αμπέμπα
addition @ πρόσθεση
additional benefit @ επικουρικό επίδομα
additional duty @ πρόσθετη δασμολογική επιβάρυνση
additional resources @ πρόσθετοι πόροι
adhesive @ συγκολλητικό
adjective @ επίθετο
adjective @ επιθετικός
adjournment @ αναβολή της συζήτησης
adjustment @ διευθέτηση
adjustment to school @ σχολική προσαρμογή
adjuvant @ πρόσθετο-βελτιωτικό
administration of the Institutions @ διοίκηση του οργάνου
administrative autonomy @ διοικητική αυτονομία
administrative code @ διοικητικός κώδικας
administrative competition @ διαγωνισμός δημοσίου
administrative contract @ διοικητική σύμβαση
administrative control @ διοικητικός έλεγχος
administrative cooperation @ διοικητική συνεργασία
administrative court @ διοικητική δικαστική αρχή
administrative expenditure @ δαπάνη λειτουργίας
administrative formalities @ διοικητική διατύπωση
administrative law @ διοικητικό δίκαιο
administrative measure @ διοικητική πράξη
administrative offence @ διοικητική παράβαση
administrative order @ διοικητική απόφαση
administrative penalty @ διοικητική κύρωση
administrative personnel @ διοικητικός κλάδος
administrative powers @ διοικητική αρμοδιότητα
administrative procedure @ διοικητική δικονομία
administrative reform @ διοικητική μεταρρύθμιση
administrative responsibility @ διοικητική ευθύνη
administrative science @ διοικητική επιστήμη
administrative structures @ διοικητική οργάνωση
administrative supervision @ διοικητική εποπτεία
administrative transparency @ διοικητική διαφάνεια
administrative unit @ διαίρεση σε διοικητικές περιφέρειες
administrator @ διαχειριστής
admiration @ θαυμασμός
admire @ θαυμάζω
admissibility @ παραδεκτό
admissible @ παραδεκτός
admission of aliens @ είσοδος αλλοδαπών
admission to examinations @ συμμετοχή στις εξετάσεις
ADN agreement @ συμφωνία ADN
adolescence @ εφηβεία
Adolph @ Άδόλφος
adopt @ υιοθετώ
adopted child @ υιοθετημένο τέκνο
adoption law @ δικαίωμα υιοθεσίας
adoption of a child @ υιοθεσία
adoption of a law by vote @ θέσπιση νόμου
adoption of the budget @ έγκριση του προϋπολογισμού
ADR agreement @ συμφωνία ADR
adrenaline @ αδρεναλίνη
Adrian @ Άδριανός
Adriatic Sea @ Αδριατική Θάλασσα
adult @ ενήλικος
adult @ ενήλικας
adult education @ εκπαίδευση ενηλίκων
adultery @ μοιχεία
advance @ προκαταβολές
advance payment @ προπληρωμή
advance voting @ ψήφιση προ της ημέρας των εκλογών
advanced materials @ υλικά προηγμένης τεχνολογίας
advanced technology industry @ βιομηχανία αιχμής
adverb @ επίρρημα
advertisement @ διαφήμιση
advertising @ διαφήμιση
advertising budget @ προϋπολογισμός διαφήμισης
advertising malpractice @ παραπλανητική διαφήμιση
advisory power @ συμβουλευτική εξουσία
advocate @ συνήγορος
advocate @ υπερασπιστής
Aegean Sea @ Αιγαίο Πέλαγος
aerated drink @ αεριούχο ποτό
aerodynamics @ αεροδυναμική
aeronautical industry @ αεροναυπηγική βιομηχανία
aeroplane @ αεροπλάνο
aerosol @ αερόλυμα
aerospace industry @ αεροδιαστημική βιομηχανία
Aeschylus @ Αισχύλος
aesthetic @ αισθητικός
aesthetic surgery @ αισθητική χειρουργική
aesthetics @ αισθητική
AETR agreement @ συμφωνία AETR
affiliated retailing @ συνεργαζόμενο εμπόριο
afforestation @ δάσωση
Afghan @ Αφγανός
Afghan @ αφγανικός
Afghanistan @ Αφγανιστάν
Afrasec @ AFRASEC
Africa @ Αφρική
African @ Αφρικάνος
African @ αφρικανικός
African Charter on Human and Peoples' Rights @ Αφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών
African Development Bank @ Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης
African organisation @ αφρικανικός οργανισμός
African Union @ Αφρικανική Ένωση
Afrikaans @ αφρικάανς
Afro-Asian organisations @ αφροασιατικός οργανισμός
after @ μετά
after @ κατόπιν
afterlife @ μετά θάνατον ζωή
afternoon @ απόγευμα
after-sales service @ υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση
afterwards @ ύστερα
again @ ξανά
Agatha @ Άγαθή (Agathi)
age @ ηλικία
age @ εποχή
age discrimination @ διακρίσεις λόγω ηλικίας
age of majority @ ενηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο
ageing of the population @ δημογραφική γήρανση
agency abroad @ υποκατάστημα εξωτερικού
agenda @ ημερήσια διάταξη
aggravating circumstances @ επιβαρυντική περίσταση
aggression @ επιθετικότητα
aggressive @ επιθετικός
Agnes @ Αγνή
agnostic @ αγνωστικιστής
agnosticism @ αγνωστικισμός
ago @ πριν
agoraphobia @ αγοραφοβία
agrarian law @ αγροτικό δίκαιο
agrarian reform @ αγροτική μεταρρύθμιση
agreement @ συμφωνία
agricultural adviser @ σύμβουλος γεωργικών εφαρμογών
agricultural advisory services @ γεωργικές εφαρμογές
agricultural area with environmental restrictions @ γεωργική έκταση με περιβαλλοντικούς περιορισμούς
agricultural bank @ αγροτική τράπεζα
agricultural building @ αγροτικό κτίριο
agricultural by-product @ γεωργικό υποπροϊόν
agricultural census @ γεωργική απογραφή
agricultural cooperative @ γεωργικός συνεταιρισμός
agricultural credit @ αγροτική πίστη
agricultural disaster @ γεωργική καταστροφή
agricultural economics @ γεωργική οικονομία
agricultural education @ γεωργική εκπαίδευση
agricultural equipment @ γεωργικός εξοπλισμός
agricultural expenditure @ αγροτική δαπάνη
agricultural guidance @ γεωργικός προσανατολισμός
agricultural holding @ γεωργική εκμετάλλευση
agricultural implement @ γεωργικό εργαλείο
agricultural insurance @ γεωργική ασφάλιση
agricultural labour force @ γεωργικό εργατικό δυναμικό
agricultural land @ γεωργική γη
agricultural levy @ γεωργική εισφορά
agricultural machinery @ γεωργικό μηχάνημα
agricultural market @ αγορά γεωργικών προϊόντων
agricultural performance @ αποτέλεσμα της γεωργικής εκμετάλλευσης
agricultural policy @ γεωργική πολιτική
agricultural product @ γεωργικό προϊόν
agricultural product nomenclature @ ονοματολογία γεωργικών προϊόντων
agricultural production @ γεωργική παραγωγή
agricultural production policy @ πολιτική γεωργικής παραγωγής
agricultural productivity @ γεωργική παραγωγικότητα
agricultural quota @ γεωργικές ποσοστώσεις
agricultural real estate @ έγγειος γεωργική ιδιοκτησία
agricultural region @ γεωργική περιοχή
agricultural sector representative body @ οργανισμός εκπροσώπησης του αγροτικού τομέα
agricultural situation @ κατάσταση της γεωργίας
agricultural statistics @ γεωργικές στατιστικές
agricultural structure @ γεωργικές διαρθρώσεις
agricultural surplus @ γεωργικό πλεόνασμα
agricultural trade @ γεωργικές συναλλαγές
agricultural vehicle @ γεωργικό όχημα
agricultural waste @ γεωργικά απόβλητα
agriculture @ γεωργία
agriculture-industry relationship @ σχέση γεωργίας-βιομηχανίας
agriculture-trade relationship @ σχέση γεωργίας-εμπορίου
agri-environmental plan @ γεωργοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα
agri-foodstuffs @ αγροδιατροφικός τομέας
agri-monetary policy @ γεωργονομισματική πολιτική
agro-energy @ ενέργεια γεωργικής προέλευσης
agroforestry @ γεωργοδασοπονία
agro-industrial cropping @ βιομηχανική καλλιέργεια
agro-industry @ βιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων
agronomic research @ γεωπονική έρευνα
agronomy @ γεωπονική
aid evaluation @ αξιολόγηση της βοήθειας
aid for restructuring @ ενισχύσεις αναδιάρθρωσης
aid in kind @ βοήθεια εις είδος
aid per hectare @ ενίσχυση ανά εκτάριο
aid policy @ πολιτική παροχής βοήθειας
aid programme @ πρόγραμμα ενισχύσεων
aid recipient @ δικαιούχος της βοήθειας
aid system @ καθεστώς ενισχύσεων
aid to agriculture @ γεωργικές ενισχύσεις
aid to disadvantaged groups @ ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων
aid to disaster victims @ βοήθεια στα θύματα καταστροφών
aid to industry @ ενισχύσεις στη βιομηχανία
aid to refugees @ βοήθεια στους πρόσφυγες
aid to undertakings @ ενίσχυση επιχειρήσεων
AIDS @ AIDS
AIDS @ σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας
aim @ σκοπός
air @ μελωδία
air cabotage @ αεροπορικό καμποτάζ
air conditioning @ κλιματισμός
air force @ Πολεμική Αεροπορία
air freight rate @ τιμολόγιο εναέριων μεταφορών
air law @ αεροπορικό δίκαιο
air safety @ ασφάλεια της αεροπλοΐας
air space @ εναέριος χώρος
air traffic @ εναέρια κυκλοφορία
air traffic control @ έλεγχος εναέριου χώρου
air transport @ εναέριες μεταφορές
aircraft @ αεροσκάφος
aircraft carrier @ αεροπλανοφόρο
aircraft fleet @ εναέριος στόλος
air-cushion vehicle @ αερολισθαίνον όχημα
airline @ αερογραμμή
airplane @ αεροπλάνο
airport @ αερολιμένας
Ajman @ Αϊμάν
Al Fujayrah @ Φούτζερα
Al Jazeera @ Al-Jazeera
Åland @ Νήσοι Ώλαντ
Åland @ Άαλαντ
alas @ αλίμονο
Albania @ Αλβανία
Albanian @ Αλβανός
Albanian @ αλβανικά
Albanian @ αλβανικός
Albert @ Άλβέρτος
albumen @ λεύκωμα
alchemist @ αλχημιστής
alchemy @ αλχημεία
alcohol @ αλκοόλ
alcohol @ οινόπνευμα
alcohol @ αλκοόλη
alcoholic @ αλκοολικός
alcoholic beverage @ αλκοολούχο ποτό
alcoholism @ αλκοολισμός
ale @ αγγλική μπίρα
Alentejo @ Αλεντέζου
Alexander @ Αλέξανδρος
Alexander the Great @ Μέγας Αλέξανδρος
Alexandria @ Αλεξάνδρεια
Alexius @ Αλέξιος
Alfonso @ Αλφονσος (Alphonsos)
Alfred @ Αλφρέδος
algae @ φύκος
Algarve @ Αλγκάρβε
algebra @ άλγεβρα
Algeria @ Αλγερία
Algerian @ Αλγερινός
Algerian @ αλγερινός
Algiers @ Αλγέρι
algorithm @ αλγορίθμος
alibi @ άλλοθι
alien @ εξωγήινος
alien @ ξένος
alkyne @ αλκίνιο
all @ όλοι
all @ όλο
all @ εντελώς
all right @ μια
all roads lead to Rome @ όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη
all that glitters is not gold @ ό, τι λάμπει δεν είναι χρυσός
allergy @ αλλεργία
alligator @ αλλιγάτορας
allocation clause @ ρήτρα κατανομής
allocation of land @ διάθεση και χρήση των γαιών
allocation of resources @ διάθεση πόρων
allocation of seats @ κατανομή των εδρών
allocation of work @ κατανομή της εργασίας
allowances and expenses @ αποζημίωση και απόδοση εξόδων
alloy @ κράματα
alloy @ κράμα
alloy @ κραματοποιώ
almanac @ αλμανάκο
almond @ αμύγδαλο
almond @ αμυγδαλιά
almost @ σχεδόν
alone @ μόνος
alpha @ άλφα
alphabet @ αλφάβητο
alphabetic @ αλφαβητικός
alphabetical @ αλφαβητικός
alpine chough @ Κιτρινοκαλιακούδα
Alpine Region @ περιφέρεια των Άλπεων
Alps @ Άλπεις
already @ ήδη
Alsace @ Αλσατία
altar @ βωμός
alternate @ αναπληρωτής
alternating current @ εναλλασσόμενο ρεύμα
alternative agricultural production @ εναλλακτική γεωργική παραγωγή
alternative medicine @ ήπια ιατρική
alternative sentence @ υποκατάστατο της ποινής
alternative service @ πολιτική θητεία
alternative use of agricultural products @ εναλλακτική χρησιμοποίηση γεωργικού προϊόντος
although @ αν και
although @ παρά
altimeter @ υψόμετρο
altitude @ υψόμετρο
altitude @ ύψος
aluminium @ αλουμίνιο
aluminium @ αργίλιο
aluminum @ αλουμίνιο
always @ πάντα
Alytus @ Alytus
am @ είμαι
amateur @ ερασιτέχνης
amber @ ήλεκτρον
amber @ πορτοκαλί
amber @ κεχριμπαρένιο
AMCO @ OCAM
amen @ αμήν
amending budget @ διορθωτικός προϋπολογισμός
amendment @ τροπολογία
amendment of a law @ αναθεώρηση νόμου
America @ Αμερική
American bison @ βόνασος
American organisation @ αμερικανικός οργανισμός
American Samoa @ Σαμόα (ΗΠΑ)
American Samoa @ Αμερικανική Σαμόα
americium @ αμερίκιο
amino acid @ αμινοξύ
Amman @ Αμμάν
ammonia @ αμμωνία
ammunition @ πυρομαχικά
amnesty @ αμνηστία
Amnesty International @ Διεθνής Αμνηστία
among @ ανάμεσα
amorphous materials @ άμορφα υλικά
amortisation @ απόσβεση
amount @ σύνολο
ampere @ αμπέρ
ampersand @ συμπλεκτικό σύμβολο
amphetamine @ αμφεταμίνη
amphibian @ αμφίβιο
amphibious @ αμφίβιος
Amsterdam @ Άμστερνταμ
amusement @ διασκέδαση
an @ ένας
anabolism @ αναβολισμός
anachronistic @ αναχρονιστικός
anaconda @ ανακόντα
anagram @ ανάγραμμα
anal sex @ πρωκτική συνουσία
analgesic @ αναλγητικό
analog @ (analogos)<!--this is the transcription and requires Greek script-->, αναλογικός
analogue @ (analogos)<!--this is the transcription and requires Greek script-->, αναλογικός
analogy @ αναλογία
analyse @ αναλύω
analysis @ ανάλυση
analysis of causes @ ανάλυση αιτίων
analyst @ αναλυτής
analytical chemistry @ αναλυτική χημεία
anarchism @ αναρχισμός
anarchist @ αναρχικός
anarchy @ αναρχία
Anatoli @ Ανατολή
anatomy @ ανατομία
ancestor @ πρόγονος
anchor @ αγκυροβολώ
anchovy @ αντσούγια
Ancient Greek @ αρχαία ελληνικά
ancient history @ αρχαία ιστορία
and @ και
and so on @ και ούτω καθεξής
Andalusia @ Ανδαλουσία
Andean Group @ Ομάδα των Άνδεων
Andean Group countries @ χώρες της Ομάδας των Άνδεων
Andean Parliament @ Κοινοβούλιο των Άνδεων
Andorra @ Ανδόρρα
Andrew @ Ανδρέας
anecdote @ ανέκδοτο
anemia @ αναιμία
angel @ άγγελος
angelica @ αγγελική
anger @ θυμός
anger @ θυμώνω
angle @ γωνία
Anglicanism @ αγγλικανισμός
Anglo-Saxon @ αρχαία αγγλική γλώσσα
Angola @ Αγκόλα
Angola @ Ανγκόλα
angry @ θυμωμένος
Anguilla @ Ανγκουίλα
anhydride @ ανυδρίτης
animal @ άγριος
animal @ ζώο
animal breeding @ ζωική αναπαραγωγή
animal disease @ ζωική ασθένεια
animal fats @ ζωική λιπαρή ουσία
animal feedingstuffs @ ζωοτροφές
animal health @ υγεία των ζώων
animal leucosis @ λεύκωση ζώων
animal life @ πανίδα
animal nutrition @ διατροφή των ζώων
animal oil @ ζωικό λάδι
animal plague @ πανώλης των ζώων
animal product @ ζωικό προϊόν
animal production @ ζωική παραγωγή
animal protein @ ζωική πρωτεΐνη
animal resources @ ζωικοί πόροι
animal show @ θέαμα με ζώα
animal skin @ δέρμα ζώου
animal tuberculosis @ φυματίωση ζώων
animal welfare @ καλή μεταχείριση των ζώων
anime @ anime
anion @ ανιώντος
anise @ άνισον
aniseed @ άνισον
Ankara @ Άγκυρα
ankle @ αστράγαλος
Ann @ Άννα
announcement @ ανακοίνωση
announcement of candidacy @ δήλωση υποψηφιότητας
annoy @ ενοχλήσει
annual report @ έκθεση δραστηριοτήτων
annul @ ακυρώνω
anonymous @ ανώνυμος
answer @ απάντηση
answer @ απαντώ
answer @ λύση
answer @ ανταποκρίνομαι
Antarctic Ocean @ Νότιος Παγωμένος Ωκεανός
Antarctica @ Ανταρκτική
anteater @ μυρμηγκοφάγος
antelope @ αντιλόπη
antenna @ κεραία
anthem @ ύμνος
anthill @ μυρμηγκοφωλιά
Anthony @ Αντώνιος
anthrax @ άνθρακας
anthropology @ ανθρωπολογία
antibiotic @ αντιβιοτικά
antichrist @ αντίχριστος
Antichrist @ Αντίχριστος
anti-crisis plan @ σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης
anti-discriminatory measure @ αγώνας κατά των διακρίσεων
anti-dumping duty @ δασμοί αντιντάμπινγκ
anti-dumping legislation @ νομοθεσία αντιντάμπινγκ
anti-dumping measure @ μέτρα αντιντάμπινγκ
anti-European movement @ αντιευρωπαϊσμός
anti-globalisation movement @ κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης
Antigua and Barbuda @ Αντίγκουα και Μπαρμπούντα
anti-missile defence @ αντιπυραυλική άμυνα
antimony @ αντιμόνιο
anti-personnel weapon @ όπλα κατά προσωπικού
anti-pollution device @ αντιρρυπαντική διάταξη
anti-racist movement @ κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων
anti-semitism @ αντισημιτισμός
anti-subsidy proceeding @ διαδικασία κατά των επιδοτήσεων
anti-trust legislation @ νομοθεσία αντιτράστ
antonym @ αντώνυμο
Antwerp @ Αντβέρπ
anus @ πρωκτός
anvil @ αμόνι
anxiety @ άγχος
Anzus @ ANZUS
Anzus countries @ χώρες του ANZUS
any @ καθένας
anyway @ εν πάση περιπτώσει
anywhere @ οπουδήποτε
apartheid @ πολιτική φυλετικού διαχωρισμού
apartment @ διαμέρισμα
APEC @ ΟΣΑΕ
APEC countries @ χώρες της ΟΣΑΕ
aperitif @ απεριτίφ
aphasia @ αφασία
aphelion @ Αφήλιον
aphorism @ απόφθεγμα
apiculture @ μελισσοκομία
APO @ ΑΟΠ
apostasy @ αποστασία
apostrophe @ αποστροφή
apothecary @ φαρμακοποιός
apothecary @ φαρμακείο
apparatus based on the use of rays @ συσκευή ακτινοβολιών
appeal @ ένδικο μέσο
appeal to an administrative authority @ διοικητική προσφυγή
appeal to the EC Ombudsman @ προσφυγή στο διαμεσολαβητή ΕΚ
appeals by private individuals @ προσφυγή ιδιωτών
appear @ φαίνομαι
appendicitis @ σκωληκοειδίτιδα
appetizer @ ορεκτικό
applaud @ χειροκροτώ
applaud @ επικροτώ
applause @ χειροκρότημα
apple @ μήλο
apple @ μηλιά
apple juice @ χυμός μήλου
apple tree @ μηλιά
application of legislation @ εφαρμογή του νόμου
applied research @ εφαρμοσμένη έρευνα
applied sciences @ εφαρμοσμένες επιστήμες
appointment of staff @ διορισμοί προσωπικού
appreciate @ εκτιμώ
appreciate @ αντιλαμβάνομαι
appreciate @ παίρνω αξία
apprentice @ μαθητευόμενος
apprenticeship @ επαγγελματική μαθητεία
appropriate @ κατάλληλος
approval @ έγκριση
approval of tariffs @ έγκριση τιμολογίων
approximately @ περίπου
approximation of laws @ προσέγγιση των νομοθεσιών
approximation of policies @ προσέγγιση των πολιτικών
APPU @ UPA
apricot @ βερίκοκο
apricot @ βερικοκιά
April @ Απρίλιος
apron @ ποδιά
Apuleius @ Απουλήιος
Apulia @ Απουλία
aquaculture @ υδατοκαλλιέργεια
aquarium @ ενυδρείο
Aquarius @ Υδροχόος
aquatic @ υδρόβιος
aquatic environment @ υδάτινο περιβάλλον
aquatic plant @ υδρόβιο φυτό
aqueduct @ υδραγωγείο
Aquitaine @ Ακουϊτανία
Arab @ Άραβας
Arab @ αραβικός
Arab Common Market @ Αραβική Κοινή Αγορά
Arab Common Market countries @ χώρες της Αραβικής Κοινής Αγοράς
Arab League @ Αραβικός Σύνδεσμος
Arab League countries @ χώρες του Αραβικού Συνδέσμου
Arab organisation @ αραβικός οργανισμός
Arab Republic of Egypt @ Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου
Arab-African cooperation @ αραβοαφρικανική συνεργασία
Arabic @ αραβικός
arable land @ καλλιεργήσιμη γη
arachnophobia @ αραχνοφοβία
Aragon @ Αραγώνα
arbitrage @ οικονομική πρόκριση συναλλαγής
arbitration @ διαιτησία
arbitration clause @ ρήτρα διαιτησίας
arboriculture @ δενδροκομία
Arcadia @ Αρκαδία
archaeologist @ αρχαιολόγος
archaeology @ αρχαιολογία
archangel @ αρχάγγελος
archbishop @ αρχιεπίσκοπος
archer @ τοξότης
archimandrite @ αρχιμανδρίτης
archipelago @ αρχιπέλαγος
architect @ αρχιτέκτονας
architectural heritage @ αρχιτεκτονική κληρονομιά
architecture @ αρχιτεκτονική
archive @ αρχείο
archive @ αρχειοθετώ
archives @ αρχείο
Arctic @ Αρκτική
Arctic Ocean @ Βόρειος Παγωμένος Ωκεανός
area management @ διαχείριση του χώρου
area of holding @ επιφάνεια εκμετάλλευσης
Ares @ Άρης
argent @ ασημί
Argentina @ Αργεντινή
Argentinian @ αργεντίνικος
Argentinian @ Αργεντίνος
arginine @ αργινίνη
argon @ αργό
Argonaut @ Αργοναύτες
Århus @ Ώρχους
arid zone @ άνυδρη ζώνη
Arkhangelsk @ Αρχάγγελσκ
arm @ βραχίονας
arm @ αρμός
armadillo @ αρμαδίλος
Armageddon @ Αρμαγεδδώνας
armchair @ πολυθρόνα
armed forces @ στρατός
Armenia @ Αρμενία
Armenian @ αρμενικός
Armenian @ Αρμένιος
Armenian @ αρμενικά
Armenian question @ Αρμενικό ζήτημα
armor @ πανοπλία
armpit @ μασχάλη
arms control @ έλεγχος των εξοπλισμών
arms industry @ βιομηχανία όπλων
arms limitation @ περιορισμός των εξοπλισμών
arms policy @ πολιτική εξοπλισμών
arms supply @ προμήθεια όπλων
arms trade @ εμπόριο όπλων
army @ στρατός
army @ στρατιά
aromatic plant @ αρωματικό φυτό
arrangement of working time @ διευθέτηση του χρόνου εργασίας
arrest @ σύλληψη
arrest @ συλλαμβάνω
arrive @ φτάνω
arrow @ βέλος
arsenic @ αρσενικό
arson @ εμπρησμός
arsonist @ εμπρηστής
art @ τέχνη
art education @ καλλιτεχνική εκπαίδευση
art trade @ εμπόριο έργων τέχνης
artery @ αρτηρία
Arthur @ Αρθούρος
artichoke @ αγκινάρα
article @ άρθρο
artificial @ τεχνητός
artificial @ αφύσικος
artificial food colouring @ συνθετική χρωστική ουσία τροφίμων
artificial insemination @ τεχνητή σπερματέγχυση
artificial intelligence @ τεχνητή νοημοσύνη
artificial reproductive techniques @ τεχνητή γονιμοποίηση
artillery @ πυροβόλο
artillery @ πυροβολικό
artisan @ τεχνίτης
artist @ καλλιτέχνης
artistic creation @ καλλιτεχνική δημιουργία
artistic profession @ καλλιτεχνικά επαγγέλματα
artist's resale right @ δικαίωμα παρακολούθησης
arts @ τέχνες
Aruba @ Αρούμπα
Arusha Convention @ σύμβαση της Αρούσα
as @ το ίδιο, τόσο
as @ όπως
as @ καθώς
as @ αφού
as @ σαν
as soon as possible @ το συντομότερο δυνατόν
asbestos @ αμίαντος
ascend @ ανεβαίνω
Asclepius @ Ασκληπιός
Asean @ ASEAN
Asean countries @ χώρες του ASEAN
ash @ στάχτη
ashamed @ ντροπαλός
ashtray @ σταχτοδοχείο
Asia @ Ασία
Asia Minor @ Μικρά Ασία
Asian organisation @ ασιατικός οργανισμός
ask @ ρωτώ
ask @ παρακαλώ
Aspac @ ASPAC
asparagus @ σπαράγγι
aspect @ άποψη
aspect @ ποιόν ενεργείας
Asperger's syndrome @ σύνδρομο Asperger
aspirin @ ασπιρίνη
ass @ οπίσθια
ass @ όνος
ass @ γάϊδαρος
assalamu alaikum @ σαλάμ αλέκουμ
assassin @ δολοφόνος
assassination @ δολοφονία
assembly @ συνάθροιση
assembly @ σύνοδος
assembly line production @ παραγωγή εν σειρά
assembly line work @ εργασία εν σειρά
assessment @ έλεγχος των γνώσεων
assessment of prices @ διατίμηση
asshole @ κωλοτρυπίδα
assistance in training @ εκπαιδευτική βοήθεια
assisting spouse @ συμβοηθών σύζυγος
associated action for damages @ αστική αγωγή
associated country @ συνδεδεμένη χώρα
association @ ένωση
association agreement @ συμφωνία συνδέσεως
Association of Caribbean States @ Ένωση των κρατών της Καραϊβικής
association of local authorities @ ένωση φορέων τοπικής διοίκησης
associative movement @ σύλλογοι και μαζικοί φορείς
Assyria @ Ασσυρία
astatine @ άστατο
Asterix @ Αστερίξ
asthma @ άσθμα
astrology @ αστρολογία
astronaut @ αστροναύτης
astronautics @ αστροναυτική
astronomy @ αστρονομία
asylum @ άσυλο
at @ στον
at sign @ παπάκι
atheism @ αθεϊσμός
atheist @ άθεος
Athena @ Αθηνά
athlete @ αθλητής
Atlantic Arc @ Τόξο του Ατλαντικού
Atlantic Ocean @ Ατλαντικός Ωκεανός
atlas @ άτλας
atmosphere @ ατμόσφαιρα
atmospheric conditions @ ατμοσφαιρικές συνθήκες
atmospheric pollutant @ ατμοσφαιρικοί ρύποι
atmospheric pollution @ ατμοσφαιρική ρύπανση
atom @ άτομο
atom bomb @ ατομική βόμβα
atomic bomb @ ατομική βόμβα
atomic number @ ατομικός αριθμός
ATP Agreement @ συμφωνία ATP
atrocity @ θηριωδία
atrophy @ ατροφία
attach @ επισυνάπτω
attachment @ επισύναψη
attack @ επίθεση
attack @ επιτίθεμαι
attempt @ αποπειρώμαι
attempt @ απόπειρα
attention @ προσοχή
attic @ σοφίτα
Attica @ Αττική
attraction @ έλξη
attraction @ θέλγητρο
aubergine @ μελιτζάνα
auction @ πλειστηριασμός
auction sale @ πλειστηριασμός
audience @ ακροατήριο
audio cassette @ κασέτα
audiovisual communications policy @ οπτικοακουστική πολιτική
audiovisual co-production @ συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων
audiovisual document @ οπτικοακουστικό τεκμήριο
audiovisual equipment @ οπτικοακουστικό μέσο
audiovisual industry @ βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων
audiovisual piracy @ ραδιοτηλεπειρατεία
audiovisual production @ οπτικοακουστική παραγωγή
audiovisual programme @ οπτικοακουστικό πρόγραμμα
audit @ έλεγχος
auditing @ εξέλεγξη λογαριασμών
auditorium @ αίθουσα ακροάσεων
August @ Αύγουστος
Augustus @ Αύγουστος
aunt @ θεία
austerity policy @ πολιτική λιτότητας
Australia @ Αυστραλία
Australian @ Αυστραλός
Australian @ αυστραλιανός
Austria @ Αυστρία
Austrian @ Αυστριακός
Austrian @ αυστριακός
author @ συγγραφέας
authorised catch @ επιτρεπόμενα αλιεύματα
authoritarian regime @ αυταρχικό καθεστώς
authority @ εξουσία
authority @ αρχές
authority @ αυθεντία
authorization @ εξουσιοδότηση
autism @ αυτισμός
autobiography @ αυτοβιογραφία
automatic @ αυτόματος
automatic @ αυτόματο
automatic game @ αυτόματα παιχνίδια
automatic vending machine @ αυτόματο μηχάνημα πώλησης
automation @ αυτοματοποίηση
automobile @ αυτοκίνητο
autonomist party @ αυτονομιστικό κόμμα
autonomous @ αυτόνομος
autonomous community @ αυτόνομη κοινότητα
autonomous movement @ αυτονομιστικό κίνημα
Autonomous Province of Bolzano @ Αυτόνομη Επαρχία του Μπολτζάνο
Autonomous Province of Trento @ Αυτόνομη Επαρχία του Τρέντο
autonomous territories of Palestine @ αυτόνομα εδάφη της Παλαιστίνης
autonomy @ αυτονομία
autumn @ φθινόπωρο
Auvergne @ Ωβέρνη
auxiliary @ βοηθητικός
auxiliary worker @ βοηθητικός εργαζόμενος
availability @ διαθεσιμότητα
available @ διαθέσιμος
available energy @ προσφορά ενέργειας
available energy resources @ διαθέσιμοι ενεργειακοί πόροι
avalanche @ χιονοστιβάδα
avarice @ πλεονεξία
avenue @ λεωφόρος
average @ μέσος όρος
average price @ μέση τιμή
avian influenza @ γρύπη των πουλερικών
aviation @ αεροπορία
aviation fuel @ καύσιμο αεροπλάνων
avocado @ αβοκάντο
avoid @ αποφεύγω
awake @ αφυπνισμένος
award @ έπαθλο
award of contract @ ανάθεση σύμβασης με δημοπρασία
away @ μακριά
awl @ σουβλί
axe @ τσεκούρι
axe @ πέλεκυς
axiom @ αξίωμα
axis @ άξων
axis of evil @ άξονας του κακού
axle tax @ τέλη ανά άξονα
axle weight @ φορτίο ανά άξονα
Aymara @ Αϊμαρά
Azerbaijan @ Αζερμπαϊτζάν
Azerbaijani @ αζέρικος
Azeri @ Αζερικά
Azeri @ Αζέρος
Azores @ Αζόρες
baa @ βελάζω
baa @ βέλασμα
baby @ μωρό
baby @ μωρό μου
baby food @ παιδικές τροφές
babysitter @ μπεϊμπισίτερ
baccarat @ μπακαράς
Bach @ Μπαχ
bachelor @ εργένης
backgammon @ τάβλι
backlog of court cases @ εκκρεμείς υποθέσεις
backwardness at school @ καθυστέρηση στα μαθήματα
bacon @ μπέικον
bacteria @ βακτήρια
bacteriology @ βακτηριολογία
bacterium @ βακτήριο
bad @ κακός
bad weather @ κακοκαιρία
Baden-Württemberg @ Βάδη-Βυρτεμβέργη
badger @ ασβός
badminton @ αντιπτέριση
bag @ σακούλα
Baghdad @ Βαγδάτη
bagpipes @ άσκαυλος
Bahamas @ Μπαχάμες
Bahrain @ Μπαχρέιν
bailiff @ δικαστικός επιμελητής
baker @ αρτοποιός
bakery @ αρτοποιία
bakery @ αρτοποιείο
baklava @ μπακλαβά
Baku @ Μπακού
balance @ ζυγαριά
balance @ ισορροπία
balance @ ισοζύγιο
balance of payments @ ισοζύγιο πληρωμών
balance sheet @ ισολογισμός
balance-of-payments deficit @ ελλειμματικό ισοζύγιο
balance-sheet analysis @ ανάλυση των ισολογισμών
bald @ φαλακρός
Balearic Islands @ Βαλεαρίδες Νήσοι
Bali @ Μπάλι
Balkans @ Βαλκάνια
ball @ σφαίρα
ball @ μπάλα
ballistic missile @ βαλλιστικός πύραυλος
balloon @ μπαλόνι
ballot @ ψηφοδέλτιο
ballot paper @ ψηφοδέλτιο
balls @ αρχίδια
Baltic Sea @ Βαλτική Θάλασσα
Baltic States @ βαλτικές χώρες
Bambara @ μπαμπάρα
bamboo @ μπαμπού
ban @ απαγορεύω
banana @ μπανάνα
banana @ μπανανιά
banana republic @ μπανανία
band @ συγκρότημα
band @ ιμάντας
band @ ομάδα
band @ ζώνη
bang @ μπαμ
Bangkok @ Μπανκόκ
Bangladesh @ Μπαγκλαντές
Bangladesh @ Μπαγγλαντές
bank @ τράπεζα
bank @ όχθη
bank charges @ τραπεζικά έξοδα
bank deposit @ τραπεζικές καταθέσεις
banker @ τραπεζίτης
banking @ τραπεζική δραστηριότητα
banking policy @ τραπεζική πολιτική
banking profession @ τραπεζικοί υπάλληλοι
banking secrecy @ τραπεζικό απόρρητο
banking supervision @ τραπεζικός έλεγχος
banking system @ τραπεζικό σύστημα
banknote @ τραπεζογραμμάτιο
bankruptcy @ πτώχευση
banner @ πανώ
Banská Bystrica region @ Περιοχή της Banská Bystrica
bar @ ράβδος
bar @ μπαρ
Barbados @ Μπαρμπάντος
Barbara @ Βαρβαρα
barbarian @ Βάρβαροι
barbecue @ ψησταριά
barbed wire @ αγκαθωτό συρματόπλεγμα
barber @ κουρέας
barbiturate @ βαρβιτουρικό
barcode @ γραμμοκωδικός
barefoot @ ανυπόδητος
barge @ φορτηγίδα
barge @ μαούνα
barge carrier ship @ πλοίο για φορτηγίδες
barium @ βάριο
bark @ γαβγίζω
barley @ κριθάρι
barn owl @ πεπλόγλαυκα
barring of penalties by limitation @ παραγραφή της ποινής
barrister @ δικηγόρος
barter @ αντιπραγματισμός
Bartholomew @ Βαρθολομαίος
base @ βάση
baseball @ μπέιζμπολ
basement @ υπόγειο
basic education @ βασική εκπαίδευση
basic needs @ θεμελιώδεις ανάγκες
basic price @ τιμή βάσης
basic research @ βασική έρευνα
Basilicata @ Βασιλικάτα
basin @ νιπτήρας
basin @ λεκάνη απορροής
basis of tax assessment @ φορολογική βάση
basket @ καλάθι
basket of currencies @ καλάθι νομισμάτων
basketball @ καλαθοσφαίριση
Basque Country @ Χώρα των Βάσκων
bass @ μπάσος
bass @ μπάσο
bastard @ εξώγαμο
bastard @ μπάσταρδος
bat @ νυχτερίδα
bat @ ρόπαλο
bath @ λουτήρας
bath @ λουτρό
bathing water @ νερό κολύμβησης
bathroom @ λουτρό
bathroom @ τουαλέτα
bathyscaphe @ βαθυσκάφος
Batman @ Μπάτμαν
battalion @ τάγμα
battery @ μπαταρία
battle @ μάχη
bauxite @ βωξίτης
Bavaria @ Βαυαρία
bay @ κόλπος
bayonet @ ξιφολόγχη
bazaar @ παζάρι
be @ είμαι
be @ υπάρχω
be @ γίνομαι
be @ ''usually translated using the passive form of the active verb''
be @ ίσον
be @ ''(use imperfective verb form of the appropriate tense)''
be @ έχω ύψος
be @ είναι
be @ κάνει
be able to @ μπορώ
beach @ αμμουδιά
bear @ αρκούδα
beard @ γένι
bearing @ τριβείς
beast @ κτήνος
beautiful @ ωραίος
beaver @ κάστορας
because @ διότι
become @ γίνομαι
bed @ κρεβάτι
bed @ κοίτη
bed @ κοίτασμα
bedroom @ κρεββατοκάμαρα
beech @ οξιά
beef @ βοδινό κρέας
beef @ βοδινό
beef animal @ βόδι
beekeeper @ μελισσοκόμος
beer @ ζύθος
beer @ μπίρα
beer @ μπυροπότηρο
beeswax @ κερί
beet sugar @ ζάχαρη από τεύτλα
beetle @ σκαθάρι
beetle @ Σκαραβαίος
beg @ ζητιανεύω
beg @ ικετεύω
beggar @ ζητιάνος
begin @ αρχίζω
behavior @ συμπεριφορά
behaviour @ συμπεριφορά
behavioural sciences @ επιστήμη της συμπεριφοράς
behead @ αποκεφαλίζω
beheading @ αποκεφαλισμός
behind @ πίσω από
beige @ μπεζ
Beijing @ Πεκίνο
being @ πλάσμα
being @ ύπαρξη
Beirut @ Βηρυττός
Belarus @ Λευκορωσία
Belarusian @ λευκορωσικά
Belarusian @ Λευκορώσος
Belfast @ Μπέλφαστ
Belgian @ Βέλγος
Belgian @ βέλγικος
Belgian communities @ κοινότητες του Βελγίου
Belgium @ Βέλγιο
Belgrade @ Βελιγράδι
belie @ διαστρέφω
belief @ πίστη
belief @ δοξασία
belief @ πιστεύω
believe @ πιστεύω
Belize @ Μπελίζ
Belize @ Μπελίζε
bell @ καμπάνα
bell @ κουδούνι
bell @ τηλεφώνημα
Belorussian @ λευκορωσικά
belt @ ζώνη
belly @ κοιλιά
belly dance @ χορός οριεντάλ
bench @ παγκάκι
bench @ πάγκος
benchmarking @ συγκριτική αξιολόγηση
Benedict @ Βενέδικτος
benefit @ όφελος
benefit @ επίδομα
Benelux @ Benelux
Benelux countries @ χώρες της Benelux
Benin @ Μπενίν
benzene @ βενζόλιο
berkelium @ μπερκέλιο
Berlin @ Βερολίνο
Bermuda @ Βερμούδες
berry @ μώρον
beryl @ βήρυλλος
beryllium @ βηρύλλιο
beryllium @ βιρύλλιο
beside @ δίπλα
best regards @ με φιλικούς χαιρετισμούς
bet @ στοίχημα
bet @ βάζω στοίχημα οτί
beta @ βήτα
Bethlehem @ Βηθλεέμ
better @ καλύτερος
between @ ανάμεσα
BEUC @ BEUC
beverage @ ποτό
beverage industry @ ποτοποιία
Bhutan @ Μπουτάν
bible @ βιβλίο
bibliography @ βιβλιογραφία
bicameral system @ κοινοβουλευτικό σύστημα δύο νομοθετικών σωμάτων
bicycle @ ποδήλατο
big @ μεγάλος
Big Bang @ Μεγάλη Έκρηξη
bijection @ αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία
bikini @ μπικίνι
bilateral agreement @ διμερής συμφωνία
bilateral aid @ διμερής βοήθεια
bilateral relations @ διμερείς σχέσεις
bile @ χολή
bilingualism @ διγλωσσία
billiards @ μπιλιάρδο
billion @ δισεκατομμύριο
billion @ τρισεκατομμύριο
billionaire @ δισεκατομμυριούχος
binomial @ διώνυμο
binomial nomenclature @ διώνυμη ονοματολογία
biochemistry @ βιοχημεία
bioclimatology @ βιοκλιματολογία
bioconversion @ βιολογική μετατροπή
biodegradability @ βιοδιασπασιμότητα
biodiversity @ βιοποικιλότητα
bioenergy @ βιοενέργεια
bio-ethics @ βιοηθική
biogas @ βιοαέριο
biography @ βιογραφία
bio-industry @ βιολογική βιομηχανία
biological @ βιολογικός
biological standard @ βιολογικό πρότυπο
biological weapon @ βιολογικά όπλα
biology @ βιολογία
biomass @ βιομάζα
biomaterials @ βιοϋλικά
biometrics @ βιομετρία
biophysics @ βιοφυσική
bioprocess @ βιολογικές διεργασίες
biosphere @ βιόσφαιρα
biotechnology @ βιοτεχνολογία
biotope @ βιότοπος
bipolar disorder @ διπολική διαταραχή
bipolarisation @ πόλωση
bird @ πτηνό
bird @ κούκλα
bird of prey @ αρπακτικό πτηνό
birdsong @ κελάηδισμα
birth @ γέννα
birth @ γέννηση
birth @ γεννώ
birth control @ έλεγχος των γεννήσεων
birth policy @ πολιτική γεννήσεων
birthday @ γενέθλια
birthday @ γενέθλια μέρα
birthmark @ σημάδι
births @ γεννητικότητα
BIS @ BRI
biscuit factory @ μπισκοτοποιία
bishop @ επίσκοπος
bishop @ αξιωματικός
bismuth @ βισμούθιο
bit @ δυφίο
bitch @ σκύλα
Bitola @ Μοναστήρι
bituminous materials @ ασφαλτούχα υλικά
black @ μαύρος
black @ μαύρο
black @ νέγρικος
black @ σκοτεινός
Black Death @ μαύρη πανώλη
black grouse @ λυροπετεινός
black hole @ μάυρη τρύπα
Black Sea @ Μαύρη Θάλασσα
black widow @ μαύρη χήρα
black woodpecker @ μαυροτσικλιτάρα
blackberry @ μούρο
blackberry @ μουριά
blackbird @ κότσυφας
blacksmith @ σιδεράς
blacksmith @ πεταλωτής
blade @ λεπίδα
blank ballot paper @ λευκή ψήφος
blanket @ κουβέρτα
bleach @ λευκαντικό
bleach @ λευκαίνω
bleed @ αιμορραγώ
Blekinge county @ Blekinge
BLEU @ UEBL
blindness @ τύφλωση
blister @ φουσκάλα
blog @ ιστολόγιο
blood @ αίμα
blood disease @ ασθένεια του αίματος
blood transfusion @ μετάγγιση αίματος
bloody @ αιματηρός
bloody @ ματωμένος
blue @ γαλάζιος
blue @ γαλάζιο
blue-collar worker @ εργάτης
blue-veined cheese @ τυρί με στίγματα στη μάζα
boar @ κάπρος
board of directors @ διοικητικό συμβούλιο
boarding school @ σχολικό οικοτροφείο
boat @ βάρκα
body @ σώμα
body @ κορμός
body @ πτώμα
body @ αμάξωμα
body @ οργανισμός
bodybuilding @ σωματοδόμηση
bodyguard @ σωματοφύλακας
Bogota @ Μπογκοτά
Bohemia @ Βοεμία
boil @ βράζω
boil @ σπυράκι
boiled egg @ σφιχτό αυγό
boiled egg @ μελάτο αυγό
boiler @ λέβητας
bold @ τολμηρός
Bolivia @ Βολιβία
bolt and screw industry @ κοχλιοποιία-βλητροποιία
bomb @ βόμβα
bomb @ βομβαρδίζω
bomber @ βομβαρδιστικό αεροσκάφος
bomber @ βομβαρδιστικό
bon appétit @ καλή όρεξη
bon voyage @ καλό ταξίδι
Bonaire @ Μποναίρ
bond @ ομολογία
bonded wood @ συγκολλητό ξύλο
bone @ οστό
bone @ κόκαλο
boned meat @ αποστεωμένο κρέας
bonus payment @ προσαυξήσεις μισθού
book @ κρατώ
book @ άλμπουμ
book @ γράφω
book @ βιβλίο
book @ (λογιστικά
book trade @ βιομηχανία βιβλίου
bookcase @ βιβλιοθήκη
booking @ κράτηση
bookshop @ βιβλιοπωλείο
bookstore @ βιβλιοπωλείο
boomerang @ μπούμερανγκ
border control @ μεθοριακός έλεγχος
border war @ πόλεμος συνόρων
boreal forest @ βόρειο πολικό δάσος
bored @ τρυπημένος
boredom @ πλήξη
boring @ τρυπώντας
Borneo @ Βόρνεο
Bornholm @ Μπόρνχολμ
boron @ βόριο
borrowing @ δανειοληψία
Bose-Einstein condensate @ συμπύκνωμα Bose-Einstein
Bosnia @ Βοσνία
Bosnia and Herzegovina @ Βοσνία-Ερζεγοβίνη
Bosnian @ Βοσνικά
Bosnian @ Βόσνιος
Bosphorus @ Βόσπορος
Boston @ Βοστώνη
botanist @ βοτανολόγος
botany @ βοτανική
botany @ φυτολογία
Botswana @ Μποτσουάνα
bottle @ φλασκί
bottle @ μπουκάλι
bottle @ θήλαστρο
bottle @ εμφιαλώνω
bottle opener @ ανοιχτήρι
bottled wine @ εμφιαλωμένος οίνος
bottling @ εμφιάλωση
bougainvillea @ μπουκαμβίλια
bovine spongiform encephalopathy @ βοοειδής σπογγοειδής εγκεφαλοπάθεια
bow @ δοξάρι
bow @ πρώρα
bow @ υπόκλιση
bow @ κυρτώνω
bow @ υποκλίνομαι
bow @ τόξο
bow @ λυγίζω
bow @ φιόγκος
bowl @ μπολ
box @ κιβώτιο
box @ πυξάρι
boxer @ πυγμάχος
boxer @ μπόξερ
boxing @ πυγμαχία
box-office bomb @ αποτυχία ταινιών
boy @ παιδί
bra @ σουτιέν
bracelet @ βραχιόλι
bracket @ παρένθεση
bracket @ αγκύλη
bracket price @ τιμή ψαλίδας
bracket rate @ τιμολόγιο με δύο σκέλη
brain @ εγκέφαλος
brain @ μυαλό
brain drain @ διαρροή επιστημονικού δυναμικού
brake @ φρένο
bran @ πίτουρο
branch @ υποκατάστημα
branch @ κλαδί
branch @ διακλάδωση
branch of activity @ δραστηριότητα της επιχείρησης
brand name @ εμπορικό σήμα
Brandenburg @ Βρανδεβούργο
Brasilia @ Μπραζίλια
Bratislava region @ Περιοχή Μπρατισλάβας
brave @ γενναίος
bravery @ ανδρεία
Brazil @ Βραζιλία
Brazilian @ Βραζιλιάνος
Brazilian @ βραζιλάνικος
breach of domicile @ απαραβίαστο της κατοικίας
breach of trust @ απιστία
bread @ άρτος
bread @ ψωμί
bread-making @ αρτοποίηση
breadwinner @ προστάτης οικογενείας
break @ σπάω
break @ χαλάω
break @ διάλειμμα
breakfast @ πρόγευμα
breakfast @ προγευματίζω
breast @ μαστός
breast @ στήθος
breast @ καρδιά
breath @ αναπνοή
breath @ ανάσα
breeder reactor @ αναπαραγωγικός ταχυαντιδραστήρας
breeding animal @ ζώο αναπαραγωγής
Bremen @ Βρέμη
Breton @ Βρετονικά
Bretton Woods Agreement @ συμφωνίες Μπρέτον Γούντς
bribe @ δωροδοκία
bribery @ δωροδοκία
brick @ τούβλο
brick @ οπτόπλινθος
bride @ νύφη
bridge @ γέφυρα
bridle @ χαλινός
bring @ φέρνω
British @ βρετανικός
British @ Βρεττανός
British Virgin Islands @ Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι
British West Indies @ Αγγλικές Αντίλλες
Briton @ Βρεταννός
Brittany @ Βρετάνη
Brittany @ Βρετάννη
broadcast videography @ teletext
broadcasting @ ραδιοφωνία
broccoli @ ανθοκράμβη
broker @ εμπορομεσίτης
bromine @ βρώμιο
bronchitis @ βρογχίτις
bronze @ ορείχαλκος
bronze @ μπρούντζινο
Bronze Age @ εποχή του χαλκού
brooch @ πόρπη
broom @ σκούπα
broth @ ζωμός
brothel @ οίκος ανοχής
brother @ αδελφός
brotherhood @ αδελφοσύνη
brotherhood @ αδελφότητα
brother-in-law @ γαμπρός
brother-in-law @ κουνιάδος
brown @ καστανός
brown @ καστανό
browser @ λογισμικό πλοήγησης
browser @ σελιδομετρητής
brucellosis @ βρουκέλλωση
Brunei @ Μπρουνέι
brunette @ μελαχροινή
brunette @ καστανή
Brussels @ Βρυξέλλες
Brussels region @ περιφέρεια Βρυξελλών
BSE @ ΣΕΒ
Bucharest @ Βουκουρέστι
bucket @ κουβάς
buckwheat @ φαγόπυρο
bud @ οφθαλμός
bud @ βλαστήσει
Budapest @ Βουδαπέστη
Buddha @ Βούδας
Buddhism @ βουδισμός
Buddhist @ βουδιστής
Buddhist law @ βουδιστικό δίκαιο
budget @ προϋπολογισμός
budget appropriation @ πιστώσεις προϋπολογισμού
budget authorisation @ δημοσιονομική έγκριση
budget deficit @ έλλειμμα του προϋπολογισμού
budget estimate @ δημοσιονομική πρόβλεψη
budget financing @ χρηματοδότηση του προϋπολογισμού
budget policy @ δημοσιονομική πολιτική
budget volume @ σύνολο του προϋπολογισμού
budgetary amendment @ τροποποίηση του προϋπολογισμού
budgetary assessment @ δημοσιονομική αξιολόγηση
budgetary classification @ ονοματολογία του προϋπολογισμού
budgetary control @ έλεγχος του προϋπολογισμού
budgetary cooperation @ συνεργασία επί του προϋπολογισμού
budgetary discharge @ απαλλαγή από την εκτέλεση του προϋπολογισμού
budgetary equilibrium @ ισοσκέλιση του προϋπολογισμού
budgetary expenditure @ δαπάνη του προϋπολογισμού
budgetary power @ αρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού
budgetary procedure @ διαδικασία του προϋπολογισμού
budgetary resources @ πόροι του προϋπολογισμού
budgetary specification @ ταξινόμηση στον προϋπολογισμό
budgetary stabiliser @ σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού
buffalo @ βουβάλι
buffalo meat @ κρέας βουβάλου
buffer stock @ ρυθμιστικό απόθεμα
bug @ κοριός
builder @ (mastoras
building @ κτίριο
building @ δόμηση
building industry @ οικοδομικός τομέας
building insulation @ μόνωση κτιρίου
building materials @ οικοδομικά υλικά
building permit @ άδεια δόμησης
building plot @ χώρος ανέγερσης κτιρίου
building regulations @ οικοδομικός κανονισμός
building safety @ ασφάλεια κτιρίων
building services @ τεχνικές εγκαταστάσεις οικοδομής
building slab @ οικοδομικές πλάκες
building speculation @ οικοδομική κερδοσκοπία
building subsidy @ ενισχύσεις κατασκευής κτιριακών έργων
building technique @ μέθοδος κατασκευής
built-up area @ πολεοδομικό συγκρότημα
bulb @ βολβός
bulb vegetable @ βολβώδες λαχανικό
Bulgaria @ Βουλγαρία
Bulgarian @ βουλγαρικά
Bulgarian @ Βούλγαρος
bulk product @ προϊόν χύδην
bull @ ταύρος
bull @ βόδι
bulldog @ μπουλντόγκ
bulldozer @ γαιοπροωθητής
bullet @ σφαίρα
bullfighting @ ταυρομαχία
bullshit @ μαλακίες
bunker @ οχυρό
burbot @ λότα η ποταμία
burdock @ πλατομαντήλα
bureau of parliament @ προεδρείο του Κοινοβουλίου
Bureau of the EP @ προεδρείο του ΕΚ
Burgenland @ Burgenland
Burgundy @ Βουργουνδία
Burkina Faso @ Μπουρκίνα Φάσο
Burma @ Βιρμανία
burp @ ρεύομαι
burp @ ρέψιμο
Burundi @ Μπουρούντι
bury @ θάβω
bus @ λεωφορείο
bus station @ σταθμός λεωφορείων
business activity @ ζωή της επιχείρησης
business administration @ οικονομικά της επιχείρησης
business data processing @ μηχανοργάνωση
business lease @ εμπορικό μισθωτήριο
business location @ εγκατάσταση δραστηριότητας
business management @ διοίκηση επιχειρήσεων
business morals @ ηθική της οικονομικής ζωής
business name @ εταιρική επωνυμία
business policy @ πολιτική της επιχείρησης
business start-up @ δημιουργία επιχείρησης
business tax @ φόρος επιτηδεύματος
businessman @ επιχειρηματίας
businesswoman @ επιχειρηματίη
bustard @ αγριόγαλος
busy @ πολυάσχολος
but @ ωστόσο
but @ εκτός
but @ μολονότι
butane @ βουτάνιο
butcher @ κρεοπώλης
butcher @ σφαγέας
butcher @ σφαγιάζω
butter @ βούτυρο
butter oil @ βουτυρέλαιο
butterfly @ πεταλούδα
buttock @ γλουτός
button @ κουμπί
button @ σήμα
buxom @ όμορφοσ
buy @ αγοράζω
buying group @ όμιλος αγορών
buzzard @ γερακίνα
by-catch @ δευτερεύοντα αλιεύματα
bye @ γειά
by-election @ αναπληρωματικές εκλογές
by-product @ υποπροϊόν
byte @ δυφιοσυλλαβή
Byzantine Empire @ Βασιλεία Ῥωμαίων
Byzantium @ Βυζάντιο
cabbage @ λάχανο
CABEI @ ΤΟΟΚΑ
cabinet reshuffle @ υπουργικός ανασχηματισμός
cable distribution @ καλωδιακή διανομή
cable transport @ μεταφορά με συρματόσχοινο
CACM @ MCAC
CACM countries @ χώρες της MCAC
cactus @ κάκτος
cadaver @ πτώμα
cadmium @ κάδμιο
CAEEU @ UDEAC
CAEEU countries @ χώρες της UDEAC
Caesarean section @ καισαρική τομή
caesium @ καίσιο
café @ καφενείο
cafeteria @ καπηεταιρια
caffeine @ καφεΐνη
Cairo @ Κάιρο
Calabria @ Καλαβρία
calcite @ ασβεστίτης
calcium @ ασβέστιο
calculator @ κομπιουτεράκι
calculus @ λογισμός
calendar @ ημερολόγιο
calf @ μόσχος
calf @ μοσχάρι
California @ Καλιφόρνια
californium @ καλιφόρνιο
call @ τηλεφωνική κλήση
call @ καλώ
call @ πρόσκληση
calligrapher @ καλλιγράφος
calligraphy @ καλλιγραφία
callsign @ σημάδι κλήσης
calm @ γαλήνιος
calm @ γαλήνη
calm @ ήρεμος
calm @ ηρεμώ
calm @ ηρεμία
Cambodia @ Καμπότζη
camel @ καμήλα
camera @ φωτογραφική μηχανή
camera @ κινηματογραφική μηχανή
Cameroon @ Καμερούν
camouflage @ καμουφλάζ
camp @ καταυλισμός
Campania @ Καμπανία
camping @ κατασκήνωση
camping vehicle @ τροχόσπιτο
can @ μπορώ
can @ κονσέρβα
can @ κονσερβοποιώ
Canada @ Καναδάς
Canadian @ Καναδός
Canadian @ καναδικός
canary @ καναρίνι
Canary Islands @ Κανάριοι Νήσοι
Canberra @ Καμπέρα
cancel @ ακυρώνω
cancer @ καρκίνος
candidate @ υποψήφιος
cane sugar @ ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο
canine @ κυνόδοντας
cannabis @ καννάβεις
cannery @ κονσερβοποιία
cannibal @ κανίβαλος
cannon @ κανόνι
canon law @ κανονικό δίκαιο
Cantabria @ Κανταβρία
canyon @ φαράγγι
CAO @ EAC
capacity to contract @ ικανότητα προς σύναψη συμβάσεως
capacity to exercise rights @ δικαιοπρακτική ικανότητα
capacity to have rights and obligations @ δυνατότητα άσκησης δικαιώματος
cape @ ακρωτήρι
Cape Town @ Κέηπ Τάουν
Cape Verde @ Πράσινο Ακρωτήριο
capercaillie @ αγριόκουρκος
capillary @ τριχοειδές αγγείο
capital @ πρωτεύουσα
capital @ κεφάλαιο
capital @ κεφαλαίο
capital @ κιονόκρανο
capital @ κεφαλαιώδης
capital @ κεφαλαίος
capital city @ πρωτεύουσα
capital depreciation @ απόσβεση κεφαλαίου
capital gains tax @ φόρος υπεραξίας
capital goods @ κεφαλαιουχικό αγαθό
capital increase @ αύξηση κεφαλαίου
capital market @ κεφαλαιαγορά
capital movement @ κίνηση κεφαλαίων
capital punishment @ θανατική ποινή
capital transfer @ μεταφορά κεφαλαίων
capital transfer tax @ φόρος μεταβίβασης
capitalism @ Καπιταλισμός
Cappadocia @ Καππαδοκία
captain @ λοχαγός
captain @ (kapetanios)
car @ αυτοκίνητο
car @ βαγόνι
car @ θαλαμίσκος
Caracalla @ Καρακάλλα
Caracas @ Καράκας
carbohydrate @ υδατάνθρακας
carbon @ άνθρακας
carbon @ γαιάνθρακας
carbon @ αντίγραφο από καρμπόν
carbon @ καρμπόν
carbon dioxide @ διοξείδιο του άνθρακα
carbon monoxide @ μονοξείδιο άνθρακα
carbonic acid @ ανθρακικό οξύ
carboxylic @ καρβονικός
carboxylic acid @ καρβονικό οξύ
carcase @ σφάγιο
carcass @ ψοφίμι
carcinogenic substance @ καρκινογόνος ουσία
card @ κάρτα
cardinal @ απόλυτα αριθμητικά
cardinal @ καρδινάλιος
cardiologist @ καρδιολόγος
cardiovascular disease @ καρδιαγγειακή πάθηση
care allowance @ επίδομα μέριμνας
Care Bears @ ΤΑ ΑΡΚΟΥΔΑΚΙA
care for the elderly @ περίθαλψη ηλικιωμένων
care of mothers and infants @ προστασία μητρότητας και παιδιών
care of the disabled @ περίθαλψη αναπήρων
carefree @ ξέγνοιαστος
cargo vessel @ φορτηγό πλοίο
Caribank @ ΤΑΚ
Caribbean Islands @ Νήσοι Καραϊβικής
Caricom @ Caricom
Caricom countries @ χώρες της Caricom
Carinthia @ Καρινθία
carnage @ ανθρωποσφαγή
carnival @ καρναβάλι
carnivore @ σαρκοφάγος
Caroline Islands @ Καρολίνες
carp @ κυπρίνος
carpenter @ ξυλουργός
carpet @ τάπητας
carriage @ άμαξα
carriage for hire or reward @ μεταφορά για λογαριασμό τρίτου
carriage of goods @ μεταφορά εμπορευμάτων
carriage of passengers @ μεταφορά επιβατών
carrier @ μεταφορέας
carrion @ θνησιμαίο
carrot @ καρότο
carry @ κουβαλώ
carrying capacity @ ικανότητα φόρτωσης
carrying out of sentence @ εκτέλεση της ποινής
carry-over of appropriations @ μεταφορά πιστώσεων
cartel @ καρτέλ
Carthage @ Καρχηδόνα
cartilage @ χόνδρος
cartography @ χαρτογραφία
case @ πτώση
case @ κιβώτιο
case @ περίπτωση
case @ υπόθεση
case study @ περιπτωσιολογική μελέτη
case-law @ νομολογία
cash @ μετρητά
cash flow @ ταμειακή ροή
casino @ καζίνο
Caspian Sea @ Κασπία Θάλασσα
cassava @ μανιόκα
Castile-La Mancha @ Καστίλλη και Μάντσα
Castile-Leon @ Καστίλλη και Λεόνη
cast-iron @ χυτοσίδηρος
castle @ κάστρο
castle @ πύργος
castor bean @ ρίκινο
castration @ ευνουχισμός
casual employment @ ευκαιριακή εργασία
cat @ γάτα
cat @ (general) el
catacomb @ κατακόμβη
Catalan @ Καταλανικά
Catalan @ Καταλανός
catalogue @ κατάλογος
cataloguing @ καταλογογράφηση
Catalonia @ Καταλωνία
catalyst @ καταλύτης
catamaran @ καταμαράν
catapult @ καταπέλτης
cataract @ καταρράκτης
catastrophe @ καταστροφή
catch area @ ζώνη αλιευμάτων
catch by species @ αλιεύματα κατ' είδος
catch of fish @ αλιεύματα ιχθύων
catch quota @ αλιευτικές ποσοστώσεις
category @ κατηγορία
catering @ συλλογική εστίαση
catering industry @ βιομηχανία της εστιάσεως
catering profession @ προσωπικό εστιατορίων
caterpillar @ κάμπια
catfish @ γατόψαρο
Catholicism @ καθολικισμός
cation @ κατιώντος
catkin @ ανθήλη
cattle @ βοοειδή
Caucasus countries @ χώρες του Καυκάσου
cauldron @ χύτρα
cauliflower @ κουνουπίδι
cause @ αιτία
cause @ προκαλώ
cause @ σκοπός
cavalry @ ιππικό
cave @ σπηλιά
caveat @ dead
caveman @ άνθρωπος των σπηλαίων
caviar @ χαβιάρι
Cayman Islands @ Νησιά Καϊμάν
Cayman Islands @ Νησιά Κέυμαν
CCD @ CCD
CCNR @ CCNR
CCT duties @ δασμοί ΚΔ
CDE @ ΔΑΕ
CEAE @ CEAE
CEAO @ CEAO
CEAO countries @ χώρες της CEAO
ceasefire @ εκεχειρία
cease-fire @ κατάπαυση πυρός
Cedefop @ Cedefop
CEEC @ ΧΑΚΕ
CEEP @ ΕΚΔΕ
CEFTA @ ΣΕΣΚΕ
ceiling @ οροφή
cell @ κύτταρο
cell @ κελί
cell @ πυρήνας
cell @ στοιχείο
cell @ οπή
cell @ κινητό
cell phone @ κινητό τηλέφωνο
cello @ βιολοντσέλο
cellulose @ κυτταρίνη
Celt @ Κέλτης
Celtic @ κελτικός
cement @ τσιμέντο
cemetery @ νεκροταφείο
cemetery @ κοιμητήριο
CEN @ CEN
Cenelec @ CENELEC
cenotaph @ κενοταφίο
censorship @ λογοκρισία
census @ απογραφή
cent @ σεντ
centimetre @ εκατοστόμετρο
centipede @ σαρανταποδαρούσα
central @ κεντρικός
Central Africa @ Κεντρική Αφρική
Central African Republic @ Κεντροαφρικανική Δημοκρατία
Central America @ Κεντρική Αμερική
Central American Parliament @ Κοινοβούλιο της Κεντρικής Αμερικής
Central Asia @ Κεντρική Ασία
central bank @ κεντρική τράπεζα
Central Bohemia @ Κεντρική Βοημία
Central Estonia @ Κεντρική Εσθονία
Central Europe @ κεντρική Ευρώπη
central government @ κεντρική διοίκηση
Central Greece @ Στερεά Ελλάδα
Central Hungary @ Κεντρική Ουγγαρία
Central Macedonia @ Κεντρική Μακεδονία
Central Portugal @ Κεντρική Πορτογαλία
central rate @ κεντρική ισοτιμία
Central Slovenia @ Κεντρική Σλοβενία
Central Transdanubia @ Κεντρική Υπερδουναβία
centralisation of information @ συγκέντρωση των πληροφοριών
Centre @ Κεντρική Γαλλία
centrifuge @ φυγόκεντρος
century @ αιώνας
CEPT @ CEPT
ceramic @ κεραμική
ceramics @ κεραμική
cereal flakes @ νιφάδα σιτηρών
cereal flour @ αλεύρι σιτηρών
cereal product @ προϊόν με βάση τα σιτηρά
cereal substitute @ υποκατάστατα δημητριακών
cereal-growing @ καλλιέργεια σιτηρών
cereals @ σιτηρό
cereals of bread-making quality @ αρτοποιήσιμο δημητριακό
cerium @ δημήτριο
CERN @ CERN
certain @ βέβαιος
certainly @ σίγουρα
certainly @ βεβαίως
certificate of origin @ πιστοποιητικό καταγωγής
cervidae @ ελαφίδες
cessation of farming @ παύση γεωργικής εκμετάλλευσης
cessation of trading @ παύση δραστηριότητας
Ceuta @ Θέουτα
Ceuta and Melilla @ Θέουτα και Μελίλλια
Ceylon @ Κεϋλάνη
CFSP @ ΚΕΠΠΑ
Chad @ Τσαντ
chain @ αλυσίδα
chain store @ αλυσίδα καταστημάτων
chainsaw @ αλυσοπρίονο
chair @ καρέκλα
chairman @ πρόεδρος
chalk @ κιμωλία
chalk @ κρητίδα
challenge @ πρόκληση
chamber @ θάλαμος
chamber @ επιμελητήριο
chamber @ θαλάμη
chamber of commerce and industry @ εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο
chamois @ αγριόγιδο
champagne @ σαμπάνια
Champagne-Ardenne @ Καμπανία-Αρδέννες
chance @ ευκαιρία
chance @ τύχη
change @ αλλαγή
change @ ψιλά
change @ ρέστα
change of job @ μετατροπή της φύσης της απασχόλησης
change of political system @ αλλαγή πολιτικού καθεστώτος
channel @ διοχετεύω
Channel Islands @ Αγγλονορμανδικές νήσοι
chaos @ χάος
chaos theory @ θεωρία του χάους
chaptalisation @ προσθήκη ζάχαρης στο μούστο
chapter @ κεφάλαιο
character @ χαρακτήρας
charcoal @ ξυλάνθρακας
charcoal @ κάρβουνο
charge @ κατηγορία για αδίκημα
charge having equivalent effect @ φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος
charges for use of infrastructure @ τέλη υποδομής
Charles @ Κάρολος
charm @ γοητεία
charter on human rights @ χάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου
chartering @ ναύλωση
chase @ κυνηγώ
chase @ καταδίωξη
chaulk @ κιμωλία
chaulk @ κρητίδα
cheek @ μάγουλο
cheek @ κωλομέρι
cheers @ εις υγείαν
cheese @ τυρί
cheese factory @ τυροκομία
chef @ αρχιμάγειρος
chemical @ χημικός
chemical accident @ χημικό ατύχημα
chemical alcohol @ αλκοόλη
chemical compound @ χημική ένωση
chemical element @ χημικό στοιχείο
chemical fertiliser @ χημικό λίπασμα
chemical industry @ χημική βιομηχανία
chemical pollution @ χημική ρύπανση
chemical process @ χημικές διεργασίες
chemical product @ χημικό προϊόν
chemical reaction @ χημική αντίδραση
chemical salt @ χημικό άλας
chemical waste @ χημικά απόβλητα
chemical weapon @ χημικά όπλα
chemist @ χημικός
chemistry @ χημεία
cheque @ επιταγή
Chernobyl @ Τσερνομπίλ
cherry @ κερασιά
chess @ σκάκι
chest @ στήθος
chest @ κιβώτιο
chestnut @ κάστανο
Chicago @ Σικάγο
chick @ νεοσσός,νεαρό πουλί
chicken @ κοτόπουλο
chicken @ κότα
child @ παιδί
child care @ φύλαξη παιδιών
child labour @ εργασία ανηλίκων
child of migrant @ παιδί μετανάστη
child pornography @ παιδοπορνογραφία
child protection @ προστασία του παιδιού
childbirth @ γέννα
childhood @ παιδική ηλικία
childish @ παιδιάστικος
children's library @ βιβλιοθήκη νέων
children's rights @ δικαιώματα του παιδιού
Chile @ Χιλή
chimera @ χίμαιρα
chimney @ καπνοδόχος
chimpanzee @ χιμπατζής
chin @ σαγόνι
China @ Κίνα
Chinese @ κινέζικα
Chinese @ σινικός
Chinese @ Κινέζος
Chinese @ Κινέζοι
Chinese @ κινέζικο
chip @ πατατάκι
Chisinau @ Κισινάου
chive @ γηθυλλίς
chive @ πρασουλίδα
chlorine @ χλώριο
chocolate @ σοκολάτα
chocolate @ σοκολατάκι
chocolate @ σοκολατί
choice @ επιλογή
choice of technology @ τεχνολογικές επιλογές
cholera @ χολέρα
choose @ εκλέγω
choose @ διαλέγω
chord @ χορδή
Christ @ Χριστός
Christendom @ Χριστιανοσύνη
Christian @ χριστιανός
Christian @ χριστιανικός
Christian Democratic Party @ χριστιανοδημοκρατικό κόμμα
Christianity @ χριστιανισμός
Christmas @ Χριστούγεννα
Christmas tree @ δένδρο των Χριστουγέννων
Christopher @ Χριστόφορος
chromium @ χρώμιο
chromosome @ χρωμόσωμα
chronic illness @ χρόνια νόσος
church @ εκκλησία
church @ Εκκλησία
church @ εκκλησιασμός
church-State relations @ σχέσεις κράτους-εκκλησίας
CID @ CDI
cider @ μηλίτης
cif price @ τιμή CIF
cigarette @ τσιγάρο
Cinderella @ Σταχτοπούτα
cindynics @ κινδυνική
cinema @ κινηματογράφος
cinema @ ταινία
cinnamon @ κανέλα
circle @ κύκλος
circle @ τροχιά
circle @ καμπύλη
circle @ σφαίρα
circular @ εγκύκλιος
circumcision @ περιτομή
circumference @ περιφέρεια
circus @ τσίρκο
CIS @ ΚΑΚ
CIS countries @ χώρες της ΚΑΚ
citizen @ πολίτης
citizen @ δημότης
citizen-authority relations @ σχέση διοίκησης-διοικουμένου
citizen's duties @ υποχρεώσεις του πολίτη
citizens' Europe @ Ευρώπη των πολιτών
citrus fruit @ εσπεριδοειδές
city @ πόλη
city @ δημοτικός
CIV Convention @ σύμβαση CIV
civics @ αγωγή του πολίτη
civil aviation @ πολιτική αεροπορία
civil code @ αστικός κώδικας
civil defence @ πολιτική άμυνα
civil disobedience @ απείθεια προς τις αρχές
civil engineering @ έργα πολιτικού μηχανικού
civil law @ αστικό δίκαιο
civil liability @ αστική ευθύνη
civil liability proceedings @ αγωγή αποζημίωσης
civil procedure @ πολιτική δικονομία
civil proceedings @ αγωγή αστικού δικαίου
civil register @ δημοτολόγιο
civil rights @ δικαιώματα του πολίτη
civil servant @ δημόσιος υπάλληλος
civil servants’ union @ δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο
civil service @ δημοσιοϋπαλληλικός κλάδος
civil status @ προσωπική κατάσταση
civil union @ αστική ένωση
civil war @ εμφύλιος πόλεμος
civilian personnel @ πολιτικό προσωπικό
civilian victim @ θύμα άμαχου πληθυσμού
civilisation @ πολιτισμός
civilization @ πολιτισμός
civil-law association @ αστική εταιρεία
claim @ απαίτηση
clandestine @ μυστικός
clandestine worker @ λαθραία εργαζόμενος
clap @ χειροκροτώ
clarinet @ κλαρινέτο
class struggle @ πάλη των τάξεων
classification @ ταξινόμηση
classified forest @ διατηρητέο δάσος
claustrophobia @ κλειστοφοβία
claw @ νύχι
clay @ άργιλος
clean @ καθαρίζω
clean technology @ καθαρές τεχνολογίες
cleaning industry @ καθαριστήριο
clearing agreement @ αντισταθμιστική συμφωνία
clearing of land @ εκχέρσωση
cleaver @ μπαλτάς
Cleopatra @ Κλεοπάτρα
clergy @ κλήρος
click @ κλικ
cliff @ βουνοπλαγιά
climate @ κλίμα
climate change @ κλιματική αλλαγή
climatic zone @ κλιματική ζώνη
climatology @ κλιματολογία
climatology @ klimatologia
cloak @ κάπα
clock @ ρολόι
clock and watch industry @ ωρολογοποιία
cloister @ μοναστήρι
cloning @ κλωνοποίηση
closer cooperation @ ενισχυμένη συνεργασία
closing of accounts @ κλείσιμο των λογαριασμών
cloth @ ύφασμα
cloth @ πανί
clothes peg @ μανταλάκι
clothing @ ένδυμα
clothing industry @ βιομηχανία ιματισμού
cloud @ σύννεφο
clover @ τριφύλλι
clown @ κλόουν
clown @ παλιάτσος
CLRAE @ ΣΤΠΑΕ
club @ ρόπαλο
clumsy @ αδέξιος
clutch @ συμπλέκτης
CMEA @ ΣΑΟΒ
CMEA countries @ χώρες του ΣΑΟΒ
coal @ γαιάνθρακας
coal by-products industry @ χημεία του άνθρακα
coal industry @ βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα
coal mining @ ανθρακωρυχείο
coal processing @ κατεργασία του άνθρακα
coalmining policy @ πολιτική για τον άνθρακα
coast @ ακρογιαλιά
coastal pollution @ ρύπανση των ακτών
coastal region @ παράκτια περιοχή
coat @ πανωφόρι
coat @ επικάλυμμα
cobalt @ κοβάλτιο
cobra @ κόμπρα
Coca-Cola @ Κόκα-κόλα
cocaine @ κοκαΐνη
cock @ πούτσα
cock @ κόκορας
cock-a-doodle-doo @ κουκουρίκου
cockroach @ κατσαρίδα
cocktail @ κοκτέιλ
cocoa @ κακάο
cocoa bean @ σπειρί του κακάο
COCOM @ COCOM
coconut @ καρύδα
cod @ βακαλάος
code of conduct @ κώδικας δεοντολογίας
codecision procedure @ διαδικασία συναπόφασης
co-determination @ συνδιαχείριση
codification of Community law @ κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου
coding @ κωδικοποίηση
coefficient @ συντελεστής
coffee @ καφές
coffee @ καφετί
coffee pot @ μπρίκι
coffin @ φέρετρο
co-financing @ συγχρηματοδότηση
cohabitation @ άγαμη συμβίωση
Cohesion Fund @ Ταμείο Συνοχής
coil @ πηνίο
coin @ νόμισμα
coin @ νομισματοκοπώ
coincidence @ σύμπτωση
co-insurance @ συνασφάλιση
coke @ οπτάνθρακας
cold @ κρύος
cold store @ ψυκτική εγκατάσταση
cold war @ ψυχρός πόλεμος
Cold War @ Ψυχρός πόλεμος
collaborate @ συνεργάζομαι
collective activities @ ζωή και δραστηριότητες συλλόγων και μαζικών φορέων
collective agreement @ συλλογική σύμβαση εργασίας
collective bargaining @ συλλογικές διαπραγματεύσεις
collective dismissal @ ομαδική απόλυση
collective farm @ αγρόκτημα συλλογικής εκμετάλλευσης
collective interest @ συλλογικό συμφέρον
collectivised economy @ συλλογική οικονομία
collectivism @ κολλεκτιβισμός
colloquial @ κοινολεκτικός
Cologne @ Κολωνία
Colombia @ Κολομβία
Colombo Plan @ Σχέδιο του Κολόμπο
colon @ δίστιγμο
colon @ κόλον
colonel @ συνταγματάρχης
colonialism @ αποικιοκρατία
colonize @ αποικίσει
colony @ αποικία
colourless @ άχρωμος
column @ στήλη
coma @ κώμα
combat @ αγώνας
combat aircraft @ μαχητικό αεροσκάφος
combat helicopter @ πολεμικό ελικόπτερο
combat vehicle @ πολεμικό όχημα
Combined Nomenclature @ Συνδυασμένη Ονοματολογία
combined transport @ συνδυασμένη μεταφορά
combustion gases @ καυσαέριο
come @ έρχομαι
comfort @ άνεση
comic @ κωμικός
comitology @ επιτροπολογία
comma @ κόμμα
commemoration @ εορτασμός επετείου
commence @ αρχίζω
commentary on a law @ νομοθετικός σχολιασμός
commercial arbitration @ εμπορική διαιτησία
commercial bank @ εμπορική τράπεζα
commercial contract @ εμπορική σύμβαση
commercial court @ εμποροδικείο
commercial education @ εμπορική εκπαίδευση
commercial farming @ γεωργία για εμπορικούς σκοπούς
commercial law @ εμπορικό δίκαιο
commercial media @ εμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας
commercial transaction @ εμπορική πράξη
commercial vehicle @ όχημα δημοσίας χρήσεως
commission agent @ παραγγελιοδόχος
Commission Delegation @ αντιπροσωπεία της Επιτροπής
Commission on Human Rights @ επιτροπή δικαιωμάτων του ανθρώπου
commitment of expenditure @ ανάληψη δαπανών
committee of inquiry @ εξεταστική επιτροπή
Committee of the Regions @ Επιτροπή Περιφερειών
committee report @ έκθεση επιτροπής
commodities exchange @ χρηματιστήριο εμπορευμάτων
commodities market @ αγορά βασικών προϊόντων
commodity agreement @ συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως
commodity price @ τιμή βασικών προϊόντων
common agricultural policy @ Κοινή Γεωργική Πολιτική
common commercial policy @ κοινή εμπορική πολιτική
common customs tariff @ κοινό δασμολόγιο
common defence policy @ κοινή πολιτική άμυνας
common fisheries policy @ κοινή αλιευτική πολιτική
common fund @ κοινό ταμείο
common gull @ γλάρος
common land @ κτήματα δήμων και κοινοτήτων
common market @ Κοινή Αγορά
common organisation of markets @ κοινή οργάνωση αγοράς
common ports policy @ κοινή λιμενική πολιτική
common price policy @ κοινή πολιτική τιμών
common sense @ κοινός νους
common tariff policy @ κοινή δασμολογική πολιτική
common transport policy @ κοινή πολιτική μεταφορών
common wheat @ μαλακό σιτάρι
Commonwealth @ Κοινοπολιτεία
commonwealth @ κοινοπολιτεία
Commonwealth of Australia @ Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας
Commonwealth of Independent States @ Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών
communication skills @ τεχνική της επικοινωνίας
communications industry @ τομέας της επικοινωνίας
communications policy @ πολιτική της επικοινωνίας
communications profession @ επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της επικοινωνίας
communications systems @ σύστημα επικοινωνίας
communications tariff @ επικοινωνιακά τέλη
Communism @ κομμουνισμός
communism @ κομμουνισμός
communist @ κομμουνιστής
communist @ κομμουνιστικός
Communist Party @ κομμουνιστικό κόμμα
Community acquis @ κοινοτικό κεκτημένο
Community act @ κοινοτική πράξη
Community action @ κοινοτική δράση
Community activity @ κοινοτική δραστηριότητα
Community agricultural market @ κοινοτική αγορά γεωργικών προϊόντων
Community aid @ κοινοτική ενίσχυση
Community body @ κοινοτικός οργανισμός
Community body (established by the Treaties) @ επικουρικό κοινοτικό όργανο
Community borrowing @ σύναψη κοινοτικού δανείου
Community budget @ κοινοτικός προϋπολογισμός
Community certification @ κοινοτική πιστοποίηση
Community Charter of the Fundamental Social Rights of Workers @ Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων
Community competence @ κοινοτική αρμοδιότητα
Community control @ κοινοτικός έλεγχος
Community corpus juris @ κοινοτικό corpus juris
Community customs procedure @ κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς
Community decision @ κοινοτική απόφαση
Community directive @ κοινοτική οδηγία
Community employment policy @ κοινοτική πολιτική απασχόλησης
Community environmental policy @ κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική
Community expenditure @ κοινοτική δαπάνη
Community export @ κοινοτικές εξαγωγές
community facilities @ κοινόχρηστες εγκαταστάσεις
Community financial instrument @ κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα
Community financing @ κοινοτική χρηματοδότηση
Community financing arrangements @ καθεστώς της κοινοτικής χρηματοδότησης
Community fisheries @ κοινοτική αλιεία
Community import @ κοινοτικές εισαγωγές
Community industrial policy @ κοινοτική βιομηχανική πολιτική
Community initiative @ κοινοτική πρωτοβουλία
Community investment @ κοινοτική επένδυση
Community law @ κοινοτικό δίκαιο
Community law - national law @ κοινοτικό δίκαιο-εθνικό δίκαιο
Community legal system @ κοινοτική έννομη τάξη
Community legislative programme @ κοινοτικό νομοθετικό πρόγραμμα
Community loan @ παροχή κοινοτικού δανείου
Community market @ κοινοτική αγορά
Community migration @ κοινοτική μετανάστευση
Community migration policy @ ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική
Community national @ υπήκοος κράτους μέλους των ΕΚ
Community of Madrid @ Κοινότητα της Μαδρίτης
Community of Valencia @ Κοινότητα της Βαλέντσια
Community opinion @ κοινοτική γνώμη
Community Plant Variety Office @ Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών
Community policy @ κοινοτική πολιτική
Community policy-national policy @ κοινοτική πολιτική-εθνική πολιτική
Community preference @ κοινοτική προτίμηση
Community production @ κοινοτική παραγωγή
Community programme @ κοινοτικό πρόγραμμα
Community publication @ κοινοτικές εκδόσεις
Community recommendation @ κοινοτική σύσταση
Community regional policy @ κοινοτική περιφερειακή πολιτική
Community regulation @ κοινοτικός κανονισμός
Community research policy @ κοινοτική πολιτική έρευνας
Community resolution @ κοινοτικό ψήφισμα
Community sanction @ κοινοτικές κυρώσεις
Community social dialogue @ κοινοτικός κοινωνικός διάλογος
Community sponsorship @ κοινοτική χορηγία
Community statistics @ κοινοτικές στατιστικές
Community stock @ κοινοτικά αποθέματα
Community support framework @ κοινοτικό πλαίσιο στήριξης
Community tax @ κοινοτικός φόρος
Community transit @ κοινοτική διαμετακόμιση
Community Troika @ κοινοτική τρόικα
Community trunk route @ κοινοτική συγκοινωνιακή αρτηρία
Community waters @ κοινοτικά ύδατα
Community worker @ κοινοτικός εργαζόμενος
commuting @ παλινδρομική διακίνηση
Comoros @ Κομόρες
co-mother-in-law @ συμπεθέρα
company @ εταιρία
company @ συντροφικότητα
company @ συντροφιά
company buyout @ εξαγορά επιχείρησης
company growth @ ανάπτυξη επιχείρησης
company in difficulties @ προβληματική επιχείρηση
company law @ εταιρικό δίκαιο
company management @ διεύθυνση επιχείρησης
company member @ εταίρος
company modernisation @ εκσυγχρονισμός επιχείρησης
company research @ έρευνα στην επιχείρηση
company structure @ δομή της επιχείρησης
company with share capital @ κεφαλαιουχική εταιρεία
comparative advertising @ συγκριτική διαφήμιση
comparative analysis @ συγκριτική ανάλυση
comparative education @ συγκριτική εκπαίδευση
comparative law @ συγκριτικό δίκαιο
comparative study @ συγκριτική μελέτη
compass @ ναυτική
compensatory financing @ συμψηφιστική χρηματοδότηση
competence of the institution @ αρμοδιότητες των οργάνων
competence of the Member States @ αρμοδιότητα των κρατών μελών
competition @ ανταγωνισμός
competition law @ δίκαιο του ανταγωνισμού
competition policy @ πολιτική του ανταγωνισμού
competitiveness @ ανταγωνιστικότητα
complain @ παραπονιέμαι
complaint @ παράπονο
complaint to the Commission @ υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή
complementarity agreement @ συμφωνία συμπληρωματικότητας
complementarity of trade @ συμπληρωματικότητα των συναλλαγών
complete @ πλήρης
complete @ ολοκληρώνω
complex @ πολύπλοκος
complex @ μιγαδικός
complex number @ μιγαδικός
complexity @ περιπλοκότητα
complexity @ περιπλοκή
complicated @ πολύπλοκος
compliment @ φιλοφρόνηση
composer @ συνθέτης
composite materials @ σύνθετα υλικά
composition @ δικαστικός διακανονισμός
composition @ σύνθεση
composition of a parliamentary committee @ σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής
composition of parliament @ σύνθεση του Κοινοβουλίου
composition of the population @ σύνθεση του πληθυσμού
compulsory education @ υποχρεωτική εκπαίδευση
compulsory expenditure @ υποχρεωτική δαπάνη
compulsory insurance @ υποχρεωτική ασφάλιση
compulsory saving @ αναγκαστική αποταμίευση
compulsory voting @ υποχρεωτική ψήφος
computer @ ηλεκτρονικός υπολογιστής
computer @ υπολογιστής
computer applications @ εφαρμοσμένη πληροφορική
computer assisted design @ σχεδίαση με τη βοήθεια υπολογιστή
computer assisted manufacturing @ κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστή
computer assisted publishing @ έκδοση με τη βοήθεια υπολογιστή
computer centre @ κέντρο μηχανοργάνωσης
computer crime @ εγκληματικότητα στον τομέα της πληροφορικής
computer equipment @ εξοπλισμός πληροφορικής
computer game @ παιχνίδι υπολογιστών
computer language @ γλώσσα προγραμματισμού
computer network @ δίκτυο πληροφορικής
computer piracy @ πειρατεία πληροφορικής
computer system @ σύστημα πληροφορικής
computer systems @ πληροφορική
computer terminal @ τερματικό πληροφορικής
computer virus @ ιός υπολογιστών
comrade @ σύντροφος
concave @ κοίλος
conceal @ αποκρύπτω
concentrated milk @ συμπυκνωμένο γάλα
concentrated product @ συμπυκνωμένο προϊόν
concentration of powers @ συγκέντρωση των εξουσιών
concentration of the population @ συγκέντρωση του πληθυσμού
concerted economic action @ οικονομία συντονισμού
concertina @ κονσερτίνα
concessionaire @ ανάδοχος
conciliation procedure @ διαδικασία συνεννοήσεως
conciliation procedure (part of codecision procedure) @ διαδικασία συνδιαλλαγής
concrete @ σκυρόδεμα
concrete @ συγκεκριμένος
concrete @ τσιμεντένιος
condiment @ καρύκευμα
condition @ κατάσταση
conditional discharge @ ελευθερία υπό όρους
condom @ προφυλακτικό
conduct of meetings @ διεξαγωγή συνεδρίασης
conductor @ αρχιμουσικός
conductor @ εισπράκτορας
conductor @ αγωγός
confectionery @ σοκολατοποιία
confectionery product @ ζαχαροπλαστικό προϊόν
confederal State @ συνομοσπονδιακό κράτος
conference of presidents @ διάσκεψη προέδρων
conference proceedings @ συνεδριακές εργασίες
confidence motion @ αίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης
confidentiality @ εμπιστευτικότητα
confiscation of property @ δήμευση
conflagration @ πυρκαγιά
conflict @ σύρραξη
conflict @ σύγκρουση
conflict of generations @ σύγκρουση γενεών
conflict of jurisdiction @ σύγκρουση δικαιοδοσίας
conflict of powers @ σύγκρουση αρμοδιοτήτων
conflict prevention @ πρόληψη των συγκρούσεων
Confucius @ Κομφούκιος
congenital disease @ συγγενής νόσος
conglomerate @ συγκρότημα επιχειρήσεων
Congo @ Κονγκό
Congo @ Δημοκρατία του Κογγό
Congo @ Λαϊκή Δημοκρατία του Κογγό
Congo @ Κόγγο
congratulate @ συγχαίρω
congratulations @ συγχαρητήρια
conifer @ ρητινώδη
conjugate @ κλίνω
conjugation @ συζυγία
conjunction @ σύνδεσμος
conjunction @ σύζευξη
Connacht @ Κόνναχτ
connect @ συνδέω
connoisseur @ ειδήμων
consanguinity @ συγγένεια εξ αίματος
conscience @ συνείδηση
conscience clause @ ρήτρα επίκλησης λόγων συνείδησης
conscientious objection @ άρνηση στρατεύσεως για λόγους συνειδήσεως
consent @ συναίνεση
consent @ συναινώ
consequence @ Συνέπεια
conservation of fish stocks @ διατήρηση των αλιευτικών πόρων
conservation of resources @ διατήρηση των φυσικών πόρων
conservatism @ συντηρητισμός
Conservative Party @ συντηρητικό κόμμα
consolidated account @ ενοποιημένος λογαριασμός
consolidation of Community law @ συστατική κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου
consortium @ κοινoπραξία
Constantine @ Κωνσταντίνος
Constantinople @ Κωνσταντινούπολη
constellation @ αστερισμός
constipation @ δυσκοιλιότητα
constitution @ Σύνταγμα
constitutional court @ συνταγματικό δικαστήριο
constitutional law @ συνταγματικό δίκαιο
constitutional monarchy @ κοινοβουλευτική μοναρχία
constitutional revision @ αναθεώρηση του συντάγματος
construction @ κατασκευή
construction costs @ κόστος κατασκευής κτιριακών έργων
construction equipment @ κατασκευαστικά μέσα
construction policy @ πολιτική κτιριακών έργων
consulate @ προξενείο
consultancy @ παροχή συμβουλών και υπηρεσιών εμπειρογνώμονα
consultation of information @ ενημερωτική διαβούλευση
consultation procedure @ διαδικασία διαβούλευσης
consumer @ καταναλωτής
consumer behaviour @ συμπεριφορά του καταναλωτή
consumer cooperative @ καταναλωτικός συνεταιρισμός
consumer credit @ καταναλωτική πίστη
consumer demand @ καταναλωτική ζήτηση
consumer goods @ καταναλωτικό αγαθό
consumer information @ πληροφόρηση του καταναλωτή
consumer motivation @ καταναλωτικά κίνητρα
consumer movement @ κίνηση καταναλωτών
consumer policy @ πολιτική καταναλωτών
consumer price @ τιμή καταναλωτή
consumer protection @ προστασία του καταναλωτή
consumer society @ καταναλωτική κοινωνία
consumer survey @ έρευνα κατανάλωσης
consumption @ κατανάλωση
consumption expenditure @ καταναλωτική δαπάνη
contact @ επικοινωνία
contact @ επαφή
contact lens @ φακοί επαφής
Contadora Group @ ομάδα του συμφώνου Κονταδόρα
contagion @ μεταδοτική ασθένεια
contagious disease @ λοιμώδης νόσος
container @ εμπορευματοκιβώτιο
container @ δοχείο
container @ κοντέινερ
contemporary history @ σύγχρονη ιστορία
contest @ διαγωνισμός
contiguous zone @ παρακείμενη ζώνη
continent @ ήπειρος
continental drift @ μετατόπισις των ηπείρων
continental shelf @ υφαλοκρηπίδα
continue @ συνεχίζω
continuing education @ διαρκής εκπαίδευση
continuing vocational training @ συνεχής επαγγελματική κατάρτιση
continuous production @ συνεχής παραγωγή
continuous working day @ συνεχές ωράριο
contraception @ αντισύλληψη
contract @ σύμβαση
contract farming @ καλλιέργεια με σύμβαση
contract of carriage @ σύμβαση μεταφοράς
contract staff @ συμβασιούχοι
contract terms @ συμβατική ρήτρα
contractual liability @ συμβατική ευθύνη
contribute @ συνεισφέρω
contribution @ συνεισφορά
contribution @ εισφορά
control @ ελέγχω
control @ έλεγχος
control of communications @ έλεγχος της επικοινωνίας
control of constitutionality @ έλεγχος συνταγματικότητας
control of restrictive practices @ έλεγχος των συμπράξεων
control of State aid @ έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων
controlled economy @ διευθυνόμενη οικονομία
controversial @ αμφιλεγόμενος
conventional weapon @ συμβατικά όπλα
convergence criteria @ κριτήριο σύγκλισης
conversion rate @ τιμή μετατροπής
conversion to beef production @ μετατροπή από γαλακτοπαραγωγή σε κρεατοπαραγωγή
conversion to horticulture @ μετατροπή στη δενδροκηποκομία
convertible mark @ μετατρέψιμο μάρκο
convex @ κυρτός
cook @ μάγειρος
cook @ μαγειρεύω
Cook Islands @ Κουκ
Cook Islands @ Νήσοι Κουκ
cooked @ μαγειρευμένος
cookie @ μπισκότο
cooperation @ συνεργασία
cooperation agreement @ συμφωνία συνεργασίας
cooperation in home affairs @ συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων
cooperation in the field of education @ συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης
cooperation on agriculture @ αγροτική συνεργασία
cooperation policy @ πολιτική συνεργασίας
cooperation procedure @ διαδικασία συνεργασίας
cooperative @ συνεταιρισμός
cooperative bank @ συνεταιριστική τράπεζα
coordinate @ συντεταγμένη
coordination of aid @ συντονισμός των ενισχύσεων
coordination of EMU policies @ συντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ
coordination of financing @ συντονισμός των χρηματοδοτήσεων
Copenhagen @ Κοπεγχάγη
copper @ χαλκός
copper @ χάλκινος
coppiced woodland @ πρεμνοφυές δάσος
copy @ αντιγράφω
copy @ αντίγραφο
copy @ αντίτυπο
copyright @ δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας
cor anglais @ αγγλικό κόρνο
Coreper @ Coreper
cork @ φελλός
corkscrew @ τιρμπουσόν
cormorant @ κορμοράνος
cornea @ κερατοειδής χιτώνας
corporal @ δεκανέας
corporate finance @ χρηματοδότηση της επιχείρησης
corporate governance @ εταιρική διακυβέρνηση
corporate social responsibility @ κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης
corporation @ εταιρία
corporation tax @ φόρος εταιρειών
corporatism @ συντεχνιακή οικονομία
corpse @ πτώμα
correspondence @ αλληλογραφία
corridor @ διάδρομος
corrosion @ διάβρωση μετάλλου
corruption @ δωροδοκία
Corsica @ Κορσική
corvette @ κορβέττα
COSAC @ COSAC
cosine @ συνημίτονο
cosmetic product @ καλλυντικά προϊόντα
cosmetics industry @ βιομηχανία καλλυντικών
cosmology @ κοσμολογία
cosmonaut @ κοσμοναύτης
COST @ COST
cost @ κοστίζω
cost @ κόστος
cost analysis @ ανάλυση κόστους
cost of borrowing @ πιστωτικό κόστος
cost of capital @ κόστος κεφαλαίου
cost of living @ κόστος ζωής
cost of pollution @ κόστος της ρύπανσης
cost price @ τιμή κόστους
Costa Rica @ Κόστα Ρίκα
cost-benefit analysis @ ανάλυση κόστους-ωφέλειας
cost-effectiveness analysis @ ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας
costing @ κοστολόγηση
cotangent @ συνεφαπτομένη
Côte d'Ivoire @ Ακτή Ελεφαντοστού
Cotonou Agreement @ συμφωνία Κοτονού
cotton @ βαμβάκι
cotton candy @ μαλλί της γριάς
cougar @ λέων ο ομόχρους
cough @ βήχω
cough @ βήχας
coulomb @ κουλόμπ
Council for Cultural Cooperation @ συμβούλιο πολιτιστικής συνεργασίας
Council of Europe @ Συμβούλιο της Ευρώπης
Council of Europe countries @ χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης
Council of Europe fund @ Ταμείο του Συμβουλίου της Ευρώπης
Council of European Municipalities and Regions @ συμβούλιο Δήμων, Κοινοτήτων και Περιφερειών της Ευρώπης
Council of Ministers @ υπουργικό συμβούλιο
Council of the European Union @ Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
count @ μετράω
countertrade @ συμψηφισμός συναλλαγών
countervailing charge @ αντισταθμιστικό τέλος
counting of the votes @ καταμέτρηση των ψήφων
country @ χώρα
country @ ύπαιθρος
country @ αγροτικός
country road @ αγροτική οδός
countryside conservation @ προστασία του τοπίου
county @ κομητεία
county @ νομός
coup d'état @ πραξικόπημα
courage @ κουράγιο
courgette @ κολοκυθάκι
court having special jurisdiction @ έκτακτο δικαστήριο
court of arbitration @ διαιτητικό δικαστήριο
court of civil jurisdiction @ πολιτικό δικαστήριο
courts and tribunals @ δικαστήριο
cousin @ ξάδελφος
cow @ αγελάδα
coward @ δειλός
cowboy @ αγελαδάρης
cows’ milk cheese @ τυρί αγελαδινό
coyote @ τσακάλι της ΒΔ Αμερικής
cradle @ κούνια
craft business @ βιοτεχνική επιχείρηση
craft production @ βιοτεχνική παραγωγή
craftsman @ βιοτέχνης
crane @ γερανός
crane @ (ανυψωτικός) γερανός
crater @ κρήτηρ
crayfish @ αστακός
crayon @ κηρομπογιά
crazy @ τρελός
cream @ κρέμα γάλακτος
cream @ αφρόγαλα
cream @ κρέμα
creation @ δημιούργημα
creation @ δημιουργία
creation @ πλάση
creation of nuclear-free zones @ αποπυρηνικοποίηση
creative @ δημιουργικός
creator @ δημιουργός
creature @ πλάσμα
credit @ πίστη
credit card @ πιστωτική κάρτα
credit control @ πιστωτικός έλεγχος
credit guarantee @ εγγύηση πίστωσης
credit institution @ πιστωτικό ίδρυμα
credit insurance @ ασφάλιση πιστώσεων
credit policy @ πιστωτική πολιτική
credit purchase @ αγορά επί πιστώσει
credit sale @ πώληση επί πιστώσει
credit transfer @ λογιστική μεταφορά
credit union @ πιστωτικός συνεταιρισμός
creditor @ πιστωτής
creed @ δόγμα
CREST @ CREST
Crete @ Κρήτη
crew @ προσωπικό πληρώματος
cricket @ γρύλος
crime @ εγκληματικότητα
crime @ έγκλημα
crime against humanity @ έγκλημα κατά της ανθρωπότητας
crime against individuals @ έγκλημα κατά προσώπων
crime against property @ έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας
Crimea @ Κριμαία
Crimean Tatar @ Κριμαϊκή Ταταρική γλώσσα
criminal @ εγκληματίας
criminal court @ ποινικό δικαστήριο
criminal investigation department @ υπηρεσία διώξεως κοινού εγκλήματος
criminal law @ ποινικό δίκαιο
criminal liability @ ποινική ευθύνη
criminal procedure @ ποινική διαδικασία
criminal proceedings @ αγωγή ποινικού δικαίου
criminal record @ ποινικό μητρώο
criminal responsibility of minors @ ποινική ευθύνη των ανηλίκων
criminology @ εγκληματολογία
criterion @ κριτήριο
croak @ κουάξ
Croatia @ Κροατία
Croatian @ Κροατικά
crocodile @ κροκόδειλος
crocus @ κρόκος
crop losses @ απώλεια συγκομιδής
crop maintenance @ συντήρηση των καλλιεργειών
crop production @ φυτική παραγωγή
crop rotation @ διαδοχική καλλιέργεια
crop yield @ γεωργική απόδοση
cross @ σταυρός
cross voting @ ανοικτός συνδυασμός
cross-border cooperation @ διαμεθοριακή συνεργασία
crossbow @ βαλλίστρα
cross-channel connection @ ζεύξη της Μάγχης
cross-frontier data flow @ διαμεθοριακή ροή δεδομένων
crossroads @ σταυροδρόμι
crossword @ σταυρόλεξο
crow @ κουρούνα
crow @ λοστός
crow @ λάλημα
crown @ στέμμα
crown @ κορυφή
crude oil @ αργό πετρέλαιο
cruel @ σκληρός
cruel and degrading treatment @ βάναυση και εξευτελιστική μεταχείριση
crumb @ ψίχουλο
crustacean @ μαλακόστρακο
crustacean farming @ εκτροφή μαλακοστράκων
cryptography @ κρυπτογραφία
crystal @ κρύσταλλος
crystal @ κρύσταλλο
Cuba @ Κούβα
Cuban @ Κουβανός
cube @ κύβος
cubic centimeter @ κυβικό εκατοστό
cubism @ κυβισμός
cuckold @ κερατάς
cuckoo @ κοϋκος
cucumber @ αγγούρι
cucumber @ αγγουριά
cultivation system @ σύστημα καλλιέργειας
cultivation techniques @ καλλιεργητική τεχνική
cultivation under plastic @ καλλιέργεια υπό κάλυψη
cultural cooperation @ πολιτιστική συνεργασία
cultural difference @ πολιτιστική διαφορά
cultural event @ πολιτιστική εκδήλωση
cultural exception @ πολιτιστική εξαίρεση
cultural geography @ πολιτιστική γεωγραφία
cultural heritage @ πολιτιστική κληρονομιά
cultural identity @ πολιτιστική ταυτότητα
cultural movement @ πολιτιστικό κίνημα
cultural object @ πολιτιστικό αγαθό
cultural organisation @ πολιτιστική οργάνωση
cultural pluralism @ πολιτιστικός πλουραλισμός
cultural policy @ πολιτιστική πολιτική
cultural prize @ πολιτιστικό βραβείο
cultural promotion @ πολιτιστική προώθηση
cultural relations @ πολιτιστικές σχέσεις
culture @ πολιτιστικός τομέας
culture @ ec=Grek
culture industry @ βιομηχανία του πολιτιστικού τομέα
cum @ χύσι
cum @ χύνω
cumulative pension entitlement @ σώρευση συντάξεων
cunnilingus @ αιδιολειχία
cunt @ μουνί
cupboard @ ντουλάπι
Curaçao @ Κουρασάο
curd @ στάλπη
cure @ θεραπεία
cure @ θεραπεύω
curiosity @ περιέργεια
Curitiba @ Κουριτίμπα
curium @ κιούριο
currency @ νόμισμα
currency adjustment @ νομισματική προσαρμογή
currency area @ νομισματική ζώνη
currency convertibility @ μετατρεψιμότητα
current @ ρεύμα
current @ τάση
current @ παρών
curriculum vitae @ βιογραφικό σημείωμα
curse @ κατάρα
curve @ καμπύλη
custody @ δικαίωμα επιμέλειας
customary law @ εθιμικό δίκαιο
customer @ πελάτης
customers @ πελατεία
customs @ τελωνείο
customs and traditions @ έθιμα και παραδόσεις
customs cooperation @ τελωνειακή συνεργασία
customs debt @ τελωνειακή οφειλή
customs document @ τελωνειακό έγγραφο
customs drawback @ επιστροφή τελωνειακών δασμών
customs duties @ δασμός
customs formalities @ τελωνειακή διατύπωση
customs fraud @ τελωνειακή παράβαση
customs harmonisation @ τελωνειακή εναρμόνιση
customs inspection @ τελωνειακός έλεγχος
customs procedure suspending duties @ καθεστώς τελωνειακής αναστολής
customs profession @ τελωνειακό επάγγελμα
customs regulations @ τελωνειακοί κανόνες
customs tariff @ δασμολόγιο
customs transit @ τελωνειακή διαμετακόμιση
customs union @ τελωνειακή ένωση
customs valuation @ δασμολογητέα αξία
customs warehouse @ τελωνειακή αποταμίευση
cutlery @ μαχαιροπήρουνα
cuttlefish @ σουπιά
cyan @ κυανός
cybernetics @ κυβερνητική
cycle @ κύκλος
cycle and motorcycle industry @ βιομηχανία ποδηλάτων και μοτοσυκλετών
cycle track @ ποδηλατόδρομος
cyclical fluctuation @ κυκλικές διακυμάνσεις
cyclical unemployment @ συγκυριακή ανεργία
cyclone @ κυκλώνας
cymbal @ κύμβαλο
cynic @ κυνικός
cypress @ κυπαρίσσι
Cypriot @ Κύπριος
Cyprus @ Κύπρος
Cyrillic @ κυριλλιακόν
cytology @ κυτταρολογία
Czech @ τσεχικά
Czech @ τσέχικος
Czech @ Τσέχος
Czech Republic @ Τσεχική Δημοκρατία
Czech Republic @ Δημοκρατία της Τσεχίας
Czechia @ Τσεχία
Czechoslovakia @ Τσεχοσλοβακία
DAC @ CAD
Dagestan @ Νταγκεστάν
dagger @ στιλέτο
dagger @ οβελίσκος
dahlia @ ντάλια
dairy @ γαλακτοκομείο
dairy @ γαλακτοκομικά
dairy cow @ γαλακτοπαραγωγός αγελάδα
dairy farm @ εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής
dairy ice cream @ παγωτό
dairy industry @ γαλακτοβιομηχανία
dairy production @ γαλακτοπαραγωγή
Dalarna county @ Dalarna
damage @ ζημία
damage @ ζημιά
damages @ αποζημίωση
Damascus @ Δαμασκός
dance @ χορεύω
dancer @ χορευτής
dandelion @ αγριοράδικο
Dane @ Δανός
danger @ κίνδυνος
dangerous @ επικίνδυνος
dangerous substance @ επικίνδυνη ουσία
Daniel @ Ντάνιελ
Daniel @ Δανιήλ
Danish @ δανέζικα
Danish @ δανέζικος
Danube @ Δούναβης
Darius @ Δαρείος
dark @ σκοτεινός
dark @ σκοτάδι
dark @ σούρουπο
dark matter @ σκοτεινή ύλη
darkness @ σκοτάδι
Darth Vader @ Νταρθ Βέιντερ
dash @ παύλα
data @ δεδομένα
data @ στοιχεία
data collection @ συλλογή δεδομένων
data protection @ προστασία δεδομένων
data recording @ καταχώρηση δεδομένων
data transmission @ διαβίβαση δεδομένων
database @ βάση δεδομένων
database management system @ σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων
dataprocessing @ επεξεργασία δεδομένων
data-processing law @ δίκαιο της πληροφορικής
date palm @ χουρμαδιά
daughter @ κόρη
daughter-in-law @ νύφη
David @ Δαβίδ
David @ Ντέιβιντ
dawn @ ξημέρωμα
day @ ημέρα
day after tomorrow @ μεθαύριο
dead @ νεκρός
Dead Sea @ Νεκρά θάλασσα
deadline for payment @ προθεσμία πληρωμής
dealer @ μεταπωλητής
dear @ αγαπητός
dear @ αγαπητέ
dear @ ακριβός
death @ θάνατος
death grant @ επίδομα λόγω θανάτου
death penalty @ θανατική ποινή
death wish @ [ευχή θανάτου ή τελευταία επιθυμία
debate @ αντιπαραθέτω
debate @ δίβατον
debt @ οφειλή
debt @ χρέος
debt reduction @ ελάφρυνση του χρέους
debtor @ οφειλέτης
decade @ δεκαετία
decade @ δεκάδα
deceive @ εξαπατώ
December @ Δεκέμβριος
decentralisation @ αυτοδιοίκηση
deception @ εξαπάτηση
deciduous tree @ φυλλοβόλο
decimetre @ dekostometro
decision @ απόφαση
decision-making @ λήψη απόφασης
decision-making body @ όργανο λήψης αποφάσεων
deck @ κατάστρωμα
declaration of Community interest @ δήλωση κοινοτικού ενδιαφέροντος
declension @ κλίσις
declining industrial region @ βιομηχανική περιφέρεια σε παρακμή
decolonisation @ αποαποικιοποίηση
decommissioning of power stations @ οριστική παύση λειτουργίας σταθμού
decontamination @ εξυγίανση
decorative item @ είδη διακόσμησης
decree @ διάταγμα
deduction at source @ παρακράτηση στην πηγή
deepening of the European Union @ εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
deep-freezing @ ταχεία κατάψυξη
deep-frozen product @ προϊόν ταχείας κατάψυξης
deep-sea fishing @ αλιεία ανοικτής θάλασσας
deer @ ελάφι
defamation @ δυσφήμηση
defeat @ ήττα
defeat @ νικώ
defeatism @ ηττοπάθεια
defect @ ελάττωμα
defective product @ ελαττωματικό προϊόν
defence budget @ προϋπολογισμός για την άμυνα
defence expenditure @ αμυντικές δαπάνες
defence policy @ αμυντική πολιτική
defence statistics @ στατιστικές άμυνας
deficit @ έλλειμμα
definite article @ οριστικό άρθρο
deflation @ αντιπληθωρισμός
defoliation @ φυλλόρροια
deforestation @ αποδάσωση
degradation of the environment @ υποβάθμιση του περιβάλλοντος
degree @ βαθμός
degree @ μοίρα
degree @ πτυχίο
degree of pollution @ βαθμός ρύπανσης
dehydration @ αφυδάτωση
deity @ θεότητα
deja vu @ προμνησία
delegated legislation @ νομοθετική εξουσιοδότηση
delegation of power @ εκχώρηση εξουσίας
Delhi @ Δελχί
delicious @ εύγευστος
delinquency @ εγκληματική συμπεριφορά
delirium @ παραλήρημα
delivered price @ τιμή παράδοσης
delivery @ παράδοση
delivery @ γέννα
demerger @ διάσπαση επιχείρησης
demilitarised zone @ αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη
democracy @ δημοκρατία
democratic @ δημοκρατικός
democratic deficit @ δημοκρατικό έλλειμμα
Democratic Party @ δημοκρατικό κόμμα
Democratic Republic of Congo @ Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
democratisation @ εκδημοκρατισμός
democratisation of education @ εκδημοκρατισμός της παιδείας
Democritus @ Δημόκριτος
demographic analysis @ δημογραφική ανάλυση
demography @ δημογραφία
demon @ ,
demotion @ ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου
denaturing @ μετουσίωση
Denmark @ Δανία
denominational education @ εκκλησιαστική εκπαίδευση
dental medicine @ οδοντιατρική
dentist @ οδοντίατρος
deny @ αρνούμαι
deodorant @ αποσμητικό
department (France) @ διαμέρισμα
dependant @ οικογενειακό βάρος
dependence of elderly persons @ εξάρτηση των ηλικιωμένων
dependent territory @ μη αυτόνομο έδαφος
depoliticisation @ αποπολιτικοποίηση
depopulation @ πληθυσμιακή συρρίκνωση
deportation @ απέλαση
deportee @ εκτοπισμένος
deposit money @ λογιστικό χρήμα
deposit on a polluting product @ πώληση ρυπαντικού προϊόντος με εγγύηση επιστροφής
depression @ κατάθλιψη
depression @ ύφεση
deprivation of rights @ στέρηση των δικαιωμάτων
deprived urban area @ υποβαθμισμένη αστική ζώνη
depth @ βάθος
Deputy Speaker of Parliament @ αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου
deregulation @ κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων
Derek @ Θεοδώριχος
dermatologist @ δερματολόγος
derogation from Community law @ παρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο
descendant @ έννομη σχέση με τους ανιόντες
description @ περιγραφή
desecrate @ βεβηλώνω
desert @ έρημος
desertification @ απερήμωση
desiccated product @ αφυδατωμένο προϊόν
design @ σχέδιο
designated employment @ δεσμευμένη θέση εργασίας
designation of origin @ ονομασία προέλευσης
designs and models @ σχέδια και υποδείγματα
desire @ επιθυμία
desire @ επιθυμώ
desk @ γραφείο
dessert @ επιδόρπιο
destination @ προορισμός
destination of transport @ γεωγραφικός προσδιορισμός των μεταφορών
destiny @ πεπρωμένο
destruction @ καταστροφή
destruction of crops @ καταστροφή καλλιεργειών
destructive @ καταστροφικός
detention before trial @ προσωρινή κράτηση
deterrent @ αποτροπή
deuterium @ δευτέριο
devaluation @ υποτίμηση του νομίσματος
developing countries @ αναπτυσσόμενες χώρες
development aid @ αναπτυξιακή βοήθεια
development bank @ τράπεζα ανάπτυξης
development plan @ αναπτυξιακό πρόγραμμα
development policy @ αναπτυξιακή πολιτική
development potential @ αναπτυξιακό δυναμικό
development region @ περιοχή ανάπτυξης
development worker @ εθελοντές για την ανάπτυξη
device @ συσκευή
devil @ διάβολος
devil @ Διάβολος
devolution @ αποκέντρωση
dew @ πάχνη
dexterity @ επιδεξιότητα
diabetes @ διαβήτης
diagnosis @ διάγνωση
dialect @ διάλεκτος
dialogue @ διάλογος
diameter @ διάμετρος
diamond @ αδάμας
diamond @ διαμάντι
diamonds @ καρό
diaper @ πάνα
diarrhea @ διάρροια
diary @ ημερολόγιο
diaspora @ διασπορά
Diaspora @ διασπορά
dick @ ψωλή
dickhead @ ηλίθιος
dictator @ δικτάτορας
dictatorship @ δικτατορία
dictionary @ λεξικό
dictionary of abbreviations @ λεξικό συντομογραφιών
die @ πεθαίνω
die @ ζάρι
diesel engine @ κινητήρας ντίζελ
diesel fuel @ ντίζελ
dietary product @ διαιτητικό προϊόν
differ @ διαφέρω
different @ διαφορετικός
differentiation @ διαφοροποίηση
difficult @ δύσκολος
diffusion of innovations @ διάδοση των καινοτομιών
digestion @ πέψη
digit @ ψηφίο
digit @ δάκτυλο
digital @ ψηφιακός
digital divide @ ψηφιακό χάσμα
digital technology @ ψηφιακή τεχνολογία
digitisation @ ψηφιοποίηση
dill @ άνηθος
Dillon Round @ Γύρος Ντίλλον
diminutive @ υποκοριστικό
dimple @ λακκάκι
dinner @ δείπνο
dinner @ γεύμα
diphthong @ δίφθογγος
diploma @ τίτλος σπουδών
diploma @ δίπλωμα
diplomatic immunity @ διπλωματική ασυλία
diplomatic profession @ διπλωματικός κλάδος
diplomatic protection @ διπλωματική προστασία
diplomatic protocol @ διπλωματικό πρωτόκολλο
diplomatic relations @ διπλωματικές σχέσεις
diplomatic representation @ διπλωματική αντιπροσωπεία
direct applicability @ άμεση εφαρμογή
direct cost @ άμεσο κόστος
direct investment @ άμεση επένδυση
direct selling @ άμεση πώληση
direct tax @ άμεσος φόρος
directive @ οδηγία
directly-elected chamber @ άμεσα εκλεγμένη Βουλή
directory @ ευρετήριο
directory @ κατάλογος
dirty @ βρώμικος
dirty @ βρωμερός
dirty @ βρωμιά
dirty @ ακάθαρτος
disability insurance @ ασφάλιση αναπηρίας
disabled person @ άτομο με ειδικές ανάγκες
disaffection of young people @ δυσφορία της νεολαίας
disappear @ εξαφανίζομαι
disarmament @ αφοπλισμός
disaster @ καταστροφή
disaster area @ πληγείσα ζώνη
disc @ δίσκος
disc drive @ αναγνώστης δίσκων
discarded fish @ απορριπτόμενα αλιεύματα
disciplinary proceedings @ πειθαρχική διαδικασία
disclosure of information @ κοινοποίηση των δεδομένων
discotheque @ δισκοθήκη
discount rate @ προεξοφλητικό επιτόκιο
discount sale @ πώληση με έκπτωση
discount store @ κατάστημα εκπτώσεων
discounting @ προεξόφληση
discovery @ ανακάλυψη
discrepancy @ ασυμφωνία
discretionary power @ διακριτική εξουσία
discrimination based on disability @ διακρίσεις λόγω αναπηρίας
discrimination on the basis of nationality @ διάκριση λόγω ιθαγένειας
discrimination on the basis of sexual orientation @ διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού
discriminatory price @ τιμή που εισάγει διάκριση
discussion @ συζήτηση
disease @ ασθένεια
disease prevention @ πρόληψη των ασθενειών
disease vector @ φορέας ασθένειας
disgust @ αποστροφή
dish @ πιάτο
dish @ πιάτα
dishwasher @ πλυντήριο πιάτων
disinformation @ παραπληροφόρηση
disk @ δίσκος
diskette @ δισκέτα
dismissal @ απόλυση
Disneyland @ Ντίσνεϋλαντ
display @ τοιχοκόλληση
Dispute Settlement Body @ Όργανο Επίλυσης Διαφορών
dissemination of Community information @ διάδοση της κοινοτικής πληροφόρησης
dissemination of culture @ εξάπλωση των πολιτιστικών παραδόσεων
dissemination of information @ διάδοση πληροφοριών
dissidence @ αντίθεση προς το καθεστώς
dissolution of parliament @ διάλυση της Βουλής
distance learning @ διδασκαλία εξ αποστάσεως
distance selling @ πώληση εξ αποστάσεως
distillation @ απόσταξη
distribution business @ εμπορική επιχείρηση
distribution by age @ κατανομή κατά ηλικία
distribution by sex @ κατανομή κατά φύλο
distribution cost @ κόστος διάθεσης
distribution of aid @ κατανομή των ενισχύσεων
distribution of Community funding @ κατανομή της κοινοτικής χρηματοδότησης
distribution of income @ κατανομή του εισοδήματος
distribution of production @ κατανομή της παραγωγής
distribution of schools @ χάρτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
distribution of the tax burden @ καταμερισμός των φόρων
distribution of votes @ κατανομή των ψήφων
distribution of wealth @ κατανομή του πλούτου
distribution per employed person @ κατανομή ανά απασχολούμενο άτομο
distributive trades @ εμπορική διανομή
distributor @ εμπορικός διανομέας
divergence indicator @ δείκτης απόκλισης
diversification of exports @ διαφοροποίηση των εξαγωγών
divide and conquer @ διαίρει και βασίλευε
dividend @ διαιρετέος
dividend @ μέρισμα
dividing up of land @ οικισμός
division @ διαίρεση
division @ μεραρχία
division @ διεύθυνση
division into constituencies @ διαίρεση σε εκλογικές περιφέρειες
division of powers @ κατανομή αρμοδιοτήτων
division of property @ διανομή της κυριότητας
divorce @ διαζύγιο
divorced person @ διαζευγμένοι
Djibouti @ Τζιμπουτί
DNA @ DNA
do @ κάμνω
do you speak English @ μιλάς αγγλικά;
doctor @ ιατρός
doctor @ διδάκτορας
doctor @ κτηνίατρος
doctrine @ δόγμα
document @ τεκμήριο
document @ έγγραφο
document acquisition @ απόκτηση τεκμηρίωσης
document for discussion at a sitting @ έγγραφο συνεδρίασης
document indexing @ ευρετηρίαση τεκμηρίων
document management @ διαχείριση κειμένων
document retrieval @ τεκμηριωτική έρευνα
document storage @ εναποθήκευση τεκμηρίων
documentary credit @ ενέγγυος πίστωση
documentary reference recording @ βιβλιογραφική καταχώριση
documentary tool @ μέσα τεκμηρίωσης
documentation @ τεκμηρίωση
documentation centre @ κέντρο τεκμηρίωσης
dodo @ διδώ
doe @ ελαφίνα
dog @ σκύλος
dogma @ δόγμα
doggy style @ πισωκολλητό
doll @ κούκλα
dollar @ δολλάριο
domain @ σφαίρα επιρροής
domain @ επικράτεια
domestic animal @ οικόσιτο ζώο
domestic consumption @ εγχώρια κατανάλωση
domestic market @ εσωτερική αγορά
domestic policy @ εσωτερική πολιτική
domestic product @ εθνικό προϊόν
domestic trade @ εσωτερικό εμπόριο
domestic violence @ ενδοοικογενειακή βία
domestic waste @ οικιακά απόβλητα
domesticated animal @ εξημερωμένο ζώο
dominant position @ δεσπόζουσα θέση
Dominica @ Δομίνικα
Dominica @ Ντομίνικα
Dominican Republic @ Δομινικανή Δημοκρατία
donation @ δωρεάν παροχή
donation @ δωρεά
donkey @ γάιδαρος
donor country @ δότρια χώρα
door @ πόρτα
door-to-door selling @ πώληση κατ' οίκον
Doric @ δωρική
dormouse @ δασομυωξός
dot @ κουκίδα
dot @ τελεία
dot @ υποδιαστολή
double @ διπλός
double taxation @ διπλή φορολογία
double-ballot voting system @ ψηφοφορία σε δύο γύρους
doubt @ αμφιβολία
dough @ ζύμη
dove @ περιστέρι
Dover @ Ντόβερ
down @ κάτω
down @ πούπουλα
download @ καταφορτώνω
download @ καταφόρτωση
downloading @ μεταφόρτωση προγραμμάτων
dowry @ προίκα
dozen @ δωδεκάδα
draconian @ δρακόντειος
draft budget @ σχέδιο προϋπολογισμού
draft EC budget @ σχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ
drafting of Community law @ κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου
dragonfly @ λιβελλούλη
drainage @ αποστραγγιστικά έργα
drama @ δράμα
draught animal @ ζώο γαλακτοπαραγωγής
draw @ σχεδιάζω
drawer @ συρτάρι
drawing @ σχέδιο
drawing up of the budget @ κατάρτιση του προϋπολογισμού
drawing up of the Community budget @ κατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού
dream @ όνειρο
dream @ ονειρεύομαι
dream @ όραμα
dredging @ βυθοκόρηση
Drenthe @ Ντρέντε
dress @ ένδυμα
dried product @ αποξηραμένο προϊόν
drilling @ γεώτρηση
drilling equipment @ εξοπλισμός γεώτρησης
drink @ πίνω
drink @ ποτό
drink @ οινοπνευματώδες ποτό
drinking milk @ γάλα-ρόφημα
drinking straw @ καλαμάκι
drinking water @ πόσιμο νερό
drive @ οδηγώ
driver @ οδηγός
drivers @ οδηγοί
driving instruction @ μαθήματα οδήγησης
driving licence @ άδεια οδήγησης
driving mechanism @ σύστημα οδήγησης
driving period @ διάρκεια οδήγησης
dromedary @ δρομάς
droplet @ σταγονίδιο
dropout @ διακοπή της σχολικής φοίτησης
drought @ ξηρασία
drug @ ναρκωτικό
drug addict @ τοξικομανής
drug addiction @ τοξικομανία
drug surveillance @ επιτήρηση των φαρμάκων
drug traffic @ εμπορία ναρκωτικών
drugs classification @ φαρμακευτική ονοματολογία
drunk @ μεθυσμένος
drunk @ μέθυσος
drunkard @ μέθυσος
dry @ στεγνός
dry farming @ ξηροκαλλιέργεια
dual nationality @ διπλή ιθαγένεια
dual-use good @ αγαθό διπλής χρήσης
dual-use technology @ τεχνολογία διπλής χρήσης
Dubayy @ Ντουμπάι
dubious @ αμφίβολος
Dublin @ Δουβλίνο
Dubrovnik @ Ντουμπρόβνικ
duck @ πάπια
duck @ το κεφάλι σου στη γούρνα!
duckling @ παπί
duke @ Δούκας
dumping @ ντάμπινγκ
dumping of waste @ καταβύθιση αποβλήτων
dung @ κοπριά
dungeon @ μπουντρούμι
duplicating @ αναπαραγωγή
durable goods @ διαρκές αγαθό
durum wheat @ σκληρό σιτάρι
Dushanbe @ Ντουσαμπέ
dust @ σκόνη
Dutch @ ολλανδικά
Dutch @ ολλανδικός
Dutch @ Ολλανδός
duties of civil servants @ καθήκοντα του υπαλλήλου
duty @ καθήκον
duty-free sale @ αφορολόγητη πώληση
dye @ βαφή
dyestuff @ χρωστική ουσία
dyestuffs industry @ βιομηχανία χρωστικών ουσιών
dynamics @ δυναμική
dyslexia @ δυσλεξία
dysprosium @ δυσπρόσιο
e.g. @ π.χ.
each @ έκαστος
EADI @ EADI
EAEC @ ΕΚΑΕ
EAEC Decision @ απόφαση ΕΚΑΕ
EAEC Directive @ οδηγία ΕΚΑΕ
EAEC Joint Undertaking @ κοινή επιχείρηση ΕΚΑΕ
EAEC opinion @ γνώμη της ΕΚΑΕ
EAEC recommendation @ σύσταση ΕΚΑΕ
EAEC Regulation @ κανονισμός ΕΚΑΕ
EAEC Supply Agency @ Οργανισμός Εφοδιασμού ΕΚΑΕ
EAEC Treaty @ συνθήκη ΕΚΑΕ
EAES @ EAES
EAGGF @ ΕΓΤΠΕ
EAGGF Guarantee Section @ ΕΓΤΠΕ-τμήμα Εγγυήσεων
EAGGF Guidance Section @ ΕΓΤΠΕ-τμήμα Προσανατολισμού
eagle @ αετός
eagle owl @ μπούφος
ear @ αυτί
ear @ ζευγαρίζω
early @ νωρίς
early childhood @ παιδιά βρεφικής και νηπιακής ηλικίας
early election @ πρόωρες εκλογές
early fruit and vegetables @ πρώιμα οπωροκηπευτικά
early retirement @ πρόωρη συνταξιοδότηση
Earth @ Γη
earth @ γη
earth @ γειώνω
earth @ γείωση
earth @ θάβω
earth sciences @ γεωλογικές επιστήμες
earthquake @ σεισμός
earths and stones @ ορυκτά και πετρώματα
earthworm @ γαιοσκώληκας
earwax @ κερί
easement @ δουλείες
east @ ανατολή
east @ ανατολικός
East Africa @ Ανατολική Αφρική
East Anglia @ Ήστ Άνγκλια
East Germany @ Ανατολική Γερμανία
East Middle Sweden @ Κεντροανατολική Σουηδία
East Midlands @ Ανατολικά Μίντλαντς
east of the Great Belt @ Οστ φορ Στόρμπαιλτ
East Timor @ Ανατολικό Τιμόρ
Easter @ Πάσχα
Eastern Bloc countries @ χώρες Ανατολικού Συνασπισμού
Eastern Europe @ Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη
Eastern Europe @ Ανατολική Ευρώπη
Eastern Finland @ Ανατολική Φινλανδία
Eastern Macedonia and Thrace @ Ανατολική Μακεδονία και Θράκη
Eastern Malaysia @ Ανατολική Μαλαισία
East-West policy @ πολιτική των συνασπισμών
East-West relations @ σχέσεις Ανατολής-Δύσης
East-West trade @ εμπορικές συναλλαγές Ανατολής-Δύσης
easy does it @ με το μαλακό
eat @ τρώγω
eat @ γευματίζω
eating habits @ διατροφικές συνήθειες
EBRD @ ΕΤΑΑ
EBU @ UER
EC Accession Treaty @ συνθήκη προσχωρήσεως ΕΚ
EC action to establish liability @ αγωγή αποζημίωσης ΕΚ
EC administrative expenditure @ δαπάνη λειτουργίας ΕΚ
EC advisory committee @ συμβουλευτική επιτροπή ΕΚ
EC agreement @ συμφωνία ΕΚ
EC agriculture committee @ γεωργικές επιτροπές ΕΚ
EC association agreement @ συμφωνία συνδέσεως ΕΚ
EC Association Council @ συμβούλιο σύνδεσης ΕΚ
EC budgetary discipline @ δημοσιονομική πειθαρχία ΕΚ
EC budgetary reserve @ αποθεματικό του προϋπολογισμού ΕΚ
EC case-law @ νομολογία ΕΚ
EC category A staff @ προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Α
EC category B staff @ προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Β
EC category C staff @ προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Γ
EC category D staff @ προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Δ
EC Commission @ Επιτροπή ΕΚ
EC committee @ επιτροπές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
EC competition @ διαγωνισμοί ΕΚ
EC conformity marking @ σήμανση πιστότητας ΕΚ
EC cooperation agreement @ συμφωνία συνεργασίας ΕΚ
EC Court of Auditors @ Ελεγκτικό Συνέδριο ΕΚ
EC Court of First Instance @ Πρωτοδικείο ΕΚ
EC Court of Justice @ Δικαστήριο ΕΚ
EC customs territory @ τελωνειακό έδαφος της ΕΚ
EC Decision @ απόφαση ΕΚ
EC Directive @ οδηγία ΕΚ
EC external competence @ εξωτερική αρμοδιότητα ΕΚ
EC fund @ Ταμεία ΕΚ
EC general budget @ γενικός προϋπολογισμός ΕΚ
EC infringement procedure @ διαδικασία παράβασης ΕΚ
EC Institutional balance @ θεσμική ισορροπία ΕΚ
EC Intergovernmental Conference @ διακυβερνητική διάσκεψη ΕΚ
EC Intergovernmental Convention @ διακυβερνητική σύμβαση ΕΚ
EC intergovernmental cooperation @ διακυβερνητική συνεργασία ΕΕ
EC interim agreement @ προσωρινή συμφωνία ΕΚ
EC interinstitutional cooperation @ διοργανική συνεργασία ΕΚ
EC interinstitutional relations @ διοργανικές σχέσεις ΕΚ
EC joint body @ μεικτό όργανο ΕΚ
EC joint committee @ μεικτή επιτροπή ΕΚ
EC language service @ γλωσσικός κλάδος ΕΚ
EC management committee @ επιτροπή διαχείρισης ΕΚ
EC Mediterranean region @ μεσογειακή περιφέρεια ΕΚ
EC Monetary Committee @ Νομισματική Επιτροπή ΕΚ
EC Ombudsman @ Διαμεσολαβητής ΕΚ
EC operational expenditure @ επιχειρησιακή δαπάνη ΕΚ
EC opinion @ γνώμη ΕΚ
EC proposal @ πρόταση ΕΚ
EC Protocol @ πρωτόκολλο ΕΚ
EC recommendation @ σύσταση ΕΚ
EC Regulation @ κανονισμός ΕΚ
EC regulatory committee @ επιτροπή κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΚ
EC research expenditure @ δαπάνη έρευνας ΕΚ
EC scientific committee @ επιστημονική επιτροπή ΕΚ
EC servants @ υπάλληλοι ΕΚ
EC situation @ κατάσταση ΕΚ
EC standing committee @ μόνιμη επιτροπή ΕΚ
EC technical committee @ τεχνική επιτροπή Ε
EC trade agreement @ εμπορική συμφωνία ΕΚ
EC transitional period @ μεταβατική περίοδος ΕΚ
EC Treaty @ συνθήκη ΕΚ
ECAC @ CEAC
ECCAS @ ΟΚΚΚΑ
ecclesiastical council @ σύνοδος
ecclesiology @ εκκλησιολογία
echidna @ έχιδνα
ECHO @ ECHO
echo @ ηχώ
eclipse @ εκλείψη
ECMT @ CEMT
eco- @ οικο-
Ecofin @ Ecofin
eco-label @ οικολογικό σήμα
ecological balance @ οικολογική ισορροπία
ecologism @ οικολογική θεωρία
ecology @ οικολογία
ecology movement @ οικολογικό κίνημα
Ecology Party @ οικολογικό κόμμα
econometrics @ οικονομετρία
economic accounts for agriculture @ γεωργικοί λογαριασμοί
economic activity @ οικονομική δραστηριότητα
economic aggregate @ οικονομικά μεγέθη
economic agreement @ οικονομική συμφωνία
economic aid @ οικονομική βοήθεια
economic analysis @ οικονομική ανάλυση
Economic and Monetary Union @ Οικονομική και Νομισματική Ένωση
economic and social cohesion @ οικονομική και κοινωνική συνοχή
economic concentration @ οικονομική συγκέντρωση
economic conditions @ οικονομικές συνθήκες
economic consequence @ οικονομικές συνέπειες
economic contingency stock @ συγκυριακό απόθεμα
economic convergence @ οικονομική σύγκλιση
economic conversion @ οικονομική μετατροπή
economic cooperation @ οικονομική συνεργασία
economic cycle @ οικονομικός κύκλος
economic development @ οικονομική ανάπτυξη
economic discrimination @ οικονομικές διακρίσεις
economic disparity @ οικονομικές ανισότητες
economic fluctuation @ οικονομικές διακυμάνσεις
economic forecasting @ οικονομική πρόβλεψη
economic geography @ οικονομική γεωγραφία
economic growth @ οικονομική μεγέθυνση
economic independence @ οικονομική ανεξαρτησία
economic indicator @ οικονομικός δείκτης
economic infrastructure @ οικονομική υποδομή
economic instrument for the environment @ οικονομικό μέσο για το περιβάλλον
economic integration @ οικονομική ολοκλήρωση
economic intelligence @ οικονομική ενημέρωση
economic interdependence @ οικονομική αλληλεξάρτηση
Economic Interest Grouping @ όμιλος οικονομικού σκοπού
economic liberalism @ οικονομικός φιλελευθερισμός
economic model @ οικονομικό υπόδειγμα
economic offence @ οικονομικό έγκλημα
economic planning @ οικονομικός προγραμματισμός
economic policy @ οικονομική πολιτική
economic priority @ οικονομική προτεραιότητα
economic recession @ οικονομική ύφεση
economic reconstruction @ οικονομική ανασυγκρότηση
economic recovery @ οικονομική ανάκαμψη
economic reform @ οικονομική μεταρρύθμιση
economic region @ οικονομική περιφέρεια
economic relations @ οικονομικές σχέσεις
economic resources @ οικονομικοί πόροι
economic rights @ οικονομικά δικαιώματα
economic sanctions @ οικονομικές κυρώσεις
economic sector @ οικονομικός τομέας
economic situation @ οικονομική κατάσταση
economic stabilisation @ οικονομική σταθεροποίηση
economic stagnation @ οικονομική στασιμότητα
economic statistics @ οικονομική στατιστική
economic structure @ δομή της οικονομίας
economic support @ οικονομική υποστήριξη
economic survey @ οικονομική έρευνα
economic system @ οικονομικό σύστημα
economic take-off @ οικονομική απογείωση
economic transition @ οικονομική μετάβαση
economic union @ οικονομική ένωση
economic value @ οικονομική αξία
economics @ οικονομική επιστήμη
economics @ οικονομικά
economies of scale @ οικονομία κλίμακας
economy @ οικονομία
Ecosoc @ Ecosoc
ecosystem @ οικοσύστημα
ECOWAS @ CEDEAO
Ecu @ ECU
Ecuador @ Ισημερινός
ECSC @ ΕΚΑΧ
ECSC aid @ ενισχύσεις ΕΚΑΧ
ECSC general Decision @ γενική απόφαση ΕΚΑΧ
ECSC individual Decision @ ατομική απόφαση ΕΚΑΧ
ECSC levy @ εισφορά ΕΚΑΧ
ECSC loan @ δάνειο ΕΚΑΧ
ECSC operating budget @ επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ
ECSC opinion @ γνώμη της ΕΚΑΧ
ECSC recommendation @ σύσταση ΕΚΑΧ
ECSC Treaty @ συνθήκη ΕΚΑΧ
EDF @ ΕΤΑ
edge @ άκρη
edge @ ακμή
edge @ κόψη
Edinburgh @ Εδιμβούργο
edition @ έκδοση
EDM @ ΗΔΔ
education @ παιδεία
education @ εκπαίδευση
education budget @ προϋπολογισμός της εκπαίδευσης
education costs @ κόστος της εκπαίδευσης
education grant @ επίδομα σπουδών
education of foreigners @ εκπαίδευση για αλλοδαπούς
education of young offenders @ εκπαίδευση υπό επιτήρηση
education policy @ εκπαιδευτική πολιτική
education statistics @ στατιστικές εκπαίδευσης
educational administration @ διοίκηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
educational exchange @ εκπαιδευτικές ανταλλαγές
educational guidance @ σχολικός προσανατολισμός
educational institution @ εκπαιδευτικό ίδρυμα
educational planning @ προγραμματισμός της εκπαίδευσης
educational reform @ εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
educational system @ εκπαιδευτικό σύστημα
Edward @ Εδουάρδος
EEA Council @ Συμβούλιο του ΕΟΧ
EEA Joint Committee @ κοινή επιτροπή ΕΟΧ
EEA Joint Consultative Committee @ κοινή συμβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ
EEA joint institution @ κοινό όργανο ΕΟΧ
EEA joint parliamentary committee @ κοινή κοινοβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ
EEB @ ΒΕΕ
EEC Treaty @ συνθήκη ΕΟΚ
EECU @ UEDE
EFICS @ EFICS
EFTA @ ΕΖΕΣ
EFTA countries @ χώρες της ΕΖΕΣ
EFTA Court @ Δικαστήριο ΕΖΕΣ
egg @ αυγό
egg @ ωάριο
egg product @ ωοπροϊόντα
egg yolk @ κρόκος
ego @ εγώ
Egypt @ Αίγυπτος
Egyptian @ Αιγύπτιος
Egyptian @ αιγυπτιακός
Egyptology @ αιγυπτιολογία
EIB @ ΕΤΕπ
EIB loan @ δάνειο ΕΤΕ
eight @ οχτώ
eighteen @ δεκαοκτώ
eighty @ ογδόντα
eighty-eight @ ογδόντα οκτώ
eighty-five @ ογδόντα πέντε
eighty-four @ ογδόντα τέσσαρες
eighty-nine @ ογδόντα εννέα
eighty-one @ ογδόντα έν
eighty-seven @ ογδόντα επτά
eighty-six @ ογδόντα έξ
eighty-three @ ογδόντα τρείς
eighty-two @ ογδόντα δύο
einsteinium @ αϊνστάνιο
ejaculate @ εκσπερματίζω
ejaculation @ εκσπερμάτιση
El Salvador @ Ελ Σαλβαδόρ
elbow @ αγκώνας
elderly person @ ηλικιωμένος
ELEC @ ΕΣΟΣ
election @ εκλογές
election @ εκλογή
election campaign @ προεκλογική εκστρατεία
election campaign publicity @ προεκλογική προπαγάνδα
election expenses @ εκλογικές δαπάνες
election financing @ εκλογική χρηματοδότηση
election monitoring @ έλεγχος εκλογών
election programme @ εκλογικό πρόγραμμα
election result @ εκλογικό αποτέλεσμα
elective office @ αιρετό αξίωμα
electoral alliance @ εκλογικός συνασπισμός
electoral deposit @ καταβολή εγγύησης υποψηφιότητας
electoral fraud @ εκλογική νοθεία
electoral law @ εκλογικό δίκαιο
electoral quota @ εκλογικό μέτρο
electoral reform @ τροποποίηση του εκλογικού νόμου
electoral register @ εκλογικός κατάλογος
electoral system @ εκλογική διαδικασία
electorate @ εκλογικό σώμα
electric @ ηλεκτρικός
electric cable @ ηλεκτρικό καλώδιο
electric current @ ηλεκτρικό ρεύμα
electric machinery @ ηλεκτρική μηχανή
electric vehicle @ ηλεκτροκίνητο όχημα
electrical energy @ ηλεκτρική ενέργεια
electrical engineering @ βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών
electrical equipment @ ηλεκτρολογικό υλικό
electrical industry @ ηλεκτροπαραγωγή
electrical process @ ηλεκτρικές διεργασίες
electricity @ ηλεκτρισμός
electricity storage device @ ηλεκτρικός συσσωρευτής
electricity supply @ ηλεκτροφωτισμός
electrochemistry @ ηλεκτροχημεία
electrolysis @ ηλεκτρόλυση
electromagnet @ ηλεκτρομαγνήτης
electro-magnetic equipment @ ηλεκτρομαγνητικό υλικό
electromagnetic interference @ ηλεκτρομαγνητική όχληση
electromagnetism @ ηλεκτρομαγνητισμός
electrometallurgy @ ηλεκτρομεταλλουργία
electron @ ηλεκτρόνιο
electronic banking @ ηλεκτρονική τραπεζική συναλλαγή
electronic commerce @ ηλεκτρονικό εμπόριο
electronic component @ ηλεκτρονικό εξάρτημα
electronic device @ ηλεκτρονική συσκευή
electronic document @ ηλεκτρονικό έγγραφο
electronic equipment @ ηλεκτρονικός εξοπλισμός
electronic funds transfer @ ηλεκτρονικό χρήμα
electronic government @ ηλεκτρονική διοίκηση
electronic mail @ ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
electronic publishing @ ηλεκτρονική έκδοση
electronic signature @ ηλεκτρονική υπογραφή
electronic voting @ ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα
electronic waste @ ηλεκτροτεχνικά απόβλητα
electronics @ ηλεκτρονική
electronics industry @ βιομηχανία ηλεκτρονικών
electrotechnology @ ηλεκτροτεχνία
elegance @ κομψότητα
elegant @ κομψός
elegy @ ελεγεία
elephant @ ελέφαντας
elevator @ ανελκυστήρας
eleven @ έντεκα
elf @ ξωτικά
eligibility criteria @ κριτήριο επιλεξιμότητας
eligible region @ επιλέξιμη περιφέρεια
elimination of illiteracy @ παροχή στοιχειώδους παιδείας
Elizabeth @ Ελισάβετ
elk @ άλκη
ellipsis @ αποσιωπητικά
elm @ λεύκα
elsewhere @ αλλού
e-mail @ ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
emancipation @ χειραφεσία
embassy @ πρεσβεία
embezzlement @ κατάχρηση
embryo @ έμβρυο
embryo and foetus @ έμβρυο
EMCF @ FECOM
emerald @ σμαράγδι
emergency aid @ επείγουσα βοήθεια
emergency medical treatment @ επείγουσα ιατρική
emigration @ αποδημία
Emilia-Romagna @ Αιμιλία-Ρωμανία
emotion @ συναίσθημα
empire @ αυτοκρατορία
employee @ υπάλληλος
employer @ εργοδότης
employers' confederation @ εργοδοτική συνομοσπονδία
employers' organisation @ οργάνωση εργοδοτών
employment aid @ ενισχύσεις για την απασχόληση
Employment Committee @ επιτροπή απασχόλησης ΕΚ
employment policy @ πολιτική απασχόλησης
employment service @ υπηρεσία απασχόλησης
employment statistics @ στατιστικές απασχόλησης
employment structure @ διάρθρωση της απασχόλησης
empress @ αυτοκράτειρα
EMS exchange-rate mechanism @ συναλλαγματικός μηχανισμός ΕΝΣ
emu @ δρομαίος
enamel @ σμάλτο
encephalopathy @ εγκεφαλοπάθεια
encyclopaedia @ εγκυκλοπαίδεια
encyclopedia @ εγκυκλοπαίδεια
end @ τέλος
end @ : τελειώνω
end @ τελειώνω
endemic disease @ ενδημική νόσος
endive @ αντίδι
endocrine disease @ ενδοκρινική ασθένεια
endogamy @ ενδογαμία
endosymbiotic theory @ ενδοσυμβιοτική θεωρία
ENEA @ ΑΕΕΝ
enemy @ εχθρός
energy audit @ ενεργειακό ισοζύγιο
energy consumption @ κατανάλωση ενέργειας
energy conversion @ μετατροπές ενέργειας
energy crisis @ ενεργειακή κρίση
energy crop @ ενεργειακή καλλιέργεια
energy demand @ ζήτηση ενέργειας
energy distribution @ διανομή ενέργειας
energy diversification @ ενεργειακή διαφοροποίηση
energy efficiency @ ενεργειακή απόδοση
energy grid @ ενεργειακό δίκτυο
energy industry @ ενεργειακός τομέας
energy law @ δίκαιο της ενέργειας
energy policy @ ενεργειακή πολιτική
energy production @ παραγωγή ενέργειας
energy recovery @ ανάκτηση ενεργείας
energy research @ ενεργειακή έρευνα
energy resources @ ενεργειακοί πόροι
energy saving @ εξοικονόμηση ενεργείας
energy site @ γεωγραφικός εντοπισμός ενεργειακών πηγών
energy storage @ αποθήκευση ενέργειας
energy supply @ ενεργειακός ανεφοδιασμός
energy technology @ ενεργειακή τεχνολογία
energy transport @ μεταφορά ενέργειας
energy use @ χρήση ενέργειας
energy-generating product @ ενεργειακό προϊόν
enforced migration @ αναγκαστική μετανάστευση
enforcement of ruling @ εκτέλεση της απόφασης
engine @ κινητήρας
engine @ ατμομηχανή
engineer @ μηχανικός
England @ Αγγλία
english @ greek
English @ αγγλικά
English @ Αγγλικά
English @ Άγγλος
English Channel @ Μάγχη
Englishman @ Άγγλος
English-speaking Africa @ αγγλόφωνη Αφρική
Englishwoman @ Αγγλίδα
enhanced remake @ ενισχυμένη νέα έκδοση
enigma @ αίνιγμα
enigmatic @ αινιγματικός
ENISA @ EΟΑΔΠ
enjoyment of rights @ άσκηση των δικαιωμάτων
enlargement of an international organisation @ διεύρυνση διεθνούς οργανισμού
enlargement of the Union @ διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
enrage @ εξαγριώνω
enter @ μπαίνω
enter @ εγγράφω
enthusiasm @ ενθουσιασμός
entrepreneur @ επιχειρηματίας
entrepreneurship @ επιχειρηματικό πνεύμα
envelope @ φάκελος
environment @ περιβάλλον
environmental cooperation @ περιβαλλοντική συνεργασία
environmental economics @ περιβαλλοντική οικονομία
environmental education @ περιβαλλοντική εκπαίδευση
environmental impact @ επίπτωση στο περιβάλλον
environmental law @ δίκαιο του περιβάλλοντος
environmental liability @ ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες
environmental monitoring @ επίβλεψη του περιβάλλοντος
environmental offence @ περιβαλλοντικό έγκλημα
environmental policy @ περιβαλλοντική πολιτική
environmental protection @ προστασία του περιβάλλοντος
environmental research @ έρευνα για το περιβάλλον
environmental standard @ περιβαλλοντικό πρότυπο
environmental statistics @ στατιστικές περιβάλλοντος
environmental tax @ περιβαλλοντικό τέλος
envy @ φθόνος
enzyme @ ένζυμο
EP assent @ σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
EP Committee @ επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
EP delegation @ αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
EP opinion @ γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
EP resolution @ ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
epicentre @ επίκεντρο
epidemic @ επιδημία
epidemic @ επιδημικός
epidemiology @ επιδημιολογία
epididymis @ επιδιδυμίδα
epilepsy @ επιληψία
Epirus @ Ήπειρος
EPO @ ΟΕΒ
EPSO @ EPSO
equal pay @ ισότητα αποδοχών
equal treatment @ ίση μεταχείριση
equality before the law @ ισότητα έναντι του νόμου
equality between men and women @ ισότητα των φύλων
equation @ εξίσωση
equator @ ισημερινός
Equatorial Guinea @ Ισημερινή Γουινέα
equatorial zone @ ισημερινή ζώνη
equidae @ ιππίδες
equilibrium @ ισορροπία
equilibrium @ διανοητική or ψυχική αταραξία
equinox @ ισημερία
equipment cost @ κεφαλαιουχικό κόστος
equivalence of diplomas @ ισοτιμία τίτλων σπουδών
eraser @ γόμα
erbium @ έρβιο
ERDF @ ΕΤΠΑ
erection @ στύση
ergonomics @ εργονομία
Eritrea @ Ερυθραία
ermine @ ερμίνα
erogenous zone @ ερωτογενή ζώνη
Eros @ Έρως
erosion @ διάβρωση εδάφους
erotic @ ερωτικός
Err:508 @ Err:508
errant @ περιπλανώμενος
erudition @ πολυμάθεια
ESA @ ESA
Esau @ Ησαύ
ESC opinion @ γνώμη της ΟΚΕ
ESCB @ ΕΣΚΤ
eschew @ αποφεύγω
ESF @ ΕΚΤ
esoteric @ εσωτερικός
esoteric @ απόκρυφος
esoterism @ εσωτερισμός
Esperanto @ Εσπεράντο
espionage @ κατασκοπία
espionage @ κατασκοπεία
ESRO @ ESRO
essay @ δοκίμιο
essential oil @ αιθέριο έλαιο
established right @ κεκτημένο δικαίωμα
establishment @ κατάστημα
establishment @ ίδρυση
establishment of peace @ εγκαθίδρυση της ειρήνης
estimate @ υπολογισμός
estimate @ εκτιμώ
Estonia @ Εσθονία
Estonian @ εσθονικά
Estonian @ εσθονικός
Estonian @ Εσθονός
estuary @ εκβολή ποταμού
etc. @ κτλ
etcetera @ και τα λοιπά
eternity @ αιωνιότης
ethane @ αιθάνιο
ethanol @ αιθανόλη
ether @ αιθέρας
ethics @ ηθική δεοντολογία
Ethiopia @ Αιθιοπία
ethnic cleansing @ εθνική εκκαθάριση
ethnic conflict @ διένεξη μεταξύ εθνοτήτων
ethnic discrimination @ διακρίσεις εθνότητας
ethnic group @ εθνότητα
ethnography @ εθνογραφία
ethnology @ εθνολογία
ETSI @ ΕTSI
ETUC @ CES
ETUI @ ISE
etymology @ ετυμολογία
EU Accession Treaty @ συνθήκη προσχώρησης ΕΕ
EU body or agency @ Οργανισμός ή υπηρεσία ΕΕ
EU Charter of Fundamental Rights @ χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
EU cooperation body @ όργανο συνεργασίας ΕΕ
EU Council committee @ επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
EU Council Presidency @ προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
EU institution @ θεσμικό κοινοτικό όργανο
EU judicial cooperation @ δικαστική συνεργασία ΕΕ
EU Member State @ κράτος μέλος ΕΕ
EU Official Journal @ Επίσημη Εφημερίδα των ΕΕ
EU police cooperation @ αστυνομική συνεργασία ΕΕ
EU relations @ σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης
eucalyptus @ ευκάλυπτος
Euclidean geometry @ ευκλείδεια γεωμετρία
Eugene @ Ευγένιος
eugenics @ ευγονική
euphemism @ ευφημισμός
euphoria @ ευφορία
Euphrates @ Ευφράτης
Eurasia @ Ευρασία
Euratom loan @ δάνειο Ευρατόμ
Eureka @ Eureka
eureka @ εύρηκα
EURES @ EURES
Euribor @ EURIBOR
Euripides @ Ευριπίδης
euro @ ευρώ
euro area @ ζώνη ευρώ
Euro-Arab cooperation @ ευρωαραβική συνεργασία
Eurobond @ ευρωπαϊκό ομολογιακό δάνειο
Eurocommunism @ ευρωκομμουνισμός
Eurocontrol @ Eurocontrol
Eurocredit @ ευρωπίστωση
Eurocurrency @ ευρωνόμισμα
Eurodollar @ ευρωδολάριο
Eurogroup @ ευρωομάδα
Eurojust @ Eurojust
Euromarket @ ευρωπαϊκή χρηματαγορά
Euro-Mediterranean partnership @ ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση
Euro-missile @ ευρωπαϊκοί πύραυλοι
Europe @ Ευρώπη
European @ ευρωπαϊκός
European @ Ευρωπαίος
European accounting system @ Ευρωπαϊκό Λογιστικό Σύστημα
European Agency for Reconstruction @ Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση
European Agency for Safety and Health at Work @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία
European agricultural model @ ευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο
European arms policy @ ευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών
European army corps @ ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα
European arrest warrant @ ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
European association @ ευρωπαϊκή ένωση (σωματείο)
European Association Agreement @ ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης
European Association for Cooperation @ Ευρωπαϊκή Ένωση Συνεργασίας
European audiovisual area @ ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος
European Aviation Safety Agency @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας
European bison @ βόνασος Ευρωπαϊκώς
European Central Bank @ Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
European Centre for Disease Prevention and Control @ Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων
European charter @ ευρωπαϊκός Χάρτης
European Chemicals Agency @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Ουσιών
European citizenship @ ευρωπαϊκή ιθαγένεια
European civil service @ δημόσια διοίκηση της Κοινότητας
European Commissioner @ μέλος της Επιτροπής
European Communities @ Ευρωπαϊκές Κοινότητες
European Community @ Ευρωπαϊκή Κοινότητα
European company @ ευρωπαϊκή εταιρεία
European conference @ ευρωπαϊκή διάσκεψη
European Constitution @ ευρωπαϊκό σύνταγμα
European consumer information agency @ ευρωπαϊκό κέντρο πληροφόρησης των καταναλωτών
European convention @ ευρωπαϊκή σύμβαση
European Convention on Human Rights @ ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου
European cooperation @ ευρωπαϊκή συνεργασία
European cooperative @ ευρωπαϊκός συνεταιρισμός
European Council @ Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
European Court of Human Rights @ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
European cultural event @ ευρωπαϊκή πολιτιστική εκδήλωση
European currency @ ευρωπαϊκό νόμισμα
European data protection supervisor @ Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδοµένων
European Defence Agency @ Eυρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας
European defence policy @ ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική
European driving licence @ ευρωπαϊκή άδεια οδήγησης
European Economic and Social Committee @ Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
European Economic Area @ Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος
European Economic Interest Grouping @ ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού
European election @ ευρωπαϊκές εκλογές
European electoral system @ ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα
European Employment Strategy @ ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση
European Energy Charter @ Ευρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας
European Environment Agency @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος
European Food Safety Authority @ Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων
European forestry policy @ ευρωπαϊκή δασική πολιτική
European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions @ Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας
European growth initiative @ ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία
European identity @ ευρωπαϊκή ταυτότητα
European industrial area @ ευρωπαϊκός βιομηχανικός χώρος
European Institute of Public Administration @ Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Δημόσιας Διοίκησης
European integration @ ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
European Investment Fund @ Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων
European language @ ευρωπαϊκή γλώσσα
European legal area @ ευρωπαϊκός δικαστικός χώρος
European legal status @ ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς
European Maritime Safety Agency @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα
European Medicines Agency @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων
European Monetary Agreement @ ευρωπαϊκή νομισματική συμφωνία
European Monetary Fund @ Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο
European Monetary Institute @ Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα
European Monetary System @ Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα
European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction @ Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας
European Monitoring Centre on Racism and Xenophobia @ Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας
European Movement @ ευρωπαϊκό κίνημα
European neighbourhood policy @ ευρωπαϊκή πολτική γειτονίας
European official @ μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος
European organisation @ ευρωπαϊκός οργανισμός
European Parliament @ Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
European party @ ευρωπαϊκό κόμμα
European passport @ ευρωπαϊκό διαβατήριο
European patent @ ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
European Payments Union @ ευρωπαϊκή ένωση πληρωμών
European Police College @ Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία
European political cooperation @ ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία
European Political Union @ ευρωπαϊκή πολιτική ένωση
European Productivity Agency @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός Παραγωγικότητας
European Railway Agency @ Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων
European Region @ ευρωπαϊκή περιφέρεια
European school @ Ευρωπαϊκά Σχολεία
European security @ ευρωπαϊκή ασφάλεια
European social area @ ευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος
European social budget @ ευρωπαϊκός κοινωνικός προϋπολογισμός
European Social Charter @ ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης
European social policy @ ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική
European standard @ ευρωπαϊκό πρότυπο
European Standards Institute @ Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης
European symbol @ ευρωπαϊκά σύμβολα
European tax cooperation @ ευρωπαϊκή φορολογική συνεργασία
European television @ ευρωπαϊκή τηλεόραση
European trademark @ ευρωπαϊκό σήμα
European Training Foundation @ Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης
European undertaking @ ευρωπαϊκή επιχείρηση
European Union @ Ευρωπαϊκή Ένωση
European Union Institute for Security Studies @ Ινστιτούτο Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέµατα ασφάλειας
European Union membership @ ιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης
European Union Satellite Centre @ Δορυφορικό Κέντρο της ΕΕ 
European University Institute of Florence @ Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Φλωρεντίας
European Works Council @ ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης
europium @ ευρώπιο
Europol @ Europol
Euroright @ Ευρωπαϊκή Δεξιά
Eurovision Song Contest @ Διαγωνισμός Τραγουδιού Eurovision
Eurydice @ Eurydice
Eutelsat @ EUTELSAT
euthanasia @ ευθανασία
eutrophication @ ευτροφισμός
evacuate @ εκκενώσει
evacuation @ εκκένωση
evacuation of the population @ εκκένωση πληθυσμού
evaluation method @ μέθοδος αξιολόγησης
evaluation of resources @ αξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Eve @ Εύα
evening @ εσπέρα
event @ γεγονός
event horizon @ ορίζοντας γεγονότων
ever @ ποτέ
every @ κάθε
everyone @ κάθε ένας
everything @ όλα
everywhere @ όπου
evidence @ μαρτυρία
evidence @ απόδειξη
evidence @ πειστήριο
evil @ κακός
evil eye @ βασκανία
ewe @ προβατίνα
exaggerate @ υπερβάλλω
examination @ εξετάσεις
example @ παράδειγμα
excellent @ έξοχος
excessive @ υπερβολικός
exchange control @ έλεγχος συναλλάγματος
exchange of publications @ ανταλλαγή δημοσιεύσεων
exchange parity @ συναλλαγματική ισοτιμία
exchange policy @ συναλλαγματική πολιτική
exchange rate @ τιμή συναλλάγματος
exchange restriction @ συναλλαγματικοί περιορισμοί
exchange transaction @ πράξεις συναλλάγματος
exchange-rate mechanism @ μηχανισμός νομισματικής παρέμβασης
excise duty @ ειδικοί φόροι κατανάλωσης
exclamation mark @ θαυμαστικό
exclusion from an international organisation @ αποκλεισμός από διεθνή οργανισμό
exclusion from EC treatment @ αποκλεισμός από προτιμησιακή μεταχείριση ΕΚ
exclusion from public-sector employment @ απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος
exclusive distribution agreement @ αποκλειστική διανομή
exclusive economic zone @ αποκλειστική οικονομική ζώνη
exclusive purchasing agreement @ αποκλειστική αγορά
exclusive right @ αποκλειστικό δικαίωμα
excommunication @ αφορισμός
excrete @ εκκρίνει
execution @ εκτέλεση
executioner @ εκτελεστής
executive @ στέλεχος
executive body @ όργανα εκτελεστικής εξουσίας
executive competence @ αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας
executive power @ εκτελεστική εξουσία
exemption from customs duties @ τελωνειακή ατέλεια
exemption from restrictive-practice authorisation @ εξαίρεση από έγκριση σύμπραξης
exhaustion of resources @ εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
exist @ υπάρχω
existence @ ύπαρξη
exit @ έξοδος
exit @ βγαίνω
exit @ φεύγω
Exodus @ Έξοδος
exorcism @ εξορκισμός
exoskeleton @ εξωσκελετός
exotic @ εξωτικός
expansion card @ κάρτα επέκτασης
expatriate @ απόδημος
expatriate @ εξόριστος
expatriate worker @ εκπατριζόμενος εργαζόμενος
expenditure @ δαπάνη
expensive @ ακριβός
experience @ εμπειρία
experiment on animals @ πειράματα σε ζώα
experiment on humans @ πειράματα στον άνθρωπο
experimental farm @ πειραματικός σταθμός
expert @ ειδικός
expert's report ordered by a court @ δικαστική πραγματογνωμοσύνη
expired @ νεκρός
explain @ εξηγήσει
explanation of voting @ δήλωση ψήφου
exploitation of resources @ εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
exploitation of the sea-bed @ εκμετάλλευση του θαλάσσιου πυθμένα
exploitation of the seas @ εκμετάλλευση της θάλασσας
explosion @ έκρηξη
explosive @ εκρηκτικές ύλες
export @ εξαγωγές
export @ εξάγω
export aid @ ενίσχυση των εξαγωγών
export credit @ εξαγωγικές πιστώσεις
export credit insurance @ ασφάλιση εξαγωγών
export customs procedure @ τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής
export financing @ χρηματοδότηση των εξαγωγών
export industry @ εξαγωγική βιομηχανία
export levy @ εισφορά κατά την εξαγωγή
export licence @ άδεια εξαγωγής
export monitoring @ έλεγχος των εξαγωγών
export of capital @ εξαγωγή κεφαλαίων
export of waste @ εξαγωγή αποβλήτων
export policy @ πολιτική εξαγωγών
export price @ τιμή εξαγωγής
export refund @ επιστροφή κατά την εξαγωγή
export restriction @ περιορισμοί στις εξαγωγές
export revenue @ έσοδα από εξαγωγές
export subsidy @ επιδότηση εξαγωγών
export tax @ εξαγωγικός φόρος
exposition @ έκθεση
expression @ έκφραση
expression @ παράσταση
expressway @ οδός ταχείας κυκλοφορίας
expressway @ αυτοκινητόδρομος
expropriation @ απαλλοτρίωση
expulsion from housing @ έξωση
ex-serviceman @ παλαιός πολεμιστής
extensive @ εκτενής
extensive farming @ εκτατική γεωργία
extent @ έκταση
external debt @ εξωτερικό χρέος
external frontier of the European Union @ εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
extra-atmospheric space @ διάστημα
extra-budgetary expenditure @ δαπάνη εκτός προϋπολογισμού
extra-Community trade @ εξωκοινοτικές συναλλαγές
extraction of oil @ άντληση πετρελαίου
extradition @ έκδοση
extranet @ δίκτυο extranet
extraordinary budget @ έκτακτος προϋπολογισμός
extra-parliamentary party @ εξωκοινοβουλευτικό κόμμα
extraterrestrial @ εξωγήινος
extraterritorial jurisdiction @ εξωεδαφική αρμοδιότητα
extra-territoriality @ ετεροδικία
Extremadura @ Εστρεμαδούρα
extreme left @ Άκρα Αριστερά
extreme right @ Άκρα Δεξιά
extremism @ εξτρεμισμός
extremist party @ εξτρεμιστικό κόμμα
eye @ οπή
eye @ μάτι
eyeball @ βολβός του ματιού
eyelash @ βλεφαρίδα
eyelid @ βλέφαρο
eyewitness @ αυτόπτης μάρτυρας
Ezekiel @ Ιεζεκιήλ
fabric @ ύφασμα
façade @ πρόσοψη
façade @ βιτρίνα
face @ πρόσωπο
face @ γκριμάτσα
face @ εικόνα
facilities for the disabled @ μέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες
fact-finding mission @ διερευνητική αποστολή
factor of production @ συντελεστής παραγωγής
factory @ εργοστάσιο
factual @ πραγματικός
facsimile @ τηλεαντιγραφή
faeces @ περιττώματα
Faeroes @ Νήσοι Φερόες
failure @ αποτυχία
failure to report for duty @ ανυποταξία
fair @ δίκαιος
fair trade @ θεμιτό εμπόριο
fairy @ νεράιδα
faith @ πίστη
falcon @ ,
Falkland Islands @ Νήσοι Φόκλαντ
Falkland Islands @ Νήσοι Φώκλαντ
fall @ πέφτω
fallow @ αγρανάπαυση
fallow deer @ πλατώνι
fame @ φήμη
family @ οικογένεια
family benefit @ οικογενειακή παροχή
family business @ οικογενειακή επιχείρηση
family by marriage @ οικογένεια εξ αγχιστείας
family farming @ οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση
family law @ οικογενειακό δίκαιο
family migration @ οικογενειακή μετανάστευση
family planning @ οικογενειακός προγραμματισμός
family policy @ οικογενειακή πολιτική
family protection @ προστασία της οικογένειας
family solidarity @ οικογενειακή αλληλεγγύη
family worker @ οικογενειακό εργατικό δυναμικό
famine @ λιμός
fancy leather goods and glove-making industry @ βιομηχανία δερμάτινων ειδών
FAO @ FAO
far @ μακριά
Far East @ Άπω Ανατολή
fare @ επιβάτης
farm @ αγρόκτημα
farm accountancy data network @ δίκτυο λογιστικής πληροφόρησης
farm animal @ ζώο αγροκτήματος
farm development plan @ πρόγραμμα γεωργικής ανάπτυξης
farm household @ αγροτικό νοικοκυριό
farm income @ πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης
farm lease @ σύμβαση αγρομίσθωσης
farm modernisation @ εκσυγχρονισμός γεωργικής εκμετάλλευσης
farm price support @ στήριξη των γεωργικών τιμών
farm prices @ γεωργικές τιμές
farm rent @ αγρομίσθωμα
farm return @ δελτίο γεωργικής εκμετάλλευσης
farmer @ αγρότης
farmers' income @ εισόδημα γεωργού
farmers' movement @ αγροτικό κίνημα
farming project @ γεωργικά έργα
farming sector @ γεωργικός τομέας
farming system @ σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης
Faroe Islands @ Νήσοι Φερόες
farrier @ πεταλωτής
Farsi @ περσικά
fart @ πέρδω
fart @ πορδή
Fascism @ φασισμός
fascism @ φασισμός
fashion @ νεωτερισμός
fast @ νηστεία
fast @ νηστεύω
fast @ γρήγορος
fast @ γρήγορα
fast @ στερεός
fast food @ ταχυφαγείο
fat @ χοντρός
fat @ λίπος
fate @ μοίρα
father @ πάτερ
father-in-law @ πεθερός
fats @ λιπαρή ουσία
fattening @ πάχυνση
favor @ χάρη
fax @ τηλεομοιοτυπία
fear @ φοβάμαι
fear @ φοβία
feasibility study @ μελέτη σκοπιμότητας
feasible @ εφικτός
feat @ άθλος
feather @ φτερό
February @ Φεβρουάριος
feces @ κόπρανα
federal chamber @ Ομοσπονδιακή Βουλή
federal State @ ομοσπονδιακό κράτος
federalism @ ομοσπονδιακό σύστημα
Federated States of Micronesia @ Ηνωμένες Πολιτείες της Μικρονησίας
federation @ ομοσπονδία
Federation State @ ομόσπονδο κράτος
fee @ αμοιβή
feel @ νιώθω
fellatio @ πεολειξία
female @ θηλυκός
female @ θήλυ
female migrant @ μετανάστις
female unemployment @ ανεργία των γυναικών
female work @ εργασία των γυναικών
female worker @ γυναικείο εργατικό δυναμικό
feminine @ γυναικείος
feminine @ θηλυκός
feminism @ φεμινισμός
fence @ φράχτης
fermented milk @ γάλα που έχει υποστεί ζύμωση
fermium @ φέρμιο
ferret @ κουνάβι
ferro-alloy @ κράματα σιδήρου
ferrous metal @ σιδηρούχα μέταλλα
ferryboat @ πορθμείο
fertiliser @ λίπασμα
fertiliser industry @ βιομηχανία λιπασμάτων
fertility @ γονιμότητα
festival @ φεστιβάλ
fetus @ έμβρυο
fever @ πυρετός
few @ λίγοι (pl. of el
fiasco @ φιάσκο
FID @ FID
field @ σώμα
field research @ έρευνα πεδίου
fiendish @ μοχθηρός
FIFG @ ΧΜΠΑ
fifteen @ δεκαπέντε
fifth @ πέμπτος
fifth @ πέμπτο
fifty @ πενήντα
fifty-eight @ πενήντα οκτώ
fifty-five @ πενήντα πέντε
fifty-four @ πενήντα τέσσαρες
fifty-nine @ πενήντα εννέα
fifty-one @ πενήντα έν
fifty-seven @ πενήντα επτά
fifty-six @ πενήντα έξ
fifty-three @ πενήντα τρείς
fifty-two @ πενήντα δύο
fig @ σύκο
fig @ συκιά
fight @ πολεμώ
fight @ καταπολεμώ
fight against crime @ καταπολέμηση του εγκλήματος
fight against insects @ καταπολέμηση των εντόμων
fight against unemployment @ καταπολέμηση της ανεργίας
fight against wastage @ ορθολογική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Fiji @ Φίτζι
file @ αρχείο
file @ λίμα
fill @ γεμίζω
film @ ταινία
film @ φιλμ
film @ υμένιο
film @ κινηματογραφώ
film industry @ βιομηχανία του κινηματογράφου
film production @ κινηματογραφική παραγωγή
final consumption @ τελική κατανάλωση
finance @ χρηματοδοτώ
finance act @ δημοσιονομικός νόμος
finance house @ βιομηχανική τράπεζα
financial accounting @ γενική λογιστική
financial agreement @ χρηματοπιστωτική συμφωνία
financial aid @ χρηματοπιστωτική βοήθεια
financial analysis @ δημοσιονομική ανάλυση
financial autonomy @ δημοσιονομική αυτονομία
financial compensation of an agreement @ αντιπαροχή συμφωνίας
financial control @ δημοσιονομικός έλεγχος
financial cooperation @ χρηματοπιστωτική συνεργασία
financial equalisation @ ανακατανομή των δημόσιων πόρων
financial institution @ χρηματοπιστωτικός οργανισμός
financial instrument @ χρηματοδοτικό μέσον
financial interests of members @ οικονομικά συμφέροντα των μελών
financial intervention @ χρηματοδοτική παρέμβαση
financial legislation @ χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις
financial loss @ χρηματοοικονομική ζημία
financial management @ χρηματοοικονομική διαχείριση
financial market @ πιστωτική αγορά
financial occupation @ χρηματιστηριακά επαγγέλματα
financial perspectives @ δημοσιονομικές προοπτικές
financial planning @ χρηματοοικονομικός σχεδιασμός
financial policy @ χρηματοπιστωτική πολιτική
financial protocol @ χρηματοδοτικό πρωτόκολλο
financial regulation @ δημοσιονομικός κανονισμός
financial requirements @ χρηματοληπτική ανάγκη
financial situation @ χρηματοοικονομική κατάσταση
financial solvency @ φερεγγυότητα
financial statistics @ χρηματοπιστωτικές στατιστικές
financial transaction @ χρηματοοικονομικές συναλλαγές
financial year @ οικονομικό έτος
financing @ χρηματοδότηση
financing level @ ποσοστό παρέμβασης
financing method @ τρόπος χρηματοδότησης
financing of aid @ χρηματοδότηση της βοήθειας
financing of the Community budget @ χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού
financing plan @ σχέδιο χρηματοδότησης
financing policy @ χρηματοδοτική πολιτική
finch @ σπίνος
fine @ πρόστιμο
fine arts @ καλές τέχνες
finger @ δάχτυλο
finish @ τελειώνω
finish @ τέλος
Finland @ Φινλανδία
Finn @ Φινλανδός
Finnish @ φιλανδικά
Finnish @ φινλανδικός
fir @ έλατο
fire @ πυρκαγιά
fire @ φωτιά
fire @ θερμάστρα
fire protection @ καταπολέμηση των πυρκαγιών
firearm @ πυροβόλο όπλο
firearms and munitions @ πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά
firefighter @ πυροσβέστης
firefly @ πυγολαμπίδα
fireman @ πυροσβέστης
fireplace @ εστία
firework @ πυροτέχνημα
firm governed by commercial law @ εμπορική εταιρεία
first @ πρώτος
first aid @ πρώτες βοήθειες
first job @ πρώτη απασχόληση
first Lomé Convention @ σύμβαση Λομέ Ι
first name @ βαπτιστικό
first person @ πρώτο πρόσωπο
first stage of EMU @ πρώτη φάση της ΟΝΕ
First World War @ Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
fiscal court @ φορολογικό δικαστήριο
fiscal monopoly @ φορολογικό μονοπώλιο
fiscal policy @ φορολογική πολιτική
fish @ ψάρι
fish @ ψαρεύω
fish @ ψάρεμα
fish disease @ ασθένεια ιχθύων
fish farming @ ιχθυοτροφία
fish oil @ ιχθυέλαιο
fish product @ προϊόν με βάση το ψάρι
fisheries policy @ αλιευτική πολιτική
fisheries structure @ αλιευτική διάρθρωση
fisherman @ αλιεύς
fishery management @ διαχείριση αλιευτικών πόρων
fishery produce @ παραγωγή υδατοκαλλιέργειας
fishery product @ αλιεύματα
fishery research @ αλιευτική έρευνα
fishery resources @ αλιευτικοί πόροι
fishing agreement @ συμφωνία αλιείας
fishing area @ ζώνη αλιείας
fishing controls @ αλιευτικοί έλεγχοι
fishing fleet @ αλιευτικός στόλος
fishing grounds @ τόπος αλιείας
fishing industry @ τομέας της αλιείας
fishing licence @ άδεια αλιείας
fishing net @ αλιευτικό δίχτυ
fishing permit @ ειδική άδεια αλιείας
fishing port @ αλιευτικό λιμάνι
fishing regulations @ αλιευτικές διατάξεις
fishing rights @ δικαίωμα αλιείας
fishing season @ αλιευτική περίοδος
fishing statistics @ στατιστικές αλιείας
fishing vessel @ αλιευτικό πλοίο
five @ πέντε
five hundred @ πεντακόσια
fix @ διορθώνω
fixed party list @ ψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης
fixing of prices @ καθορισμός των τιμών
flag @ σημαία
flag of convenience @ σημαία ευκαιρίας
flame @ φλόγα
flamethrower @ φλογοβόλο
flamingo @ φοινικόπτερος
Flanders @ περιφέρεια Φλάνδρας
flat product @ πλατέα προϊόντα
flat-rate tax @ κατ' αποκοπή φόρος
flatulence @ μετεωρισμός
flavoured wine @ αρωματισμένος οίνος
flavouring @ αρωματική ουσία
flax @ λίνο
flea @ ψύλλος
fleet @ στόλος
Flemish Community @ Φλαμανδική Κοινότητα
flesh @ σάρκα
Flevoland @ Φλεβολάνδη
flexible working hours @ ελαστικό ωράριο
flight @ πτήση
flight @ φόβος
floating rate @ κυμαινόμενη ισοτιμία
flock @ σμήνος
flock @ κοπάδι
flood @ πλημμύρα
flood @ πλημμυρίζω
floor @ δάπεδο
floor @ όροφος
floor coverings @ επίστρωση δαπέδου
floppy @ πλαδαρός
Florence @ Φλωρεντία
floriculture @ ανθοκομία
florist @ ανθοπώλης
flounder @ πλευρονήκτης
flour @ αλεύρι
flour milling @ αλευροβιομηχανία
flower @ ανθός
flower @ ανθώ
flu @ γρίπη
fluctuation margin @ περιθώριο διακύμανσης
fluent @ ρευστός
fluid @ ρευστό
fluorine @ φθόριο
flute @ φλάουτο
fly @ μύγα
fly @ πετώ
flying saucer @ ιπτάμενος δίσκος
foal @ πουλάρι
foam @ αφρός
fodder @ χορτονομή
fodder beet @ κτηνοτροφικό τεύτλο
fodder cereals @ κτηνοτροφικό σιτηρό
fodder plant @ κτηνοτροφικό φυτό
fodder-growing @ καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών
foe @ εχθρός
fog @ ομίχλη
folder @ φάκελος
folklore @ λαογραφία
following @ ακόλουθος
font @ γραμματοσειρά
food @ τροφή
food additive @ πρόσθετα τροφίμων
food aid @ επισιτιστική βοήθεια
Food and Veterinary Office @ Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων
food cereals @ δημητριακό διατροφής
food chemistry @ χημεία τροφίμων
food colouring @ χρωστική ουσία τροφίμων
food consumption @ κατανάλωση τροφίμων
food contamination @ ρύπανση των τροφίμων
food emulsifier @ γαλακτωματοποιητής τροφίμων
food expenditure @ δαπάνη διατροφής
food fat @ εδώδιμο λίπος
food hygiene @ υγιεινή τροφίμων
food industry @ βιομηχανία τροφίμων
food inspection @ εποπτεία των τροφίμων
food poisoning @ τροφική δηλητηρίαση
food policy @ επισιτιστική πολιτική
food preserving @ συντήρηση τροφίμων
food price @ τιμή τροφίμων
food processing @ μεταποίηση τροφίμων
food production @ παραγωγή τροφίμων
food resources @ επισιτιστικοί πόροι
food safety @ ασφάλεια των τροφίμων
food shortage @ έλλειψη τροφίμων
food standard @ κανόνας διατροφής
food substitute @ υποκατάστατο τροφίμου
food supplement @ συμπλήρωμα διατροφής
food technology @ τεχνολογία τροφίμων
foodstuff @ προϊόν διατροφής
foodstuffs legislation @ νομοθεσία για τα είδη διατροφής
fool @ ανόητος
foot @ πόδι
foot @ οπλή
foot-and-mouth disease @ αφθώδης πυρετός
football @ ποδόσφαιρο
football @ αμερικανικό ποδόσφαιρο
football @ μπάλα ποδοφαίρου
footstool @ υποπόδιο
footwear industry @ υποδηματοποιία
for @ διότι
for @ για
for @ γιατί
for example @ παραδείγματος χάριν
forage @ προμηθεύσει
forbid @ απαγορεύω
force reduction @ μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων
forced disappearance @ εξαφανισθέντες
forces abroad @ δυνάμεις στην αλλοδαπή
forefinger @ δείκτης
forehead @ μέτωπο
foreign @ αλλοεθνής
foreign @ ξένος
foreign aid @ εξωτερική βοήθεια
foreign capital @ ξένα κεφάλαια
foreign currency @ συνάλλαγμα
foreign enterprise @ αλλοδαπή επιχείρηση
foreign exchange market @ αγορά συναλλάγματος
foreign investment @ ξένη επένδυση
foreign language @ ξένη γλώσσα
foreign market @ εξωτερική αγορά
foreign national @ αλλοδαπός
foreign policy @ εξωτερική πολιτική
foreign student @ αλλοδαπός φοιτητής
foreign tourism @ αλλοδαποί τουρίστες
foreign trade @ εξωτερικό εμπόριο
foreigner @ αλλοδαπός
foreign-exchange reserves @ συναλλαγματικό απόθεμα
forensic @ δικανικός
forensic medicine @ ιατροδικαστική
forest @ δάσος
forest certification @ πιστοποίηση των δασών
forest conservation @ προστασία των δασών
forest plantation @ φυτευμένο δάσος
forest ranger @ δασοφύλακας
forestry development @ διαρρύθμιση δασών
forestry economics @ δασική οικονομία
forestry group @ δασικός συνεταιρισμός
forestry holding @ δασική εκμετάλλευση
forestry legislation @ δασική νομοθεσία
forestry policy @ δασική πολιτική
forestry property @ δασική ιδιοκτησία
forestry research @ δασική έρευνα
forestry statistics @ δασικές στατιστικές
forgery @ πλαστογράφηση
fork @ πηρούνι
fork @ δικράνι
fork @ δίστρατο
form @ έντυπο
formaldehyde @ φορμαλδεΰδη
formation of a party @ ίδρυση κόμματος
former @ πρώην
former GDR @ πρώην ΛΔΓ
former socialist countries @ πρώην σοσιαλιστικές χώρες
former South Yemen @ πρώην Υεμένη ΛΔ
former USSR @ πρώην ΕΣΣΔ
Former Yugoslav Republic of Macedonia @ Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας
formerly @ πρώην
formula @ τύπος
forsake @ εγκαταλείπω
fortified wine @ οίνος αυξημένου οινοπνεύματος
fortnight @ δεκαπενθήμερο
forty @ σαράντα
forty-eight @ σαράντα οκτώ
forty-five @ σαράντα πέντε
forty-four @ σαράντα τέσσαρες
forty-nine @ σαράντα εννέα
forty-one @ σαράντα έν
forty-seven @ σαράντα επτά
forty-six @ σαράντα έξ
forty-three @ σαράντα τρείς
forty-two @ σαράντα δύο
forum @ φόρουμ
forward @ εμπρόσθιος
forward @ προωθώ
forward studies @ μελέτη προοπτικών
fossil fuel @ ορυκτά καύσιμα
foundation @ ίδρυμα
four @ τέσσερις
fourteen @ δεκατέσσαρες
fourth @ τέταρτος
fourth Lomé Convention @ σύμβαση Λομέ IV
fox @ αλεπού
frame @ κορνίζα
frame @ κορνιζάρω
frame @ σκελετός
frame @ σώμα
framework agreement @ συμφωνία-πλαίσιο
framework decision @ απόφαση πλαίσιο
France @ Γαλλία
Franche-Comté @ Φράνς-Κοντέ
franchising @ δικαιόχρηση
Francis @ Φραγκίσκος
francium @ φράγκιο
Frankfurt @ Φραγκφούρτη
fraud @ απάτη
fraud against the European Union @ απάτη εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
freckle @ φακίδα
Frederick @ Φρειδερίκος
Frederiksberg @ Φρεντέρικσμπεργκ
Frederiksborg @ Φρεντέρικσμποργκ
free @ ελεύθερος
free @ δωρεάν
free @ ελευθερώνω
free circulation @ ελεύθερη κυκλοφορία
free competition @ ελεύθερος ανταγωνισμός
free credit @ άτοκη πίστωση
free education @ δωρεάν παιδεία
free medical care @ δωρεάν περίθαλψη
free movement of capital @ ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων
free movement of goods @ ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων
free movement of persons @ ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων
free movement of programmes @ ελεύθερη διακίνηση προγραμμάτων
free movement of workers @ ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων
free price @ ελεύθερη τιμή
free service @ δωρεάν υπηρεσία
free time @ ελεύθερος χρόνος
free zone @ ελεύθερη ζώνη
free-at-frontier price @ τιμή «ελεύθερο στα σύνορα»
freedom @ ελευθερία
freedom of assembly @ δικαίωμα του συνέρχεσθαι
freedom of association @ δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι
freedom of communication @ ελευθερία πληροφόρησης
freedom of expression @ ελευθερία έκφρασης
freedom of movement @ ελευθερία κυκλοφορίας
freedom of navigation @ ελευθερία ναυσιπλοΐας
freedom of opinion @ ελευθερία έκφρασης γνώμης
freedom of religious beliefs @ ανεξιθρησκεία
freedom of self-determination @ ελευθερία αυτοδιάθεσης
freedom of speech @ ελευθερία έκφρασης
freedom of the press @ ελευθερία του Τύπου
freedom of the seas @ ελευθερία των θαλασσών
freedom of the skies @ ελεύθερη αεροπλοΐα
freedom of trade @ ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών
freedom to provide services @ ελεύθερη παροχή υπηρεσιών
free-on-board price @ τιμή «ελεύθερο στο κατάστρωμα»
free-range farming @ κτηνοτροφία με ελεύθερη βοσκή
free-trade agreement @ συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών
free-trade area @ ζώνη ελευθέρων συναλλαγών
freeway @ αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας
freeze @ παγώνω
freeze-dried product @ λυοφιλισμένο προϊόν
freeze-drying @ λυοφίλιση
freezing @ κατάψυξη
Freiburg @ Φράιμπουργκ
freight rate @ ναύλος
French @ γαλλικά
French @ Γάλλοι
French @ γαλλικός
french fries @ τηγανιτές πατάτες
French Guiana @ Γαλλική Γουιάνα
French kiss @ γλωσσόφιλο (informal)
French Overseas Departments @ γαλλικά ΥΔ
French Overseas Territories @ γαλλικές ΥΧΕ
French Polynesia @ Γαλλική Πολυνησία
French West Indies @ Γαλλικές Αντίλλες
Frenchman @ Γάλλος
French-speaking Africa @ γαλλόφωνη Αφρική
French-speaking Community @ Γαλλόφωνη Κοινότητα
Frenchwoman @ Γαλλίδα
frequency @ συχνότητα
frequent @ συχνός
fresh @ νωπός
fresh cheese @ νωπό τυρί
fresh fish @ νωπό ψάρι
fresh fruit @ νωπός καρπός
fresh meat @ νωπό κρέας
fresh product @ νωπό προϊόν
fresh vegetable @ νωπό λαχανικό
freshwater @ γλυκό νερό
freshwater fish @ ψάρι γλυκού νερού
freshwater fishing @ αλιεία σε γλυκά ύδατα
friction @ τριβή
friction @ προστριβές
Friday @ Παρασκευή
friend @ φίλος
friend @ γνωστός
friendly fire @ φίλια πυρά
friends @ φίλοι
Friesland @ Φρεισία
frightening @ τρομαχτικόσ
frigid zone @ ψυχρή ζώνη
fringe benefit @ πρόσθετες απολαβές
Friuli-Venezia Giulia @ Φρίουλι-Ιουλιανή Βενετία
frog @ βάτραχος
frogspawn @ αβγά βατράχου
from @ από
frontier @ σύνορα
frontier migration @ μεθοριακή διακίνηση
frontier region @ παραμεθόρια περιοχή
frontier worker @ μεθοριακός εργαζόμενος
froth @ αφρός
frown @ συνοφρύωση
frozen product @ κατεψυγμένο προϊόν
fruit @ καρπός
fruit @ φρούτο
fruit juice @ χυμός φρούτων
fruit juice @ φρουτοχυμός
fruit product @ προϊόν με βάση τα φρούτα
fruit vegetable @ καρποφόρο λαχανικό
fruit-growing @ καλλιέργεια οπωροφόρων δένδρων
fry @ τηγανίζω
FTAA @ ΠΖΕΣ
fuck @ συνουσιάζομαι
fuck @ γαμώτο
fuck @ γαμήσι
fuck off @ τσακίσου
fuck you @ γαμήσου
fuel @ καύσιμα
fuel cell @ στοιχεία καυσίμου
fuel enrichment @ εμπλουτισμός καυσίμου
fuel oil @ πετρέλαιο εξωτερικής καύσεως
fuel reprocessing @ επανεπεξεργασία καυσίμου
fuel tax @ φόρος καυσίμων
fuel wood @ καυσόξυλα
fugitive @ φυγάς
full @ πλήρης
full employment @ πλήρης απασχόληση
full moon @ πανσέληνος
full stop @ τελεία
full-time employment @ εργασία πλήρους απασχόλησης
function @ συνάρτηση
function @ λειτουργία
functionality @ λειτουργία
fundamental particle @ στοιχειώδη σωματίδια
fundamentalism @ φονταμενταλισμός
Funen @ Φιονία
funeral @ κηδεία
fungus @ μύκητας
funny @ αστείος
fur-bearing animal @ γουνοφόρο ζώο
furnace @ κάμινος
furniture @ έπιπλο
furniture industry @ βιομηχανία επίπλου
future @ μέλλον
future @ μελλοντικός
future @ μέλλοντας
futures market @ προθεσμιακή αγορά
Gabon @ Γκαμπόν
gadolinium @ γαδολίνιο
Gagauzia @ Γκαγκαουζία
gain @ κερδίζω
Galapagos @ Γκαλαπάγκος
galaxy @ γαλαξίας
galaxy @ ο γαλαξίας
Galicia @ Γαλικία
gall bladder @ χοληδόχος κύστη
gallium @ γάλλιο
gallows humor @ χιούμορ αγχονών
Gambia @ Γκάμπια
game @ παιχνίδι
game @ κυνήγι
game animal @ θηράματα
game meat @ κρέας θηραμάτων
game of chance @ τυχερά παιχνίδια
game theory @ θεωρία παιγνίων
gamete @ γαμέτης (gamete)
gaming @ παίγνια
gaming establishment @ αίθουσες παιγνίων
gamma @ γάμμα
gangrene @ γάγγραινα
garbage @ απορρίματα
garden @ περιβόλι
garden @ δημόσιος κήπος
garden @ κήπος
gardener @ κηπουρός
gas @ αέριο
gas @ βενζίνη
gas appliance @ συσκευή αερίου
gas field @ κοίτασμα φυσικού αερίου
gas industry @ βιομηχανία αερίου
gas pipeline @ αεριαγωγός
gas station @ βενζινάδικο
gas supply @ διανομή αερίου
gasohol @ καύσιμο μείγμα βενζίνης-αλκοόλης
gasoline @ βενζίνη
gastritis @ γαστρίτιδα
gastrointestinal disease @ ασθένεια του πεπτικού συστήματος
gate @ πύλη
GATS @ GATS
GATT @ ΓΣΔΕ
Gävleborg county @ Gävleborg
gay @ ομοφυλόφιλος
gay @ φαιδρός
gay @ εύθυμος
gay @ αδερφίστικος
Gaza Strip @ Λωρίδα της Γάζας
gazelle @ γαζέλα
GCC countries @ χώρες του ΣΣΚΠΚ
gear @ οδοντωτός τροχός
gehenna @ γέεννα
gelatine @ ζελατίνη
Gelderland @ Γκέλντρια
Gemini @ Δίδυμοι
gender @ γένος
gender @ φύλο
gene @ γονίδιο
general @ γενικός
general @ στρατηγός
general budget @ γενικός προϋπολογισμός
general education @ γενική εκπαίδευση
general legal principle @ γενική αρχή του δικαίου
general mechanical engineering @ γενική μηχανολογία
general medicine @ γενική ιατρική
generalised preferences @ γενικευμένες προτιμήσεις
generation renewal @ αντικατάσταση των γενεών
generic drug @ φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας
generous @ γενναιόδωρος
Genesis @ Γένεσις
genetic engineering @ γενετική μηχανική
genetically modified organism @ γενετικά τροποποιημένος οργανισμός
genetics @ γενετική
Geneva @ Γενεύη
Geneva @ Λίμνη της Γενεύης
genitive @ γενική
genitive case @ γενική
genius @ μεγαλοφυία
Genoa @ Γένοβα
genocide @ γενοκτονία
genre @ ύφος
gentleman @ κύριος
gentleman @ κύριοι
geochemistry @ γεωχημεία
geographic information system @ Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών
geographical distribution @ γεωγραφική κατανομή
geographical distribution of the population @ γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού
geographical information system @ σύστημα γεωγραφικής πληροφόρησης
geographical mobility @ γεωγραφική κινητικότητα
geography @ γεωγραφία
geologist @ geologo
geology @ γεωλογία
geometry @ γεωμετρία
geomorphology @ γεωμορφολογία
geophysical environment @ γεωφυσικό περιβάλλον
geophysics @ γεωφυσική
George @ Γεώργιος
Georgetown @ Τζόρτζταουν
Georgia @ Δημοκρατία της Γεωργίας
Georgia @ Γεωργία
Georgian @ Γεωργιανά
Georgian @ Γεωργιανός
Georgian @ γεωργιανός
geothermal energy @ γεωθερμική ενέργεια
German @ γερμανικά
German @ Γερμανός
German @ γερμανικός
German Democratic Republic @ Γερμανία ΛΔ
German shepherd @ Γερμανικός Ποιμενικός
germanium @ γερμάνιο
German-speaking Community @ Γερμανόφωνη Κοινότητα
Germany @ Γερμανία
gerontology @ γεροντολογία
get @ παίρνω
geyser @ θερμοπίδακας
Ghana @ Γκάνα
Ghent @ Γάνδη
ghost @ φάντασμα
giant @ γίγαντας
gibberish @ ασυναρτησίες
Gibraltar @ Γιβραλτάρ
gift @ κληροδότημα
gift @ δώρο
gift @ ταλέντο
gift item @ είδη δώρων
ginger @ πιπερόρριζα
ginger beer @ τζιτζιμπίρα
giraffe @ καμηλοπάρδαλη
girl @ κορίτσι
girlish @ κοριτσίστικος
give me @ δώστε μου
glacier @ παγετώνας
gland @ αδένας
Glasgow @ Γλασκώβη
glass @ ύαλος
glass @ ποτήρι
glass fibre @ ίνες υάλου
glass industry @ υαλουργία
glasshouse cultivation @ καλλιέργεια θερμοκηπίου
glaucoma @ γλαύκωμα
glazier @ υαλοπώλης
global warming @ παγκόσμια θέρμανση
globalisation @ παγκοσμιοποίηση
glorious @ λαμπρός
glove @ γάντι
glucose @ γλυκόζη
glue @ κολλα
Gnosticism @ γνωστικισμός
GNP contribution @ εισφορά ΑΕΠ
go @ πάω
goal @ τέρμα
goal @ σκοπός
goal @ πόντος
goalkeeper @ τερματοφύλακας
goat @ αιγοειδή
goatmeat @ αίγειο κρέας
goats’ milk cheese @ τυρί αίγειο
god @ θεός
God @ Θεός
god @ είδωλο
godchild @ αναδεχτός
goddaughter @ αναδεχτή
Goddess @ Θεά
godfather @ νονός
God-fearing @ θεοφοβούμενος
Godfrey @ Γοδεφρείδος
godmother @ νονά
goggles @ προστατευτικά δίοπτρα
Gogol @ Γκόγκολ
gold @ χρυσός
gold @ χρυσό
gold @ χρυσό μετάλλιο
gold @ χρυσό νόμισμα
gold @ μάλαμα
gold standard @ κανόνας χρυσού
golden ratio @ χρυσή τομή
gold-exchange standard @ κανόνας συναλλάγματος-χρυσού
goldfinch @ ακανθίς
goldfish @ χρυσόψαρο
goldsmith @ χρυσοχόος
golf @ γκολφ
gondola @ γόνδολα
gong @ γκονγκ
good @ καλός
good afternoon @ καλό απόγευμα
good day @ καλημέρα
good evening @ καλό βράδυ
Good Friday @ Μεγάλη Παρασκευή
good luck @ καλή τύχη
good morning @ καλημέρα
good night @ καληνύχτα
goodbye @ γειά
goods @ αγαθά
goods and services @ αγαθά και υπηρεσίες
goodwill @ άυλο κεφάλαιο
Google @ Γκουγκλ
goose @ χήνα
Gorenjska @ Gorenjska
gorge @ φαράγγι
gorilla @ γορίλλας
Goriška @ Goriška
goshawk @ διπλοσάινο
Gotland county @ Gotland
governance @ διακυβέρνηση
government @ κυβέρνηση
government bill @ νομοσχέδιο
government policy @ κυβερνητική πολιτική
government programme @ κυβερνητικό πρόγραμμα
government statement @ δήλωση της κυβέρνησης
government violence @ κρατική βία
government-in-exile @ εξόριστη κυβέρνηση
governor @ κυβερνήτης
grain @ σιτηρά
grammar @ γραμματική
grandchild @ εγγόνι
granddaughter @ εγγονή
grandfather @ παππούς
grandmother @ γιαγιά
grandpa @ παππούς
grandson @ εγγονός
grape @ σταφύλι
grapevine @ κλήμα
graphic illustration @ εικονογράφηση
graphical user interface @ γραφικό περιβάλλον διασύνδεσης
grassland @ χορτόφυτη έκταση
gratitude @ ευγνωμοσύνη
grave @ τάφος
gravel @ χαλίκι
graveyard @ νεκροταφείο
gravy @ ζωμός
great @ μεγάλος
Great Britain @ Μεγάλη Βρετανία
Great Maghreb @ Μείζον Μαγκρέμπ
Great Pyramid of Giza @ πυραμίδα του Χέοπα
great spotted woodpecker @ παρδαλοτσικλιτάρα
great tit @ καλόγερος
Greater Antilles @ Μεγάλες Αντίλλες
Greater Copenhagen @ Στορκοπεγχάγη
Greater Poland province @ Μεγάλη Πολωνία
great-grandfather @ προπάππος
great-grandmother @ προγιαγιά
Greece @ Ελλάδα
Greek @ ελληνικά
Greek @ Έλληνας
Greek @ ελληνικός
green @ πράσινος
green @ πράσινο
green area @ χώρος πρασίνου
green tea @ πράσινο τσάι
green woodpecker @ πρασινοτσικλιτάρα
greenhouse @ θερμοκήπιο
greenhouse effect @ φαινόμενο θερμοκηπίου
greenhouse gas @ αέριο που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου
Greenland @ Γροιλανδία
Greenlander @ Γροιλανδός
greet @ χαιρετώ
gregarious @ κοινωνικός
Grenada @ Γρενάδα
grey @ γκρίζος
grey @ γκρι
grey heron @ σταχτοτσικνιάς
grey literature @ εκδόσεις περιορισμένης κυκλοφορίας
greylag goose @ χήνα
griffin @ γρύπας
griffon vulture @ όρνιο
grill @ σχάρα
groat @ πλιγούρι
grocery @ παντοπωλείο
groin @ βουβώνας
Groningen @ Γκρόνινγκεν
gross domestic product @ ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
gross national product @ ακαθάριστο εθνικό προϊόν
gross regional product @ ακαθάριστο περιφερειακό προϊόν
ground @ έδαφος
ground handling @ υπηρεσίες εδάφους
ground staff @ προσωπικό εδάφους
ground zero @ άλεσε μηδέν
groundnut @ αραχίδα
groundnut oil @ αραχιδέλαιο
groundwater @ υπόγεια ύδατα
group @ ομάδα
group farming @ ομαδική καλλιέργεια
Group of 77 @ ομάδα των 77
group of companies @ όμιλος εταιρειών
group of leading industrialised countries @ Ομάδα των πλέον αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών
Group of Ten @ Ομάδα των Δέκα
Group of Twenty-Four @ ομάδα των 24
group travel @ ομαδικό ταξίδι
grouping of farms @ ομάδες εκμεταλλεύσεων
grove @ σύδεντρο
growth point @ πόλος ανάπτυξης
grubbing premium @ πριμοδότηση εκρίζωσης
Guadeloupe @ Γουαδελούπη
Guam @ Γκουάμ
guarantee @ εγγύηση
guarantee threshold @ κατώφλι εγγύησης
guaranteed income @ εγγυημένο εισόδημα
guaranteed minimum price @ ελάχιστη εγγυημένη τιμή
guaranteed price @ εγγυημένη τιμή
guardianship @ επιτροπεία
Guatemala @ Γουατεμάλα
guava @ γκουάβα
Guernsey @ Γκέρνσεϋ
guess @ υποθέσει
guess @ εικασία
guide @ οδηγός
guide price @ τιμή προσανατολισμού
guided missile @ κατευθυνόμενο βλήμα
guilt @ ενοχή
Guinea @ Γουινέα
guinea fowl @ φραγκόκοτα
guinea pig @ πειραματόζωο
Guinea-Bissau @ Γουινέα-Μπισσάου
guitar @ κιθάρα
guitarist @ κιθαρίστας
Gujarati @ Γκουτζαρατικά
gulf @ κόλπος
Gulf Cooperation Council @ Συμβούλιο Συνεργασίας των Κρατών του Περσικού Κόλπου
Gulf of Finland @ Φινλανδικός κόλπος
Gulf States @ χώρες του Περσικού Κόλπου
gull @ γλάρος
gun @ πιστόλι
gun @ κανόνι
gun @ τουφέκι
gunboat @ κανονιοφόρος
guts @ έντερα
Guyana @ Γουιάνα
gym @ γυμναστήριο
gymnasium @ γυμνάσιο
gynaecology @ γυναικολογία
gynecology @ γυναικολογία
gypsy @ αθίγγανος
gypsy @ τσιγγάνος
Gypsy @ τσιγγάνος
Habakkuk @ Αββακούμ
haberdashery @ ψιλικά
habitat @ ενδιαίτημα
haemorrhage @ αιμορραγία
hafnium @ άφνιο
Hagia Sophia @ Αγία Σοφία
haha @ χαχα
hail @ χαλάζι
hail @ χαίρε
hair @ μαλλιά
hair @ τρίχες
hair @ τρίχα
haircut @ κούρεμα
hairdressing and beauty care @ κόμμωση και αισθητική περιποίηση
hairstyle @ κόμμωση
Haiti @ Αϊτή
half brother @ ετεροθαλής αδελφός
half-life @ περίοδος ημιζωής
Halland county @ Halland
Halloween @ Χάλοουϊν
halo @ κύκλος φωτός
halogen @ αλογόνο
halva @ χαλβάς
Hamburg @ Αμβούργο
hamburger @ χάμπουργκερ
hammer @ σφυρί
hamster @ κρικετόμυς
hand @ χέρι
hand @ δείκτης
hand @ δίνω
hand @ χειρώνακτας
hand @ χεριά
hand tool @ εργαλεία οικιακής χρήσης
handball @ χειροσφαίριση
handful @ χούφτα
handicrafts @ βιοτεχνία
handle @ λαβή
handling @ μεταφορά και διακίνηση φορτίων
Hanoi @ Ανόι
happen @ συμβαίνω
happily ever after @ Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς
happiness @ ευτυχία
happy @ ευχαριστημένος
happy @ ευτυχής
happy birthday @ χρόνια πολλά
Happy Easter @ καλό Πάσχα
Happy New Year @ καλή χρονιά
harbour @ λιμάνι
harbour installation @ λιμενικές εγκαταστάσεις
hard @ δύσκολος
hard cheese @ σκληρό τυρί
hard energy @ μη ήπιες μορφές ενέργειας
hardware @ υλισμικό
harem @ χαρέμι
harmful plant @ βλαβερό φυτό
harmonisation law @ νομοθετική πράξη εναρμόνισης
harmonisation of prices @ εναρμόνιση των τιμών
harmonisation of standards @ εναρμόνιση προτύπων
harmonisation of weapons @ τυποποίηση οπλικών συστημάτων
harmony @ αρμονία
harp @ άρπα
harpoon @ καμάκι
harpsichord @ αρπίχορδο
harsh @ σκληρός
harvest @ συγκομιδή
harvester @ μηχανή συγκομιδής
hat @ καπέλο
hate @ μίσος
hatred @ μίσος
haughty @ υπεροπτικός
Havana @ Αβάνα
Havana Charter @ Χάρτης της Αβάνας
have @ έχω
Hawaii @ Χαβάη
hawk @ γεράκι
hay @ χόρτο
hazardous waste @ επικίνδυνα απόβλητα
hazel @ φουντουκιά
hazel @ φουντούκι
hazelnut @ φουντούκι
he @ αυτός
head @ κεφάλι
head @ κεφαλή
head of agricultural holding @ επικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης
head of government @ πρόεδρος της κυβέρνησης
head of household @ αρχηγός νοικοκυριού
head of State @ αρχηγός κράτους
head office @ έδρα της εταιρείας
headache @ πονοκέφαλος
head-hunting @ πρόσληψη μισθωτού ανταγωνιστικής επιχείρησης
heal @ θεραπεύω
health @ υγεία
health aid @ υγειονομική βοήθεια
health card @ βιβλιάριο υγείας
health care @ υγειονομική μέριμνα
health care profession @ επαγγελματικός κλάδος του τομέα της υγείας
health care system @ σύστημα υγείας
health certificate @ πιστοποιητικό υγείας
health control @ υγειονομικός έλεγχος
health costs @ κόστος της υγείας
health education @ υγειονομική αγωγή
health expenditure @ νοσήλειο
health insurance @ ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
health legislation @ υγειονομική νομοθεσία
health policy @ πολιτική για την υγεία
health risk @ κίνδυνος για την υγεία
health service @ υγειονομική υπηρεσία
health statistics @ στατιστικές υγείας
healthy @ υγιής
healthy @ υγιεινός
heap @ σωρός
heart @ καρδιά
heart @ κούπα
heart @ έλεος
hearth @ τζακί
heat @ θερμότητα
heat pump @ αντλία θερμότητας
heating @ θέρμανση
heat-resisting materials @ πυρίμαχα υλικά
heaven @ ουρανός
heaven @ παράδεισος
heavy @ βαρύς
heavy industry @ βαριά βιομηχανία
heavy metal @ βαρέα μέταλλα
heavy oil @ βαρέα κλάσματα πετρελαίου
Hebrew @ εβραϊκά
Hebrew @ εβραϊκός
Hebrew @ Εβραίος
Hebrew law @ εβραϊκό δίκαιο
hectare @ εκτάριο
hecto- @ εκατο-
hedgehog @ σκαντζόχοιρος
heel @ φτέρνα
heel @ τακούνι
heifer @ δαμαλίδα
Helen @ Ελένη
helicopter @ ελικόπτερο
helium @ ήλιο
hell @ κόλαση
hello @ εμπρός
helmet @ κράνος
help @ βοήθεια
help @ βοηθάω
help desk @ υποστήριξη προς το χρήστη
help for victims @ αρωγή των θυμάτων
Helsinki @ Ελσίνκι
hemisphere @ ημισφαίριο
hemp @ κάνναβις
hemp @ κάνναβη
hen @ κότα
henceforth @ εφεξής
Henry @ Ερρίκος
her @ της
herb @ χορταρικό
herb @ βότανο
herbicide @ ζιζανιοκτόνο
herd @ (''domestic''):el
herd conversion @ μετατροπή αγέλης
here @ εδώ
here you are @ ορίστε
heretic @ αιρετικός
heritage protection @ προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς
Hermes @ Ερμής
hero @ ήρωας
Herodotus @ Ηρόδοτος
heroin @ ηρωίνη
heroine @ ηρωίδα
heron @ ερωδιός
herpetology @ ερπετολογία
herring @ ρέγγα
Hesiod @ Ησίοδος
Hessen @ Έσση
hi @ γεια
hidden unemployment @ λανθάνουσα ανεργία
hides and furskins industry @ γουνοποιία
high @ ψηλός
high @ μαστουρωμένος
high forest @ σπερμοφυές δάσος
High Representative for the CFSP @ Ύπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ
high-definition television @ τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας
higher court @ ανώτατο δικαστήριο
higher education @ ανώτατη εκπαίδευση
high-speed transport @ μεταφορές μεγάλης ταχύτητας
highway @ λεωφόρος
highway code @ κώδικας οδικής κυκλοφορίας
hill @ λόφος
hill farming @ ορεινή γεωργία
hinder @ παρεμποδίζω
hinder @ πισινός
Hindi @ χίντι
Hindu @ ινδουιστής
Hindu law @ ινδουιστικό δίκαιο
Hinduism @ ινδουισμός
hinge @ μεντεσές
hinge party @ κόμμα μπαλαντέρ
hinterland transport @ μεταφορές στην ενδοχώρα
hip @ ισχίο
Hippocrates @ Ιπποκράτης
hippopotamus @ ιπποπόταμος
hire purchase @ αγορά με δόσεις
hiring @ ενοικίαση
his @ του
his @ δικός του
histology @ ιστολογία
historic site @ ιστορικός χώρος
historical @ ιστορικός
historical account @ ιστορικό
historical geography @ ιστορική γεωγραφία
history @ ιστορία
history @ ιστορικό
history of Europe @ ιστορία της Ευρώπης
history of law @ ιστορία του δικαίου
Hitler @ Αδόλφος Χίτλερ
hobby @ χόμπυ
hockey @ χόκεϋ
hoe @ σκαπάνη
hoisting equipment @ ανυψωτικό μηχάνημα
holding company @ χόλντινγκ
holding of two jobs @ διπλή απασχόληση
holiday @ διακοπές
Holland @ Ολλανδία
holmium @ όλμιο
Holocaust @ Ολοκαύτωμα
holy @ ιερό
Holy Cross province @ Swietokrzyskie
Holy Grail @ το Άγιο Δισκοπότηρο
home @ σπίτι
home @ πατρίδα
home @ πατρικό
home @ κατοικία
home care @ κατ' οίκον νοσηλεία
home computing @ οικιακές εφαρμογές της πληροφορικής
home education @ εκπαίδευση κατ' οίκον
home help @ κατ' οίκον βοήθεια
home working @ εργασία κατ' οίκον
homelessness @ άστεγος
homeopathic product @ ομοιοπαθητικό προϊόν
homeopathy @ ομοιοπαθητική
homesickness @ νοσταλγία
homicide @ ανθρωποκτονία
homogeneous @ ομοιογενής
homogenised milk @ ομογενοποιημένο γάλα
homophone @ ομόφωνος
homosexual @ ομοφυλόφιλος
homosexual @ ,
homosexuality @ ομοφυλοφιλία
Honduras @ Ονδούρα
honest @ τίμιος
honesty @ εντιμότητα
honey @ μέλι
honey @ γλύκα
honeycomb @ μελικηρίς
honeymoon @ μήνας του μέλιτος
Hong Kong @ Χονγκ Κονγκ
honour @ τιμητική διάκριση
Honshu @ Χονσού
hook @ άγκιστρο
hook @ αγκίστρι
hooliganism @ χουλιγκανισμός
hoopoe @ τσαλαπετεινός
hop @ λυκίσκος
hope @ ελπίδα
hops @ λυκίσκος
horde @ ορδή
horizontal agreement @ οριζόντια σύμπραξη
hormone @ ορμόνες
hormone @ ορμόνη
horn @ ,
horn @ κόρνα
horn @ κέρας
horn @ κερατίνη
Horn of Africa @ Κέρας της Αφρικής
hornet @ βόμβος
horny @ καυλωμένος
horse @ ίππος
horsefly @ αλογόμυγα
horsemeat @ κρέας αλόγου
horseradish @ αρμορακία
horseshoe @ πέταλο
horticulture @ κηποκομία
hospital @ νοσοκομείο
hospital expenses @ έξοδα εισαγωγής σε νοσοκομείο
hospital waste @ νοσοκομειακά απόβλητα
hospitalisation @ νοσηλεία
hot @ ζεστός
hot @ κάνει ζέστη
hot-air balloon @ αερόστατο
hotel @ ξενοδοχείο
hotel industry @ ξενοδοχειακός τομέας
hotel profession @ ξενοδοχειακά επαγγέλματα
hound @ κυνηγόσκυλο
hour @ ώρα
hourly wage @ ωρομίσθιο
house @ σπίτι
house arrest @ σύλληψη σπιτιών
household @ νοικοκυριό
household article @ οικιακά είδη
household budget @ οικογενειακός προϋπολογισμός
household consumption @ κατανάλωση των νοικοκυριών
household electrical appliance @ οικιακή ηλεκτρική συσκευή
household income @ εισόδημα των νοικοκυριών
housekeeping economy @ οικιακή οικονομία
housewife @ οικοκυρά
housewife @ νοικοκυρά
housing @ στέγη
housing allocation @ χορήγηση κατοικίας
housing cooperative @ στεγαστικός συνεταιρισμός
housing improvements @ βελτίωση της κατοικίας
housing law @ στεγαστικό δίκαιο
housing need @ στεγαστικές ανάγκες
housing policy @ στεγαστική πολιτική
how @ πόσο
how @ πολύ
how are you @ τι κάνετε;
how do you do @ χαίρω πολύ
how much is it @ Πόσο κάνει;
Hradec Králové @ Hradec Králové
hue @ απόχρωση
huge @ τεράστιος
human @ ,
human being @ άνθρωπος
human geography @ ανθρωπογεωγραφία
human nutrition @ ανθρώπινη διατροφή
human relations @ ανθρώπινες σχέσεις
human rights @ δικαιώματα του ανθρώπου
human rights movement @ κίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου
humanisation of work @ εξανθρωπισμός της εργασίας
humanitarian aid @ ανθρωπιστική βοήθεια
humid zone @ υγρή ζώνη
humility @ ταπεινότητα
hummingbird @ κολιμπρί
humongous @ θεόρατος
hump @ καμπούρα
hundred @ εκατό
Hungarian @ ουγγρικά
Hungarian @ Ούγγρος
Hungarian @ ουγγρικός
Hungary @ Ουγγαρία
hunger @ πείνα
hunger @ πεινώ
hunger strike @ απεργία πείνας
hungry @ πεινασμένος
hunt @ κυνηγώ
hunt @ κυνήγι
hunting @ κυνήγι
hunting regulations @ διατάξεις περί θήρας
hurricane @ ανεμοστρόβιλος
husband @ σύζυγος
hussar @ ουσάρος
hydrate @ ένυδρο άλας
hydraulic energy @ υδροδυναμική ενέργεια
hydraulic machinery @ υδραυλικό μηχάνημα
hydraulic works @ υδραυλικά έργα
hydrocarbon @ υδρογονάνθρακες
hydroelectric development @ υδροηλεκτρικά έργα
hydroelectric power @ υδροηλεκτρική ενέργεια
hydrogen @ υδρογόνο
hydrogen production @ παραγωγή υδρογόνου
hydrogeology @ υδρογεωλογία
hydrology @ υδρολογία
hydroponics @ υδροπονία
hyena @ ύαινα
hymen @ παρθενικός υμένας
hyperbola @ υπερβολή
hypermedia @ υπερμέσα
hypertension @ υπέρταση
hypertext @ υπερκείμενο
hyphen @ παύλα
Hypnos @ Ύπνος
hypocrisy @ υποκρισία
hypocrite @ υποκριτής
hyponym @ υπώνυμο
hypotension @ υπόταση
hypotenuse @ υποτείνουσα
hypothyroidism @ υποθυρεοειδισμός
I @ εγώ
I don't know @ δεν ξέρω
I don't understand @ δεν καταλαβαίνω
I love you @ Σ' αγαπώ
I think so @ έτσι νομίζω
I think therefore I am @ σκέπτομαι, άρα υπάρχω
i.e. @ δηλαδή
IAEA @ IAEA
IASS @ AISS
IATA @ IATA
IBE @ ΙΒΕ
ibex @ ίβηξ
ICAO @ ICAO
ice @ πάγος
ice cream @ παγωτό
ice cream @ παγωτό χωνάκι
iceberg @ παγόβουνο
icebreaker @ παγοθραυστικό
icebreaker @ παγοθραύστης
Iceland @ Ισλανδία
Icelander @ Ισλανδός
ICFTU @ CISL
ichthyology @ ιχθυολογία
icon @ εικόνα
icon @ εικονίδιο
icon @ είδωλο
ICRC @ Ερυθρός Σταυρός
IDB @ BID
idea @ ιδέα
ideal @ ιδεώδες
ideal @ ιδανικός
identity document @ ταυτότητα
identity theft @ κλοπή ταυτότητας
idiom @ ιδίωμα
idiomatic @ ιδιωματικός
idiot @ (1) ηλίθιος
idle @ άνεργος
idol @ είδωλο
if and only if @ αν και μόνο αν
IFAD @ IFAD
IFLA @ FIAB
Ignatius @ Ιγνάτιος
IIEP @ IIEP
Ile-de-France @ Ιλ-ντε-Φράνς
ill @ άρρωστος
illegal @ παράνομος
illegal abortion @ παράνομη άμβλωση
illegal building @ αυθαίρετο κτίσμα
illegal migration @ παράνομη μετανάστευση
illegal restraint @ παράνομη κατακράτηση προσώπων
illicit trade @ παράνομη διακίνηση
illiteracy @ αναλφαβητισμός
illiterate @ αγράμματος
illness @ ασθένεια
illusion @ παραίσθηση
ILO @ ILO
I'm fine, thank you @ καλά, ευχαριστώ
image @ εικόνα-κύρος
image @ εικόνα
imaginary number @ φανταστικός αριθμός
imagination @ φαντασία
IMF @ ΔΝΤ
immediate @ άμεσος
immediately @ αμέσως
immigrant @ μετανάστης
immigration @ είσοδος μεταναστών
immortal @ αθάνατος
immortality @ αθανασία
immunology @ ανοσολογία
IMO @ ΙΜΟ
IMP @ ΟΜΠ
impact of advertising @ διαφημιστική απήχηση
impact of information technology @ αντίκτυπος της πληροφορικής
impact study @ μελέτη επιπτώσεων
imperative @ προστακτική
imperfective aspect @ παρατατικός
imperialism @ ιμπεριαλισμός
implementation of the budget @ εκτέλεση του προϋπολογισμού
implementing Regulation @ κανονισμός εφαρμογής
imply @ υπονοώ
import @ εισαγωγές
import credit @ εισαγωγικές πιστώσεις
import levy @ εισφορά κατά την εισαγωγή
import licence @ άδεια εισαγωγής
import monopoly @ μονοπώλιο εισαγωγών
import policy @ πολιτική εισαγωγών
import price @ τιμή εισαγωγής
import refund @ επιστροφή κατά την εισαγωγή
import restriction @ περιορισμοί στις εισαγωγές
import substitution @ αντικατάσταση των εισαγωγών
import tax @ εισαγωγικός φόρος
imposed price @ επιβαλλόμενη τιμή
imprison @ φυλακίζω
imprisonment @ φυλάκιση
improve @ καλυτερέυω
improve @ βελτιώνομαι
impunity @ ακαταδίωκτο
in person @ προσωπικά
in the flesh @ προσωπικά
incapacity for work @ ανικανότητα προς εργασία
incarcerate @ φυλακίσει
INCB @ INCB
incendiary weapon @ εμπρηστικό όπλο
incense @ λιβάνι
inch @ ίντσα
include @ συμπεριλαμβάνω
inclusion in the budget @ εγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό
inclusive tour @ οργανωμένο ταξίδι
income @ εισόδημα
income in addition to normal pay @ εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες
income stabilisation @ σταθεροποίηση των εισοδημάτων
incomes policy @ εισοδηματική πολιτική
incompatibility @ το ασυμβίβαστο
incorporation @ σύσταση εταιρείας
incoterms @ Διεθνείς Εμπορικοί Όροι
increase in production @ αύξηση της παραγωγής
incunabula @ αρχέτυπο
indebtedness @ χρέος
indefatigable @ ακούραστος
indefinite article @ αόριστο άρθρο
indemnification @ αποκατάσταση της ζημίας
indemnity insurance @ ασφάλιση ζημιών
independence @ ανεξαρτησία
independence of the disabled @ αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες
independence of the judiciary @ ανεξαρτησία της δικαιοσύνης
independent @ ανεξάρτητος
independent retailer @ ανεξάρτητο εμπόριο
index @ κατάλογος
index @ δείκτης
India @ Ινδία
Indian @ ινδικός
Indian @ Ινδός
Indian @ Ινδιάνος
Indian @ ινδιάνικος
Indian Ocean @ Ινδικός Ωκεανός
indigenous population @ αυτόχθονος πληθυσμός
indirect election @ έμμεση εκλογή
indirect tax @ έμμεσος φόρος
indium @ ίνδιο
Indonesia @ Ινδονησία
Indonesian @ Ινδονήσιος
indoor livestock farming @ ενσταυλισμός
Indus Valley Civilization @ Πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού
industrial building @ βιομηχανικά κτίρια
industrial capital @ βιομηχανικό κεφάλαιο
industrial chemistry @ βιομηχανική χημεία
industrial concentration @ βιομηχανική συγκέντρωση
industrial conversion @ βιομηχανική μετατροπή
industrial cooperation @ βιομηχανική συνεργασία
industrial counterfeiting @ απομίμηση
industrial credit @ βιομηχανική πίστη
industrial data processing @ βιομηχανικές εφαρμογές της πληροφορικής
industrial development @ βιομηχανική ανάπτυξη
industrial economy @ βιομηχανική οικονομία
industrial electric machinery @ βιομηχανικό ηλεκτρικό μηχάνημα
industrial enterprise @ βιομηχανική επιχείρηση
industrial equipment @ βιομηχανικός εξοπλισμός
industrial espionage @ βιομηχανική κατασκοπεία
industrial fat @ βιομηχανικό λίπος
industrial financing @ χρηματοδότηση της βιομηχανίας
industrial fishing @ βιομηχανική αλιεία
industrial hazard @ βιομηχανικός κίνδυνος
industrial infrastructure @ βιομηχανική υποδομή
industrial integration @ βιομηχανική ολοκλήρωση
industrial investment @ βιομηχανική επένδυση
industrial manufacturing @ βιομηχανική κατασκευή
industrial planning @ βιομηχανικός σχεδιασμός
industrial plant @ βιομηχανικό φυτό
industrial plot @ βιομηχανικά γήπεδα
industrial policy @ βιομηχανική πολιτική
industrial pollution @ βιομηχανική ρύπανση
industrial price @ βιομηχανική τιμή
industrial product @ βιομηχανικό προϊόν
industrial production @ βιομηχανική παραγωγή
industrial project @ βιομηχανικό πρόγραμμα
industrial property @ βιομηχανική ιδιοκτησία
industrial region @ βιομηχανική περιοχή
industrial reorganisation @ αναδιοργάνωση της βιομηχανίας
industrial research @ βιομηχανική έρευνα
industrial restructuring @ αναδιάρθρωση της βιομηχανίας
industrial revolution @ βιομηχανική επανάσταση
industrial robot @ βιομηχανικά ρομπότ
industrial secret @ βιομηχανικό απόρρητο
industrial sociology @ κοινωνιολογία της εργασίας
industrial statistics @ βιομηχανικές στατιστικές
industrial structures @ δομή της βιομηχανίας
industrial waste @ βιομηχανικά απόβλητα
industrial-free zone @ βιομηχανική ελεύθερη ζώνη
industrialisation @ εκβιομηχάνιση
industrialised country @ βιομηχανικές χώρες
industry @ βιομηχανία
industry-research relations @ σχέσεις επιστήμης-βιομηχανίας
inertia @ αδράνεια
inexpensive @ ανέξοδος
infancy @ ανηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο
infant @ βρέφος
infant mortality @ βρεφική θνησιμότητα
infection @ λοίμωξη
inferior @ κατώτερος
infertility @ στειρότητα
inflammable product @ εύφλεκτο προϊόν
inflation @ πληθωρισμός
inflation @ φούσκωμα
information @ πληροφόρηση
information @ πληροφορία
information analysis @ ανάλυση πληροφοριών
information centre @ γραφείο πληροφοριών
information highway @ λεωφόροι των πληροφοριών
information industry @ βιομηχανία των πληροφοριών
information medium @ μέσο καταγραφής πληροφοριών
information network @ δίκτυο πληροφόρησης
information policy @ πολιτική της πληροφόρησης
information processing @ επεξεργασία πληροφοριών
information profession @ επαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης
information science @ επιστήμη των πληροφοριών
information service @ σύστημα τεκμηρίωσης
information society @ κοινωνία των πληροφοριών
information storage @ αποθήκευση δεδομένων
information storage and retrieval @ πληροφορική της τεκμηρίωσης
information system @ σύστημα πληροφόρησης
information technology @ τεχνολογία των πληροφοριών
information technology @ τεχνολογία της πληροφορίας
information technology applications @ εφαρμογή της πληροφορικής
information technology industry @ βιομηχανία πληροφορικής
information technology profession @ επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της πληροφορικής
information technology user @ χρήστης της πληροφορικής
information transfer @ ανταλλαγή πληροφοριών
information user @ χρήστης της πληροφορίας
infrared @ υπέρυθρος
infringement of Community law @ παράβαση του κοινοτικού δικαίου
ingot @ πλίνθωμα
inhale @ εισπνέω
inherit @ κληρονομήσει
inheritance @ κληρονομιά
injunction @ δικαστική εντολή
injury @ ζημία
ink @ μελάνι
inland transport @ εσωτερικές μεταφορές
inland waters @ εσωτερικά ύδατα
inland waterway @ εσωτερική υδάτινη οδός
inland waterway fleet @ ποτάμιος στόλος
inland waterway shipping @ ποταμοπλοΐα
inland waterway transport @ μεταφορά μέσω πλωτής οδού
inn @ πανδοχείο
innocuous @ αβλαβής
innovation @ καινοτομία
inorganic acid @ ανόργανο οξύ
inorganic chemical product @ ανόργανο χημικό προϊόν
input-output analysis @ ανάλυση εισροών-εκροών
insanity @ παραφροσύνη
insect @ έντομο
insecticide @ εντομοκτόνο
in-service training @ κατάρτιση των εργαζομένων κατά την εργασία
inshore fishing @ παράκτια αλιεία
inshore grounds @ παράκτιος βυθός
insider trading @ αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών
insignificant @ ασήμαντος
insomnia @ αϋπνία
installation allowance @ αποζημίωση εγκατάστασης γεωργών
instant @ στιγμή
instant product @ στιγμιαίο προϊόν
instinct @ ένστικτο
institution of public utility @ οργανισμός κοινής ωφελείας
institutional activity @ θεσμικά θέματα
institutional agreement @ θεσμική συμφωνία
institutional cooperation @ συνεργασία των οργάνων
institutional reform @ θεσμική μεταρρύθμιση
institutional structure @ θεσμική δομή
instrument @ όργανο
instrument @ εργαλείο
instrumental @ πειραματική φωνητική
insulator @ μονωτικό
insulin @ ινσουλίνη
insult @ προσβάλλω
insurance @ ασφάλιση
insurance claim @ δυστύχημα
insurance company @ ασφαλιστική εταιρεία
insurance contract @ ασφαλιστήριο συμβόλαιο
insurance indemnity @ ασφαλιστική αποζημίωση
insurance law @ ασφαλιστικό δίκαιο
insurance occupation @ ασφαλιστικός κλάδος
insurance premium @ ασφάλιστρο
insured risk @ κάλυψη κινδύνου
insurgent @ αντάρτης
insurrection @ εξέγερση
INTAL @ INTAL
integer @ ακέραιος αριθμός
integrated development @ ολοκληρωμένη ανάπτυξη
integrated development programme @ ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης
integrated trade @ ολοκληρωμένο εμπόριο
integration @ ολοκλήρωση
integration into employment @ επαγγελματική ένταξη
integration of migrants @ κοινωνική ένταξη των μεταναστών
integration of the disabled @ ενσωμάτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες
intellectual @ διανοούμενος
intellectual capital @ διανοητικό κεφάλαιο
intellectual property @ πνευματική ιδιοκτησία
intelligence @ νοημοσύνη
intelligence @ πληροφορία
intelligence @ υπηρεσία πληροφοριών
intelligence @ ευφυΐα
intelligent transport system @ ευφυές σύστημα μεταφορών
intensive farming @ εντατική γεωργία
intensive livestock farming @ εντατική κτηνοτροφία
intention @ πρόθεση
interactive network @ αμφίδρομο δίκτυο
interactive videotex @ videotex
interactivity @ διαδραστικότητα
Inter-American Court of Human Rights @ Παναμερικανικό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων
inter-company agreement @ διεπιχειρησιακή συμφωνία
inter-company cooperation @ διεπιχειρησιακή συνεργασία
intercontinental missile @ διηπειρωτικός πύραυλος
intercontinental transport @ διηπειρωτικές μεταφορές
interest @ τόκος
interest group @ ομάδα συμφερόντων
interest in bringing an action @ έννομο συμφέρον
interest rate subsidy @ επιδότηση επιτοκίου
interesting @ ενδιαφέρων
interface @ διεπαφή
interfere @ παρεμποδίζω
interference @ επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας
intergovernmental organisation @ διακυβερνητικός οργανισμός
inter-industrial relations @ διαβιομηχανικές σχέσεις
interinstitutional agreement @ διοργανική συμφωνία
interinstitutional relations @ διοργανικές σχέσεις
intermediate consumption @ βιομηχανική κατανάλωση
intermediate goods @ παραγωγικό αγαθό
intermediate technology @ ενδιάμεσες τεχνολογίες
internal Community frontier @ ενδοκοινοτικά σύνορα
internal law of religions @ εσωτερικό δίκαιο των θρησκειών
internal migration @ εσωτερική μετανάστευση
international @ διεθνής
international adoption @ διεθνής υιοθεσία
international affairs @ διεθνής πολιτική
international agreement @ διεθνής συμφωνία
international aid @ διεθνής βοήθεια
international arbitration @ διεθνής διαιτησία
international cartel @ διεθνής σύμπραξη
international charter @ διεθνής Χάρτης
international civil servant @ υπάλληλος διεθνούς οργανισμού
international civil service @ διεθνής δημόσια διοίκηση
international commercial arbitration @ διεθνής εμπορική διαιτησία
international competition @ διεθνής ανταγωνισμός
international conference @ διεθνής διάσκεψη
international conflict @ διεθνής διένεξη
international convention @ διεθνής σύμβαση
international cooperation @ διεθνής συνεργασία
international court @ διεθνές δικαστήριο
International Court of Justice @ Διεθνές Δικαστήριο (ΟΗΕ)
international credit @ διεθνής πίστη
International Criminal Court @ Διεθνές ποινικό δικαστήριο
international criminal law @ διεθνές ποινικό δίκαιο
International Criminal Tribunal @ Ειδικό διεθνές ποινικό δικαστήριο
international currency @ διεθνές νόμισμα
international dispute @ διεθνής διαφορά
international division of labour @ διεθνής καταμερισμός της εργασίας
international economic law @ διεθνές οικονομικό δίκαιο
International Energy Agency @ Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας
international finance @ διεθνή δημοσιονομικά
international human rights law @ διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο
international instrument @ διεθνή έγγραφα
international investment @ διεθνής επένδυση
international issue @ διεθνή ζητήματα
International Labour Conference @ Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας
international labour law @ διεθνές εργατικό δίκαιο
International Labour Office @ ΒΙΤ
international law @ διεθνές δίκαιο
international law - national law @ διεθνές δίκαιο-εσωτερικό δίκαιο
international liquidity @ διεθνής ρευστότητα
international loan @ διεθνές δάνειο
international market @ διεθνής αγορά
international meeting @ διεθνής σύνοδος
international merger @ συγχώνευση σε διεθνές επίπεδο
international monetary system @ διεθνές νομισματικό σύστημα
international negotiations @ διεθνείς διαπραγματεύσεις
international organisation @ διεθνείς οργανισμοί
international payment @ διεθνείς πληρωμές
International Phonetic Alphabet @ Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο
international relations @ διεθνείς σχέσεις
international responsibility @ διεθνής ευθύνη
international road transport @ διεθνείς οδικές μεταφορές
international sanctions @ διεθνείς κυρώσεις
international school @ διεθνές σχολείο
international security @ διεθνής ασφάλεια
international standard @ διεθνές πρότυπο
international statistics @ διεθνείς στατιστικές
international tariff @ τιμολόγιο διεθνών μεταφορών
international tax law @ διεθνές φορολογικό δίκαιο
international trade @ διεθνές εμπόριο
international trade law @ διεθνές εμπορικό δίκαιο
international transport @ διεθνείς μεταφορές
international voluntary worker @ διεθνείς εθελοντές
international waters @ διεθνή ύδατα
international waterway @ διεθνής υδάτινη οδός
Internet @ Internet
Internet @ Διαδίκτυο
internet @ διαδίκτυο
Internet access provider @ παροχέας πρόσβασης
Internet address @ διεύθυνση στο Διαδίκτυο
Internet site @ ιστότοπος
inter-parliamentary cooperation @ διακοινοβουλευτική συνεργασία
interparliamentary delegation @ διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία
interparliamentary relations @ διακοινοβουλευτικές σχέσεις
Interparliamentary Union @ διακοινοβουλευτική ένωση
Interpol @ Ιντερπόλ
interpretation of the law @ ερμηνεία του δικαίου
interpreter @ διερμηνέας
interpreting @ διερμηνεία
interprofessional agreement @ διεπαγγελματική συμφωνία
interrupt @ διακόπτω
intersection @ τομή
intersection @ διασταύρωση
interurban migration @ διαστική διακίνηση
interval @ Εμβέλεια
intervention agency @ οργανισμός παρέμβασης
intervention buying @ αγορά παρέμβασης
intervention policy @ παρεμβατική πολιτική
intervention price @ τιμή παρέμβασης
intervention stock @ απόθεμα παρέμβασης
interview @ συνέντευξη
intestine @ έντερο
intimacy @ στενή σχέση
intra-Community payment @ ενδοκοινοτικές πληρωμές
intra-Community relations @ ενδοκοινοτικές σχέσεις
intra-Community trade @ ενδοκοινοτικές συναλλαγές
intra-Community transport @ ενδοκοινοτικές μεταφορές
intranet @ δίκτυο intranet
intraurban commuting @ ενδοαστική διακίνηση
invalid ballot paper @ άκυρη ψήφος
invalidity of an election @ ακυρότητα εκλογής
invention @ εφεύρεση
investment @ επένδυση
investment abroad @ επένδυση στο εξωτερικό
investment aid @ ενισχύσεις για επενδύσεις
investment bank @ τράπεζα επενδύσεων
investment company @ εταιρεία επενδύσεων
investment cost @ επενδυτικό κόστος
investment income @ εισόδημα επένδυσης
investment loan @ επενδυτικές πιστώσεις
investment policy @ επενδυτική πολιτική
investment project @ επενδυτικό σχέδιο
investment promotion @ προώθηση των επενδύσεων
investment protection @ εγγύηση των επενδύσεων
investment transaction @ τοποθέτηση κεφαλαίων
investor @ επενδυτής
invisible trade balance @ ισοζύγιο αδήλων
invitation to tender @ πρόσκληση υποβολής προσφορών
invoicing @ τιμολόγηση
inward processing @ ενεργητική τελειοποίηση
iodine @ ιώδιο
IOE @ OIE
IOM @ ΔΟΜ
ion @ ιόν
Ionian Islands @ Νήσοι Ιονίου Πελάγους
Ionian Sea @ Ιόνιο Πέλαγος
ionising radiation @ ιοντίζουσα ακτινοβολία
IPA @ ΔΦΑ
Iran @ Ιράν
Iranian @ Ιρανός
Iranian @ ιρανικός
Iraq @ Ιράκ
Iraqi @ Ιρακινός
irascible @ ευέξαπτος
Ireland @ Ιρλανδία
Irene @ Ειρήνη
Irian Jaya @ Ιριάν Τζάγια
iridium @ ιρίδιο
iris @ ίρις
Irish @ ιρλανδικά
Irish Sea @ Ιρλανδική Θάλασσα
iron @ σίδηρος
iron @ σίδερο σιδερώματος
iron @ σιδερώνω
iron @ σιδηρούς
Iron Age @ Εποχή του Σιδήρου
iron and steel industry @ χαλυβουργία
iron and steel product @ προϊόντα χαλυβουργίας
iron and steel-working machinery @ μηχανήματα χαλυβουργίας
iron fist @ σιδηρά πυγμή
iron ore @ σιδηρομετάλλευμα
iron product @ σφυρήλατα αντικείμενα
ironmongery @ μεταλλικά είδη οικιακής χρήσεως
irony @ ειρωνεία
irradiated fuel @ ακτινοβολημένο καύσιμο
irradiated product @ ακτινοβολημένο προϊόν
irradiation @ ακτινοβόληση
irrational @ άρρητος
irrational number @ άρρητος αριθμός
irrigated agriculture @ αρδευτική καλλιέργεια
irrigation @ άρδευση
is @ είναι
Isaiah @ Ησαΐας
Islam @ ισλαμισμός
Islam @ Ισλάμ
Islamic @ ισλαμικός
Islamic law @ ισλαμικό δίκαιο
Islamic State @ ισλαμικό κράτος
island @ νήσος
island @ νησί
island region @ νησιωτική περιοχή
Isle of Man @ Νήσος του Μαν
ISO @ ISO
isoglucose @ ισογλυκόζη
isolationism @ απομονωτισμός
ISPA @ ISPA
Israel @ Ισραήλ
Israeli @ Ισραηλινός
Israeli @ ισραηλινός
issue of securities @ έκδοση αξιών
issuing of currency @ έκδοση χρήματος
Istanbul @ Κωνσταντινούπολις
it @ το
Italian @ ιταλικά
Italian @ Ιταλός
Italian @ ιταλικός
Italy @ Ιταλία
ITC @ ICC
itinerant trade @ πλανόδιο εμπόριο
it's all Greek to me @ είναι κινέζικα για μένα
ITU @ ITU
Ivory Coast @ Ακτή Ελεφαντοστού
Ixion @ Ιξίονας
jackdaw @ κάργια
jacket @ σακάκι
Jackson @ Τζάκσον
Jacob @ Ιακώβ
jade @ νεφρίτης
Jakarta @ Τζακάρτα
jam @ μαρμελάδα
Jamaica @ Ιαμαϊκή
Jamaica @ Τζαμάικα
Jämtland county @ Jämtland
Jane @ Ιωάννα
janissary @ Γενίτσαροι
January @ Ιανουάριος
Janus @ Ιανός
Japan @ Ιαπωνία
Japanese @ ιαπωνικά
Japanese @ Ιάπωνας
Japanese @ ιαπωνικός
jaundice @ ίκτερος
Java @ Ιάβα
jaw @ σαγόνι
jay @ κίσσα
jazz @ τζαζ
Jehovah @ Ιεχωβά
Jehovah's Witnesses @ Μάρτυρες του Ιεχωβά
jellyfish @ τσούχτρα
Jeremiah @ Ιερεμίας
Jerusalem @ Ιεροσόλυμα
Jesus @ Ιησούς
Jesus Christ @ Ιησούς Χριστός
jetty @ λιμενοβραχίονας
Jew @ εβραίος
Jew @ Εβραίος
jewel @ πετράδι
jewel @ κόσμημα
jewellery @ κοσμήματα
jewellery and goldsmith's articles @ χρυσοχοΐα-αργυροχοΐα
Jewish @ εβραϊκός
Jezebel @ Ιεζάβελ
JHA @ ΔΕΥ
Joachim @ Ιωακείμ
job @ εργασία
job access @ πρόσβαση στην αγορά εργασίας
job application @ ζήτηση εργασίας
job creation @ δημιουργία θέσεων απασχόλησης
job cuts @ κατάργηση θέσεων απασχόλησης
job description @ περιγραφή καθηκόντων εργασίας
job mobility @ επαγγελματική κινητικότητα
job preservation @ διατήρηση της απασχόλησης
job satisfaction @ ικανοποίηση από την εργασία
job security @ ασφάλεια της απασχόλησης
job sharing @ επιμερισμός θέσης εργασίας
job vacancy @ προσφορά εργασίας
jockstrap @ σπασουάρ
John @ Ιωάννης
joinery @ ξυλουργία
joint @ κλείδωση
joint @ τσιγαριλίκι
joint action @ κοινή δράση
joint authority @ ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
joint committee on EC matters @ ισομερής επιτροπή ΕΚ
joint competence @ μεικτή αρμοδιότητα
Joint European Torus @ JET
joint ownership @ συνιδιοκτησία
joint position @ κοινή θέση
Joint Research Centre @ Κοινό Κέντρο Ερευνών
joint subsidiary @ κοινή θυγατρική εταιρεία
joint venture @ κοινή επιχείρηση
joker @ μπαλαντέρ
Jordan @ Ιορδανία
Joseph @ Ιώσηπος
journalism @ δημοσιογραφία
journalist @ δημοσιογράφος
journey @ ταξίδι
joy @ χαρά
joystick @ πηδάλιο
Jönköping county @ Jönköping
Judaism @ ιουδαϊσμός
judge @ δικαστής
judge @ κριτής
judgment of the EC Court @ απόφαση του Δικαστηρίου ΕΚ
judicial cooperation @ δικαστική συνεργασία
judicial inquiry @ διεξαγωγή αποδείξεων
judicial investigation @ ανάκριση
judicial power @ δικαστική εξουσία
judicial proceedings @ διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων
judicial reform @ μεταρρύθμιση οργανισμού των δικαστηρίων
judicial review @ δικαστικός έλεγχος
judicial separation @ χωρισμός με δικαστική απόφαση
juice @ χυμός
July @ Ιούλιος
June @ Ιούνιος
juniper @ γιουνίπερος
junk food @ έτοιμο
junkie @ τοξικομανής
jurisdiction @ αρμοδιότητα των δικαστηρίων
jurisdiction ratione materiae @ αρμοδιότητα καθ' ύλην
juror @ ένορκος
just @ μόνο
just @ μόλις
just @ δίκαιος
Justin @ Ιουστίνος
jute @ ιούτα
juvenile court @ δικαστήριο ανηλίκων
juvenile delinquency @ εγκληματική συμπεριφορά των νέων
Kabul @ Καμπούλ
kale @ λαχανίδα
Kalmar county @ Kalmar
kangaroo @ καγκουelρό
kapok @ καπόκ
Karlovy Vary @ Karlovy Vary
Kathmandu @ Κατμαντού
Kaunas @ Kaunas
Kazakh @ Κοζάκος
Kazakh @ κοζάκικα
Kazakh @ κοζάκικος
Kazakhstan @ Καζακστάν
Kazakhstan @ Καζαχστάν
Kazan @ Καζάν
Kennedy Round @ Γύρος Κέννεντυ
Kenya @ Κένυα
kestrel @ κιρκινέζι
kestrel @ βραχοκιρκίνεζο
ketchup @ κέτσαπ
kettle @ χύτρα
kettle @ τσαγερό
key @ κλειδί
key @ πλήκτρο
key @ καίριος
keyboard @ πληκτρολόγιο
keyboard @ κλαβιέ
Khartoum @ Χαρτούμ
Khmer @ χμερ
Khrushchev @ Χρουστσόφ
kid @ κατσικάκι
kidney @ νεφρό
kidney disease @ νεφρική νόσος
Kiev @ Κίεβο
kill @ φόνος
kill two birds with one stone @ με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια
kilogram @ χιλιόγραμμο
kilometer @ χιλιόμετρο
kilometre @ χιλιόμετρο
kimono @ κιμονό
kin @ συγγενής
king @ βασιλιάς
king @ ρήγας
kingdom @ βασίλειο
kinship @ συγγένεια
kiosk @ κιόσκι
Kiribati @ Κιριμπάτι
kiss @ φιλώ
kitchen @ μαγειρείο
kitchen garden @ περιβόλι
kite @ χαρταετός
Klaipėda @ Klaipėda
Klingon @ γλώσσα
knead @ ζυμώνω
knee @ γόνατο
kneel @ γονατίσει
knife @ μαχαίρι
knife @ λεπίδα
knife @ μαχαιρώνω
knight @ ιππότης
knitted and crocheted goods @ πλεκτοβιομηχανία
Knossos @ Κνωσός
knot @ κόμπος
knot @ κόμβος
knot @ δένω κόμπο
knot @ ρόζος
knot @ όζος
know @ ξέρω
know @ γνωρίζω
know-how @ τεχνογνωσία
knowledge economy @ οικονομία της γνώσης
knowledge is power @ η γνώση είναι δύναμη
knowledge management @ διαχείριση των γνώσεων
Korean @ κορεατικά
Korean @ κορεατικός
Korean @ Κορεάτης
Koroška @ Koroška
Košice region @ Περιοχή της Košice
Kosovo @ Κοσσυφοπέδιο
Königsberg @ Καινιξβέργη
Kronoberg county @ Kronoberg
krypton @ κρυπτό
Ku Klux Klan @ Κου Κλουξ Κλαν
Kuala Lumpur @ Κουάλα Λουμπούρ
kumquat @ κουμ κουάτ
Kurdish @ κουρδικά
Kurdish @ κουρδικός
Kurdistan @ Κουρδιστάν
Kurdistan question @ Κουρδικό ζήτημα
Kurzeme @ Kurzeme
Kuwait @ Κουβέιτ
Kuyavia-Pomerania province @ Kujawsko-Pomorskie
Kyoto @ Κιότο
Kyrgyzstan @ Κιργιζία
La Paz @ Λα Παζ
labelling @ επισήμανση
laboratory @ εργαστήριο
labour dispute @ εργασιακή σύγκρουση
labour flexibility @ ευελιξία της εργασίας
labour force @ εργατικό δυναμικό
labour inspectorate @ επιθεώρηση εργασίας
labour law @ εργατικό δίκαιο
labour market @ αγορά της εργασίας
labour mobility @ κινητικότητα του εργατικού δυναμικού
Labour Party @ εργατικό κόμμα
labour relations @ εργασιακές σχέσεις
labour shortage @ έλλειψη εργατικού δυναμικού
labour standard @ κανόνας εργασίας
labour tribunal @ δικαστήριο εργατικών διαφορών
labyrinth @ λαβύρινθος
lac @ ­­­­­λάκη
lacrosse @ λακρός
lactose @ λακτόζη
ladder @ σκάλα
ladies and gentlemen @ Κυρίες και κύριοι
ladle @ κουτάλα
lady @ κυρία
lady @ λαίδη
ladybird @ πασχαλίτσα
ladybug @ πασχαλίτσα
LAES @ SELA
LAES countries @ χώρες του SELA
Lafta countries @ χώρες του ALADI
LAIA @ ALADI
lake @ λίμνη
lake @ ­­­­­λάκη
lamb @ αρνί
lamia @ Λάμια
lamp @ λάμπα
lampshade @ αμπαζούρ
lance @ λόγχη
land @ ξηρά
land @ προσγειώνω
land @ γαίες
land and buildings @ έγγειος ιδιοκτησία
land bank @ φορέας γεωργικής χωροταξίας
land forces @ Στρατός Ξηράς
land mobility @ έγγειος κινητικότητα
land policies @ κτηματολογική πολιτική
land productivity @ παραγωγικότητα των γαιών
land reform @ εδαφομεταρρύθμιση
land register @ δημόσιο κτηματολόγιο
land restructuring @ γεωργική χωροταξία
land transport @ χερσαία μεταφορά
land use @ χρήση των γαιών
landholding system @ καθεστώς γεωκτησίας
landlord @ σπιτονοικοκύρης
lane @ λωρίδα
language @ γλώσσα
language @ γλώσσα προγραμματισμού
language @ ιδιογλωσσία
language @ λόγος
language policy @ πολιτική σε θέματα γλώσσας
language teaching @ διδασκαλία ξένων γλωσσών
Languedoc-Roussillon @ Λανγκντόκ-Ρουσιγιόν
lantern @ φανάρι
lanthanum @ λανθάνιο
Laos @ Λάος
Lapland @ Λαπωνία
lard @ τετηγμένο χοίρειο λίπος
large @ μεγάλος
large business @ μεγάλη επιχείρηση
large family @ πολυμελής οικογένεια
large holding @ μεγάλη γεωργική εκμετάλλευση
large vehicle @ μεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας
large-scale construction @ μεγάλα δημόσια έργα
lark @ σταρήθρα
laryngeal @ λαρυγγικός
laryngologist @ λαρυγγολόγος
larynx @ λάρυγγας
lascivious @ λαγνός
laser @ λέιζερ
laser physics @ φυσική των λέιζερ
laser weapon @ όπλα ακτίνων λέιζερ
last year @ πέρυσι
latent @ λανθάνων
Latgale @ Latgale
Latin @ λατινικά
Latin alphabet @ λατινικό αλφάβητο
Latin America @ Λατινική Αμερική
Latin American organisation @ λατινοαμερικανικός οργανισμός
Latin American Parliament @ Κοινοβούλιο της Λατινικής Αμερικής
Latium @ Λάτιο
lattice @ καφάσι
Latvia @ Λετονία
Latvia @ Λεττονία
Latvian @ λεττονικά
laughter @ γέλιο
launch facility @ εγκατάσταση εκτόξευσης
launch vehicle @ διαστημικός ενισχυτικός κινητήρας
launching of a product @ διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά
Laura @ Λαύρα
laurel @ δάφνη
Laurence @ Λαυρέντιος
law @ νόμος
law of banking @ τραπεζικό δίκαιο
law of nations @ δικαίωμα των κρατών
law of obligations @ ενοχικό δίκαιο
law of outer space @ δίκαιο του διαστήματος
law of succession @ κληρονομικό δικαίωμα
law of the sea @ δίκαιο της θάλασσας
law of war @ δίκαιο του πολέμου
law on negotiable instruments @ συναλλαγματικό δίκαιο
law relating to information @ δίκαιο των πληροφοριών
law relating to prisons @ σωφρονιστικό δίκαιο
lawrencium @ λωρέντσιο
lawyer @ δικηγόρος
lay magistrate @ ορκωτός δικαστής
laying poultry @ πουλερικά ωοπαραγωγής
lead @ μόλυβδος
leader of the opposition @ αρχηγός της αντιπολίτευσης
lead-free petrol @ αμόλυβδη βενζίνη
leaf @ φύλλο
leaf vegetable @ φυλλώδες λαχανικό
leap @ πάλλομαι
learning @ απόκτηση γνώσεων
learning technique @ μέθοδος εκμάθησης
lease @ μισθωτήριο
least weasel @ νυφίτσα
least-developed country @ λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες
leather @ δέρμα
leather industry @ βυρσοδεψία
leave @ φεύγω
leave for political activities @ άδεια για πολιτικούς λόγους
leave on social grounds @ άδεια για κοινωνικούς λόγους
Lebanon @ Λίβανος
lecture @ διάλεξη
leech @ βδέλλα
leek @ πράσο
Leeward Islands @ Υπήνεμοι Νήσοι
leftism @ αριστερισμός
leg @ πόδι
legal @ νόμιμος
legal @ νομικός
legal action @ αξίωση παροχής εννόμου προστασίας
legal adviser @ νομικός σύμβουλος
legal aid @ ευεργέτημα πενίας
legal basis @ νομική βάση
legal capacity @ ικανότητα δικαίου
legal code @ κώδικας
legal cooperation @ νομική συνεργασία
legal data processing @ νομικές εφαρμογές πληροφορικής
legal deposit @ νομότυπη κατάθεση
legal doctrine @ νομική θεωρία
legal domicile @ νόμιμη κατοικία
legal expenses @ δικαστικά έξοδα
legal hearing @ συνεδρίαση του δικαστηρίου
legal methodology @ μεθοδολογία του δικαίου
legal person @ νομικό πρόσωπο
legal process @ δικαστική δίωξη
legal profession @ δικαστικά επαγγέλματα
legal science @ νομική επιστήμη
legal status @ νομικό καθεστώς
legal system @ δικαστικό σύστημα
legal working time @ νόμιμη διάρκεια της εργασίας
legality @ νομιμότητα
legend @ θρύλος
legendary @ θρυλικός
legislation @ νομοθεσία
legislative drafting @ σύνταξη νομοθετικών κειμένων
legislative initiative @ νομοθετική πρωτοβουλία
legislative period @ βουλευτική περίοδος
legislative power @ νομοθετική εξουσία
legislative procedure @ νομοθετική διαδικασία
legislative-executive relations @ σχέση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας
legitimacy @ νομιμότητα εξουσίας
leguminous vegetable @ ψυχανθές
Leinster @ Λένστερ
leisure @ αναψυχή
leisure park @ χώρος αναψυχής
lemon @ λεμόνι
lemon @ λεμονιά
lemon @ λεμονί
lemon balm @ Μελίσσα
lemonade @ λεμονάδα
lend @ δανείζω
length @ μήκος
length of journey @ διάρκεια μεταφοράς
length of lease @ διάρκεια ισχύος του μισθωτηρίου
length of studies @ διάρκεια σπουδών
lens @ φακός
Lent @ Σαρακοστή
lentil @ φακή
Leo @ Λέων
lesbian @ λεσβία
lesbian @ λεσβιακός
Lesbos @ Λέσβος
Lesotho @ Λεσόθο
Lesser Antilles @ Μικρές Αντίλλες
lesser spotted woodpecker @ νανοτσικλιτάρα
less-favoured agricultural area @ μειονεκτική γεωργική περιοχή
less-favoured region @ μειονεκτική περιφέρεια
lesson @ μάθημα
let alone @ πόσο μάλλον
let's go @ πάμε
let's go @ άντε
letter @ γράμμα
letter @ επιστολή
lettuce @ μαρούλι
leukemia @ λευχαιμία
level @ επίπεδο
level of education @ επίπεδο εκπαίδευσης
lever @ μοχλός
lexicography @ λεξικογραφία
LGBT @ ΛΟΑΤ
Lhasa @ Λάσα
liability @ ευθύνη
liability of the State @ ευθύνη κράτους μέλους
Liberal Party @ φιλελεύθερο κόμμα
liberal profession @ ελευθέριο επάγγελμα
liberalisation of the market @ απελευθέρωση της αγοράς
liberalisation of trade @ απελευθέρωση των συναλλαγών
Liberalism @ φιλελευθερισμός
Liberec @ Liberec
Liberia @ Λιβερία
libidinous @ φιλήδονος
library @ βιβλιοθήκη
Libya @ Λιβύη
lichen @ λειχήνα
lick @ γλείφω
lid @ Καπάκι, το
lie @ κείτομαι
lie @ ψέμμα
lie @ ψεύδομαι
Liechtenstein @ Λιχτενστάιν
lieutenant @ υπολοχαγός
life @ ζωή
life @ ισόβια
life @ βίος
life assurance @ ασφάλεια ζωής
life expectancy @ προσδόκιμο επιβίωσης
life sciences @ βιολογικές επιστήμες
lift @ ανελκυστήρας
light @ φως
light @ ανάβω
light @ φωτίζω
light @ αχνός
light @ φωτεινός
light bulb @ ηλεκτρική λάμπα
light industry @ ελαφρά βιομηχανία
light year @ έτος φωτός
lighter @ αναπτήρας
lighthouse @ φάρος
lighting @ φωτισμός
lighting equipment @ υλικό φωτισμού
lightning @ αστραπή
lignite @ λιγνίτης
lignite @ λιγνίτη
Liguria @ Λιγυρία
Ligurian Sea @ Λιγυρική Θάλασσα
like @ μου αρέσει
like @ σαν
Limburg @ Λιμβούργο
limestone @ ασβεστόλιθος
limitation of legal proceedings @ παραγραφή της αξιώσεως
limited circulation @ περιορισμένη διάδοση
limited partnership @ ετερόρρυθμη εταιρεία
Limousin @ Λιμουζέν
limp @ κουτσαίνω
line @ γραμμή
line @ σπάγκος
lingua franca @ κοινή διάλεκτος
linguist @ γλωσσολόγος
linguistic discrimination @ γλωσσικές διακρίσεις
linguistic group @ γλωσσική ομάδα
linguistics @ γλωσσολογία
Linux @ Λίνουξ
lion @ λιοντάρι
lion cub @ λιονταράκι
lioness @ λιονταρίνα
lip @ χείλος
lipstick @ κραγιόν
liqueur @ ηδύποτο
liquidation @ εκκαθάριση εταιρείας
liquidity control @ έλεγχος ρευστότητας
Lisbon @ Λισσαβώνα
Lisbon and the Tagus Valley @ Λισαβόνα και Κοιλάδα του Τάγου
list @ κατάλογος
list voting system @ σύστημα ψήφισης συνδυασμών
listen @ ακούω
literary and artistic property @ λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία
literary profession @ λογοτέχνης
literature @ λογοτεχνία
lithium @ λίθιο
Lithuania @ Λιθουανία
Lithuanian @ λιθουανικά
litre @ λίτρο
little @ μικρός
little @ λίγο
little owl @ κουκουβάγια
Little Poland province @ Μικρή Πολωνία
Little Red Riding Hood @ Κοκκινοσκουφίτσα
littoral @ ακτή
liturgy @ λειτουργία
live @ ζω
live @ διαμένω
live @ ζωντανός
live @ επιζώ
live @ ζωντανά
live animal @ ζώντα ζώα
live poultry @ ζώντα πουλερικά
liver @ συκώτι
Liverpool @ Λίβερπουλ
livestock @ ζωικό κεφάλαιο
livestock farming @ κτηνοτροφία
livestock unit @ ζωική μονάδα
living conditions @ συνθήκες διαβίωσης
living language @ ζωντανή γλώσσα
living plant @ ζωντανό φυτό
living will @ διαθήκη ζωής
lizard @ σαύρα
Ljubljana @ Λιουμπλιάνα
llama @ λάμα
load @ φόρτωση
loaf @ καρβέλι
loan @ δανειοδότηση
loan @ δάνειο
loan @ δανείζω
lobster @ αστακός
local access to the law @ δικαιοσύνη της γειτονιάς
local area network @ τοπικό δίκτυο
local authority @ οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
local authority finances @ δημόσια οικονομικά τοπικής αυτοδιοίκησης
local budget @ τοπικός προϋπολογισμός
local election @ τοπικές εκλογές
local employment initiative @ τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης
local government @ τοπική αυτοδιοίκηση
local legislation @ νομοθεσία τοπικής αυτοδιοίκησης
local media @ τοπικό μέσο μαζικής επικοινωνίας
local pollution @ τοπική ρύπανση
local tax @ δημοτικοί φόροι
local wine @ τοπικός οίνος
locally elected representative @ αιρετός εκπρόσωπος τοπικής αυτοδιοίκησης
location of industry @ εγκατάσταση βιομηχανιών
location of production @ τόπος παραγωγής
lockout @ ανταπεργία
locomotive @ ατμομηχανή
locust @ ακρίδα
Lodz province @ Lodzkie
log @ ημερολόγιο
logistics @ διαχείριση υλικού
logo @ λογότυπο
loin @ λαγόνες
Loire Region @ περιοχή του Λίγηρα
lollipop @ γλειφιτζούρι
Lombardy @ Λομβαρδία
Lomé Convention @ σύμβαση Λομέ
London @ Λονδίνο
London @ Λονδρέζος
loneliness @ μοναξιά
long-eared owl @ νανόμπουφος
long-term credit @ μακροπρόθεσμη πίστωση
long-term financing @ μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση
long-term forecast @ μακροπρόθεσμη πρόβλεψη
long-term unemployment @ μακροχρόνια ανεργία
Lord @ Κύριε
lord @ δεσπότης
lord @ κύριος
Lorraine @ Λωρραίνη
loss @ έλλειμμα
lotus @ λωτός
loud @ ηχηρός
loud @ θορυβώδης
Louis @ Λουδοβίκος
Louisiana @ Λουιζιάνα
louse @ ψείρα
louse @ κοπρόσκυλον
Louvain @ Λέουβεν
love @ αγάπη
love @ αγαπώ
love @ κάνω έρωτα
love @ λατρεύω
love @ εκτιμώ
love at first sight @ κεραυνοβόλος έρωτας
love triangle @ ερωτικό τρίγωνο
lover @ εραστής
low income @ χαμηλό εισόδημα
low pay @ χαμηλόμισθοι
low rent @ χαμηλό ενοίκιο
Lower Austria @ Niederösterreich
Lower Carpathians province @ Κάτω Καρπάθια
lower class @ κατώτερη τάξη
Lower Normandy @ Κάτω Νορμανδία
Lower Saxony @ Κάτω Σαξωνία
Lower Silesia province @ Κάτω Σιλεσία
Lublin province @ Lubelskie
lubricant @ λιπαντικό
lubricants @ λιπαντικό
Lubus province @ Lubuskie
lucerne @ μηδική
Lucian @ Λουκιανός
Lucifer @ Εωσφόρος
lumbago @ οσφυαλγία
lunch @ γεύμα
lunch @ γευματίζω
lung @ πνεύμονας
lust @ λαγνεία
luster @ λάμψη
lutetium @ λουτέτσιο
Luxembourg @ Λουξεμβούργο
luxury products industry @ βιομηχανία ειδών πολυτελείας
lynx @ λύγκας
Lyons @ Λυών
lyre @ λύρα
lyrics @ στίχοι
lysine @ λυσίνη
Macao @ Μακάο
Macau @ Μακάου
Macedonia @ Μακεδονία
Macedonia @ Σκόπια
Macedonian @ Μακεδόνας
Macedonian @ μακεδονικός
mâche @ μαρουλάκι
machine @ μηχανή
machine gun @ πολυβόλο
machine language @ γλώσσα μηχανής
machine tool @ εργαλειομηχανή
machine translation @ αυτόματη μετάφραση
machinery @ μηχάνημα
machine-tool industry @ βιομηχανία εργαλειο/μηχανών
mackerel @ σκουμπρί
macroeconomics @ μακροοικονομία
macroeconomics @ Μακροοικονομία
mad @ τρελός
mad @ έξαλλος
Madagascar @ Μαδαγασκάρη
Madeira @ Μαδέρα
Madrid @ Μαδρίτη
Mafia @ μαφία
magazine @ περιοδικό
magazine @ γεμιστήρας
magazine @ πυριτιδαποθήκη
Maghreb @ Μαγκρέμπ
magistrate @ δικαστικός λειτουργός
magma @ μάγμα
Magna Carta @ Μάγκνα Κάρτα
magnesium @ μαγνήσιο
magnet @ μαγνήτης
magnetic @ μαγνητικό
magnetic @ μαγνητικός
magnetic @ σαγηνευτικός
magnetic medium @ μέσο μαγνητικής εγγραφής
magnetism @ μαγνητισμός
magpie @ καρακάξα
mail @ ταχυδρομείο
mailman @ ταχυδρόμος
main acreage @ κύρια επιφάνεια
maintenance @ συντήρηση
maintenance obligation @ υποχρέωση διατροφής
maize @ αραβόσιτος
maize oil @ αραβοσιτέλαιο
Majorca @ Μαγιόρκα
majority voting @ πλειοψηφία
majority voting system @ πλειοψηφικό σύστημα
make @ κατασκευάζω
make @ object: φτιάχνω
make @ μάρκα
make a mountain out of a molehill @ πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό
make love @ κάνω έρωτα
malaria @ ελονοσία
Malawi @ Μαλάουι
Malay @ μαλαισιανά
Malay @ της Μαλαισίας
Malay @ Μαλαισιανός
Malayalam @ μαλαγιαλαμικά
Malaysia @ Μαλαισία
Maldives @ Μαλδίβες
male @ άνδρας
Mali @ Μαλί
Mali @ Μάλι
mallard @ αγριόπαπια
malleus @ σφύρα
malnutrition @ κακή διατροφή
malt @ βύνη
Malta @ Μάλτα
Maltese @ Μαλτέζος
Maltese @ μαλτέζικα
mambo @ μάμπο
mammal @ θηλαστικό
man @ άντρας
Man @ άνθρωπος
man @ άνθρωπος
man @ πιόνι
management @ διαχείριση
management accounting @ λογιστική διαχείριση
management audit @ διαχειριστικός έλεγχος
management information system @ σύστημα διοικητικής πληροφόρησης
management of resources @ διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
management planning @ διαχείριση βάσει προβλέψεων
management techniques @ τεχνική διαχείρισης
management training @ σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων
manager @ διοικητικό στέλεχος
manager @ διευθυντής
managing director @ διευθυντής επιχείρησης
Manchuria @ Μαντζουρία
mandarin @ μανταρίνι
mandarin @ μανδαρίνος
mandarin orange @ μανταρίνι
mandarin orange @ μανταρινιά
mandrake @ μανδραγόρας
manganese @ μαγγάνιο
manifesto @ μανιφέστο
Manila @ Μανίλα
man-made disaster @ ανθρωπογενής καταστροφή
man-made fibre @ ύφασμα από συνθετικά νήματα
manpower needs @ ανάγκη εργατικού δυναμικού
manpower planning @ προγραμματισμός του εργατικού δυναμικού
manual @ εγχειρίδιο
manual worker @ χειρώνακτες
manufactured feedingstuffs @ βιομηχανικές ζωοτροφές
manufactured goods @ μεταποιημένο προϊόν
manuscript @ χειρόγραφο
many @ πολλοί
many thanks @ ευχαριστώ πολύ
Mao Zedong @ Μάο Τσετούνγκ
Maoism @ μαοϊσμός
map @ χάρτης
maple @ σφεντάμι
Marathi @ μαραθικά
marathon @ μαραθώνιος
March @ Μάρτιος
Marches @ Μάρκε
mare @ φοράδα
margarine @ μαργαρίνη
marginalisation @ κοινωνικός αποκλεισμός
Mariana Islands @ Νήσοι Μαριάννες
Marijampolė @ Marijampolė
marijuana @ μαριχουάνα
marine ecosystem @ θαλάσσιο οικοσύστημα
marine environment @ θαλάσσιο περιβάλλον
marine insurance @ ναυτασφάλιση
marine life @ θαλάσσια είδη
marine mammal @ θαλάσσιο θηλαστικό
marine pollution @ ρύπανση της θάλασσας
marital status @ οικογενειακή κατάσταση
maritime area @ θαλάσσιες εκτάσεις
maritime cabotage @ θαλάσσια ακτοπλοΐα
maritime conference @ ναυτιλιακή διάσκεψη
maritime court @ θαλάσσια δικαιοδοσία
maritime law @ ναυτικό δίκαιο
maritime safety @ θαλάσσια ασφάλεια
maritime shipping @ θαλάσσια ναυσιπλοΐα
maritime surveillance @ θαλάσσια επιτήρηση
maritime transport @ θαλάσσια μεταφορά
market @ αγορά
market access @ πρόσβαση στην αγορά
market approval @ άδεια πώλησης
market capitalisation @ χρηματιστηριακή αξία
market economy @ οικονομία της αγοράς
market enlargement @ διεύρυνση της αγοράς
market gardening @ κηπευτική καλλιέργεια
market intervention @ παρέμβαση στην αγορά
market organisation @ οργάνωση της αγοράς
market planning @ σχεδιασμός της αγοράς
market prices @ αγοραία τιμή
market protection @ προστασία της αγοράς
market research @ έρευνα αγοράς
market stabilisation @ εξομάλυνση της αγοράς
market supervision @ εποπτεία της αγοράς
market support @ στήριξη της αγοράς
marketing @ εμπορία
marketing restriction @ περιορισμός εμπορίας
marketing standard @ κανόνας εμπορίας
marketing year @ καλλιεργητική περίοδος
market-sharing agreement @ κατανομή της αγοράς
marmalade @ μαρμελάδα
marmot @ αρκτόμυς
marriage @ γάμος
marriage of convenience @ εικονικός γάμος
marriage rate @ γαμηλιότητα
married @ παντρεμένος
married person @ έγγαμος
marrow @ μεδούλι
marry @ παντρεύομαι
Mars @ Άρης
Marseilles @ Μασσαλία
Marshall Islands @ Νήσοι Μάρσαλ
marsupial @ μαρσιποφόρο
marten @ δενδροκούναβο
martial art @ πολεμικές τέχνες
Martinique @ Μαρτινίκα
Marxism @ μαρξισμός
Mary @ Μαρία
masculine @ ανδρικός
masculine @ αρσενικός
Mashreq @ Μασρέκ
mask @ προσωπίδα
mass @ μάζα
mass communications @ μαζική επικοινωνία
mass education @ μαζική εκπαίδευση
mass media @ μέσο μαζικής επικοινωνίας
mass production @ μαζική παραγωγή
mass tourism @ μαζικός τουρισμός
massacre @ σφαγή
massage @ μαλάσσω
mass-consumption product @ προϊόν ευρείας κατανάλωσης
masturbate @ αυνανίζομαι
match @ σπίρτο
match @ ματς
material @ υλικός
material @ υλικό
material of animal origin @ ύλη ζωικής προέλευσης
materials technology @ τεχνολογία υλικών
maternal @ μητρικός
maternal death @ μαιευτικός θάνατος
maternal grandfather @ παππούς
maternal uncle @ θείος
maternity benefit @ επίδομα μητρότητας
maternity leave @ άδεια μητρότητας
mathematics @ μαθηματικά
matrimonial law @ δίκαιο γαμικών σχέσεων
matrix @ πίνακας
Matthew @ Ματθαίος
mattress @ στρώμα
Mauritania @ Μαυριτανία
Mauritius @ Μαυρίκιος
maximum price @ μέγιστη τιμή
May @ Μάϊος
may @ μπορώ
may @ ίσως
maybe @ ίσως
mayor @ δήμαρχος
Mayotte @ Μαγιότ
Mazovia province @ Mazowieckie
McDonald's @ McDonald's
me @ με
me @ μου
mead @ υδρόμελι
meal @ σιμιγδάλι
meal @ γεύμα
meal @ άλφιτο
mean @ μέσος
mean @ άγριος
meaning @ σημασία
meaning @ νόημα
means of agricultural production @ μέσο γεωργικής παραγωγής
means of communication @ μέσο επικοινωνίας
means of public conveyance @ δημόσιες μεταφορές
means of transport @ μεταφορικό μέσο
meanwhile @ εντωμεταξύ
measure having equivalent effect @ μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος
measuring equipment @ συσκευή μέτρησης
meat @ κρέας
meat @ σάρκα
meat processing industry @ κρεατοβιομηχανία
meat product @ προϊόν κρέατος
mechanic @ μηχανικός
mechanical engineering @ μηχανουργία
mechanical equipment @ μηχανικά υλικά
mechanical vibration @ μηχανική δόνηση
mechanics @ μηχανική
mechanisation @ εκμηχάνιση
mechanisation of agriculture @ εκμηχάνιση της γεωργίας
mechanism @ μηχανισμός
Mecklenburg-West Pomerania @ Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία
media library @ βιβλιοθήκη πολυμέσων
median @ διάμεσος
mediator @ διαμεσολαβητής
medical and surgical instruments @ ιατρικός εξοπλισμός
medical centre @ ιατρικό κέντρο
medical computing @ ιατρικές εφαρμογές της πληροφορικής
medical data @ ιατρικά στοιχεία
medical diagnosis @ ιατρική διάγνωση
medical error @ ιατρικό σφάλμα
medical examination @ ιατρική εξέταση
medical institution @ νοσηλευτικό ίδρυμα
medical law @ ιατρικό δίκαιο
medical plant @ φαρμακευτικό φυτό
medical report @ ιατρική πραγματογνωμοσύνη
medical research @ ιατρική έρευνα
medical science @ ιατρικές επιστήμες
medical specialisation @ ιατρική ειδικότητα
medical training @ ιατρική εκπαίδευση
medicament @ φάρμακα
medicine @ ιατρική
medieval history @ μεσαιωνική ιστορία
mediocre @ μέτριος
Mediterranean @ Μεσόγειος
Mediterranean agriculture @ μεσογειακή γεωργία
Mediterranean forest @ μεσογειακό δάσος
Mediterranean Sea @ Μεσόγειος Θάλασσα
medium-sized business @ μεσαία επιχείρηση
medium-sized holding @ γεωργική εκμετάλλευση μεσαίου μεγέθους
medium-sized industry @ ημιελαφρά βιομηχανία
medium-sized town @ πόλη μετρίου μεγέθους
medium-term credit @ μεσοπρόθεσμη πίστωση
medium-term financial assistance @ οικονομική συνδρομή
medium-term financing @ μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση
medium-term forecast @ μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη
megalomania @ μεγαλομανία
megalopolis @ μεγαλούπολη
melancholy @ μελαγχολία
Melanesia @ Μελανησία
melanoma @ μελανώμα
Melbourne @ Μελβούρνη
Melilla @ Μελίλλια
melody @ μελωδία
melon @ πεπόνι
melt @ τήκω
member @ μέλος
member country @ χώρα μέλος
Member of Parliament @ βουλευτής
member of the EC Court of Auditors @ μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΕΚ
member of the EC Court of Justice @ μέλος του Δικαστηρίου ΕΚ
Member of the European Parliament @ βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Member State's contribution @ συνεισφορές των κρατών μελών
membrane @ μεμβράνη
meme @ μιμίδιο
memory @ μνήμη
memory @ ανάμνηση
mendelevium @ μεντελέβιο
mendicity @ επαιτεία
menstruation @ εμμηνόρροια
mental health @ ψυχική υγεία
mental illness @ ψυχική ασθένεια
mental stress @ διανοητική ένταση
mentally disabled @ άτομο με διανοητική μειονεξία
menu @ εδεσματολόγιο
menu @ μενού
meow @ νιαούρισμα
meow @ νιάου
meow @ νιαουρίζω
mercenary @ μισθοφόρος
merchandising @ μερτσαντάιζινγκ
merchant @ έμπορος
merchant fleet @ εμπορικός στόλος
Mercosur @ Mercosur
Mercosur countries @ χώρες της Mercosur
mercury @ υδράργυρος
Mercury @ Ερμής
merger @ συγχώνευση επιχειρήσεων
merger control @ έλεγχος των συγκεντρώσεων
Merger Treaty @ συνθήκη συγχωνεύσεως
merry Christmas @ Καλά Χριστούγεννα
Merry Christmas and a Happy New Year! @ Καλά Χριστούγεννα
meslin @ σμιγός
Mesolithic @ νεοολιθική
message @ μήνυμα
messenger @ αγγελιοφόρος
metabolism @ μεταβολισμός
metal @ μεταλλικός
metal by-product @ υποπροϊόν μεταλλουργίας
metal coating @ επίστρωση μετάλλων
metal furniture @ μεταλλική επίπλωση
metal pollution @ ρύπανση από μέταλλα
metal product @ μεταλλικό προϊόν
metal structure @ μεταλλική κατασκευή
metal waste @ απορρίμματα μετάλλων
metallic ore @ μεταλλικό ορυκτό
metalloid @ μεταλλοειδή
metallurgical industry @ μεταλλουργική βιομηχανία
metallurgy @ μεταλλουργία
metals @ μέταλλα
metalwork @ κατασκευή μεταλλικών κουφωμάτων
metalworking @ κατεργασία μετάλλων
metaphor @ μεταφορά
metempsychosis @ μετεμψύχωσις
meteor @ μετέωρο
meteorology @ μετεωρολογία
meter @ μέτρο
methane @ μεθάνιο
methanol @ μεθανόλη
method @ μέθοδος
metre @ μέτρο
metric @ μετρικός
metro @ μετρό
metrology @ μετρολογία
metropolis @ μητρόπολη
Mexico @ Μεξικό
Mexico @ Πόλη του Μεξικού
Mexico City @ Πόλη του Μεξικού
Mezzogiorno @ Μετζοτζόρνο (Ιταλικός Νότος)
Michael @ Μιχαήλ
microbe @ μικρόβιο
micro-computer @ μικροϋπολογιστής
microeconomics @ μικροοικονομία
microelectronics @ μικροηλεκτρονική
micro-enterprise @ μικροεπιχείρηση
microfinance @ μικροχρηματοδότηση
microform @ μικροφόρμα
microloan @ μικροπιστώσεις
Micronesia @ Μικρονησία
microorganism @ μικροοργανισμός
microwave oven @ φούρνος μικροκυμάτων
midbrain @ μεσεγκέφαλος
middle @ μέση
middle class @ μεσαία τάξη
Middle East @ Μέση και Εγγύς Ανατολή
Middle East @ Μέση Ανατολή
middle finger @ μέσος
middle management @ μεσαίο στέλεχος
Middle Norrland @ Κεντρική Norrland
Midi-Pyrenees @ Νότια Πυρηναία
midwife @ μαία
migraine @ ημικρανία
migrant @ μετανάστης
migrant unemployment @ ανεργία διακινούμενων εργαζομένων
migrant worker @ διακινούμενος εργαζόμενος
migration @ μετανάστευση
migration control @ έλεγχος της μετανάστευσης
migration for settlement purposes @ πληθυσμιακή διακίνηση
migration from the countryside to the town @ μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις
migration policy @ μεταναστευτική πολιτική
migratory movement @ μεταναστευτικό ρεύμα
Milan @ Μιλάνο
mild @ ήπιος
mile @ μίλι
militarisation of space @ στρατιωτικοποίηση του διαστήματος
militarism @ στρατοκρατία
military @ στρατός
military aircraft @ στρατιωτικό αεροσκάφος
military base @ στρατιωτική βάση
military cemetery @ στρατιωτικό νεκροταφείο
military cooperation @ στρατιωτική συνεργασία
military court @ στρατοδικείο
military criminal law @ ποινικό στρατιωτικό δίκαιο
military discipline @ στρατιωτική πειθαρχία
military equipment @ εξοπλισμοί
military intervention @ στρατιωτική επέμβαση
military law @ στρατιωτικό δίκαιο
military manoeuvres @ στρατιωτικά γυμνάσια
military occupation @ στρατιωτική κατοχή
military personnel @ στρατιωτικό προσωπικό
military regime @ στρατιωτικό καθεστώς
military research @ έρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς
military sanctions @ στρατιωτικές κυρώσεις
military science @ στρατιωτική επιστήμη
military secret @ στρατιωτικό απόρρητο
military training @ στρατιωτική εκπαίδευση
milk @ γάλα
milk @ αρμέγω
milk by-product @ υποπροϊόν του γάλακτος
milk fat @ λιπαρές ουσίες του γάλακτος
milk product @ γαλακτοκομικό προϊόν
milk protein @ πρωτεΐνη γάλακτος
milking machine @ αμελκτική μηχανή
milkmaid @ αρμέχτρα
mill @ μύλος
millet @ κεχρί
milliard @ δισεκατομμύριο
millilitre @ χιλιοστόλιτρο
millimetre @ χιλιοστόμετρο
million @ εκατομμύριο
millionaire @ εκατομμυριούχος
millstone @ μυλόπετρα
mind @ νους
mine @ ορυχείο
mine @ δικός μου
mine @ νάρκη
miner @ μεταλλωρύχος
mineral compound @ ανόργανη ένωση
mineral oil @ ορυκτέλαια
mineral prospecting @ μεταλλευτική έρευνα
mineral resources @ ορυκτός πλούτος
mineral water @ μεταλλικό νερό
mineralogy @ ορυκτολογία
minimum pay @ κατώτατος μισθός
minimum price @ ελάχιστη τιμή
minimum stock @ ελάχιστο απόθεμα
mining extraction @ εξόρυξη
mining industry @ εξορυκτική βιομηχανία
mining of ore @ μεταλλευτική εκμετάλλευση
mining operation @ εξορυκτική επιχείρηση
mining product @ μεταλλευτικό προϊόν
mining production @ μεταλλευτική παραγωγή
minister @ υπουργός
ministerial meeting @ υπουργική συνάντηση
ministerial responsibility @ ευθύνη υπουργών
ministry @ υπουργείο
Minorca @ Μινόρκα
minority language @ μειονοτική γλώσσα
Minsk @ Μίνσκ
mint @ νομισματοκοπείο
mint @ μέντα
minuet @ μινουέτο
minus @ πλην
minus @ αρνητικός
minute @ λεπτό
minute @ στιγμή
minute @ μοίρα
minute @ μικροσκοπικός
minute @ πρακτικά
minute @ μονάδα
minute @ πρωτοκολλώ
miracle @ θαύμα
miraculous @ θαυματουργικός
mirage @ αντικατοπτρισμός
miscarriage @ αποβολή
miscarriage of justice @ δικαστική πλάνη
miscellaneous industries @ επί μέρους βιομηχανικοί κλάδοι
Miss @ δεσποινίδα
miss @ νοσταλγώ
miss @ δεσποινίδα
miss @ αστοχώ
miss @ χάνω
missile @ πύραυλοι
mist @ καταχνιά
mister @ κύριος
mistress @ ερωμένη
misuse of a right @ κατάχρηση δικαιώματος
mitigating circumstances @ ελαφρυντική περίσταση
mitochondrion @ μιτοχόνδριο
mix @ αναμιγνύω
mixed agreement @ μεικτή συμφωνία
mixed cropping @ πολυκαλλιέργεια
mixed economy @ μεικτή οικονομία
mixed farm @ μεικτή γεωργική εκμετάλλευση
mixed marriage @ μεικτός γάμος
mixed price @ μικτή τιμή
mixed tenure @ μεικτό σύστημα εκμετάλλευσης
mixed-ownership company @ εταιρεία μεικτής οικονομίας
mnemonics @ μνημοτεχνική μέθοδος
moat @ τάφρος
mobile @ κινητός
mobile @ κινητό
mobile phone @ κινητό τηλέφωνο
mode of production @ τρόπος παραγωγής
mode of transport @ τρόπος μεταφοράς
model farm @ πρότυπο αγρόκτημα
modem @ διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής
modem @ διαποδιαμορφωτής
modern history @ νεώτερη ιστορία
modernisation aid @ ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό
modernisation of industry @ εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας
modest @ ταπεινός
modesty @ μετριοφροσύνη
moist @ νοτισμένος
moisture @ υγρασία
molar @ γομφίος
molasses @ μελάσσα
Moldova @ Μολδαβία
mole @ τυφλοπόντικας
mole @ ελιά
mole @ κατάσκοπος
mole @ μολ
molecular genetics @ Μοριακή Γενετική
molecule @ μόριο
Molise @ Μολίζε
mollusc @ μαλάκιο
Moluccas @ Μολούκες
molybdenum @ μολυβδαίνιο
molybdenum @ μολυβδένιο
mom @ μαμά
moment @ στιγμή
moment @ ροπή
Monaco @ Μονακό
monarch @ μονάρχης
monarchist party @ βασιλικό κόμμα
monarchy @ μοναρχία
monastery @ μοναστήρι
Monastir @ Μοναστήρι
Monday @ Δευτέρα
monetary agreement @ νομισματική συμφωνία
monetary compensatory amount @ νομισματικά εξισωτικά ποσά
monetary cooperation @ νομισματική συνεργασία
monetary crisis @ νομισματική κρίση
monetary integration @ νομισματική ολοκλήρωση
monetary policy @ νομισματική πολιτική
monetary relations @ νομισματική σχέση
monetary support @ νομισματική στήριξη
monetary union @ νομισματική ένωση
money @ νόμισμα
money @ χρήματα
money @ μετρητά
money @ πλούτος
money laundering @ νομιμοποίηση παράνομου χρήματος
money market @ χρηματαγορά
money supply @ προσφορά χρήματος
money-market liquidity @ νομισματική ρευστότητα
Mongolia @ Μογγολία
Mongolian @ Μόγγολος
Mongolian @ μογγολικός
Mongolian @ Μογγολικά
Mongolian @ Μογγολικός
monitor @ οθόνη
monkey @ πίθηκος
monocracy @ μονοκρατορία
monograph @ μονογραφία
monopoly @ μονοπώλιο
monopoly of information @ μονοπώλιο πληροφοριών
monopsony @ μονοπώλιο αγοράς
monotheism @ μονοθεϊσμός
monster @ τέρας
Montenegro @ Μαυροβούνιο
Montevideo @ Μοντεβιδέο
month @ μήνας
monthly pay @ μηνιαία καταβολή μισθού
Montserrat @ Μοντσερράτ
Montserrat @ Μοντσεράτ
monument @ μνημείο
moo @ μουγκανίζω
moon @ σελήνη
Moon @ σελήνη
moon @ φεγγάρι
moon @ σεληνιακός μήνας
moonlighting @ λαθραία απασχόληση
moose @ άλκη
moral panic @ ηθικός πανικός
Moravia-Silesia @ Μοραβία-Σιλεσία
morgue @ νεκροτομείο
morna @ μόρνα
morning @ πρωί
Morocco @ Μαρόκο
morose @ σκυθρωπός
morpheme @ μόρφημα
Morpheus @ Μορφέας
mortal @ θνητός
mortality @ θνησιμότητα
mortgage @ υποθήκη
mortgage @ υποθηκεύω
mortgage bank @ ταμείο υποθηκών
mortuary @ νεκροθάλαμος
Moscow @ Μόσχα
Moses @ Μωυσής
mosque @ τέμενος
moss @ βρύο
most-favoured nation @ μάλλον ευνοούμενο κράτος
moth @ νυχτοπεταλούδα
mother tongue @ μητρική γλώσσα
motherhood @ μητρότητα
mother-in-law @ πεθερά
mother's milk @ μητρικό γάλα
motion of censure @ πρόταση μομφής
motor @ μηχανή
motor car @ αυτοκίνητο
motor fuel @ καύσιμο κινητήρων εσωτερικής καύσεως
motor spirit @ καύσιμα αλκοόλης
motor vehicle @ όχημα με κινητήρα
motor vehicle industry @ αυτοκινητοβιομηχανία
motor vehicle insurance @ ασφάλιση αυτοκινήτων
motor vehicle pollution @ ρύπανση από τα αυτοκίνητα
motorcycle @ μηχανή
motorway @ αυτοκινητόδρομος
mouflon @ μουφλόν
Mount Everest @ Έβερεστ
mountain @ όρος
mountain @ βουνό
mountain region @ ορεινή περιοχή
mourning @ πένθος
mouse @ ποντίκι
mouse pad @ μαξιλάρι ποντικιών
mousetrap @ ποντικοπαγίδα
moustache @ μουστάκι
mouth @ ,
move @ κινώ
move @ μετακομίζω
move @ κίνηση
move @ συγκινώ
move @ μετακόμιση
movement @ κίνημα
movement @ κίνηση
movement certificate @ πιστοποιητικό κυκλοφορίας
movie @ ταινία
Mozambique @ Μοζαμβίκη
Mrs @ Κα
mud @ λάσπη
muezzin @ μουεζίνης
mufti @ μουφτής
Muggle @ Μύγαλος
Muhammad @ Μωάμεθ
mulberry @ μούρο
mulberry @ μουριά
mullet @ κέφαλος
multidisciplinary education @ διεπιστημονική εκπαίδευση
multifibre agreement @ συμφωνία πολυϊνών
multilateral agreement @ πολυμερής συμφωνία
multilateral aid @ πολυμερής βοήθεια
multilateral relations @ πολυμερείς σχέσεις
multilateral surveillance @ πολυμερής εποπτεία
multilingual dictionary @ πολύγλωσσο λεξικό
multilingualism @ πολυγλωσσία
multimedia @ πολυμέσα
multinational enterprise @ πολυεθνική επιχείρηση
multinational force @ πολυεθνική στρατιωτική δύναμη
multiparty system @ πολυκομματικό σύστημα
multiple office holding @ συγκέντρωση αξιωμάτων
multiplication @ πολλαπλασιασμός
multiply @ πολλαπλασιάζω
multiracial State @ πολυεθνικό κράτος
multiskilled worker @ εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες
multi-storey dwelling @ συλλογική κατοικία
multiverse @ πολυσύμπαν
mum @ μαμά
Mumbai @ Βομβάη
mumps @ παρωτίτιδα
Munich @ Μόναχο
municipal police @ τοπική αστυνομία
municipality @ δήμοι και κοινότητες
Munster @ Μάνστερ
murder @ φόνος
murder @ δολοφονώ
Muscat @ Μασκάτ
muscle @ μυς
Muscovite @ Μοσχοβίτης
Muse @ μούσα
muse @ μούσα
museum @ μουσείο
mushroom @ μύκης
mushroom-growing @ μυκητοκαλλιέργεια
music @ μουσική
musical @ μιούζικαλ
musical instrument @ μουσικά όργανα
musical instrument @ μουσικό
musician @ μουσικός
muskrat @ μοσχοπόντικας
Muslim @ μουσουλμάνος
Muslim @ Μουσουλμάνος
Muslim @ μουσουλμανικός
mussel @ μύδι
mustard @ μουστάρδα
mutual assistance among farmers @ αγροτική αλληλοβοήθεια
mutual assistance scheme @ ταμείο αλληλοβοήθειας
mutual recognition principle @ αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης
my @ εμένα
my name is @ το όνομα μου είναι
Myanmar @ Μιανμάρ
Myanmar @ Βιρμανία
mysterious @ μυστήριος
mystery @ μυστήριο
myth @ μύθος
mythology @ μυθολογία
n/a @ μη διαθέσιμος
n/a @ μη εφαρμόσιμος
NACC @ ΣΒΑΣ
NAFO @ NAFO
NAFTA @ NAFTA
NAFTA countries @ χώρες της NAFTA
Nagasaki @ Ναγκασάκι
Nagykanizsa @ Κανισα
naked @ γυμνός
nakedness @ γύμνια
name @ όνομα
name @ ονομάζω
name @ εκλέγω
name @ διορίζω
name day @ ονομαστική γιορτή
Namibia @ Ναμίμπια
nanotechnology @ νανοτεχνολογία
nape @ σβέρκος
Naples @ Νεάπολις
narcotic @ ναρκωτικό
narrative @ αφήγημα
narwhal @ φάλαινα νάρβαλ
Nassau @ Νασσάου
nation @ έθνος
national @ υπήκοος
national @ εθνικός
national accounts @ εθνικοί λογαριασμοί
national agricultural policy @ εθνική γεωργική πολιτική
national budget @ κρατικός προϋπολογισμός
national currency @ εθνικό νόμισμα
national economy @ εθνική οικονομία
national election @ εθνικές εκλογές
national expenditure @ εθνική δαπάνη
national financing @ εθνική χρηματοδότηση
national implementation of Community law @ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου
national implementing measure @ εθνικό μέτρο εκτέλεσης
national income @ εθνικό εισόδημα
national independence @ εθνική ανεξαρτησία
national law @ εθνικό δίκαιο
national liberation movement @ εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα
national library @ εθνική βιβλιοθήκη
national minority @ εθνική μειονότητα
national park @ εθνικό πάρκο
national parliament @ εθνικό κοινοβούλιο
national planning @ εθνικός προγραμματισμός
national production @ εθνική παραγωγή
national school @ εθνικό σχολείο
national service @ στρατιωτική θητεία
National Socialism @ εθνικοσοσιαλισμός
national sovereignty @ εθνική κυριαρχία
national statistics @ εθνικές στατιστικές
national tariff @ τιμολόγιο εσωτερικών μεταφορών
national tax @ εθνικός φόρος
national transport @ εθνικές μεταφορές
national unification @ εθνική ενοποίηση
nationalisation @ εθνικοποίηση
nationalism @ εθνικισμός
nationalist party @ εθνικιστικό κόμμα
nationality @ ιθαγένεια
nationality of legal persons @ ιθαγένεια νομικών προσώπων
native @ ντόπιος
native @ γενέθλιος
NATO @ NATO
NATO @ ΝΑΤΟ
NATO countries @ χώρες του ΝΑΤΟ
natural child @ τέκνο άγαμων γονέων
natural disaster @ φυσική καταστροφή
natural fibre @ ύφασμα από φυσικά νήματα
natural food colouring @ φυσική χρωστική ουσία
natural forest @ φυσικό δάσος
natural gas @ φυσικό αέριο
natural hazard @ φυσικοί κίνδυνοι
natural law @ φυσικό δίκαιο
natural person @ φυσικό πρόσωπο
natural resources @ φυσικοί πόροι
natural rubber @ φυσικό ελαστικό
naturalisation @ πολιτογράφηση
nature @ φύση
nature reserve @ περιοχή προστασίας της φύσης
Nauru @ Ναούρου
Nauru @ Ναουρού
nausea @ ναυτία
Navarre @ Ναβάρρα
navel @ ομφαλός
navigation aid @ βοήθημα πλοήγησης
navigational code @ κώδικας ναυσιπλοΐας
navy @ Πολεμικό Ναυτικό
navy @ ναυτικό
navy @ ναυτικός
Nazareth @ Ναζαρέτ
Nazi @ Ναζί
Nazism @ Ναζισμός
nebula @ (nephos)
neck @ αυχένας
necktie @ γραβάτα
necromancy @ νεκρομαντεία
need @ χρειάζομαι
needle @ βελόνα
needle @ πευκοβελόνα
negotiable instrument @ πιστωτικός τίτλος
negotiated contract @ σύμβαση κατ' ανάθεση
negotiation of an EC agreement @ διαπραγμάτευση συμφωνίας ΕΚ
negotiation skills @ τεχνική των διαπραγματεύσεων
neighborhood @ γειτονιά
neighbour @ γείτονας
neighbourhood police @ αστυνομία της γειτονιάς
neodymium @ νεοδύμιο
Neolithic @ νεολιθική
neologism @ νεολογισμός
neon @ νέον
Nepal @ Νεπάλ
NEPRAVDA @ ψευδής
neptunium @ ποσειδώνιο
nest @ φωλιά
nest @ φωλιάζω
net @ δίκτυο
net @ δίχτυ
net contributor @ κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει
net recipient @ κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει
Netherlands @ Κάτω Χώρες
Netherlands @ ολλανδικός
Netherlands Antilles @ Ολλανδικές Αντίλλες
Netherlands OCT @ ΥΧΕ των Κάτω Χωρών
network of navigable waterways @ πλωτό δίκτυο
network server @ εξυπηρετητής δικτύου
neurobiology @ νευροβιολογία
neurological disease @ ασθένεια του νευρικού συστήματος
neurology @ νευρολογία
neuter @ ουδέτερος
neuter @ αμετάβατος
neutrality @ ουδετερότητα
neutrino @ νετρίνο
neutron @ νετρόνιο
neutron star @ αστέρας νετρονίων
never @ ποτέ
never mind @ δεν πειράζει
nevertheless @ μολαταύτα
new @ νέος
New Caledonia @ Νέα Καληδονία
New Community Instrument @ νέο κοινοτικό μέσο
New Delhi @ Νέο Δελχί
new economic order @ νέα οικονομική τάξη πραγμάτων
new educational methods @ νέα παιδαγωγική
new product @ νέο προϊόν
new religion @ νέα θρησκεία
New South Wales @ Νέα Νότια Ουαλία
new technology @ νέες τεχνολογίες
New Testament @ Καινή Διαθήκη
new town @ νέα πόλη
new type of employment @ νέα μορφή απασχόλησης
New World @ Νέος Κόσμος
New York @ Νέα Υόρκη
New York City @ Νέα Υόρκη
New Zealand @ Νέα Ζηλανδία
newly industrialised country @ νέες βιομηχανικές χώρες
newspaper @ εφημερίδα
next @ επόμενος
next @ διπλανός
Nicaragua @ Νικαράγουα
nice @ καλός
Nice @ Νίκαια
nice @ ωραίας
Nicholas @ Νικόλαος
nickel @ νικέλιο
nickname @ παρωνύμιο
nicotine @ νικοτίνη
niece @ ανεψιά
Niger @ Νίγηρ
Niger @ Νίγηρας
Nigeria @ Νιγηρία
night @ νύχτα
night work @ νυκτερινή εργασία
nightfall @ σούρουπο
nightingale @ αηδόνι
nightmare @ εφιάλτης
nihilism @ μηδενισμός
Nike @ Νίκη
Nimexe @ Nimexe
nine @ εννέα
nineteen @ δεκαεννέα
ninety @ ενενήντα
ninety-eight @ ενενήντα οκτώ
ninety-five @ ενενήντα πέντε
ninety-four @ ενενήντα τέσσαρες
ninety-nine @ ενενήντα εννέα
ninety-one @ ενενήντα έν
ninety-seven @ ενενήντα επτά
ninety-six @ ενενήντα έξ
ninety-three @ ενενήντα τρείς
ninety-two @ ενενήντα δύο
ninja @ νίντζα
ninth @ ένατος
niobium @ νιόβιο
nipple @ ρώγα
nirvana @ όακαριότητα
nit @ κονίδα
Nitra region @ Περιοχή της Nitra
nitrogen @ άζωτο
Niue @ Νιούε
no @ όχι
no @ δεν
no @ απαγορεύεται το
no pain, no gain @ τα αγαθά κόποις κτώνται
no problem @ παρακαλώ
no smoking @ απαγορεύεται το κάπνισμα
Noah @ Νώε
nobelium @ νομπέλιο
nobility @ αριστοκρατία
noble @ αριστοκρατικός
nobody @ κανένας
nocturnal @ νυκτόβιος
noise @ θόρυβος
noise level @ ηχητική στάθμη
noise pollution @ ηχορύπανση
noise protection @ προστασία από τους θορύβους
nomadism @ νομαδισμός
nomenclature @ ονοματολογία
nominative @ ονομαστική
nominative case @ ονομαστική
non-alcoholic beverage @ μη αλκοολούχο ποτό
non-alignment @ αδέσμευτη πολιτική
non-associated country @ μη συνδεδεμένη χώρα
non-attached member @ μη εγγεγραμμένος
non-commercial sector @ μη εμπορικός τομέας
non-competition clause @ υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού
non-compulsory expenditure @ μη υποχρεωτική δαπάνη
non-contributory  benefit @ μη ανταποδοτική παροχή
non-durable goods @ μη διαρκές αγαθό
non-European language @ μη ευρωπαϊκή γλώσσα
non-ferrous metal @ μη σιδηρούχα μέταλλα
non-ferrous ore @ μη σιδηρούχο μετάλλευμα
non-flat product @ μη πλατέα προϊόντα
non-formal education @ εκπαίδευση εκτός σχολικού συστήματος
non-government bill @ πρόταση νόμου
non-governmental organisation @ μη κυβερνητικός οργανισμός
non-governmental organization @ μη κυβερνητικές οργανώσεις
non-ionising radiation @ μη ιοντίζουσα ακτινοβολία
non-lethal weapon @ μη θανατηφόρο όπλο
non-marketing premium @ πριμοδότηση μη εμπορίας
non-metallic ore @ μη μεταλλικό ορυκτό
non-participating country @ μη συμμετέχον κράτος
non-personal tax @ πραγματικός φόρος
non-polluting vehicle @ μη ρυπαίνοντα οχήματα
non-profit organisation @ σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
non-proliferation of arms @ μη διάδοση των εξοπλισμών
non-recoverable waste @ μη επανεκμεταλλεύσιμα απόβλητα
non-refundable aid @ δωρεάν βοήθεια
non-secular State @ θρησκευτικό κράτος
non-standard employment @ άτυπη μορφή εργασίας
non-tariff barrier @ μη δασμολογικό εμπόδιο
non-violence @ μη χρήση βίας
non-working population @ οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός
non-woven fabric @ μη υφασμένο ύφασμα
Nordic Council @ Συμβούλιο Σκανδιναβικών Χωρών
Nordic Council countries @ χώρες μέλη του Συμβουλίου Σκανδιναβικών Χωρών
Nord-Pas-de-Calais @ Νορ-πα-ντε-Καλαί
Norfolk Island @ Νήσος Νόρφολκ
norm price @ τιμή στόχου
Norrbotten county @ Norrbotten
north @ βορράς
North Africa @ Βόρεια Αφρική
North America @ Βόρεια Αμερική
North Brabant @ Βόρεια Βραβάνδη
North Holland @ Βόρεια Ολλανδία
North Jutland @ Βόρεια Γιουτλάνδη
North Korea @ Βόρεια Κορέα
North Middle Sweden @ Βορειοκεντρική Σουηδία
North Pole @ Βόρειος Πόλος
North Rhine-Westphalia @ Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία
North Sea @ Βόρεια Θάλασσα
northeast @ βορειοανατολικά
North-eastern Estonia @ Βόρειοανατολική Εσθονία
Northern Aegean @ Βόρειο Αιγαίο
Northern Alföld @ Βόρειο Alföld
Northern England @ Βόρεια Αγγλία
Northern Estonia @ Βόρεια Εσθονία
Northern Europe @ Βόρεια Ευρώπη
Northern Hungary @ Βόρεια Ουγγαρία
Northern Ireland @ Βόρεια Ιρλανδία
Northern Ireland @ Βόρειος Ιρλανδία
Northern Marianas @ Νήσοι Βόρειες Μαριάνες
Northern Portugal @ Βόρεια Πορτογαλία
North-South relations @ σχέσεις Βορρά-Νότου
North-South trade @ εμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου
northwest @ βορειοδυτικά
northwest @ βορειοδυτικός
North-West England @ Βορειοδυτική Αγγλία
Norway @ Νορβηγία
Norwegian Sea @ Νορβηγική Θάλασσα
nose @ μύτη
nose @ αιχμή
nostalgia @ νοσταλγία
not @ δεν
not @ όχι
notary @ συμβολαιογράφος
note @ σημείωση
notebook @ σημειωματάριο
nothing @ τίποτε
notice @ σημειώνω
Notranjsko-kraška @ Notranjsko-kraška
noun @ ουσιαστικό
novel @ μυθιστόρημα
novel @ νέος
novelist @ μυθιστοριογράφος
November @ Νοέμβριος
Novi Sad @ Νόβι Σαντ
now @ τώρα
now and then @ πότε-πότε
nowhere @ πουθενά
nuclear accident @ πυρηνικό ατύχημα
nuclear chemistry @ πυρηνική χημεία
nuclear energy @ πυρηνική ενέργεια
Nuclear Energy Agency @ Οργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας
nuclear fission @ πυρηνική σχάση
nuclear fuel @ πυρηνικό καύσιμο
nuclear fusion @ πυρηνική σύντηξη
nuclear industry @ πυρηνική βιομηχανία
nuclear law @ δίκαιο της πυρηνικής ενέργειας
nuclear medicine @ πυρηνική ιατρική
nuclear non-proliferation @ μη διάδοση των πυρηνικών όπλων
nuclear physics @ πυρηνική φυσική
nuclear policy @ πολιτική πυρηνικής ενέργειας
nuclear power station @ πυρηνικός σταθμός παραγωγής ενέργειας
nuclear reactor @ πυρηνικός αντιδραστήρας
nuclear research @ πυρηνική έρευνα
nuclear safety @ πυρηνική ασφάλεια
nuclear technology @ πυρηνική τεχνολογία
nuclear test @ πυρηνικές δοκιμές
nuclear war @ πυρηνικός πόλεμος
nuclear weapon @ πυρηνικά όπλα
nucleus @ πυρήνας
nude @ γυμνός
nudity @ γυμνότητα
nuisance @ όχληση
numb @ ναρκωμένος
number @ αριθμός
number @ νούμερο
number @ αριθμώ
number of pupils @ σχολικός πληθυσμός
Numbers @ Αριθμοί
numeral @ αριθμός
nurse @ νοσοκόμα
nurse @ τροφός
nurse @ νοσηλεύω
nurse @ θηλάζω
nursery school @ νηπιαγωγείο
nursing care @ νοσηλευτική φροντίδα
nursing staff @ νοσηλευτικό προσωπικό
nut @ κελυφωτός καρπός
nut @ παξιμάδι
nutcracker @ καρυοθραύστης
nutrition @ θρέψη
nutrition @ διατροφή
nutritional @ θρεπτικός
nutritional disease @ ασθένεια οφειλόμενη στη διατροφή
nutritional needs @ επισιτιστικές ανάγκες
Nyx @ Νυξ
oak @ δρυς
OAPEC @ ΟΠΕΑΧ
oar @ κουπί
OAS @ OEA
OAS countries @ χώρες του OEA
oat @ βρώμη
oath @ όρκος
oats @ βρώμη
Obalno-kraška @ Obalno-kraška
Obama @ Ομπάμα
obedience @ υπακοή
obelisk @ οβελίσκος
obese @ παχύσαρκος
obesity @ παχυσαρκία
objections to an election result @ ενστάσεις κατά των εκλογών
oblivion @ λήθη
oboe @ όμποε
observation @ παρατήρηση
observatory @ αστεροσκοπείο
observer @ παρατηρητής
obsolete @ απαρχαιωμένος
obsolete technology @ απαρχαιωμένη τεχνολογία
obstacle to development @ εμπόδια στην ανάπτυξη
OCAS @ ODECA
OCAS countries @ χώρες του ODECA
Occitan @ οσιτανικά
occupation @ απασχόληση
occupation @ κατοχή
occupational accident @ εργατικό ατύχημα
occupational accident insurance @ ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων
occupational disease @ επαγγελματική νόσος
occupational health @ υγεία κατά την εργασία
occupational medicine @ ιατρική της εργασίας
occupational migration @ επαγγελματική μετανάστευση
occupational mortality @ επαγγελματική θνησιμότητα
occupational physiology @ φυσιολογία της εργασίας
occupational psychology @ ψυχολογία της εργασίας
occupational safety @ ασφάλεια στην εργασία
occupational status @ επαγγελματική κατάσταση
occupied territory @ κατεχόμενα εδάφη
ocean @ ωκεανός
Oceania @ Ωκεανία
oceanography @ ωκεανογραφία
OCR @ OCR
October @ Οκτώβριος
octopus @ χταπόδι
odour @ οσμή
Odyssey @ Οδύσσεια
OECD @ ΟΟΣΑ
OECD countries @ χώρες του ΟΟΣΑ
oesophagus @ οισοφάγος
of course @ βέβαια
offal @ παραπροϊόντα σφαγίων
offence @ παράβαση
offer price @ τιμή προσφοράς
office @ γραφείο
office automation @ αυτοματοποίηση γραφείου
office equipment @ μηχανή γραφείου
Office for Harmonization in the Internal Market @ Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς
office supplies @ είδη γραφείου
office worker @ υπάλληλος γραφείου
official @ υπηρεσιακός
official document @ επίσημο έγγραφο
Official Journal @ Επίσημη Εφημερίδα
official language @ επίσημη γλώσσα
official market @ επίσημη αγορά
official statistics @ επίσημες στατιστικές
official visit @ επίσημη επίσκεψη
offshore drilling @ υποθαλάσσια γεώτρηση
offshore oil @ πετρέλαιο μηχανών
offshore structure @ εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας
offshoring @ μετεγκατάσταση
often @ συχνά
ohm @ ωμ
oil @ λάδι
oil @ πετρέλαιο
oil @ λαδώνω
oil crop @ ελαιούχος καλλιέργεια
oil industry @ πετρελαιοβιομηχανία
oil mill @ ελαιουργία
oil pipeline @ πετρελαιαγωγός
oil pollution @ ρύπανση από υδρογονάνθρακες
oil refining @ διύλιση πετρελαίου
oil seed rape @ ελαιοκράμβη
oil technology @ τεχνολογία πετρελαίου
oilfield @ κοίτασμα πετρελαίου
ointment @ αλοιφή
okapi @ οκαπία
okra @ μπάμια
OLAF @ OLAF
old @ παλιός
old @ γηραιός
old @ πρώην
Old English @ αρχαία αγγλική γλώσσα
older worker @ ηλικιωμένος εργαζόμενος
old-fashioned @ παλιομοδίτικος
old-fashioned @ παλιομοδίτης
oleaginous plant @ ελαιούχο φυτό
oligarchy @ ολιγαρχία
oligopoly @ ολιγοπώλιο
oligopsony @ ολιγοψώνιο
olive @ ελιά
olive @ ελαία
olive @ λαδί
olive oil @ ελαιόλαδο
olive tree @ ελαιόδενδρο
olive-growing @ ελαιοκαλλιέργεια
Olomouc @ Olomouc
Olympic games @ Ολυμπιακοί Αγώνες
Olympic Games @ Ολυμπιακοί Αγώνες
Oman @ Ομάν
omelette @ ομελέτα
omniscient @ παντογνώστης
on @ πάνω
on behalf of @ εκ μέρους
on line data service @ υπολογιστής κεντρικής υποστήριξης
once @ μια
once @ άλλοτε
once @ μόλις
once upon a time @ μια φορά και έναν καιρό
one @ ένας
one person household @ μοναχικό άτομο
oneirology @ (oneirologia
one-parent family @ μονογονική οικογένεια
one-party system @ μονοκομματισμός
onion @ ,
only @ μοναδικός
only @ μόνο
only child @ μοναχοπαίδι
onomatopoeia @ ονοματοποιία
OOPEC @ Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων ΕΚ
opaque @ αδιαφανής
OPCW @ OPCW
OPEC @ ΟΠΕΚ
OPEC countries @ χώρες του ΟΠΕΚ
open @ ανοιχτός
open @ ανοίγω
open ballot @ φανερή ψηφοφορία
open market @ ελεύθερη αγορά
open method of coordination @ ανοικτή μέθοδος συντονισμού
open university @ ανοικτό πανεπιστήμιο
operating cost @ λειτουργικό κόστος
operating result @ αποτέλεσμα εκμετάλλευσης
operating system @ λειτουργικό σύστημα
operation @ λειτουργία
operation @ εγχείριση
operation @ επιχείρηση
operation @ πράξη
operation of the Institutions @ λειτουργία των κοινοτικών οργάνων
operational expenditure @ επιχειρησιακή δαπάνη
operational programme @ επιχειρησιακό πρόγραμμα
opinion @ γνώμη
opinion of the Court of Auditors @ γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου
opinion of the EC Court of Justice @ γνώμη του Δικαστηρίου ΕΚ
opinion poll @ δημοσκόπηση
opium @ όπιο
Opole province @ Opolskie
opposition @ αντιφρονών
optical industry @ βιομηχανία οπτικών ειδών
optical medium @ οπτικό μέσο
optics @ οπτική
optimist @ αισιόδοξος
opt-out clause @ ρήτρα απαλλαγής
or @ ή
oral @ στοματικός
oral question @ προφορική ερώτηση
oral sex @ στοματικός έρωτας
orange @ πορτοκάλι
orange @ πορτοκαλιά
orange @ πορτοκαλί
orb @ σφαίρα
orchard @ οπωρώνας
orchestra @ ορχήστρα
orchid @ ορχιδέα
order @ διαταγή
order @ σειρά
order @ παραγγελία
order @ παραγγέλνω
order @ τάγμα
ordinance @ διάταξη
ordinary @ κοινός
ordinary court of law @ τακτικό δικαστήριο
ore @ μετάλλευμα
ore deposit @ κοίτασμα ορυκτού
ore processing @ κατεργασία του μεταλλεύματος
organ transplant @ μεταμόσχευση οργάνων
organic acid @ οργανικό οξύ
organic chemical @ οργανικό χημικό προϊόν
organic chemistry @ οργανική χημεία
organic farming @ βιολογική γεωργία
organic fertiliser @ οργανικό λίπασμα
organic law @ οργανικός νόμος
organic pollution @ ρύπανση από οργανικές ουσίες
organic product @ βιολογικό προϊόν
organisation @ εταιρεία
organisation chart @ οργανόγραμμα
organisation of elections @ οργάνωση των εκλογών
organisation of health care @ οργάνωση του τομέα της υγείας
organisation of production @ οργάνωση της παραγωγής
organisation of professions @ οργάνωση επαγγελματικού κλάδου
organisation of research @ οργάνωση της έρευνας
organisation of teaching @ οργάνωση της εκπαίδευσης
organisation of transport @ οργάνωση των μεταφορών
organisation of work @ οργάνωση της εργασίας
organisational culture @ οργανωτικό πνεύμα
organised crime @ οργανωμένη εγκληματικότητα
organism @ οργανισμός
organization @ οργάνωση
orgasm @ οργασμός
orgy @ όργιο
original @ αρχικός
originating product @ προϊόν καταγωγής
ornament @ διακόσμηση
orphan @ ορφανό
orphan @ ορφανός
Orthodox @ ορθόδοξος
Orthodoxy @ ορθοδοξία
OSCE @ ΟΑΣΕ
Oslo @ Όσλο
osmium @ όσμιο
osprey @ αλιάετος
ostrich @ στρουθοκάμηλος
Ottawa @ Οτάβα
otter @ ενυδρίδα
Ouagadougou @ Ουαγκαντούγκου
ouch @ αχ
Oulu @ Oulu
ounce @ ουγκιά
out @ έξω
outflow of capital @ διαφυγή κεφαλαίων
outline law @ νόμος-πλαίσιο
outplacement @ στήριξη για την επανατοποθέτηση
outsourcing @ ανάθεση σε τρίτους
outward processing @ παθητική τελειοποίηση
oven @ φούρνος
over my dead body @ πάνω από το πτώμα μου
over-exploitation of resources @ υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
overflow @ ξεχειλίζω
overheads @ γενικά έξοδα
Overijssel @ Οβεράισσελ
overlapping of income @ σώρευση εισοδημάτων
overmorrow @ μεθαύριο
overpopulation @ υπερπληθυσμός
over-production @ υπερπαραγωγή
overseas countries and territories @ Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη
overseas department (France) @ υπερπόντιο διαμέρισμα
overseas territory @ υπερπόντια εδάφη
over-the-counter drug @ φάρμακο που πωλείται ελεύθερα
overtime @ υπερωρία
owl @ γλαύκα
own consumption @ ιδιοκατανάλωση
own resources @ ίδιοι πόροι
own-account transport @ μεταφορά για ίδιο λογαριασμό
owner farming @ ιδιοκαλλιέργεια
ownership @ ιδιοκτησία
Oxford @ Οξφόρδη
oxide @ οξείδιο
oxygen @ οξυγόνο
oxymoron @ οξύμωρο σχήμα
oyster @ ,
ozone @ όζον
Örebro county @ Örebro
Östergötland county @ Östergötland
Pacific Ocean @ Ειρηνικός Ωκεανός
pacifier @ πιπίλα
pacifism @ ειρηνισμός
packaged product @ τυποποιημένο προϊόν
packaging @ συσκευασία
packaging product @ προϊόντα συσκευασίας
padlock @ λουκέτο
paediatrics @ παιδιατρική
paedophilia @ παιδεραστία
paganism @ παγανισμός
page @ σελίδα
pagoda @ παγόδα
paid leave @ άδεια μετ' αποδοχών
pain @ πόνος
painkiller @ παυσίπονο
paint @ βαφή
paint @ ζωγραφίζω
paint @ βάφω
painter @ ζωγράφος
painter @ βαφέας
painting @ ζωγραφική
paints and varnishes @ χρώματα και βερνίκια
pair @ ζευγάρι
pair of compasses @ διαβήτης
pair of eyeglasses @ ματογυάλια
pair of glasses @ ματογυάλια
pair of spectacles @ ματογυάλια
pair of specs @ ματογυάλια
Pakistan @ Πακιστάν
palace @ παλάτι
palaeolithic @ Παλαιολιθική
Palaic @ παλαϊκή
palate @ ουρανίσκος
Palau @ Παλάου
pale @ χλωμός
pale @ χλωμιάζω
Paleolithic @ παλαιολιθική
paleontology @ παλαιοντολογία
Palestine @ Παλαιστίνη
Palestinian question @ Παλαιστινιακό ζήτημα
paletot @ σακάκι
palladium @ παλλάδιο
palliative care @ παρηγορητική αγωγή
palm @ παλάμη
palm @ φοίνικας
palm nut @ φοινικοκάρυδο
pan @ τηγάνι
Panama @ Παναμάς
Panama Canal @ Διώρυγα του Παναμά
pancake @ τηγανίτα
pancreas @ πάγκρεας
pandeism @ παντεϊσμός
pandemic @ πανδημία
Pandora @ Πανδώρα
Panevėžys @ Panevėžys
Pangaea @ Παγγαία
panic @ πανικός
pantheism @ πανθεϊσμός
panther @ πάνθηρας
papal act @ παπικό έγγραφο
paper @ χαρτί
paper @ χάρτινος
paper @ :el:έγγραφο
paper clip @ συνδετήρας
paper money @ πιστωτικό χρήμα
paperboard @ χαρτόνι
Papua New Guinea @ Παπουασία-Νέα Γουινέα
parabola @ παραβολή
parabolic aerial @ παραβολική κεραία
parachute @ αλεξίπτωτο
paradox @ παραδοξολογία
paraffin @ παραφίνη
paragliding @ αλεξίπτωτο πλαγιάς
paragraph @ παράγραφος
Paraguay @ Παραγουάη
parakeet @ παπαγαλίνα
parallel @ παράλληλος
parallelogram @ παραλληλόγραμμο
paralysis @ παράλυση
paramedical profession @ παραϊατρικό επάγγελμα
paramedical training @ παραϊατρική εκπαίδευση
paramilitary force @ παραστρατιωτικό σώμα
parapsychology @ παραψυχολογία
parasitology @ παρασιτολογία
pardon me @ ορίστε
Pardubice @ Pardubice
parent @ γονέας
parent company @ μητρική εταιρεία
parental allowance @ οικογενειακό επίδομα
parental authority @ γονική μέριμνα
parental leave @ γονική άδεια
parental responsibility @ ευθύνη των γονέων
Paris @ Παρίσι
Paris @ Πάρις
parking area @ χώρος στάθμευσης
parliament @ κοινοβούλιο
parliament @ βουλή
parliamentary allowance @ βουλευτική αποζημίωση
parliamentary assembly @ κοινοβουλευτική συνέλευση
parliamentary chamber @ κοινοβουλευτικό σώμα
parliamentary committee @ κοινοβουλευτική επιτροπή
parliamentary control @ κοινοβουλευτικός έλεγχος
parliamentary debate @ κοινοβουλευτική συζήτηση
parliamentary delegation @ κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία
parliamentary diplomacy @ κοινοβουλευτική διπλωματία
parliamentary document @ κοινοβουλευτικό έγγραφο
parliamentary election @ βουλευτικές εκλογές
parliamentary immunity @ βουλευτική ασυλία
parliamentary inquiry @ κοινοβουλευτική έρευνα
parliamentary library @ κοινοβουλευτική βιβλιοθήκη
parliamentary procedure @ κοινοβουλευτική διαδικασία
parliamentary question @ κοινοβουλευτική ερώτηση
parliamentary rules of procedure @ κανονισμός του Κοινοβουλίου
parliamentary seat @ βουλευτική έδρα
parliamentary session @ βουλευτική σύνοδος
parliamentary sitting @ κοινοβουλευτική συνεδρίαση
parliamentary system @ κοινοβουλευτικό πολίτευμα
parliamentary vote @ κοινοβουλευτική ψηφοφορία
parrot @ παπαγάλος
parrot @ παπαγαλίζω
parsley @ μαϊντανός
part @ μέρος
partake @ μοιράζομαι
participant @ συμμέτοχος
participate @ συμμετέχω
participating country @ συμμετέχον κράτος
participation of women @ γυναικεία συμμετοχή
participle @ μετοχή
particle @ σωματίδιο
particle @ μόριο
particle physics @ σωματιδιακή φυσική
partly nationalised undertaking @ επιχείρηση κοινού συμφέροντος
partnership @ προσωπική εταιρεία
Partnership for Peace @ σύμπραξη για την ειρήνη
partridge @ πέρδικα
part-time employment @ εργασία μερικής απασχόλησης
part-time farming @ μερική απασχόληση στη γεωργία
parturition @ γέννα
party @ κόμμα
party congress @ συνέδριο κόμματος
party financing @ χρηματοδότηση των κομμάτων
party organisation @ οργάνωση των κομμάτων
pasha @ πασάς
passage of a bill @ ψήφιση νόμου
passenger @ επιβάτης
passenger tariff @ τιμολόγια επιβατικών μεταφορών
passion @ πάθος
passport @ διαβατήριο
past @ παρελθόν
past @ αόριστος
past @ περασμένος
past tense @ αόριστος
pasta @ ζυμαρικά
pasteurisation @ παστερίωση
pasteurised milk @ παστεριωμένο γάλα
pastry @ αρτοσκεύασμα
pastry-making @ βιομηχανία ζαχαροπλαστικής
pasture fattening @ πάχυνση με βοσκή
patent @ δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
patent law @ δίκαιο ευρεσιτεχνίας
patents licence @ άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας
paternal @ πατρικός
paternal aunt @ θεία
paternal grandfather @ παππούς
paternal uncle @ θείος
paternity leave @ άδεια πατρότητας
patient @ ασθενής
patient @ υπομονετικός
patient's rights @ δικαιώματα του ασθενούς
patriot @ πατριώτης
patriotic movement @ πατριωτικό κίνημα
patronage @ χορηγία για καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις
pattern @ πρότυπο
Paul @ Παύλος
pauperisation @ οικονομική εξαθλίωση
pawn @ πιόνι
pay @ μισθός
pay cut @ μισθολογική μείωση
pay freeze @ πάγωμα των μισθών
pay policy @ μισθολογική πολιτική
pay rise @ μισθολογική αύξηση
pay scale @ μισθολογική κλίμακα
pay television @ τηλεοπτικά τέλη
payable service @ επί πληρωμή υπηρεσία
payload @ ωφέλιμο φορτίο
payment @ πληρωμή
payment appropriation @ πιστώσεις πληρωμών
pea @ μπιζέλι
pea @ αρακάς
peace @ ειρήνη
peace zone @ ζώνη ειρήνης
peaceful co-existence @ ειρηνική συνύπαρξη
peaceful use of energy @ ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας
peacekeeping @ διατήρηση της ειρήνης
peach @ ροδάκινο
peacock @ παγώνι
peanut @ φυστίκι
pear @ αχλάδι
pear @ αχλαδιά
pearl @ μαργαριτάρι
peasant @ χωριάτης
peasant class @ αγροτική τάξη
peat @ ποάνθρακας
pederast @ παιδεραστής
pedestrian @ πεζός
pedestrian zone @ πεζοδρομημένη ζώνη
pelican @ πελεκάνος
Peloponnese @ Πελοπόννησος
pelvis @ λεκάνη
pen @ στιλό
penal code @ ποινικός κώδικας
penal institution @ σωφρονιστικό ίδρυμα
penalty @ ποινική κύρωση
penalty @ αντίτιμο
pencil @ μολύβι
pendulum @ εκκρεμές
penguin @ πιγκουίνος
penicillin @ πενικιλίνη
peninsula @ χερσόνησος
Peninsular Malaysia @ Χερσόνησος της Μαλαισίας
penitentiary staff @ προσωπικό σωφρονιστικών καταστημάτων
pension scheme @ ασφάλεια γήρατος
pentane @ πεντάνιο
people @ κόσμος
people @ λαός
people @ σόι
people @ μάζες
people's bank @ λαϊκή τράπεζα
people's democracy @ λαϊκή δημοκρατία
People's Republic of China @ Λαοκρατική δημοκρατία της Κίνας
pepper @ πιπέρι
pepper @ πιπεριά
Pepsi @ Πέπσι κόλα
per capita consumption @ κατά κεφαλή κατανάλωση
per capita distribution @ κατανομή κατά κεφαλή
percent @ τοις εκατό
perception @ αντίληψη
percolation water @ νερό φυσικής διήθησης
peregrine falcon @ πετρίτης
perennial vegetable @ πολυετές λαχανικό
perfective aspect @ αόριστος
performance drugs @ ντοπάρισμα
performing arts @ τέχνες του θεάματος
perfume @ άρωμα
perfume @ αρωματίζω
perhaps @ ίσως
perineum @ περίνεο
period @ τελεία
period @ εποχή
period @ περίοδος
periodic penalty payment @ χρηματική ποινή
periodical publication @ περιοδική επιθεώρηση
peripheral @ περιφερειακή μονάδα
peripheral region @ απομακρυσμένη περιοχή
perishable goods @ φθαρτά εδώδιμα είδη
permanent crop @ μόνιμη καλλιέργεια
permanent representation to the EU @ μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ
permission @ άδεια
perpendicular @ κάθετος
Persephone @ Περσεφόνη
Persian @ περσικά
Persian @ Πέρσης
Persian @ περσικός
person @ άνθρωπος
personal accident insurance @ ασφάλιση ατυχημάτων
personal data @ προσωπικά στοιχεία
personal development @ προσωπική ανέλιξη
personal effects @ προσωπικά είδη
personal income tax @ φόρος φυσικών προσώπων
personal insurance @ ασφάλιση προσώπων
personal property @ κινητή περιουσία
personal weapon @ προσωπικό όπλο
personalisation of power @ προσωποποίηση της εξουσίας
personality @ προσωπικότητα
personnel administration @ διοίκηση προσωπικού
persons in work @ απασχολούμενος  οικονομικά ενεργός πληθυσμός
perspiration @ εφίδρωση
Peru @ Περού
Peshawar @ Πεσαβάρ
pesticide @ φυτοφάρμακο
pesticide residue @ υπολείμματα παρασιτοκτόνων
pesticides industry @ βιομηχανία φυτοφαρμάκων
pet food @ τροφές οικιακών ζώων συντροφιάς
petition @ αναφορά
petrochemicals @ πετροχημική βιομηχανία
petrodollar @ πετροδολάριο
petrol @ βενζίνη
petroleum @ πετρέλαιο
petroleum exploration @ έρευνα πετρελαίων
petroleum policy @ πετρελαϊκή πολιτική
petroleum product @ προϊόν πετρελαίου
petroleum production @ παραγωγή πετρελαίου
petrology @ πετρολογία
Petropavlovsk-Kamchatsky @ Πετροπαβλόβσκ Καμτσάτσκι
Phaistos @ Φαιστός
phantom @ Φαντομάς
pharmaceutical expenses @ έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης
pharmaceutical industry @ φαρμακοβιομηχανία
pharmaceutical legislation @ νομοθεσία φαρμάκων
pharmaceutical product @ φαρμακευτικό προϊόν
pharmacist @ φαρμακοποιός
pharmacology @ φαρμακευτική
pharmacy @ φαρμακείο
pharyngeal @ φαρυγγικός
pharynx @ φάρυγγας
pheasant @ φασιανόs
phenomenon @ φαινόμενο
Philip @ Φίλιππος
Philippines @ Φιλιππίνες
philosopher @ φιλόσοφος
philosopher's stone @ φιλοσοφική λίθος
philosophy @ φιλοσοφία
philosophy of law @ φιλοσοφία του δικαίου
phobia @ φοβία
phoenix @ φοίνικας
phone @ τηλέφωνο
phone @ καλώ
phone sex @ τηλεφωνικό σεξ
phoneme @ φώνημα
phonetic @ Φωνητικός
phosphate @ φωσφορικά άλατα
phosphorus @ φωσφόρος
phosphorus @ φώσφορος
photo @ φωτογραφία
photochemistry @ φωτοχημεία
photograph @ φωτογραφία
photograph @ φωτογραφίζω
photographer @ φωτογράφος
photographic industry @ βιομηχανία φωτογραφικών ειδών
photography @ φωτογραφία
photography @ φωτογραφική
photon @ φωτόνιο
photophobia @ φωτοφοβία
photosynthesis @ φωτοσύνθεση
photovoltaic cell @ φωτοβολταϊκή στήλη
phrase @ φράση
phrase @ φράζειν
phylum @ φύλο
physical @ φυσικός
physical aggression @ σωματική επίθεση
physical education @ σωματική αγωγή
physical environment @ φυσικό περιβάλλον
physical process @ φυσικές διεργασίες
physical sciences @ φυσικές επιστήμες
physically disabled @ άτομο με σωματική μειονεξία
physician @ ιατρός
physicist @ φυσικός
physics @ φυσική
physiology @ φυσιολογία
pi @ πι
piano @ πιάνο
Picardy @ Πικαρδία
pickaxe @ αξίνα
picture @ εικόνα
picture @ φωτογραφία
picture @ κινηματογράφος
picture synthesis @ εικόνα σύνθεσης
picturesque @ γραφικός
pie @ πίτα
piece @ κομμάτι
piece work pay @ αμοιβή επί τη αποδόσει
Piedmont @ Πεδεμόντιο
pier @ μώλος
Pieria @ Πιερία
pig @ γουρούνι
pigeon @ περιστέρι
piglet @ γουρουνόπουλο
pigmeat @ χοιρινό κρέας
pigsty @ χοιροστάσιο
pike @ έσοξ
pike @ ακόντιο
pilgrim @ προσκυνητής
pilgrimage @ προσκύνημα
pill @ χάπι
pillow @ μαξιλάρι
pilot @ πιλότος
Pilsen @ Pilsen
pimp @ σωματέμπορος
pimple @ σπυρί
pine @ πεύκο
pineal gland @ κωνάριον
pineapple @ ανανάς
ping pong @ πιγγ-πογγ
pink @ ροζ
pip fruit @ γιγαρτόκαρπο
pipe @ αγωγός
pipe @ πίπα
pipe @ αυλός
pipe @ εκκλησιαστικό
pipeline transport @ μεταφορά με αγωγό
piping @ σωληνώσεις
piracy @ πειρατεία
pirate @ πειρατής
Pisces @ οι
pistachio @ φιστίκι
pistachio @ φιστικιά
pistol @ πιστόλι
pit @ τρίπα
Pitcairn Islands @ Νήσος Πίτκαιρν
Pitcairn Islands @ Νησιά Πιτκαϊρν
pitchfork @ δίκρανο
pizza @ πίτσα
place @ πλατεία
plain @ πεδιάδα
plan @ χάρτης
plan @ σχεδιάζω
Planck's constant @ σταθερά του Πλανκ
plane @ πλάνη
plane @ επίπεδο
plane @ αεροπλάνο
plane @ πλανίζω
plane @ πλάτανος
plane @ επίπεδος
planet @ πλανήτης
plankton @ πλαγκτόν
planned economy @ οικονομία κεντρικού σχεδιασμού
planning of the school year @ ωρολόγιο πρόγραμμα
plant breeding @ βελτίωση φυτών
plant disease @ φυτική νόσος
plant health control @ φυτοϋγειονομικός έλεγχος
plant health legislation @ φυτοϋγειονομική νομοθεσία
plant health product @ φυτοϋγειονομικά προϊόντα
plant health treatment @ φυτοϋγειονομική αγωγή
plant life @ χλωρίδα
plant propagation @ πολλαπλασιασμός των φυτών
plant resources @ φυτικοί πόροι
plant variety right @ απόκτηση φυτικής ποικιλίας
plantation @ φυτεία
plasma physics @ φυσική πλάσματος
plaster @ γύψος
plastic @ πλαστικό
plasticiser @ πλαστικοποιητής
plastics @ πλαστικές ύλες
plastics industry @ βιομηχανία πλαστικών
plate @ πλατέα
plate @ έλασμα
platform @ αποβάθρα
platinum @ λευκόχρυσος
platinum @ πλατίνα
platypus @ πλατύπους
player @ παίκτης
player @ μουσικός
please @ παρακαλώ
please @ ευχαριστώ
pleasure @ ευχαρίστηση
pleasure craft @ σκάφος αναψυχής
plebiscite @ δημοψήφισμα εμπιστοσύνης
Pleiades @ Πλειάδες
Pleroma @ πλήρωμα
PLO @ ΟΑΠ
plot @ αγροτεμάχιο
plough @ αλέτρι
plum @ δαμάσκηνο
plum @ δαμασκηνιά
plumber @ υδραυλικός
plumbing @ υδραυλικά
plumbing equipment @ εγκατάσταση ειδών υγιεινής
plural @ πληθυντικός
pluralism in the media @ πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας
plus @ συν
Plutarch @ Πλούταρχος
plutonium @ πλουτώνιο
plywood @ αντικολλητό ξύλο
pneumatic machinery @ μηχάνημα πεπιεσμένου αέρα
pneumatic tyre @ πνευστό ελαστικό επίσωτρο
pneumoconiosis @ πνευμοκονίωση
pneumonia @ πνευμονία
pocket @ βαλάντιο
Podlachia province @ Podlachie
Podravska @ Podravska
poem @ ποίημα
poet @ ποιητής
poetry @ ποίηση
point @ σημείο
point @ θέση
point @ υποδιαστολή
point @ βαθμός
point @ αιχμή
point @ αναφορά
poison @ δηλητήριο
poisonous @ δηλητηριώδης
Poitou-Charentes @ Πουατού-Σαράντ
Poland @ Πολωνία
polar bear @ πολική αρκούδα
polar region @ πολική περιοχή
Pole @ Πολωνός
pole @ κοντάρι
pole @ πόλος
polecat @ οζοϊκτίς
police @ αστυνομία
police checks @ αστυνομικοί έλεγχοι
police cooperation @ αστυνομική συνεργασία
policeman @ αστυφύλακας
policy on agricultural structures @ πολιτική γεωργικών διαρθρώσεων
Polish @ πολωνικά
Polish @ πολωνικός
polishing and scouring preparations @ προϊόν συντήρησης
political affiliation @ πολιτική ένταξη
political alternation @ πολιτική εναλλαγή
political arbitration @ πολιτική διαιτησία
political asylum @ πολιτικό άσυλο
political behaviour @ πολιτική συμπεριφορά
political centre @ Κέντρο
political club @ πολιτική λέσχη
political coalition @ πολιτικός συνασπισμός
political cohabitation @ συγκατοίκηση
political cooperation @ πολιτική συνεργασία
political crisis @ πολιτική κρίση
political discrimination @ πολιτικές διακρίσεις
political executive @ πολιτικό γραφείο
political geography @ πολιτική γεωγραφία
political group @ πολιτική ομάδα
political ideology @ πολιτική ιδεολογία
political institution @ πολιτικοί θεσμοί
political integration @ πολιτική ολοκλήρωση
political involvement @ πολιτική συμμετοχή
political kidnapping @ πολιτική απαγωγή
political left @ Αριστερά
political majority @ κόμματα της πλειοψηφίας
political militant @ μέλος πολιτικής οργάνωσης
political minority @ κόμματα της μειοψηφίας
political morality @ ηθική της πολιτικής ζωής
political motivation @ πολιτικό κίνητρο
political opposition @ αντιπολίτευση
political party @ πολιτικό κόμμα
political philosophy @ πολιτική φιλοσοφία
political power @ πολιτική εξουσία
political press @ πολιτικός Τύπος
political prisoner @ πολιτικός κρατούμενος
political programme @ πολιτικό πρόγραμμα
political propaganda @ πολιτική προπαγάνδα
political reform @ πολιτική μεταρρύθμιση
political refugee @ πολιτικός πρόσφυγας
political representation @ πολιτική εκπροσώπηση
political responsibility @ πολιτική ευθύνη
political right @ Δεξιά
political rights @ πολιτικά δικαιώματα
political science @ πολιτική επιστήμη
political situation @ πολιτική κατάσταση
political sociology @ πολιτική κοινωνιολογία
political split @ πολιτική διάσπαση
political status @ πολιτικό καθεστώς
political system @ πολίτευμα
political tendency @ πολιτικές τάσεις
political unrest @ πολιτική αναταραχή
political violence @ πολιτική βία
politician @ πολιτικός άνδρας
politician @ πολιτικός
politics @ πολιτική ζωή
pollen @ γύρη
polling station @ εκλογικό τμήμα
pollutant @ ρύπος
polluted area @ μολυσμένη ζώνη
polluter pays principle @ αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»
pollution @ ρύπανση
pollution @ μόλυνση
pollution control @ έλεγχος της ρύπανσης
pollution control measures @ καταπολέμηση της ρύπανσης
pollution from agricultural sources @ ρύπανση από τη γεωργική δραστηριότητα
pollution from land-based sources @ ρύπανση χερσαίας προέλευσης
pollution from ships @ ρύπανση από τα πλοία
pollution of waterways @ ρύπανση των υδάτινων ρευμάτων
polonium @ πολώνιο
polygamy @ πολυγαμία
polyhedron @ πολύεδρον
polymer @ πολυμερή
Polynesia @ Πολυνησία
polynomial @ πολυώνυμο
polysynthetic @ πολυσυνθετικός
polytheism @ πολυθεϊσμός
pomegranate @ ρόδι
pomegranate @ ροδιά
Pomerania @ Πομερανία
Pomurska @ Pomurska
poor @ φτωχός
poor @ οι φτωχοί
pope @ πάπας; παπάς
popular art @ λαϊκή τέχνη
popular culture @ λαϊκή πολιτιστική παράδοση
popularising science @ επιστημονική εκλαΐκευση
population census @ απογραφή του πληθυσμού
population density @ πυκνότητα του πληθυσμού
population dynamics @ πληθυσμιακή δυναμική
population forecast @ δημογραφική πρόβλεψη
population growth @ αύξηση πληθυσμού
population of working age @ πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης
population policy @ δημογραφική πολιτική
population statistics @ δημογραφικές στατιστικές
populism @ λαϊκισμός
porcupine @ ακανθόχοιρος
pore @ πόρος
pork @ χοιρινό
pornographer @ πορνογράφος
pornographic @ πορνογραφικός
pornography @ πορνογραφία
port @ λιμάνι
port @ θύρα
port @ πορτό
port administration @ λιμενική αρχή
port traffic @ κίνηση λιμένων
port wine @ πορτό
portrait @ προσωπογραφία
ports policy @ λιμενική πολιτική
Portugal @ Πορτογαλία
Portuguese @ πορτογαλικά
Portuguese @ Πορτογάλος
Portuguese @ πορτογαλικός
Portuguese-speaking Africa @ Πορτογαλόφωνη Aφρική
position @ θέση
position of women @ θέση της γυναίκας
possessive @ κτητική
possessive case @ κτητική
possibility @ δυνατότητα
post office @ ταχυδρομείο
post office financial services @ χρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ταχυδρομείων
postage stamp @ γραμματόσημο
postal and telecommunications services @ ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες
postal charges @ ταχυδρομικό τέλος
postal service @ ταχυδρομική υπηρεσία
postal vote @ ψήφος δι' αλληλογραφίας
postcard @ κάρτα
post-communism @ μετακομμουνισμός
poster @ αφίσα
postgraduate education @ μεταπτυχιακές σπουδές
post-industrial economy @ μεταβιομηχανική οικονομία
postman @ ταχυδρόμος
postmodernism @ μεταμοντερνισμός
potash @ ποτάσσα
potassium @ κάλιο
potassium @ κάλιον
potato @ γεώμηλο
potato @ πατάτα
potter @ αγγειοπλάστης
pouch @ σακούλα
poultry @ πουλερικά
poultry farming @ πτηνοτροφία
poultrymeat @ κρέας πουλερικών
pound @ λίβρα
pound @ λίρα
poverty @ ένδεια
powder @ σκόνη
powder metallurgy @ κονεομεταλλουργία
powdered milk @ γάλα σε σκόνη
power @ δύναμη
power @ επιρροή
power @ ισχύς
power @ ενέργεια
power of assessment @ εξουσία εκτίμησης
power of attorney @ αντιπροσώπευση
power of decision @ εξουσία λήψεως αποφάσεων
power of implementation @ εξουσία εκτέλεσης
power of initiative @ εξουσία πρωτοβουλίας
power of ratification @ κυρωτική εξουσία
power plant @ σταθμός παραγωγής ενέργειας
power to appoint @ εξουσία διορισμού
power to negotiate @ διαπραγματευτική εξουσία
powers of parliament @ αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου
powers of the EC Institutions @ αρμοδιότητες των οργάνων της ΕΚ
powers of the EP @ αρμοδιότητα του ΕΚ
practice @ εξάσκηση
practitioner of alternative medicine @ παράλληλο ιατρικό επάγγελμα
Prague @ Πράγα
prank @ φάρσα
praseodymium @ πρασεοδύμιο
PRAVDA @ αληθινός
PRAVDA @ αληθής
pre-accession strategy @ προενταξιακή στρατηγική
precautionary principle @ αρχή της πρόνοιας
precedence of Community law @ υπεροχή του κοινοτικού δικαίου
precedent @ προηγούμενο
precedent @ δεδικασμένο
precious metal @ ευγενή μέταλλα
precious stones @ πολύτιμος λίθος
precipice @ γκρεμός
precision engineering @ μηχάνημα ακριβείας
precision instrument @ συσκευή ακριβείας
predicate @ κατηγόρημα
predict @ προβλέπω
prefabrication @ προκατασκευές
preferential agreement @ προτιμησιακή συμφωνία
preferential price @ προτιμησιακή τιμή
preferential voting @ ψήφος με εκδήλωση προτίμησης
pregnancy @ εγκυμοσύνη
pregnant @ έγκυος
prehistory @ προϊστορία
prejudice @ προκατάληψη
preliminary draft budget @ προσχέδιο προϋπολογισμού
preliminary draft EC budget @ προσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ
preliminary issue @ προδικαστικό ερώτημα
pre-packaging @ προσυσκευασία
preparation for market @ τυποποίηση προϊόντων προς διάθεση
prepared foodstuff @ παρασκευασμένα τρόφιμα
preposition @ πρόθεση
prepuce @ ακροποσθία
pre-school education @ προσχολική αγωγή
prescription @ συνταγή
present @ τωρινός
present @ παρουσιάζω
present @ παρόν
present @ παρών
present participle @ μετοχή του ενεστώτα
preservative @ συντηρητικό
preserved product @ προϊόν σε κονσέρβα
President @ πρόεδρος
president @ πρόεδρος
President of the Commission @ πρόεδρος της Επιτροπής
President of the EP @ πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
presidential election @ προεδρικές εκλογές
presidential régime @ προεδρικό καθεστώς
Prešov region @ Περιοχή της Prešov
press @ Τύπος
press agency @ ειδησεογραφικό πρακτορείο
press release @ ανακοινωθέν Τύπου
press undertaking @ επιχείρηση Τύπου
pressure @ πίεση
pressure equipment @ εξοπλισμός υπό πίεση
pretty @ ωραίος
prevent @ αποτρέπω
prevention of delinquency @ καταπολέμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς
prevention of pollution @ πρόληψη της ρύπανσης
price @ τιμή
price @ τίμημα
price @ κοστολογώ
price agreement @ συμφωνία σε θέματα τιμών
price control @ έλεγχος των τιμών
price disparity @ διαφορές στις τιμές
price fixed in advance @ προκαθορισμένη τιμή
price fluctuation @ διακύμανση των τιμών
price formation @ διαμόρφωση τιμών
price freeze @ καθήλωση των τιμών
price increase @ αύξηση των τιμών
price index @ δείκτης τιμών
price indexing @ τιμαριθμική αναπροσαρμογή
price list @ πίνακας τιμών
price net of tax @ τιμή άνευ φόρων
price of agricultural produce @ τιμές γεωργικών προϊόντων
price of energy @ τιμή ενεργείας
price of farm land @ τιμή γης
price of land @ τιμή της γης
price of securities @ τιμές αξιών
price reduction @ πτώση των τιμών
price regulations @ ρύθμιση των τιμών
price stability @ σταθερότητα των τιμών
price support @ στήριξη των τιμών
prices @ τιμή
prices policy @ πολιτική τιμών
prick @ πούτσα
priest @ ιερέας
primacy of the law @ υπεροχή του δικαίου
primary education @ πρωτοβάθμια εκπαίδευση
primary election @ προκριματικές εκλογές
primary product @ προϊόν βάσεως
primary sector @ πρωτογενής τομέας
prime @ πρώτος
prime minister @ πρωθυπουργός
prime number @ πρώτος αριθμός
primitive @ πρωτόγονος
primitive religion @ πρωτόγονη θρησκεία
prince @ πρίγκιπας
prince @ Πρίγκιπας
Principality of Asturias @ Πριγκιπάτο Αστουριών
principle @ αρχή
principle of additionality @ αρχή της προσθετικότητας
principle of communitisation @ αρχή της κοινοτικοποίησης
principle of proportionality @ αρχή της αναλογικότητας
principle of subsidiarity @ αρχή της επικουρικότητας
printer @ εκτυπωτής
printer @ τυπογράφος
printing @ τυπογραφία
priority region @ περιφέρεια με προτεραιότητα
prison @ φυλακή
prison administration @ διοίκηση σωφρονιστικών καταστημάτων
prison system @ καθεστώς των φυλακών
prisoner @ κρατούμενος
prisoner of war @ αιχμάλωτος πολέμου
prisoner work @ εργασία του κρατουμένου
Priština @ Πρίστινα
private aid @ ιδιωτική βοήθεια
private bank @ ιδιωτική τράπεζα
private ECU @ ιδιωτικό Ecu
private education @ ιδιωτική εκπαίδευση
private forest @ ιδιωτικά δάση
private insurance @ ιδιωτική ασφάλιση
private international law @ ιδιωτικό διεθνές δίκαιο
private investment @ ιδιωτική επένδυση
private law @ ιδιωτικό δίκαιο
private limited company @ ΕΠΕ
private means of transport @ μεταφορά με ίδια μέσα
private media @ ιδιωτικό μέσο μαζικής επικοινωνίας
private medical treatment @ ιδιωτικοί ιατροί
private property @ ατομική ιδιοκτησία
private sector @ ιδιωτική επιχείρηση
private stock @ ιδιωτικό απόθεμα
private-sector liquidity @ χρηματικά διαθέσιμα
privatisation @ ιδιωτικοποίηση
privilege @ προνόμιο
probationary period @ περίοδος δοκιμασίας
problem @ πρόβλημα
problematic @ προβληματικός
procedure @ διαδικασία
process @ (1) διεργασία
processed cheese @ τετηγμένο τυρί
processed food product @ σύνθετο προϊόν διατροφής
processed foodstuff @ μεταποιημένα τρόφιμα
processing industry @ μεταποιητική βιομηχανία
processing under customs control @ μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο
producer co-responsibility @ συνυπευθυνότητα των παραγωγών
producer group @ ομάδες παραγωγών
producer price @ τιμή παραγωγού
producer's liability @ ευθύνη του παραγωγού
product @ προϊόν
product design @ σχεδίαση προϊόντος
product designation @ ονομασία του προϊόντος
product diversification @ διαφοροποίηση της παραγωγής
product life @ διάρκεια ζωής του προϊόντος
product quality @ ποιότητα του προϊόντος
product safety @ ασφάλεια του προϊόντος
product specialisation @ εξειδίκευση της παραγωγής
production @ παραγωγή
production aid @ ενισχύσεις για την παραγωγή
production capacity @ παραγωγική ικανότητα
production control @ έλεγχος παραγωγής
production cost @ κόστος παραγωγής
production improvement @ βελτίωση της παραγωγής
production planning @ σχεδιασμός της παραγωγής
production policy @ πολιτική της παραγωγής
production quota @ ποσοστώσεις παραγωγής
production refund @ επιστροφή στην παραγωγή
production standard @ κανόνας απόδοσης
production statistics @ στατιστικές παραγωγής
production surplus @ πλεόνασμα παραγωγής
production target @ στόχος της παραγωγής
production technique @ τεχνολογία παραγωγής
productivity @ παραγωγικότητα
professional army @ επαγγελματικός στρατός
professional association @ επαγγελματικός σύνδεσμος
professional career @ επαγγελματική σταδιοδρομία
professional ethics @ επαγγελματική δεοντολογία
professional experience @ επαγγελματική πείρα
professional partnership @ αστική επαγγελματική εταιρία
professional qualifications @ επαγγελματικά προσόντα
professional secret @ επαγγελματικό απόρρητο
professional society @ επαγγελματικός σύλλογος
professional sport @ επαγγελματικός αθλητισμός
professor @ καθηγητής
profit @ κέρδος
profit sharing @ παροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους
profitability @ αποδοτικότητα
programme budgeting @ δημοσιονομικές επιλογές
programmed learning @ αυτοματοποιημένη διδασκαλία
programmer @ προγραμματιστής
programmes industry @ βιομηχανία προγραμμάτων
programming language @ γλώσσα προγραμματισμού
progress @ πρόοδος
prohibited weapon @ απαγορευμένο όπλο
project evaluation @ αξιολόγηση σχεδίου
project management @ εκτέλεση σχεδίου
project of Community interest @ σχέδιο κοινοτικού ενδιαφέροντος
promethium @ προμηθείο
promotion @ επαγγελματική εξέλιξη
promotion of the European idea @ προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας
promulgation of a law @ έκδοση νόμου
pronoun @ αντωνυμία
pronounce @ προφέρω
proof @ απόδειξη
propane gas @ προπάνιο
propeller @ έλικας
property @ ιδιοκτησία
property @ κτήμα
property @ ιδιότητα
property development @ εργολαβία οικοδομών
property insurance @ ασφάλιση πραγμάτων
property leasing @ ενοικίαση ακινήτου
property market @ αγορά ακινήτων
property tax @ έγγειος φόρος
prophet @ προφήτης
proportional representation @ αναλογική αντιπροσώπευση
propose @ προτείνω
prose @ πεζολογία
prosecutor @ κατήγορος
prospective technological studies @ τεχνολογική πρόβλεψη
prostitute @ πόρνη
prostitution @ πορνεία
protactinium @ πρωτακτίνιο
protagonist @ πρωταγωνιστής
protect @ προστατεύω
protected area @ προστατευόμενη ζώνη
protected species @ προστατευόμενο είδος
protection @ προστασία
protection of animal life @ προστασία της πανίδας
protection of animals @ προστασία των ζώων
protection of communications @ προστασία των επικοινωνιών
protection of freedoms @ προάσπιση των ελευθεριών
protection of minorities @ προστασία των μειονοτήτων
protection of plant life @ προστασία της χλωρίδας
protection of privacy @ προστασία της ιδιωτικής ζωής
protection of shareholders @ προστασία των εταίρων
protectionism @ προστατευτισμός
protective clause @ ρήτρα διασφάλισης
protective equipment @ προστατευτικός εξοπλισμός
protein @ πρωτεΐνη
protein products @ πρωτεϊνούχο προϊόν
protest @ διαμαρτυρία
protestant church law @ προτεσταντικό εκκλησιαστικό δίκαιο
Protestantism @ προτεσταντισμός
protocol @ πρωτόκολλο
protocol on sugar @ πρωτόκολλο ζάχαρης
protocol to an agreement @ πρωτόκολλο συμφωνίας
prototype @ πρωτότυπο
Provence-Alpes-Côte d'Azur @ Προβηγκία-Άλπεις-Κυανή Ακτή
proverb @ παροιμία
province @ επαρχία
Province of Antwerp @ επαρχία Αμβέρσας
Province of East Flanders @ επαρχία Ανατολικής Φλάνδρας
Province of Flemish Brabant @ επαρχία Φλαμανδικής Βραβάνδης
Province of Hainault @ επαρχία Αινώ
Province of Liège @ επαρχία Λιέγης
Province of Limbourg @ βελγική επαρχία Λιμβούργου
Province of Luxembourg @ βελγική επαρχία Λουξεμβούργου
Province of Namur @ επαρχία Ναμύρ
Province of Walloon Brabant @ επαρχία Βαλλωνικής Βραβάνδης
Province of West Flanders @ επαρχία Δυτικής Φλάνδρας
provision @ λογιστικό αποθεματικό
provision of services @ παροχή υπηρεσιών
provisional twelfth @ προσωρινά δωδεκατημόρια
proxy vote @ ψήφος δια πληρεξουσίου
prune @ κλαδεύω
Prussia @ Πρωσία
pseudonym @ ψευδώνυμο
psychiatric confinement @ εισαγωγή σε ψυχιατρείο
psychiatric institution @ ψυχιατρείο
psychiatrist @ ψυχίατρος
psychiatry @ ψυχιατρική
psychoanalysis @ ψυχανάλυση
psychokinesis @ τηλεκίνηση
psychological harassment @ ψυχολογική παρενόχληση
psychologist @ ψυχολόγος
psychology @ ψυχολογία
psychometric test @ ψυχομετρικό τεστ
psychosomatic @ ψυχοσωματικός
psychotropic substance @ ψυχότροπη ουσία
puberty @ εφηβεία
public @ δημόσιος
public @ κοινό
public accounting @ δημόσιο λογιστικό
public administration @ δημόσια διοίκηση
public authorities @ δημόσιες αρχές
public awareness campaign @ ευαισθητοποίηση του κοινού
public bank @ δημόσια τράπεζα
public borrowing @ δημόσιο δάνειο
public building @ δημόσιο κτίριο
public conduct of debates @ δημοσιότητα των συζητήσεων
public contract @ δημόσιες συμβάσεις
public debt @ δημόσιο χρέος
public economic law @ Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο
public economy @ οικονομία του δημόσιου τομέα
public education @ δημόσια εκπαίδευση
public expenditure @ δημόσια δαπάνη
public finance @ δημόσια οικονομικά
public financing @ δημόσια χρηματοδότηση
public health @ δημόσια υγεία
public hearing @ δημόσια ακρόαση
public holiday @ αργία
public hygiene @ δημόσια υγιεινή
public institution @ δημόσιος οργανισμός
public insurance @ δημόσια ασφάλιση
public international law @ δημόσιο διεθνές δίκαιο
public investment @ δημόσια επένδυση
public law @ δημόσιο δίκαιο
public legal official @ βοηθητικός δικαστικός λειτουργός
public library @ δημόσια βιβλιοθήκη
public limited company @ ανώνυμη εταιρεία
public morality @ δημόσια ήθη
public office @ δημόσιο αξίωμα
public opinion @ κοινή γνώμη
public order @ δημόσια τάξη
public property @ δημόσια περιουσία
public prosecution @ ποινική αγωγή
public prosecutor's department @ εισαγγελική αρχή
public relations @ δημόσιες σχέσεις
public safety @ δημόσια ασφάλεια
public sector @ δημόσια επιχείρηση
public service @ δημόσια υπηρεσία
public service employee @ υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών
public statement @ δημόσια δήλωση
public stock @ δημόσιο απόθεμα
public transport @ δημόσιες συγκοινωνίες
public works @ δημόσια έργα
publication @ δημοσιεύσεις
publication of a law @ δημοσίευση νόμου
publication of accounts @ δημοσιότητα των λογαριασμών
publication of tariffs @ ανακοίνωση τιμολογίων
publicly-owned forest @ δάση του δημοσίου
public-private partnership @ σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα
publisher @ εκδοτικός οίκος
publishing @ εκδόσεις
publishing deadline @ προθεσμία έκδοσης
publishing of prices @ γνωστοποίηση των τιμών
puck @ σφαίρα
Puerto Rico @ Πόρτο Ρίκο
Puerto Rico @ Πουέρτο Ρίκο
pulp and paper industry @ βιομηχανία χαρτόμαζας και χαρτιού
pulpit @ άμβωνας
pulsar @ πάλσαρ
pulse @ παλμός
pump @ αντλία
pumpkin @ κολοκύθα
punishment @ τιμωρία
pupil @ μαθητής
pupil @ κόρη
puppet @ μαριονέτα
puppy @ κουτάβι
purchase @ πράξη αγοράς
purchase price @ τιμή αγοράς
purchasing habits @ αγοραστικές συνήθειες
purchasing power @ αγοραστική δύναμη
purchasing power parity @ ισοτιμία αγοραστικής δύναμης
purgatory @ καθαρτήριο
purple @ μωβ
purr @ γουργουρίζω
pus @ πύον
push towing @ ώθηση φορτηγίδων
Pushkin @ Πούσκιν
pussy @ γατάκι
pussy @ ψιψίνα
pussy @ πυώδης
pussy @ μουνί
Pyongyang @ Πιονγιάνγκ
pyramid @ πυραμίς
pyramid @ πυραμίδα
Pythagoras @ Πυθαγόρας
python @ Πύθωνας
Qatar @ Κατάρ
QED @ ο.ε.δ.
quack @ πα πα
quackery @ αγυρτία
quadrilateral @ τετράπλευρο
quadrillion @ επτάκις εκατομμύριο
quadrillion @ τετράκις εκατομμύριο
Quaestor of the EP @ Σώμα των Κοσμητόρων
qualified majority @ ειδική πλειοψηφία
qualitative analysis @ ποιοτική ανάλυση
quality @ ποιότητα
quality @ ποιοτικός
quality control circle @ ομάδα ποιότητας
quality control of agricultural products @ ποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων
quality control of industrial products @ ποιοτικός έλεγχος βιομηχανικών προϊόντων
quality label @ σήμα ποιότητας
quality of life @ ποιότητα ζωής
quality of the environment @ ποιότητα του περιβάλλοντος
quality standard @ ποιοτικό πρότυπο
quantitative analysis @ ποσοτική ανάλυση
quantitative restriction @ ποσοτικός περιορισμός
quantity of fish landed @ εκφορτωθείσα ποσότητα
quantization @ κβάντωση
quark @ κουάρκ
quarrel @ καβγάς
quarter @ τέταρτο
quartz @ χαλαζίας
quasar @ κβάζαρ
quasi-fiscal charge @ φόροι υπέρ τρίτων
quaternary sector @ τεταρτογενής τομέας
quay @ προκυμαία
Quebec @ Κεμπέκ
queen @ βασίλισσα
queen @ ντάμα
question @ ερώτηση
question @ ερώτημα
question mark @ ;
question put to a minister @ επερώτηση
question time @ ώρα των ερωτήσεων
quickly @ γρήγορα
Quidditch @ Κουίντιτς
quiet @ ήρεμος
quiet @ ήσυχος
quiet @ ησυχία
quilt @ πάπλωμα
quince @ κυδώνι (kidoni)
quorum @ απαρτία
quotation marks @ εισαγωγικά
quote @ βιβλιογραφική αναφορά
quotient @ πηλίκο
rabbi @ ραββίνος
rabbit @ κουνέλι
rabbit meat @ κρέας κουνελιού
rabies @ λύσσα
race @ φυλή
racial conflict @ φυλετική σύγκρουση
racial discrimination @ φυλετικές διακρίσεις
racism @ ρατσισμός
racism @ φυλετισμός
racist @ ρατσιστής
radiation protection @ προστασία από τη ραδιενέργεια
radical party @ ριζοσπαστικό κόμμα
radio @ ραδιόφωνο
radio equipment @ ραδιοφωνική συσκευή
radio telecommunications @ ασύρματη τηλεπικοινωνία
radioactive effluent @ ραδιενεργά απόβλητα
radioactive materials @ ραδιενεργό υλικό
radioactive pollution @ ραδιενεργός ρύπανση
radioactive waste @ ραδιενεργά κατάλοιπα
radioactivity @ ραδιενέργεια
radiobiology @ ραδιοβιολογία
radish @ ραδίκι
radish @ ραπάνι
radon @ ραδόνιο
raft @ σχεδία
rafting @ μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως
rage @ οργή
rail network @ σιδηροδρομικό δίκτυο
rail transport @ σιδηροδρομικές μεταφορές
railroad @ σιδηρόδρομος
railway @ σιδηρόδρομος
railway industry @ σιδηροδρομικές κατασκευές
railway station @ σιδηροδρομικός σταθμός
railway tariff @ τιμολόγιο σιδηροδρομικών μεταφορών
rain @ βροχή
rain @ βρέχω
rainbow @ ουράνιο τόξο
rainbow trout @ (Amerikaniki Pestrofa)
raisin @ σταφίδα
rake @ τσουγκράνα
rakija @ ρακή
random @ τυχαίος
ransom @ λύτρα
rape @ βιασμός
rapid reaction force @ δύναμη ταχείας αντίδρασης
rare @ σπάνιος
rare gas @ ευγενές αέριο
Ras Al Khaimah @ Ρας αλ Καϊμά
raspberry @ σμέουρο
raspberry @ σμεουριά
rat @ αρουραίος
rate of work @ ρυθμός της εργασίας
ratification of an agreement @ κύρωση συμφωνίας
ratio @ λόγος μεγεθών
ratio @ λόγος
rational number @ ρητός αριθμός
rattlesnake @ κροταλίας
ravine @ φαράγγι
raw @ ωμός
raw chemical industry @ βασική χημική βιομηχανία
raw material @ πρώτη ύλη
raw milk @ νωπό γάλα
raw sugar @ ακατέργαστη ζάχαρη
ray @ ακτίνα
ray @ σαλάχι
ray @ ημιευθεία
razor @ ξυράφι
razorblade @ ξυριστική λεπίδα
reactor cooling system @ ψύξη του αντιδραστήρα
read @ διαβάζω
ready @ έτοιμος
real @ αληθινός
real @ πραγματικός
real @ αυθεντικός
real @ πραγματικός αριθμός
real estate @ ακίνητο
real estate business @ επιχείρηση ακινήτων
real estate credit @ κτηματική πίστη
real estate market @ κτηματική αγορά
real number @ πραγματικός αριθμός
real property @ ακίνητη περιουσία
realism @ ρεαλισμός
realize @ συνειδητοποιώ
realm @ βασίλειο
realm @ σφαίρα
rearmament @ επανεξοπλισμός
reason @ λόγος
reassignment @ επαγγελματική μετακίνηση
rebel @ επαναστατήσει
rebel government @ επαναστατική κυβέρνηση
receivership @ εκκαθάριση της περιουσίας
recent @ πρόσφατος
reception @ υποδοχή
recession @ ύφεση
recipe @ συνταγή
reclaimed land @ ανακτημένη γη
recognition of diplomas @ αναγνώριση διπλωμάτων
recognition of studies @ αναγνώριση σπουδών
recognition of vocational training qualifications @ αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων
recommendation @ σύσταση
reconstituted product @ ανασυσταμένο προϊόν
record @ δίσκος
record @ ρεκόρ
record @ καταγράφω
record @ εγγραφή
record library @ δισκοθήκη
recording @ προεγγεγραμμένο μέσο εγγραφής
recording equipment @ συσκευή εγγραφής
recording medium @ μέσο εγγραφής
recruitment @ πρόσληψη
rectangle @ ορθογώνιο παραλληλόγραμμο
recycle @ ανακυκλώνω
recycled product @ ανακυκλωμένο προϊόν
recycling of capital @ ανακύκλωση κεφαλαίων
recycling technology @ τεχνολογία ανακύκλωσης
red @ ερυθρός
red @ κόκκινο
red @ κόκκινος
red deer @ ελάφι
Red Sea @ Ερυθρά Θάλασσα
Red Sea @ Ερυθρά θάλασσα
red wine @ ερυθρός οίνος
redemption @ εξόφληση
redemption of public debt @ απόσβεση του χρέους
redevelopment aid @ ενισχύσεις μετατροπής
redirection of production @ μετατροπή της παραγωγής
rediscounting @ αναπροεξόφληση
redistribution of income @ αναδιανομή του εισοδήματος
reduced price @ μειωμένη τιμή
reduction of gas emissions @ μείωση των εκπομπών αερίων
reduction of sentence @ μείωση ποινής
reduction of working time @ μείωση του χρόνου εργασίας
redundancy @ απόλυση για οικονομικούς λόγους
re-export @ επανεξαγωγή
refer @ παραπέμπω
referee @ διαιτητής
reference price @ τιμή αναγωγής
reference to the EC Court of Justice for a preliminary ruling @ προδικαστική παραπομπή ΕΚ
referendum @ δημοψήφισμα
reflation @ αναθέρμανση της οικονομίας
reform of the CAP @ μεταρρύθμιση της ΚΓΠ
refrain @ επωδός
refrigerated product @ προϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη
refrigeration industry @ βιομηχανία του ψύχους
refrigerator @ ψυγείο
refugee @ πρόσφυγας
refusal to bid @ άρνηση προσφοράς
refusal to sell @ άρνηση πώλησης
regime change @ αλλαγή καθεστώτος
region @ διοικητική περιφέρεια
region dependent on fishing @ περιφέρεια εξαρτημένη από την αλιεία
Region of Murcia @ Περιφέρεια της Μούρθια
regional accounting @ περιφερειακοί λογαριασμοί
regional agency @ περιφερειακό υποκατάστημα
regional aid @ περιφερειακές ενισχύσεις
regional and local authorities @ οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού
regional authority @ οργανισμός περιφερειακής διοίκησης
regional budget @ περιφερειακός προϋπολογισμός
regional cooperation @ περιφερειακή συνεργασία
regional culture @ τοπική πολιτιστική παράδοση
regional development @ περιφερειακή ανάπτυξη
regional disparity @ περιφερειακές ανισότητες
regional economy @ περιφερειακή οικονομία
regional election @ περιφερειακές εκλογές
regional farm policy @ περιφερειακή γεωργική πολιτική
regional finances @ δημόσια οικονομικά περιφερειακής αυτοδιοίκησης
regional geography @ περιφερειακή γεωγραφία
regional government @ περιφερειακή διοίκηση
regional integration @ περιφερειακή ολοκλήρωση
regional investment @ επένδυση σε περιφερειακό επίπεδο
regional language @ τοπική γλώσσα
regional law @ περιφερειακό δίκαιο
regional market @ περιφερειακή αγορά
regional parliament @ περιφερειακό κοινοβούλιο
regional planning @ περιφερειακός προγραμματισμός
regional police @ περιφερειακή αστυνομία
regional policy @ περιφερειακή πολιτική
regional security @ περιφερειακή ασφάλεια
regional State @ αυτόνομη περιφέρεια
regional statistics @ περιφερειακές στατιστικές
regional transport @ περιφερειακές μεταφορές
regionalisation @ περιφερειοποίηση
regionalisation of trade @ περιφερειακή αποκέντρωση των συναλλαγών
regionalism @ τοπικισμός
regionalist party @ περιφερειακό κόμμα
region-EU relationship @ σχέσεις περιφέρειας-Ευρωπαϊκής Ένωσης
regions and communities of Belgium @ περιφέρειες και κοινότητες του Βελγίου
regions of Austria @ περιφέρειες της Αυστρίας
regions of Denmark @ περιφέρειες της Δανίας
regions of Estonia @ περιφέρειες της  Εσθονίας
regions of Finland @ περιφέρειες της Φινλανδίας
regions of France @ περιφέρειες της Γαλλίας
regions of Germany @ περιφέρειες της Γερμανίας
regions of Greece @ περιφέρειες της Ελλάδας
regions of Hungary @ περιφέρειες της Ουγγαρίας
regions of Ireland @ περιφέρειες της Ιρλανδίας
regions of Italy @ περιφέρειες της Ιταλίας
regions of Latvia @ περιφέρειες της  Λετονίας
regions of Lithuania @ περιφέρειες της Λιθουανίας
regions of Poland @ περιφέρειες της Πολωνίας
regions of Portugal @ περιφέρειες της Πορτογαλίας
regions of Slovakia @ περιφέρειες της Σλοβακίας
regions of Slovenia @ περιφέρειες της Σλοβενίας
regions of Spain @ περιφέρειες της Ισπανίας
regions of Sweden @ περιφέρειες της Σουηδίας
regions of the Czech Republic @ περιφέρειες της Τσεχικής Δημοκρατίας
regions of the Netherlands @ περιφέρειες των Κάτω Χωρών
regions of the United Kingdom @ περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου
register @ καταχωρώ
registered trademark @ σήμα κατατεθέν
registration of a company @ εγγραφή εταιρείας στα μητρώα
registration of voters @ εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους
registration tax @ τέλος πρωτοκόλλου
regret @ μετανιώνω
regret @ λύπη
regulation @ κανονισμός
regulation of agricultural production @ κανονιστικές ρυθμίσεις της γεωργικής παραγωγής
regulation of investments @ κανόνες επενδύσεων
regulation of telecommunications @ κανονισμοί τηλεπικοινωνιών
regulation of transactions @ ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών
regulations for civil servants @ υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου
re-import @ επανεισαγωγή
reindeer @ τάρανδος
reinsurance @ αντασφάλιση
reintegration enterprise @ επιχείρηση ένταξης στην αγορά εργασίας
re-integration into school @ σχολική επανένταξη
reintegration into working life @ επαγγελματική επανένταξη
rejection of the budget @ απόρριψη του προϋπολογισμού
relations between the State and the regions @ σχέση κράτους-περιφέρειας
relations between the two German States @ διαγερμανικές σχέσεις
relationship @ συγγένεια
relationship @ σχέση
relativity @ σχετικότητα
release on licence @ υφ' όρον απόλυση
relief @ ανακούφιση
religion @ θρησκεία
religious conflict @ θρησκευτικός πόλεμος
religious discrimination @ διακρίσεις θρησκεύματος
religious fundamentalism @ ζηλωτισμός
religious group @ θρησκευτική ομάδα
religious institution @ θρησκευτικό ίδρυμα
religious sect @ θρησκευτική αίρεση
religious tourism @ θρησκευτικός τουρισμός
remember @ θυμάμαι
remission of export duties @ απαλλαγή από τέλη εξαγωγής
remote sensing @ τηλεανίχνευση
remuneration of work @ απολαβές από την εργασία
Renaissance @ Αναγέννηση
renewable energy @ ανανεώσιμη ενέργεια
renewable resources @ ανανεώσιμοι πόροι
renewal of an agreement @ παράταση συμφωνίας
rent regulations @ έλεγχος ενοικίων
rental business @ επιχείρηση μίσθωσης
repair @ επιδιορθώνω
reparcelling @ αναδασμός
repatriation grant @ ενισχύσεις για παλιννόστηση
repatriation of capital @ επαναπατρισμός κεφαλαίων
repeal @ κατάργηση
repentance @ μεταμεληθείς
replace @ αντικαθιστώ
replacement of resources @ αναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
replanting @ μεταφύτευση
report @ έκθεση
report @ αναφορά
representative market price @ αντιπροσωπευτική αγοραία τιμή
representative price @ αντιπροσωπευτική τιμή
representative rate @ αντιπροσωπευτικός συντελεστής
repression @ καταστολή
reproduction @ αντίγραφο
reproductive health @ αναπαραγωγική υγεία
reptile @ ερπετό
republic @ αβασίλευτη δημοκρατία
republic @ δημοκρατία
Republic of Armenia @ Δημοκρατία της Αρμενίας
Republic of China @ Δημοκρατία της Κίνας
Republic of Korea @ Δημοκρατία της Κορέας
Republic of Macedonia @ Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας
Republic of Moldova @ Δημοκρατία της Μολδαβίας
Republican Party @ ρεπουμπλικανικό κόμμα
reputation @ φήμη
repute @ φήμη
request @ ζητώ
requisitioning of workers @ επίταξη των εργαζομένων
rescheduling of public debt @ παγιοποίηση του χρέους
research @ έρευνα
research and development @ έρευνα και ανάπτυξη
research body @ οργανισμός έρευνας
research budget @ προϋπολογισμός για την έρευνα
research method @ ερευνητική μέθοδος
research policy @ πολιτική έρευνας
research programme @ πρόγραμμα έρευνας
research project @ ερευνητικό σχέδιο
research report @ έκθεση έρευνας
research results @ αποτελέσματα της έρευνας
research staff @ ερευνητικό προσωπικό
reservation @ κράτηση θέσης
reservation @ επιφύλαξη
reserve army @ εφεδρείες
reserve currency @ αποθεματικό νόμισμα
reserves @ αποθεματικά
residence @ κατοικία
residence permit @ δικαίωμα παραμονής
residential area @ οικιστική ζώνη
residential mobility @ κινητικότητα διαμονής
resignation of the government @ παραίτηση της κυβέρνησης
resin @ ρητίνη
resistance of materials @ αντοχή υλικών
resistor @ αντίσταση
resolution @ ψήφισμα
resolution of parliament @ ψήφισμα του Κοινοβουλίου
Resolution of the Council of the European Union @ ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
resolution of the European Council @ ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
resources of the sea @ θαλάσσιοι πόροι
respect @ σεβασμός
respect @ σέβομαι
respiration @ αναπνοή
respiratory disease @ ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος
rest @ αναπαύομαι
rest @ ακινησία
rest @ ανάπαυση
rest @ ηρεμία
rest period @ χρόνος ανάπαυσης
restaurant @ εστιατόριο
restoration of customs duties @ επαναφορά των δασμών
restriction of liberty @ περιορισμός ελευθερίας
restriction on competition @ περιορισμός του ανταγωνισμού
restrictive trade practice @ σύμπραξη
restrictive-practice authorisation @ άδεια σύμπραξης
restrictive-practice notification @ δήλωση σύμπραξης
result of the vote @ αποτέλεσμα της ψηφοφορίας
retail outlet @ πρατήριο
retail price @ λιανική τιμή
retail selling @ λιανική πώληση
retail trade @ λιανικό εμπόριο
retina @ αμφιβληστροειδής
retired person @ συνταξιούχος
retirement @ συνταξιοδότηση
retirement conditions @ όροι συνταξιοδότησης
retroactivity of a law @ αναδρομικότητα του νόμου
return @ γυρίζω
return @ επιστρέφω
return migration @ παλιννόστηση
reunification @ επανένωση
Réunion @ Ρεϋνιόν
revaluation @ ανατίμηση του νομίσματος
reveal @ αποκαλύπτω
revelation @ αποκάλυψη
revenge @ εκδίκηση
revenue @ έσοδα
revision of an agreement @ αναθεώρηση συμφωνίας
revision of financial perspectives @ αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών
revision of the EC Treaty @ αναθεώρηση της συνθήκης ΕΚ
revolution @ επανάσταση
revolver @ περίστροφο
reward @ ανταμοιβή
reward @ αμείβω
Reykjavik @ Ρέικιαβικ
rhenium @ ρήνιο
Rhine @ Ρήνος
Rhine Valley @ λεκάνη του Ρήνου
Rhineland-Palatinate @ Ρηνανία-Παλατινάτο
rhinoceros @ ρινόκερος
Rhodes @ Ρόδος
rhodium @ ρόδιο
rhombus @ ῥόμβος
Rhône-Alpes @ Ροδανός-Άλπεις
Ribe @ Ρίμπε
rice @ ρύζι
rice @ όρυζα
rich @ πλούσιος
Richard @ Ριχάρδος
rider @ αναβάτης
rifle @ τυφέκιον
Riga @ Ρίγα
right of action @ δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας
right of asylum @ δικαίωμα ασύλου
right of establishment @ δικαίωμα εγκατάστασης
right of pre-emption @ δικαίωμα προτίμησης
right of repossession @ δικαίωμα αναλήψεως του μισθίου
right to culture @ δικαίωμα πολιτιστικής ανάπτυξης
right to demonstrate @ δικαίωμα διαδήλωσης
right to development @ δικαίωμα ανάπτυξης
right to education @ δικαίωμα εκπαίδευσης
right to health @ δικαίωμα στην υγεία
right to housing @ δικαίωμα στέγασης
right to information @ δικαίωμα πληροφόρησης
right to justice @ δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας
right to physical integrity @ δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα
right to stand for election @ δικαίωμα του εκλέγεσθαι
right to stopover @ τέλη ενδιάμεσης στάθμευσης
right to strike @ δικαίωμα απεργίας
right to vote @ δικαίωμα του εκλέγειν
right to work @ δικαίωμα εργασίας
rights of access @ δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα
rights of aliens @ δικαιώματα των αλλοδαπών
rights of civil servants @ δικαιώματα του υπαλλήλου
rights of minorities @ δικαιώματα των μειονοτήτων
rights of the defence @ δικαιώματα της υπεράσπισης
rights of the individual @ ατομικά δικαιώματα
ring @ δαχτυλίδι
ring @ δακτύλιος
ring finger @ παράμεσος
Ringkøbing @ Ρινγκκαίμπινγκ
Rio Group @ Ομάδα του Ρίο
Rioja @ Ριόχα
risk prevention @ πρόληψη των κινδύνων
rite @ τελετουργία
ritual @ τελετουργικό
rivet @ καρφί
road @ οδός
road building @ έργα οδοποιίας
road cabotage @ οδικές ενδομεταφορές
road network @ οδικό δίκτυο
road safety @ οδική ασφάλεια
road services department @ υπηρεσία συντήρησης και καθαρισμού οδών
road traffic @ οδική κυκλοφορία
road transport @ οδικές μεταφορές
road transport tariff @ τιμολόγιο οδικών μεταφορών
roadworthiness tests @ τεχνικός έλεγχος
Robert @ Ρομπέρ
robin @ κοκκινολαίμης
robot @ ρομπότ
robotics @ ρομποτική
robotisation @ αυτοματοποίηση της παραγωγής
rock @ πέτρα
rock @ ροκ
rock dove @ αγριοπερίστερο
rocking chair @ κουνιστή καρέκλα
rod @ ραβδί
rod @ καλάμι
rodent @ τρωκτικό
roe @ αυγοτάραχα
roe deer @ ζ αρκάδι
role @ ρόλος
roll-call vote @ ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως
rolling stock @ σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό
Roma @ Ρομ
Roman @ ρωμαϊκός
Roman @ Ρωμαίος
Roman Empire @ Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Roman law @ ρωμαϊκό δίκαιο
Romania @ Ρουμανία
Romanian @ ρουμάνικα
Rome @ Ρώμη
Rome wasn't built in a day @ Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα
Romeo @ Ρωμαίος
rook @ πύργος
rook @ σταροκόρακας
room @ δωμάτιο
room @ χώρος
rooster @ κόκορας
root @ ρίζα
root crop @ σκαλιστικό φυτό
root vegetable @ λαχανικό με βρώσιμη ρίζα
rope @ σκοινί
rosary @ ροζάριο
rose @ τριαντάφυλλο
rose @ τριανταφυλλιά
rose @ ρόδινο
rosé wine @ ερυθρωπός οίνος
rosemary @ δενδρολίβανο
Rosetta Stone @ Στήλη της Ροζέττας
Roskilde @ Ροσκίλντε
Rostov @ Ροστόφ στον Ντον
Rostov @ Ροστόφ
rot @ σαπίζω
rotten @ σάπιος
royal @ βασιλικός
royalism @ βασιλοφροσύνη
rub @ τρίβω
rubber @ ελαστικό κόμμι
rubber @ γομολάστιχα
rubber @ λάστιχο
rubber industry @ βιομηχανία ελαστικού
rubidium @ ρουβίδιο
ruble @ ρούβλι
ruby @ ρουμπίνι
rude @ αγενής
rule @ ,
rule @ κυβερνώ
rule of law @ κράτος δικαίου
rule under emergency powers @ προσωρινή αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων
ruler @ κανών
ruler @ άρχοντας
rules of procedure @ εσωτερικός κανονισμός
ruling @ απόφαση δικαστηρίου
ruling class @ άρχουσα τάξη
rum @ ρούμι
ruminant @ μηρυκαστικό
run @ τρέχω
rural @ αγροτικός
rural community @ αγροτική κοινότητα
rural development @ αγροτική ανάπτυξη
rural habitat @ αγροτική κατοικία
rural migration @ αγροτική μετανάστευση
rural population @ αγροτικός πληθυσμός
rural region @ αγροτική περιοχή
rural settlement @ αγροτικός οικισμός
rural sociology @ αγροτική κοινωνιολογία
rural tourism @ αγροτικός τουρισμός
Rus @ Ρως
rusk @ παξιμάδι
Russia @ Ρωσία
rust @ σκουριά
ruthenium @ ρουθήνιο
Rwanda @ Ρουάντα
rye @ σίκαλη
Saami @ Σάμι
SAARC @ ASACR
Saarland @ Σάαρ
Saba @ Σάμπα
sack @ σάκκος
sacred text @ ιερό βιβλίο
sacrifice @ θυσία
sacrilege @ ιεροσυλία
sad @ λυπημένος
safety device @ συστήματα ασφαλείας
safety standard @ πρότυπο ασφάλειας
saffron @ κρόκος
Sahel @ Σαχέλ
sail @ πανί
sail @ πλέω
sail @ αρμενίζω
sail @ ίστιο
sailboat @ κότερο
sailing @ ιστιοπλοΐα
sailor @ ναύτης
saint @ άγιος
Saint Christopher and Nevis @ Άγιος Χριστόφορος και Νέβις
Saint Eustatius @ Άγιος Ευστάθιος
Saint Helena @ Αγία Ελένη
Saint Kitts and Nevis @ Άγιος Χριστόφορος και Νέβις
Saint Lucia @ Αγία Λουκία
Saint Martin @ Άγιος Μαρτίνος
Saint Petersburg @ Αγία Πετρούπολη
Saint Pierre and Miquelon @ Άγιος Πέτρος και Μικελόν
Saint Vincent and the Grenadines @ Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες
salad @ τρώξιμα
salami @ σαλάμι
salary @ μισθός
sale @ πώληση
sale @ έκπτωση
sales agent @ αντιπρόσωπος πωλήσεων
sales aid @ ενίσχυση διάθεσης
sales occupation @ εμπορικά επαγγέλματα
sales promotion @ εμπορική προώθηση
sales representative @ εμπορικός αντιπρόσωπος
sales staff @ προσωπικό πωλήσεων
saliva @ σίελος
salt @ άλατα
salt @ άλας
salt @ αλατισμένος
salt @ αλατούχος
SALT Agreement @ συμφωνία SALT
salted product @ αλίπαστο προϊόν
saltwater @ αλμυρό νερό
salty @ αλμυρός
salty @ αλατούχος
Salzburg @ Σάλτσμπουργκ
samarium @ σαμάριο
Samoa @ Σαμόα
Samosata @ Σαμόσατα
sample survey @ στατιστική δειγματολειπτική έρευνα
sampling @ δειγματοληψία
samurai @ σαμουράι
San Francisco @ Σαν Φρανσίσκο
San Marino @ Άγιος Μαρίνος
sand @ άμμος
sand @ αμμουδιά
sandal @ σάνδαλο
sandstorm @ αμμοθύελλα
sandwich @ σάντουιτς
Sanskrit @ σανσκριτική γλώσσα
Santa Claus @ Άγιος Βασίλης
São Paulo @ Σάο Πάολο
São Tomé and Príncipe @ Σάο Τομέ και Πρίνσιπε
sapphire @ ζαφείρι
Sarah @ Σάρα
Sarajevo @ Σαράγεβο
sarcasm @ σαρκασμός
sarcophagus @ σαρκοφάγος
Sardinia @ Σαρδηνία
Satan @ Σατανάς
Satanism @ σατανισμός
satellite @ δορυφόρος
satellite @ τεχνητός δορυφόρος
satellite communications @ δορυφορική επικοινωνία
satellite navigation @ δορυφορική πλοήγηση
satellite town @ πόλη δορυφόρος
satire @ σάτιρα
Saturday @ Σάββατο
saucepan @ κατσαρόλα
Saudi Arabia @ Σαουδική Αραβία
sauerkraut @ λαχανάλμη
sausage @ λουκάνικο
savings @ αποταμίευση
savings bank @ ταμιευτήριο
Savinjska @ Savinjska
savior @ σωτήρας
saw @ πριόνι
saw @ πριονίζω
sawmill @ πριονιστήριο
Saxony @ Σαξονία
Saxony @ Σαξωνία
Saxony-Anhalt @ Σαξονία-Άνχαλτ
saxophone @ σαξόφωνο
saying @ απόφθεγμα
scabbard @ θηκάρι
scaffold @ ικρίωμα
scale @ ζυγαριά
scale @ λέπι
scale @ μέγεθος
scallion @ πρασουλίδα
Scandinavia @ Σκανδιναβία
scandium @ σκάνdιο
scanner @ σαρωτής
scapegoat @ αποδιοπομπαίος τράγος
scar @ ουλή
scene @ σκηνή
schedule @ χρονοδιάγραμμα
Schengen Agreement @ συμφωνία του Σένγκεν
Schengen Information System @ σύστημα πληροφοριών Σένγκεν
schizophrenia @ σχιζοφρένεια
Schleswig-Holstein @ Σλέσβιχ-Χολστάιν
school @ σχολείο
school @ πανεπιστήμιο
school @ σχολή
school @ κοπάδι
school @ διαπαιδαγωγώ
school abroad @ σχολείο εξωτερικού
school age @ σχολική ηλικία
school attendance @ σχολική φοίτηση
school canteen @ κυλικείο σχολείου
school environment @ σχολικό περιβάλλον
school fees @ δίδακτρα
school inspection @ σχολική επιθεώρηση
school legislation @ σχολική νομοθεσία
school life @ σχολική ζωή
school medicine @ σχολίατροι
school results @ σχολική επίδοση
school textbook @ σχολικό εγχειρίδιο
school transport @ μεταφορά μαθητών
school-industry relations @ σχέσεις εκπαίδευσης-βιομηχανίας
schooling @ παροχή παιδείας
schoolwork @ σχολική μελέτη
school-working life relations @ σχέσεις εκπαίδευσης-επαγγελματικής ζωής
science @ επιστήμη
scientific apparatus @ επιστημονική συσκευή
scientific calculation @ επιστημονικός υπολογισμός
scientific cooperation @ επιστημονική συνεργασία
scientific discovery @ επιστημονική ανακάλυψη
scientific education @ εκπαίδευση θετικής κατεύθυνσης
scientific exchange @ επιστημονικές ανταλλαγές
scientific library @ επιστημονική βιβλιοθήκη
scientific press @ επιστημονικός Τύπος
scientific profession @ επιστήμονες
scientific progress @ επιστημονική πρόοδος
scientific report @ επιστημονική πραγματογνωμοσύνη
scientific research @ επιστημονική έρευνα
scorn @ περιφρόνηση
scorpion @ σκορπιός
Scotland @ Σκωτία
scouting @ προσκοπισμός
screen @ οθόνη
screw @ βίδα
screwdriver @ κατσαβίδι
scrotum @ όσχεο
sculpture @ γλυπτική
sculpture @ γλυπτό
sea @ θάλασσα
sea fish @ θαλάσσιο ψάρι
sea fishing @ θαλάσσια αλιεία
sea urchin @ αχινός
sea-bed @ θαλάσσιος βυθός
seal @ φώκια
seaman @ ναυτικός
search @ κατ' οίκον έρευνα
search engine @ μηχανή αναζήτησης
season @ εποχή
seasonal employment @ εποχιακή εργασία
seasonal migration @ εποχική μετανάστευση
seasonal unemployment @ εποχική ανεργία
seasonal worker @ εποχικός εργαζόμενος
seat of Community institution @ έδρα θεσμικού οργάνου
SEATO @ SEATO
second @ δευτερόλεπτο
second @ δεύτερος
second @ δευτερόλεπτο (τόξου)
second @ λεπτό
second ballot @ επαναληπτική ψηφοφορία
second Lomé Convention @ σύμβαση Λομέ ΙΙ
second person @ δεύτερο πρόσωπο
second stage of EMU @ δεύτερη φάση της ΟΝΕ
Second World War @ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
secondary education @ δευτεροβάθμια εκπαίδευση
secondary legislation @ παράγωγο δίκαιο
secondary residence @ δευτερεύουσα κατοικία
secondary sector @ δευτερογενής τομέας
secrecy @ μυστικότητα
secret @ μυστικό
secret @ κρυφός
secret ballot @ μυστική ψηφοφορία
secret service @ μυστική υπηρεσία
secret society @ μυστικές εταιρίες
secretarial allowance @ αποζημίωση γραμματείας
secretarial staff @ προσωπικό γραμματείας
secretariat of an Institution @ γραμματεία του οργάνου
secretary @ γραμματέας
secretary @ υπουργός
Secretary General @ γενικός γραμματέας
section @ μορφοχάλυβες
sectoral agreement @ τομεακή συμφωνία
sectoral aid @ ενίσχυση κατά τομέα
sectoral planning @ προγραμματισμός κατά τομέα
secular education @ μη εκκλησιαστική εκπαίδευση
secular State @ λαϊκό κράτος
secularity @ λαϊκός (μη θρησκευτικός) χαρακτήρας
securities @ κινητές αξίες
security @ ασφάλεια
security of supply @ ασφάλεια εφοδιασμού
security services @ ασφάλεια και φύλαξη
sedimentology @ ιζηματολογία
seductress @ ξελογιάστρα
see @ βλέπω
see @ καταλαβαίνω
seed @ σπόρος για σπορά
seed @ σπόρος
seed capital @ κεφάλαιο αρχικής ώθησης
seed flax @ ελαιούχο λίνο
seedling @ δενδρύλλιο
seem @ φαίνομαι
seesaw @ τραμπάλα
seismic monitoring @ προληπτικά αντισεισμικά μέτρα
seismology @ σεισμολογία
seismology @ (seismologie
seizure of goods @ κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων
selection of pupils @ επιλογή μαθητών
selective dissemination of information @ επιλεκτική διάδοση πληροφοριών
selective distribution agreement @ επιλεκτική διανομή
selenium @ σελήνιο
selenology @ σεληνολογία
self-defence @ νόμιμη άμυνα
self-determination @ αυτοδιάθεση
self-employed person @ ανεξάρτητος επαγγελματίας
self-employment @ αυτοαπασχόληση
self-financing @ αυτοχρηματοδότηση
self-management @ αυτοδιαχείριση
self-regulation @ αυτορρύθμιση
self-service store @ σέλφ-σέρβις
self-sufficiency farming @ καλλιέργεια για διατροφή
self-sufficiency in energy @ ενεργειακή ανεξαρτησία
self-sufficiency in food @ επισιτιστική ανεξαρτησία
self-sufficiency rate @ ποσοστό αυτάρκειας
self-supply @ αυτάρκεια εφοδιασμού
selling at a loss @ πώληση επί ζημία
selling price @ τιμή πώλησης
semen @ σπέρμα
semicolon @ άνω τελεία
semi-manufactured goods @ ημικατεργασμένο προϊόν
semi-metal @ ημιμέταλλα
semiotics @ σημειολογία
semi-public transport @ ημιμαζικά μεταφορικά μέσα
semi-skilled worker @ ημιειδικευμένος εργάτης
semi-soft cheese @ ημίσκληρο τυρί
senate @ γερουσία
Senegal @ Σενεγάλη
senior management @ ανώτερο στέλεχος
seniority @ προϋπηρεσία
sensitive area @ ευαίσθητη ζώνη
sensitive product @ ευαίσθητο προϊόν
Seoul @ Σεούλ
separated person @ σύζυγος εν διαστάσει
separation of powers @ διάκριση εξουσιών
September @ Σεπτέμβριος
Septuagint @ Μετάφραση των Εβδομήκοντα
seraph @ σεραφείμ
Serbia @ Σερβία
Serbia and Montenegro @ Σερβία και Μαυροβούνιο
Serbian @ Σερβικά
sergeant @ λοχίας
sericulture @ σηροτροφία
series @ σύνολο
series @ σειρά
serious @ σοβαρός
serotonin @ σεροτονίνη
servant @ υπηρέτης
server @ διακομιστής
service @ υπηρεσία
service concession @ παραχώρηση υπηρεσιών
service industry @ δραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών
service occupation @ βοηθητικά επαγγέλματα
services company @ επιχείρηση παροχής υπηρεσιών
services contract @ σύμβαση υπηρεσιών
services of general interest @ υπηρεσία κοινής ωφέλειας
sesame @ σουσάμι
set @ σύνολο
set @ βάζω
set @ σειρά
set @ σετ
set @ θεωρία των συνόλων
set @ σκηνικό
set-aside @ πάγωμα των γαιών
settlement of disputes @ διευθέτηση των διαφορών
settler @ έποικος
seven @ επτά
seven deadly sins @ επτά θανάσιμα αμαρτήματα
seventeen @ δεκαεπτά
seventy @ εβδομήντα
seventy-eight @ εβδομήντα οκτώ
seventy-five @ εβδομήντα πέντε
seventy-four @ εβδομήντα τέσσαρες
seventy-nine @ εβδομήντα εννέα
seventy-one @ εβδομήντα έν
seventy-seven @ εβδομήντα επτά
seventy-six @ εβδομήντα έξ
seventy-three @ εβδομήντα τρείς
seventy-two @ εβδομήντα δύο
severance pay @ αποζημίωση λόγω απόλυσης
Seville @ Σεβίλλη
sewage sludge @ ιλύς καθαρισμού λυμάτων
sex @ συνουσία
sex @ φύλο
sex education @ σεξουαλική αγωγή
sexual @ γενετήσιος
sexual discrimination @ διακρίσεις λόγω φύλου
sexual freedom @ σεξουαλική ελευθερία
sexual harassment @ σεξουαλική παρενόχληση
sexual intercourse @ ερωτική επαφή
sexual minority @ σεξουαλικές μειονότητες
sexual mutilation @ γενετήσιος ακρωτηριασμός
sexual offence @ σεξουαλικό έγκλημα
sexual tourism @ σεξουαλικός τουρισμός
sexual violence @ βιασμός
sexuality @ σεξουαλικότητα
sexually transmitted disease @ σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια
Seychelles @ Σεϋχέλλες
shade @ σκιά
shade @ απόχρωση
shadow @ σκιά
shadow cabinet @ σκιώδης κυβέρνηση
Shakespeare @ Σαίξπηρ
shallot @ ασκαλώνιο
shallow @ ρηχός
shame @ ντροπή
Shanghai @ Σανγκάη
shape-memory alloy @ κράματα μνημών
share @ μετοχή
share capital @ εταιρικό κεφάλαιο
share farming @ επίμορτη αγροληψία
shareholder @ μέτοχος
shareholding @ εταιρική συμμετοχή
Sharjah @ Σάρτζα
sharpen @ οξύνω
she @ αυτή
sheath @ θηκάρι
sheep @ προβατοειδή
sheep @ πρόβατο
sheepmeat @ πρόβειο κρέας
sheep's milk cheese @ τυρί πρόβειο
sheet @ φύλλο
shell @ όστρακο
shell @ κέλυφος
shellfish farming @ οστρακοκαλλιέργεια
shepherd @ βοσκός
Shetland Islands @ Νήσοι Σέτλαντ
she-wolf @ λύκαινα
shield @ ασπίδα
shield @ προστατεύω
shift work @ εργασία κατά βάρδιες
Shinto @ ςιντοϊσμός
ship @ πλοίο
ship @ αποστέλλω
ship canal @ θαλάσσια διώρυγα
shipbuilding @ ναυπηγικές κατασκευές
shipping policy @ ναυτιλιακή πολιτική
ship's flag @ σημαία πλοίου
ship's passport @ άδεια ναυσιπλοΐας
shirt @ πουκάμισο
shit @ σκατό
shit @ σκατά
shit @ διάρροια
shoddy @ κακής ποιότητας
shoe @ παπούτσι
shoe @ πέταλο
shoe @ πεταλώνω
shoe @ πέδιλο
shooting star @ διάττων αστήρ
shop @ κατάστημα
shop @ ψωνίζω
shop @ εργαστήριο
shop window @ βιτρίνα
shopping centre @ εμπορικό κέντρο
shore protection @ προστασία των ακτών
shortage @ έλλειψη
shorter working week @ πενθήμερο εργασίας
short-term credit @ βραχυπρόθεσμη πίστωση
short-term economic policy @ συγκυριακή πολιτική
short-term economic prospects @ οικονομική συγκυρία
short-term financing @ βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση
short-term forecast @ βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη
short-time working @ μερική ανεργία
shot @ βολή
shovel @ φτυάρι
shower @ ντους
shower @ βροχούλα
shrew @ νανομυγαλίδα
shrine @ ιερό
shut @ κλείνω
shut up @ σκασμός
Šiauliai @ Šiauliai
Siberia @ Σιβηρία
Sicily @ Σικελία
sick @ άρρωστος
sick leave @ αναρρωτική άδεια
sickle @ δρεπάνι
side @ σελίδα
sideburns @ φαβορίτες
siege @ πολιορκία
Sierra Leone @ Σιέρρα Λεόνε
sieve @ κόσκινο
sign @ σημάδι
sign @ σήμα
sign @ πρόσημο
sign @ ζώδιο
signalling device @ συστήματα σήμανσης
signature @ υπογραφή
signature of an agreement @ υπογραφή συμφωνίας
silence @ σιωπή
silent majority @ σιωπηρή πλειοψηφία
Silesia @ Σιλεσία
Silesia province @ Σιλεσία
silicon @ πυρίτιο
silicon dioxide @ διοξείδιο πυριτίου
silk @ μετάξι
silo @ σιλό
silver @ άργυρος
silverware @ ασημικά
silviculture @ δασοκομία
similar @ παρόμοιος
simile @ παρομοίωση
simple majority @ σχετική πλειοψηφία
simplification of formalities @ απλούστευση των διατυπώσεων
simplification of legislation @ απλούστευση της νομοθεσίας
Simplified Chinese @ τα απλουστευμένα κινέζικα
simulation @ προσομοίωση
simultaneously @ ταυτόχρονα
sin @ αμαρτία
sin @ αμαρταίνω
sine @ ημίτονο
sing @ τραγουδάω
Singapore @ Σιγκαπούρη
single document @ ενιαίο έγγραφο
Single European Act @ Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
single exchange-rate policy @ ενιαία συναλλαγματική πολιτική
single market @ ενιαία αγορά
single monetary policy @ ενιαία νομισματική πολιτική
single parent @ άγαμος γονέας
single-ballot system @ ψηφοφορία σε ένα γύρο
single-crop farming @ μονοκαλλιέργεια
single-family housing @ ανεξάρτητη κατοικία
sink @ βυθίζομαι
sinner @ αμαρτωλός
sinusitis @ ιγμορίτιδα
sisal @ σιζάλ
sister @ αδελφή
sister @ καλόγρια
sister-in-law @ νύφη
siting of power stations @ εγκατάσταση σταθμού ηλεκτροπαραγωγής
situation @ κατάσταση
six @ έξι
sixteen @ δεκαέξι
sixtieth @ εξηκοστός
sixty @ εξήντα
sixty-eight @ εξήντα οκτώ
sixty-five @ εξήντα πέντε
sixty-four @ εξήντα τέσσαρες
sixty-nine @ εξήντα εννέα
sixty-one @ εξήντα έν
sixty-seven @ εξήντα επτά
sixty-six @ εξήντα έξ
sixty-three @ εξήντα τρείς
sixty-two @ εξήντα δύο
size of business @ μέγεθος της επιχείρησης
Skåne county @ Skåne
skeleton @ σκελετός
sketch @ σκαρίφημα
skewer @ σουβλάκι
ski @ σκι
skill obsolescence @ παρωχημένο προσόν
skilled worker @ ειδικευμένος εργάτης
skim @ εξοστρακίζομαι
skim milk @ αποβουτυρωμένο γάλα
skimmed milk @ αποκορυφωμένο γάλα
skimmed milk @ αποβουτυρωμένο γάλα
skimmed milk powder @ αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη
skin @ δέρμα
skin @ γδέρνω
skin disease @ δερματική πάθηση
skip @ χοροπηδώ
skirt @ φούστα
Skopje @ Σκόπια
skull @ κρανίο
skunk @ μεφίτιδα
sky @ ουρανός
skylark @ σταρήθρα
skyscraper @ ουρανοξύστης
slander @ δυσφήμηση
slap @ χαστούκι
slash @ δεξιότροπη κάθετος
slaughter animal @ ζώο για σφαγή
slaughter of animals @ σφαγή ζώων
slaughter premium @ πριμοδότηση σφαγής
slaughtered poultry @ σφαγμένα πουλερικά
slaughterhouse @ σφαγείο
slavery @ δουλεία
sledgehammer @ βαρειά
sleep @ κοιμάμαι
Sleeping Beauty @ ωραία κοιμωμένη
slipper @ παντόφλα
sloth @ νωθρότης
Slovak @ σλοβάκικα
Slovakia @ Σλοβακία
Slovene @ σλοβενικά
Slovene @ Σλοβένος
Slovene @ σλοβενικός
Slovenia @ Σλοβενία
Slovenian @ σλοβενικά
Slovenian @ Σλοβένος
Slovenian @ σλοβενικός
slow @ αργός
slowness @ βραδύτητα
slug @ γυμνοσάλιαγκας
sluice-gate price @ τιμή ανάσχεσης
slum @ τενεκεδούπολη
Småland and the islands @ Småland και Νήσοι
small @ μικρός
small @ νέος
small and medium industries @ μικρομεσαία βιομηχανία
small and medium-sized enterprises @ μικρομεσαίες επιχειρήσεις
small business @ μικρή επιχείρηση
small industry @ μικρή βιομηχανία
small retailer @ μικρό κατάστημα
small town @ κωμόπολη
smallholding @ μικρή γεωργική εκμετάλλευση
smallpox @ ευλογιά
smile @ χαμόγελο
smith @ σιδηρουργός
smoke @ καπνός
smoke @ καπνίζω
smoke @ τσιγάρο
smoked product @ καπνιστό προϊόν
smoker @ καπνιστής
smoking @ νικοτινίαση
smoking @ κάπνισμα
snail @ σαλιγκάρι
snake @ ελίσσομαι
snore @ ροχαλίζω
snow @ χιονίζω
snow @ χιόνι
Snow White @ Χιονάτη
snowball @ χιονόμπαλα
snowman @ χιονάνθρωπος
snowstorm @ χιονοθύελλα
soap @ σαπουνίζω
soap opera @ σαπουνόπερα
sober @ νηφάλιος
soccer @ ποδόσφαιρο
Sochi @ Σότσι
social adjustment @ κοινωνική προσαρμογή
social analysis @ κοινωνική ανάλυση
social assistance @ κοινωνική συνδρομή
social audit @ κοινωνικός απολογισμός
social behaviour @ κοινωνική συμπεριφορά
social budget @ κοινωνικός προϋπολογισμός
social change @ κοινωνική αλλαγή
social class @ κοινωνική τάξη
social clause @ κοινωνική ρήτρα
social conflict @ κοινωνική σύγκρουση
social cost @ κοινωνικό κόστος
social court @ δικαστήριο κοινωνικών διαφορών
social Darwinism @ Κοινωνική δαρβινισμός
social democracy @ σοσιαλδημοκρατία
Social Democratic Party @ σοσιαλδημοκρατικό κόμμα
social development @ κοινωνική εξέλιξη
social dialogue @ κοινωνικός διάλογος
social dumping @ κοινωνικό ντάμπινγκ
social economy @ κοινωνική οικονομία
social facilities @ κοινωνικός εξοπλισμός
social impact @ κοινωνικός αντίκτυπος
social indicator @ κοινωνικός δείκτης
social inequality @ κοινωνική ανισότητα
social integration @ κοινωνική ενσωμάτωση
social labelling @ κοινωνικό σήμα
social legislation @ κοινωνικό δίκαιο
social life @ κοινωνική ζωή
social medicine @ κοινωνική ιατρική
social mobility @ κοινωνική κινητικότητα
social movement @ κοινωνικό κίνημα
social norm @ κοινωνικός κανόνας
social pact @ κοινωνικό σύμφωνο
social participation @ κοινωνική συμμετοχή
social partners @ κοινωνικοί εταίροι
social policy @ κοινωνική πολιτική
Social Policy Agreement @ Κοινωνικό Σύμφωνο ΕΚ
social problem @ κοινωνικά προβλήματα
social rehabilitation @ κοινωνική επανένταξη
social rights @ κοινωνικά δικαιώματα
social role @ κοινωνικός ρόλος
social sciences @ κοινωνικές επιστήμες
social security @ κοινωνική ασφάλιση
social security legislation @ δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων
social services @ κοινωνική υπηρεσία
social situation @ κοινωνική κατάσταση
social status @ κοινωνική θέση
social structure @ κοινωνική δομή
social survey @ κοινωνική έρευνα
social transfers @ μεταβιβαστικές πληρωμές
social well-being @ κοινωνική ευημερία
social work @ κοινωνική εργασία
social worker @ κοινωνικός λειτουργός
socialism @ σοσιαλισμός
Socialist International @ Σοσιαλιστική Διεθνής
Socialist Party @ σοσιαλιστικό κόμμα
social-security benefit @ κοινωνική παροχή
social-security contribution @ εισφορά κοινωνικής ασφάλισης
social-security harmonisation @ εναρμόνιση κοινωνικών ασφαλίσεων
socially disadvantaged class @ μειονεκτούσα κοινωνική κατηγορία
society @ κοινωνία
society @ σύλλογος
sociocultural facilities @ κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις
sociocultural group @ κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες
socioeconomic conditions @ κοινωνικοοικονομικές συνθήκες
sociology @ κοινωνιολογία
sociology of education @ κοινωνιολογία της εκπαίδευσης
sociology of law @ κοινωνιολογία του δικαίου
socioprofessional category @ κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία
sock @ κάλτσα
Socrates @ Σωκράτης
sodium @ νάτριο
sodium benzoate @ βενζοϊκό νάτριο
SOEC @ Στατιστική Υπηρεσία ΕΚ
sofa @ καναπές
Sofia @ Σόφια
soft cheese @ μαλακό τυρί
soft drink @ αναψυκτικό
soft energy @ ήπιες μορφές ενέργειας
soft fruit @ ραγώδες
soft technology @ ήπιες μορφές τεχνολογίας
software @ λογισμικό
soil analysis @ εδαφολογική ανάλυση
soil chemistry @ χημεία εδάφους
soil conditioning @ βελτιωτικά του εδάφους
soil improvement @ βελτίωση του εδάφους
soil pollution @ ρύπανση του εδάφους
soil preparation @ προετοιμασία του εδάφους
soil protection @ προστασία του εδάφους
soil resources @ εδαφικοί πόροι
soil science @ εδαφολογία
soil type @ είδος εδάφους
solace @ παρηγοριά
solar architecture @ ηλιακή αρχιτεκτονική
solar collector @ ηλιακός συλλέκτης
solar energy @ ηλιακή ενέργεια
solar energy end-use applications @ εφαρμογή της ηλιακής ενέργειας
Solar System @ ηλιακό σύστημα
soldier @ στρατιώτης
sole @ σόλα
sole @ γλώσσα
sole proprietorship @ ατομική επιχείρηση
solid @ στερεός
solid @ στερεό
solitude @ μοναξιά
Solomon Islands @ Νήσοι Σολομώντος
solution @ λύση
solution @ διάλυμα
solvent @ διαλύτης
Somali @ Σομαλικά
Somalia @ Σομαλία
someone @ κάποιος
something @ κάτι
sometimes @ πότε-πότε
somewhere @ κάπου
son @ γιος
son of a bitch @ κάθαρμα
sonata form @ φόρμα σονάτας
song @ τραγούδι
son-in-law @ γαμπρός
sonnet @ σονέτο
soon @ σύντομα
sorcerer @ μάγος
sorghum @ σόργο
sorrel @ λάπαθο
sorrow @ θλίψη
sorry @ συγγνώμη
so-so @ έτσι κι έτσι
soul @ ψυχή
soul @ σόουλ
sound insulation @ ηχομόνωση
sound reproduction equipment @ μηχάνημα αναπαραγωγής ήχου
soup @ σούπα
source @ πηγή
source code @ πηγαίος κώδικας
source of aid @ προέλευση της βοήθειας
source of information @ πηγή πληροφοριών
source of law @ πηγή δικαίου
south @ νότος
south @ νότιος
South Africa @ Νοτιοαφρικανική Ένωση
South Africa @ Νότια Αφρική
South America @ Νότια Αμερική
South Asia @ Νότια Ασία
South Holland @ Νότια Ολλανδία
South Jutland @ Νότια Γιουτλάνδη
South Korea @ Νότια Κορέα
South Ossetia @ Νότια Οσετία
South Pole @ Νότιος Πόλος
South Sweden @ Νότια Σουηδία
southeast @ νοτιονατολικά
South-East Asia @ Νοτιοανατολική Ασία
South-East England @ Νοτιοανατολική Αγγλία
South-east Slovenia @ Νοτιοανατολική Σλοβενία
southern @ νότιος
Southern  Aegean @ Νότιο Αιγαίο
Southern Africa @ Νότια Αφρική
Southern Alföld @ Νότιο Alföld
Southern Bohemia @ Νότια Βοημία
Southern Estonia @ Νότια Εσθονία
Southern Europe @ Νότια Ευρώπη
Southern Finland @ Νότια Φινλανδία
Southern Moravia @ Νότια Μοραβία
Southern Transdanubia @ Νότια Υπερδουναβία
South-South cooperation @ συνεργασία Νότου-Νότου
southwest @ νοτιοδυτικά
southwest @ νοτιοδυτικός
South-West England @ Νοτιοδυτική Αγγλία
Soviet Union @ Σοβιετική Ένωση
soya bean @ σόγια
soya bean oil @ σογιέλαιο
Södermanland county @ Södermanland
space @ χώρος
space @ διάστημα
space navigation @ διαστημική πλοήγηση
space policy @ πολιτική του διαστήματος
space property right @ κυριότητα στο διάστημα
space research @ διαστημική έρευνα
space science @ επιστήμη του διαστήματος
space station @ δορυφορικός σταθμός
space technology @ διαστημική τεχνική
space transport @ διαστημικές μεταφορές
space vehicle @ διαστημικό όχημα
space-based weapons @ διαστημικά όπλα
spacecraft @ διαστημόπλοιο
spaceship @ διαστημόπλοιο
spacetime @ χωρόχρονος
spade @ φτυάρι
spade @ μπαστούνι
spaghetti @ μακαρόνια
Spain @ Ισπανία
Spaniard @ Ισπανός
Spanish @ ισπανικά
spare part @ ανταλλακτικά
sparkling wine @ αφρώδης οίνος
sparrow @ σπουργίτης
sparrow hawk @ ξεφτέρι
Sparta @ Σπάρτη
SPC @ SPC
speak @ μιλώ
Speaker of Parliament @ πρόεδρος του Κοινοβουλίου
special chemicals @ βιομηχανία βοηθητικών χημικών υλών
special drawing rights @ ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα
special education @ ειδική εκπαίδευση
special leave @ ειδική άδεια
special metal @ ειδικό μέταλλο
special polymer @ ειδικά πολυμερή
special procedure @ ειδική διαδικασία
special steels @ ειδικοί χάλυβες
special tax @ έκτακτος φόρος
specialisation agreement @ συμφωνία ειδίκευσης
specialisation of trade @ εξειδίκευση των συναλλαγών
specialised committee @ ειδική επιτροπή
specialist @ ειδικευμένος εργάτης
special-status institution @ ιδιότυπο πιστωτικό ίδρυμα
specialty @ ειδικότητα
specific @ ειδοποιός
specification of tariff heading @ δασμολογική εξειδίκευση
spectacles @ ματογυάλια
spectator @ θεατής
spectrometry @ φασματομετρία
speculative funds @ κερδοσκοπικά κεφάλαια
speech @ λόγος
speed control @ καθορισμός ορίων ταχύτητας
speed of light @ ταχύτητα του φωτός
speed reading @ μέθοδος ταχείας ανάγνωσης
spell @ γράφω
spell @ ξόρκι
sperm @ σπέρμα
sperm @ σπερματοζωάριο
spermatozoon @ σπερματοζωάριο
sphere @ σφαίρα
sphinx @ σφίγγα
spice @ καρύκευμα
spider @ αράχνη
Spider-Man @ Σπάιντερμαν
spikenard @ νάρδος
spinach @ ,
spinal cord @ νωτιαίος μυελός
spine @ σπονδυλική στήλη
spine @ ράχη
spinning top @ σβούρα
spirit @ πνεύμα
spirit @ οινοπνευματώδες
Spiritism @ πνευματισμός
spirits @ απόσταγμα
spiritual @ πνευματικός
spit @ φτύνω
spleen @ σπλήνα
Spodnjeposavska @ Spodnjeposavska
sponge @ σφουγγάρι
sponsorship @ χορηγία
spoonful @ κουταλιά
sport @ αθλητισμός
sport fishing @ ψάρεμα
sporting event @ αθλητική εκδήλωση
sports body @ αθλητική οργάνωση
sports equipment @ αθλητικά είδη
sports facilities @ αθλητικές εγκαταστάσεις
sportsman @ αθλητικός τύπος
spot @ βούλα
spot market @ αγορά spot
spouse @ σύζυγος
spreadsheet @ λογιστικό φύλλο
spring @ άνοιξη
spring @ νερομάνα
spring @ ελατήριο
spring @ αναπηδώ
spring @ ξεπροβάλλω
spruce @ ερυθρελάτη
spy @ κατάσκοπος
spy @ κατασκοπεύσει
square @ τετράγωνο
square @ πλατεία
square @ δίεση
squid @ καλαμάρι
squirrel @ σκίουρος
Sri Lanka @ Σρι Λάνκα
St. Elmo's fire @ Άγιοι Νικόληδες
Stabex @ Stabex
stability pact @ σύμφωνο σταθερότητας
stability programme @ πρόγραμμα σταθερότητας
stadium @ στάδιο
staff @ προσωπικό
staff assessment @ αξιολόγηση του προσωπικού
staff regulations @ υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού
staggering of holidays @ διακοπές κατά τμήματα
stagnant water @ στάσιμα ύδατα
stained glass @ υαλογραφία
stainless steel @ ανοξείδωτο ατσάλι
stair @ σκάλα
stairs @ σκάλα
stake @ πάσσαλος
stalemate @ πατ
Stalin @ Στάλιν
stalk @ μίσχος
stamp duty @ τέλη χαρτοσήμου
stand @ στέκομαι
standage @ τέλη στάθμευσης
standard @ πρότυπο
standard agreement health care @ συμβεβλημένη ιατρική
standard of living @ βιοτικό επίπεδο
standardisation @ τυποποίηση
standardised accounting system @ τυποποιημένο λογιστικό σύστημα
standing committee @ μόνιμη επιτροπή
Stanislav @ Στανισλάβ
stapes @ αναβολέας
star @ αστέρι
Star Wars @ Ο Πόλεμος των Άστρων
starch @ άμυλο
starfish @ αστερίας
starling @ ψαρόνι
start @ αρχή
start @ αφετηρία
START agreement @ Συμφωνία START
startup business @ νεοσύστατη επιχείρηση
State @ κράτος
state @ κράτος
state @ κατάσταση
State aid @ κρατικές ενισχύσεις
State farm @ κρατική γεωργική εκμετάλλευση
State health service @ εθνικό σύστημα υγείας
State monopoly @ κρατικό μονοπώλιο
state of emergency @ κατάσταση εκτάκτου ανάγκης
State secret @ κρατικό απόρρητο
State trading @ κρατικό εμπόριο
stateless person @ άπατρις
State-owned land @ δημόσια κτήματα
stationing of forces @ σταθμεύουσες δυνάμεις
statistical method @ στατιστική μέθοδος
statistics @ στατιστική
statue @ άγαλμα
status of Berlin @ καθεστώς του Βερολίνου
status of Jerusalem @ καθεστώς της Ιερουσαλήμ
status of the person elected @ καθεστώς του αιρετού άρχοντα
Statute for Members of the European Parliament @ καθεστώς των βουλευτών
statutory power @ κανονιστική εξουσία
steam @ υδρατμός
steam engine @ ατμομηχανή
steamboat @ ατμόπλοιο
steamer @ ατμόπλοιο
steamship @ ατμόπλοιο
steel @ χάλυβας
Steiermark @ Steiermark
stem cell @ βλαστοκύτταρο
stepfamily @ επανασυσταθείσα οικογένεια
stepfather @ πατριός
stepmother @ θετή μητέρα
sterilisation @ στείρωση
sterilised milk @ αποστειρωμένο γάλα
sterilize @ αποστειρώσει
stern @ πρύμνη
stethoscope @ στηθοσκόπιο
stick @ ραβδί
stick @ βέργα
stick @ ράβδος
stick @ μπαστούνι
still wine @ μη αφρώδης οίνος
stillbirth @ θνησιγένεια
stimulant @ τονωτικό
stirrup @ αναβολέας
stock @ απόθεμα
stock exchange @ χρηματιστήριο αξιών
stock-exchange listing @ διαμόρφωση τιμών χρηματιστηριακών τίτλων
stock-exchange transaction @ χρηματιστηριακές εργασίες
Stockholm @ Στοκχόλμη
stockpiling of weapons @ αποθήκευση όπλων
stomach @ στομάχι
stone @ πέτρα
stone @ λίθος
Stone Age @ Εποχή του Λίθου
stone fruit @ δρύπη
stool @ σκαμνί
stool @ κόπρανα
stop @ παύω
stop @ τελειώνω
stop @ στάση
storage @ αποθεματοποίηση
storage capacity @ δυναμικό αποθήκευσης
storage cost @ κόστος αποθήκευσης
storage of food @ αποθήκευση τροφίμων
storage of hydrocarbons @ αποθήκευση υδρογονανθράκων
storage of waste @ απόθεση απορριμμάτων
storage premium @ πριμοδότηση αποθεματοποίησης
store @ εμπορείο
store @ αποθήκη
stork @ πελαργός
storm @ καταιγίδα
storm @ ανεμοθύελλα
Storstrøm @ Στορστραίμ
story @ ιστορία
stove @ θερμάστρα
straight @ ίσιος
strait @ πορθμός
strange @ παράξενος
stranger @ ξένος
Strasbourg @ Στρασβούργο
strategic defence @ στρατηγική άμυνα
strategic nuclear weapon @ στρατηγικά πυρηνικά όπλα
strategic reserves @ στρατηγικά αποθέματα
stratospheric pollutant @ στρατοσφαιρικός ρύπος
stratospheric pollution @ ρύπανση της στρατόσφαιρας
strawberry @ φράουλα
strawberry @ φραουλιά
street @ οδός
street children @ παιδί του δρόμου
strength @ δύναμη
stress @ ένταση
stress @ τόνος
stress @ άγχος
strife @ σύγκρουση
strike @ απεργία
string @ σπάγγος
strip @ ταινία
stroll @ βόλτα
strontium @ στρόντιο
structural adjustment @ διαρθρωτική προσαρμογή
structural expenditure @ διαρθρωτική δαπάνη
structural fluctuation @ διαρθρωτικές διακυμάνσεις
Structural Funds @ διαρθρωτικά ταμεία
structural policy @ διαρθρωτική πολιτική
structural unemployment @ διαρθρωτική ανεργία
structure @ τεχνικά έργα
struggle @ αγώνας
student @ φοιτητής
student mobility @ κινητικότητα διδασκομένων
student residence @ φοιτητική εστία
stupid @ βλάκας
sturgeon @ οξύρρυγχος
style @ ύφος
subcontracting @ υπεργολαβία
subject @ θέμα
subject @ υποκείμενο
subject @ αντικείμενο
subject @ υποτελής
subjunctive @ υποτακτική
submarine @ υποβρύχιο
submarine @ υποβρύχιος
sub-proletariat @ υποπρολεταριάτο
sub-Saharan Africa @ Αφρική νοτίως της Σαχάρας
subsidiary @ θυγατρική εταιρεία
subsidiary budget @ προσαρτημένος προϋπολογισμός
subsidised housing @ εργατικές κατοικίες
subsistence economy @ οικονομία συντήρησης
subsistence farming @ γεωργία συντήρησης
subsistence level income @ κατώτατο εισόδημα επιβίωσης
substance @ ουσία
substandard housing @ ανθυγιεινές κατοικίες
substitute fuel @ υποκατάστατο καύσιμο
substitute product @ υποκατάστατο προϊόν
subtraction @ αφαίρεση
subtropical zone @ υποτροπική ζώνη
suburban area @ προαστιακή ζώνη
suburban transport @ προαστιακές συγκοινωνίες
subway @ μετρό
such is life @ έτσι είναι η ζωή
suckler cow @ θηλάζουσα αγελάδα
sucrose @ σακχαρόζη
Sudan @ Σουδάν
sudden @ ξαφνικός
suddenly @ ξαφνικά
Suez Canal @ Διώρυγα του Σουέζ
Suez Canal @ Διώρυγα Σουέζ
suffering @ βάσανο
sugar @ ζάχαρη
sugar @ σάκχαρο
sugar beet @ ζαχαρότευτλο
sugar cane @ ζαχαροκάλαμο
sugar industry @ βιομηχανία ζάχαρης
sugar levy @ εισφορά ζάχαρης
sugar product @ προϊόν με βάση τη ζάχαρη
sugar refining @ διύλιση ζάχαρης
suggest @ προτείνω
suicide @ αυτοκτονία
suicide @ αυτόχειρας
Sulawesi @ Σουλάβεζι
sulfur @ θείο
sulphur @ θείον
sulphuric acid @ θειικό οξύ
sultan @ σουλτάνος
sum @ άθροισμα
Sumatra @ Σουμάτρα
Sumerian @ Σουμεριακή γλώσσα
summarising @ συμπύκνωση
summary @ περίληψη
summary procedure @ ασφαλιστικά μέτρα
summer @ καλοκαίρι
summertime @ θερινή ώρα
summit meeting @ σύνοδος κορυφής
Sun @ ήλιος
sun @ ήλιος
Sunday @ Κυριακή
Sunday working @ εργασία την Κυριακή
sundial @ ηλιακό ρολόι
sunflower @ ηλίανθος
sunflower seed oil @ ηλιέλαιο
sunglasses @ γυαλιά ηλίου
sunrise @ ανατολή
sunset @ δύση
super @ hyper
superconducting alloy @ υπεραγώγιμα κράματα
superior @ ανώτερος
superlative @ υπερθετικός
supermarket @ μεγάλο πολυκατάστημα
supermarket @ υπεραγορά
supervisor @ εργοδηγός
supervisory body @ ελεγκτικό όργανο
supervisory power @ εξουσία ελέγχου
supper @ δείπνο
supper @ απόδειπνο
supplementary aid for products @ συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα
supplementary budget @ συμπληρωματικός προϋπολογισμός
supplementary financing @ συμπληρωματική χρηματοδότηση
supplementary income @ πρόσθετο εισόδημα
supplementary pension @ επικουρική σύνταξη
supplementary trade mechanism @ συμπληρωματικός μηχανισμός
supplier @ προμηθευτής
supplies contract @ σύμβαση προμηθειών
supply @ εφοδιασμός
supply and demand @ προσφορά και ζήτηση
supply balance sheet @ ισοζύγιο εφοδιασμού
supplying of documents @ διάθεση εγγράφου
support mechanism @ μηχανισμός στήριξης
support policy @ πολιτική στήριξης
support price @ τιμή στήριξης
support tariff @ τιμολόγιο στήριξης
supranationality @ υπερεθνικότητα
supreme @ ανώτατος
surface transport @ επίγειες μεταφορές
surface water @ επιφανειακά ύδατα
surgeon @ χειρουργός
surgeon @ ,
surgery @ χειρουργική
surgery @ χειρουργείο
Surinam @ Σουρινάμ
Suriname @ Σουρινάμ
surname @ επώνυμο
surplus stock @ πλεονασματικό απόθεμα
surprise @ έκπληξη
surprise @ αιφνιδιασμός
surrealism @ υπερρεαλισμός
surrogate mother @ φέρουσα μητέρα
surrogate mother @ αναπληρωματική μητέρα
surveillance @ προφυλάκιση
surveillance concerning imports @ εποπτεία εισαγωγών
survivor's benefit @ παροχή επιζώντων
sushi @ σούσι
suspension of aid @ αναστολή της βοήθειας
suspension of customs duties @ αναστολή των δασμών
suspension of payments @ παύση πληρωμών
suspension of sentence @ αναστολή εκτελέσεως της ποινής
sustainable agriculture @ βιώσιμη γεωργία
sustainable development @ αειφόρος ανάπτυξη
sustainable forest management @ βιώσιμη δασοκομία
sustainable mobility @ βιώσιμη κινητικότητα
Svalbard @ Σφάλμπαρ
Svalbard and Jan Mayen Islands @ Νήσοι Σφάλμπαρ και Γιαν Μαϋέν
swallow @ χελιδόνι
swallow @ καταπίνω
swan @ κύκνος
swan song @ κύκνειο άσμα
swap arrangement @ διασταυρούμενες πιστώσεις
swarm @ σμήνος
swarm @ εσμός
Swaziland @ Σουαζιλάνδη
sweat @ ιδρώτας
sweat @ ιδρώνω
swede @ γουλί
Swede @ Σουηδός
Sweden @ Σουηδία
Swedish @ σουηδικά
sweet @ γλυκός
sweet @ πράος
sweet @ ανάλατος
sweet @ ευωδιαστός
sweet @ γλυκόηχος
sweet potato @ γλυκοπατάτα
sweetener @ γλυκαντικό
swim @ κολυμπώ
swim @ κολύμβηση
swimsuit @ μαγιό
swine @ χοιροειδή
swine flu @ γρύπη των χοιρών
swing @ κούνια
swing @ κουνιέμαι
switch @ διακόπτης
Switzerland @ Ελβετία
sword @ ξίφος
swordfish @ ξιφίας
Sydney @ Σύδνεϋ
syllable @ συλλαβή
symbol of State @ σύμβολο του κράτους
symmetry @ συμμετρία
sympathetic nervous system @ συμπαθητικό νευρικό σύστημα
symptom @ σύμπτωμα
synchronize @ συγχρονίζω
syndrome @ συνδρομή
synonym @ συνώνυμο
syntax @ συντακτικό
synthesizer @ συνθέτης
synthetic protein @ συνθετική πρωτεΐνη
synthetic rubber @ συνθετικό ελαστικό
Syria @ Συρία
syringe @ σύριγγα
syrup @ σιρόπι
Sysmin @ Sysmin
system @ σύστημα
systems interconnection @ διασύνδεση συστημάτων
TAB @ ΤΑΒ
table @ τραπέζι
table @ πίνακας
table tennis @ επιτραπέζια αντισφαίριση
table wine @ επιτραπέζιος οίνος
tablecloth @ τραπεζομάντηλο
tablespoon @ κουτάλι
tactical nuclear weapon @ τακτικά πυρηνικά όπλα
taiga @ τάιγκα
tailor @ γοφάρι
Taipei @ Ταϊπέι
Taiwan @ Ταϊβάν
Taiwanese @ ταϊβανικά
Tajikistan @ Τατζικιστάν
take part @ συμμετέχω
takeover bid @ δημόσια προσφορά εξαγοράς μετοχών
talent @ τάλαντο
talk @ μιλώ
talk @ συνομιλία
talk @ διάλεξη
Tallinn @ Ταλλίν
tambourine @ ντέφι
Tanganyika @ Modern: el
tangent @ εφαπτομένη
tank @ άρμα μάχης
tank @ δεξαμενή
tanker @ δεξαμενόπλοιο
tantalum @ ταντάλιο
Tanzania @ Τανζανία
tape recorder @ μαγνητόφωνο
tapir @ τάπιρος
target @ στόχος
target price @ ενδεικτική τιμή
Taric @ TARIC
tariff agreement @ δασμολογική συμφωνία
tariff barrier @ δασμολογικό εμπόδιο
tariff ceiling @ ανώτατο όριο δασμού
tariff exemption @ δασμολογική απαλλαγή
tariff negotiations @ δασμολογικές διαπραγματεύσεις
tariff nomenclature @ δασμολογική ονοματολογία
tariff policy @ δασμολογική πολιτική
tariff preference @ προτιμησιακό δασμολόγιο
tariff quota @ δασμολογική ποσόστωση
tariff reduction @ δασμολογική μείωση
tariff zone @ δασμολογική ζώνη
tartaric acid @ τρυγικό οξύ
Tashkent @ Τασκένδη
Tasmania @ Τασμανία
tattoo @ τατουάζ
taunt @ λοιδορώ
taunt @ χλευασμός
Tauragė @ Tauragė
Tawal @ Ταβάλ
tawny owl @ χουχουριστιής
tax @ φόρος
tax authorities @ οικονομική εφορία
tax avoidance @ φοροαποφυγή
tax collection @ είσπραξη φόρου
tax convention @ φορολογική σύμβαση
tax debt write-off @ διαγραφή της φορολογικής οφειλής
tax evasion @ φοροδιαφυγή
tax exemption @ φορολογική απαλλαγή
tax harmonisation @ εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων
tax incentive @ φορολογικό κίνητρο
tax inspection @ φορολογικός έλεγχος
tax law @ φορολογικό δίκαιο
tax offence @ φορολογικό έγκλημα
tax on capital @ φορολογία κεφαλαίου
tax on consumption @ φόρος κατανάλωσης
tax on employment income @ φόρος μισθών και ημερομισθίων
tax on income @ φόρος εισοδήματος
tax on investment income @ φόρος επί της αποδόσεως κεφαλαίου
tax on oils and fats @ φόρος λιπαρών ουσιών
tax on profits of self-employment @ φόρος επί των κερδών
tax rebate @ επιστροφή φόρων
tax reform @ φορολογική μεταρρύθμιση
tax relief @ έκπτωση φόρου
tax return @ φορολογική δήλωση
tax system @ φορολογία
taxable income @ φορολογητέο εισόδημα
tax-free allowance @ φορολογική ατέλεια
taxi @ ταξί
taxpayer @ φορολογούμενος
Tbilisi @ Τιφλίδα
Tchaikovsky @ Τσαϊκόφσκι
tea @ τσάι
teach @ διδάσκω
teacher @ εκπαιδευτικός
teacher training @ σπουδές εκπαιδευτικών
teaching @ εκπαίδευση
teaching curriculum @ πρόγραμμα διδασκαλίας
teaching materials @ διδακτικό υλικό
teaching method @ παιδαγωγική μέθοδος
teaching quality @ ποιότητα της διδασκαλίας
teaching software @ εκπαιδευτικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών
teal @ αγριόπαπια
team work @ ομαδική εργασία
teapot @ τσαγιέρα
teaspoon @ κουταλάκι του γλυκού
technetium @ τεχνήτιο
technical barrier @ τεχνικό εμπόδιο
technical ceramics @ κεραμικά υλικά
technical cooperation @ τεχνική συνεργασία
technical education @ τεχνική εκπαίδευση
technical profession @ τεχνικά επαγγέλματα
technical regulations @ τεχνικός κανονισμός
technical rule @ τεχνικός κανόνας
technical specification @ τεχνική προδιαγραφή
technical standard @ τεχνικό πρότυπο
technician @ technologos
technological change @ τεχνολογική αλλαγή
technological independence @ τεχνολογική ανεξαρτησία
technological process @ τεχνολογικές διεργασίες
technology @ τεχνολογία
technology assessment @ τεχνολογική αξιολόγηση
technology park @ τεχνολογικό πάρκο
technology transfer @ μεταφορά τεχνολογίας
teenager @ έφηβος
Tehran @ Τεχεράνη
Tel Aviv @ Τελ Αβίβ - Γιάφα
telecommunications @ τηλεπικοινωνία
telecommunications equipment @ τηλεπικοινωνιακό υλικό
telecommunications industry @ βιομηχανία τηλεπικοινωνιών
telecommunications policy @ πολιτική τηλεπικοινωνιών
telegram @ τηλεγράφημα
telegraph @ τηλέγραφος
telematics @ τηλεπληροφορική
telemedicine @ τηλεϊατρική
telepathy @ τηλεπάθεια
telephone @ τηλέφωνο
telephone @ τηλεφωνώ
teleportation @ τηλεμεταφορά
telescope @ τηλεσκόπιο
Teletex @ teletex
television @ τηλεόραση
television equipment @ τηλεοπτική συσκευή
teleworking @ εργασία εξ αποστάσεως
telex @ τηλέτυπο
tellurium @ τελλούριο
Telšiai @ Telšiai
Telugu @ τελούγκου
temperate forest @ εύκρατο δάσος
temperate zone @ εύκρατη ζώνη
temperature @ θερμοκρασία
template @ πρότυπο
Template:center-centre-noun @ κέντρο
Template:color-colour (verb) @ χρωματίζω
Template:color-colour (verb) @ κοκκινίζω
Template:defense-defence-noun @ άμυνα
Template:mirror/Translations @ καθρέφτης
Template:program-programme-noun @ πρόγραμμα
temple @ ναός
temple @ κρόταφος
temporary admission @ προσωρινή ατέλεια
temporary employment @ έκτακτη εργασία
temporary employment agency @ επιχείρηση μίσθωσης εργατικού δυναμικού
temporary layoff @ τεχνική ανεργία
ten @ δέκα
Ten Commandments @ δέκα εντολές
tenant farming @ αγρομίσθωση
tendering @ υποβολή προσφορών
tendon @ τένοντας
tennis @ αντισφαίριση
tent @ σκηνή
tenth @ δέκατος
tenth @ δέκατο
Tepelenë @ Τεπελένι
terbium @ τέρβιο
term @ όρος
term @ τρίμηνο
termination of a contract @ καταγγελία συμβάσεως
termination of employment @ λύση της σχέσεως εργασίας
terminology @ ορολογία
termite @ τερμίτες
terms for aid @ όροι παροχής βοήθειας
terms of trade @ όροι εμπορίου
tern @ στέρνα
terrace cropping @ καλλιέργεια σε αναβαθμίδες
terrestrial ecosystem @ χερσαίο οικοσύστημα
territorial dispute @ εδαφική διαφορά
territorial enclave @ θύλακας
territorial jurisdiction @ αρμοδιότητα κατά τόπον
territorial law @ δικαίωμα εδαφικού χαρακτήρα
territorial waters @ χωρικά ύδατα
territories of the former Yugoslavia @ εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας
terror @ τρόμος
terrorism @ τρομοκρατία
terrorist @ τρομοκράτης
tertiary sector @ τριτογενής τομέας
test @ διαγώνισμα
test @ δοκιμασία
test tube @ δοκιμαστικός σωλήνας
test tube fertilisation @ γονιμοποίηση in vitro
testicle @ όρχις
testing @ δοκιμή
Tetragrammaton @ Τετραγράμματο
tetrarchy @ τετραρχία
text @ κείμενο
textile fibre @ υφάνσιμες ίνες
textile industry @ κλωστοϋφαντουργία
textile machine @ μηχάνημα κλωστοϋφαντουργίας
textile plant @ κλωστικό φυτό
textile product @ κλωστοϋφαντουργικό προϊόν
texture agent @ βελτιωτικό υφής
Thai @ Ταϊλανδικά
Thailand @ Ταϊλάνδη
thallium @ θάλλιο
Thames @ Τάμεσις
Thanatos @ Θάνατος
thank you @ ευχαριστώ
thanks @ ευχαριστώ
that @ εκείνος
that @ που
that @ αυτός
that's life @ έτσι είναι η ζωή
the @ ο
the EU's international role @ διεθνής ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
The Hague @ Χάγη
theater @ θέατρο
theft @ κλοπή
theme @ θέμα
then @ τότε
Theodore @ Θεόδωρος
theology @ θεολογία
theophany @ θεοφάνεια
theory @ θεωρία
theory of marketing @ μάρκετινγκ
therapeutic abortion @ θεραπευτική άμβλωση
therapeutics @ θεραπευτική
therapy @ θεραπεία
there @ εκεί
there @ εκείσε
therefore @ επομένως
thermal discharge @ αποβολή θερμότητας
thermal energy @ θερμική ενέργεια
thermal equipment @ θερμικός εξοπλισμός
thermal insulation @ θερμομόνωση
thermal pollution @ θερμική ρύπανση
thermodynamics @ θερμοδυναμική
thermometer @ θερμόμετρο
thermosphere @ θερμόσφαιρα
thesaurus @ θησαυρός
thesis @ διατριβή
Thessaly @ Θεσσαλία
Thetis @ Θέτις
they @ αυτοί
thick @ παχής
thief @ κλέφτης
thigh @ μηρός
thimble @ δαχτυλίθρα
thin sheet @ λεπτό στρώμα
thing @ πράγμα
think tank @ δεξαμενή σκέψης
third countries in the Mediterranean @ μεσογειακές τρίτες χώρες
third country @ τρίτες χώρες
third Lomé Convention @ σύμβαση Λομέ ΙΙΙ
third person @ τρίτο πρόσωπο
third stage of EMU @ τρίτη φάση της ΟΝΕ
third-party insurance @ ασφάλεια αστικής ευθύνης
thirst @ δίψα
thirsty @ διψασμένος
thirteenth @ δέκατος τρίτος
thirty @ τριάντα
thirty-eight @ τριάντα οκτώ
thirty-five @ τριάντα πέντε
thirty-four @ τριάντα τέσσαρες
thirty-nine @ τριάντα εννέα
thirty-one @ τριάντα έν
thirty-seven @ τριάντα επτά
thirty-six @ τριάντα έξ
thirty-three @ τριάντα τρείς
thirty-two @ τριάντα δύο
this @ ούτος
thistle @ γαϊδουράγκαθο
thither @ προς τα εκεί
Thomas @ Θωμάς
thorium @ θόριο
though @ έστω και αν
though @ εν τούτοις
thought @ σκέψη
thousandth @ χιλιοστός
thread @ νήμα
threat @ απειλή
threat to national security @ προσβολή της ασφάλειας του κράτους
three @ τρείς
threshold price @ τιμή κατωφλίου
throat @ λαιμός
throat @ τραχεία
thulium @ θούλιο
thunder @ κεραυνός
thunderstorm @ καταιγίδα
Thuringia @ Θουριγγία
Thursday @ Πέμπτη
thus @ έτσι
thyme @ θυμάρι
Tibet @ Θιβέτ
Tibetan question @ ζήτημα του Θιβέτ
ticket @ αποδεικτικό καταβολής κομίστρου
tidal energy @ ενέργεια από την παλίρροια
tide @ παλίρροια
tied sales outlet @ πρατήριο πώλησης
tiger @ τίγρη
Tigris @ Τίγρις
tilde @ ισπανική περισπωμένη
till @ μέχρι
timber @ ξυλεία
timber @ δοκάρι
time @ χρόνος
time @ ώρα
time @ φορά
time @ ποινή
time @ χρονομετρώ
time-sharing @ χρονομεριστική ιδιοκτησία
timetable for EMU @ χρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ
Timor @ Τιμόρ
tin @ κασσίτερος
tin @ κονσέρβα
tinplate and cutlery industry @ λευκοσιδηρουργία-μαχαιροποιία
tip @ αιχμή
tip @ φιλοδώρημα
Tirana @ Τίρανα
tire @ ελαστικό
tissue @ ιστός
tissue @ χαρτί
tissue @ ύφασμα
tit @ παπαδίτσα
tit @ βύζι
tit @ θήλη
titanium @ τιτάνιο
title @ τίτλος
tmesis @ τμήσις
to @ προς
to @ (extension) -σει
to @ με
toad @ φρύνος
toaster @ τοστιέρα
tobacco @ καπνός
tobacco industry @ καπνοβιομηχανία
today @ σήμερα
Togo @ Τόγκο
toilet @ τουαλέτα
toilet @ λεκάνη
toilet article @ είδη υγιεινής
toilet paper @ χαρτί τουαλέτας
Tokelau @ Τοκελάου
Tokyo @ Τόκιο
Tokyo Round @ Γύρος Τόκυο
tolerance @ ανοχή
toll @ διόδια
tomato @ ντομάτα
tomato @ ντοματιά
tomb @ τάφος
tombstone @ ταφόπλακα
tomorrow @ αύριο
tomorrow night @ χθες νύχτα
Tonga @ Τόνγκα
tongs @ λαβίδες
tongue @ γλώσσα
tongue-twister @ γλωσσοδέτης
tonight @ απόψε
tool @ εργαλείο
tool industry @ εργαλείο
toolbox @ εργαλειοθήκη
tooth @ δόντι
toothbrush @ οδοντόβουρτσα
toothpaste @ οδοντόκρεμα
toothpick @ οδοντογλυφίδα
topic @ θέμα
torment @ μαρτύριο
tornado @ ανεμοστρόβιλος
torque @ ροπή
torso @ κορμός
torture @ βασανιστήρια
torture @ βασανίζω
total catch @ συνολικά αλιεύματα
toucan @ τουκάνα
touch @ επαφή
touch @ αφή
tourism @ τουρισμός
tourism policy @ τουριστική πολιτική
tourism statistics @ στατιστικές τουρισμού
tourist @ τουρίστας
tourist exchange @ τουριστικές ανταλλαγές
tourist guide @ τουριστικός οδηγός
tourist infrastructure @ τουριστική υποδομή
tourist profession @ τουριστικά επαγγέλματα
tourist region @ τουριστική περιοχή
tournament @ πρωτάθλημα
Tower of Babel @ Πύργος της Βαβέλ
town @ πόλη
town @ κωμόπολη
town and country planning @ χωροταξία
town planning @ πολεοδομία
town traffic @ αστική κυκλοφορία
town-country relationship @ σχέση πόλης-υπαίθρου
town-planning profession @ πολεοδόμος
town-planning regulations @ πολεοδομικές ρυθμίσεις
town-planning scheme @ πολεοδομικό σχέδιο
toxic substance @ τοξική ουσία
toxicology @ τοξικολογία
toy @ παιχνίδι
toy industry @ βιομηχανία παιχνιδιών
toy library @ παιγνιοθήκη
trace element @ ολιγοστοιχείο
traceability @ ιχνηλασιμότητα
trachea @ τραχεία
tractor @ ελκυστήρας
trade agreement @ εμπορική συμφωνία
trade balance @ εμπορικό ισοζύγιο
trade by country @ συναλλαγές κατά χώρα
trade by group of countries @ συναλλαγές κατά ομάδα χωρών
trade by product @ συναλλαγές κατά προϊόν
trade cooperation @ εμπορική συνεργασία
trade credit @ εμπορική πίστη
trade dispute @ εμπορική διαφορά
trade event @ εμπορική εκδήλωση
Trade Expansion Act @ Trade Expansion Act
trade in organs @ εμπόριο οργάνων
trade information @ εμπορική πληροφόρηση
trade intermediary @ εμπορικός μεσάζων
trade licence @ άδεια εμπορίας
trade policy @ εμπορική πολιτική
trade promotion @ προώθηση των συναλλαγών
trade regulations @ κανόνες του εμπορίου
trade relations @ εμπορικές σχέσεις
trade restriction @ περιορισμοί στο εμπόριο
trade statistics @ εμπορικές στατιστικές
trade union @ συνδικάτο
trade union @ συντεχνία
trade union confederation @ συνδικαλιστική συνομοσπονδία
trade union election @ συνδικαλιστικές εκλογές
trade union freedom @ συνδικαλιστικές ελευθερίες
trade union rights @ συνδικαλιστικά δικαιώματα
trade volume @ όγκος των συναλλαγών
tradeable emission permit @ διαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσης
trademark @ σήμα
trademark law @ δίκαιο σημάτων
trading account @ λογαριασμός εκμετάλλευσης
trading hours @ ώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων
trading margin @ εμπορικό περιθώριο κέρδους
trading operation @ εμπορικές συναλλαγές
trading volume @ όγκος των χρηματικών συναλλαγών
Traditional Chinese @ τα παραδοσιακά κινέζικα
traditional fishing @ παραδοσιακή αλιεία
traditional technology @ παραδοσιακές τεχνολογίες
traffic control @ έλεγχος της κυκλοφορίας
traffic offence @ παράβαση κώδικα οδικής κυκλοφορίας
traffic regulations @ κυκλοφοριακές διατάξεις
traffic signs @ σήμανση
trafficking in persons @ λαθρεμπόριο προσώπων
train @ αμαξοστοιχία
train @ προπονούμαι
train @ προπονώ
train @ γυμνάζομαι
train station @ σιδηροδρομικός σταθμός
traineeship @ περίοδος άσκησης
training leave @ άδεια επαγγελματικής κατάρτισης
traitor @ προδότης
trajectory @ τροχιά
tram @ τραμ
trampoline @ τραμπολίνο
tranquiliser @ ηρεμιστικό
trans-European network @ διευρωπαϊκό δίκτυο
transfer @ μετακινώ
transfer @ μεταφορά
transfer of businesses @ μεταφορά επιχείρησης
transfer of competence @ μεταφορά αρμοδιότητας
transfer of farms @ διαδοχή σε γεωργική εκμετάλλευση
transfer of pension rights @ μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος
transfer of population @ μεταφορά πληθυσμού
transfer of prisoners @ μεταγωγή κρατουμένων
transfer of property @ μεταβίβαση κυριότητας
transfer pricing @ πλασματική τιμολόγηση
transformation @ μετασχηματισμός
transformer @ μετασχηματιστής
transfrontier pollution @ διαμεθοριακή ρύπανση
transfrontier transport @ διαμεθοριακές μεταφορές
transgenic animal @ διαγονιδιακό ζώο
transgenic plant @ διαγονιδιακό φυτό
transit @ διαμετακόμιση
transit charge @ τέλη διαμετακόμισης
transition economy @ μεταβατική οικονομία
translate @ μεταφράζω
translation @ μετάφραση
Translation Centre for the Bodies of the European Union @ Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
translations @ μεταφράσεις
translator @ μεταφραστής
transliterate @ Μεταγραφή
transliteration @ μεταγραμματισμός
transliteration @ μεταγραφή
transmission network @ δίκτυο διαβίβασης
transnational corporation @ διεθνική επιχείρηση
Transnistria @ Υπερδνειστερία
transparency in decision-making @ διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων
transport accident @ ατύχημα κατά τη μεταφορά
transport authorisation @ έγκριση μεταφοράς
transport capacity @ μεταφορική ικανότητα
transport company @ επιχείρηση μεταφορών
transport document @ έγγραφα μεταφοράς
transport economics @ οικονομική των μεταφορών
transport infrastructure @ υποδομή μεταφορών
transport insurance @ ασφάλιση μεταφορών
transport law @ δίκαιο των μεταφορών
transport licence @ άδεια μεταφοράς
transport lines @ δρομολόγια μεταφοράς
transport market @ αγορά των μεταφορών
transport network @ δίκτυο μεταφορών
transport of animals @ μεταφορά ζώων
transport of dangerous goods @ μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων
transport of patients @ μεταφορά ασθενών
transport planning @ προγραμματισμός των μεταφορών
transport policy @ πολιτική μεταφορών
transport price @ μεταφορικά
transport quota @ ποσοστώσεις μεταφορών
transport regulations @ συγκοινωνιακές διατάξεις
transport safety @ ασφάλεια των μεταφορών
transport staff @ προσωπικό των μεταφορών
transport statistics @ στατιστικές μεταφορών
transport under customs control @ μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο
transport user @ χρήστης των μεταφορικών μέσων
transportation tariff @ κόμιστρο
transvestite @ παρενδυσιομανής
trap @ παγίδα
trauma @ τραυματισμός
travel @ ταξίδι
travel agency @ τουριστικό πρακτορείο
traveller @ επιβάτης
treason @ εθνική προδοσία
treasure @ θησαυρός
treasurer @ κοσμήτορας
Treasury @ δημόσιο θησαυροφυλάκιο
treasury bill @ έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου
treatise @ διατριβή
treaty @ συνθήκη
Treaty of Amsterdam @ συνθήκη του Άμστερνταμ
Treaty of Nice @ συνθήκη της Νίκαιας
Treaty on European Union @ συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
tree @ δένδρο
tree @ δέντρο
tree trunk @ κορμός
Trenčín region @ Περιοχή της Trenčín
trends of opinion @ πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα
Trentino-Alto Adige @ Τρεντίνο-Άνω Αδίγης
trial @ δίκη
trial @ δοκιμή
trial @ δοκιμασία
tribe @ φύλο
tricycle @ τρίκυκλο
trigger price @ τιμή σκανδάλης
trillion @ τρισεκατομμύριο
TRIMS @ TRIMS
Trinidad and Tobago @ Τρινιδάδ και Τομπάγκο
trinity @ τριάδα
trip @ ταξίδι
tripartite conference @ τριμερής διάσκεψη
TRIPS @ TRIPS
triticale @ τριτικάλη
triumph @ θρίαμβος
Trnava region @ Περιοχή της Trnava
tropical agriculture @ καλλιέργεια τροπικών φυτών
tropical disease @ τροπική νόσος
tropical forest @ τροπικό δάσος
tropical fruit @ τροπικός καρπός
tropical plant @ τροπικό φυτό
tropical wood @ τροπική ξυλεία
tropical zone @ τροπική ζώνη
Trotskyism @ τροτσκισμός
truck @ φορτηγό
trumpet @ τρομπέτα
trunk @ κορμός
trust @ τράστ
trust company @ επιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών
truth @ αλήθεια
tsunami @ τσουνάμι
tube @ σωλήνας
Tuesday @ Τρίτη
tulip @ τουλίπα
tungsten @ βολφράμιο
Tunisia @ Τυνησία
tunnel @ σήραγγα
turbine @ αεριοστρόβιλος
Turin @ Τορίνο
Turkey @ Τουρκία
turkey @ γαλοπούλα
Turkish @ τούρκικος
Turkmenistan @ Τουρκμενιστάν
Turks and Caicos Islands @ Νήσοι Τερκς και Κάικος
turn @ γίνομαι
turn off @ κλείνω
turnip @ κράμβη
turnkey factory @ εργοστάσιο «με το κλειδί στο χέρι»
turnout of voters @ συμμετοχή στις εκλογές
turnover @ κύκλος εργασιών
turquoise @ τουρκουάζ
turquoise @ τυρκουάζ
turtle @ χελώνη
turtle dove @ τριγόνι
Tuscany @ Τοσκάνη
Tuvalu @ Τουβαλού
tuxedo @ σμόκιν
twelve @ δώδεκα
twenty @ είκοσι
twenty-eight @ είκοσι-οκτώ
twenty-five @ είκοσι πέντε
twenty-four @ είκοσι τέσσερα
twenty-nine @ είκοσι εννέα
twenty-one @ είκοσι ένα
twenty-seven @ είκοσι εφτά
twenty-six @ είκοσι έξι
twenty-three @ είκοσι τρείς
twenty-two @ είκοσι δύο
twice @ δυό
twilight @ λυκόφως
twilight @ μισοσκόταδο
twin @ δίδυμος
Twin Towers @ Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου
twinning @ αδελφοποίηση
two @ δύο
two hundred @ διακόσια
two-party system @ δικομματικό σύστημα
two-wheeled vehicle @ δίτροχο
type of business @ επιχείρηση
type of tenure @ σύστημα εκμετάλλευσης
typewriter @ γραφομηχανή
typhoon @ τυφώνας
tyre @ λάστιχο
Tyre @ Τύρος
Tyrol @ Τιρόλο
Tyrrhenian Sea @ Τυρρηνική Θάλασσα
UAS @ UEA
UFO @ ΑΤΙΑ
Uganda @ Ουγκάντα
ugly @ άσχημος
ugly duckling @ ασχημόπαπο
Ukraine @ Ουκρανία
Ukrainian @ Ουκρανικά
Ulaanbaatar @ Ουλάν Μπατόρ
ulna @ ωλένη
Ulster-Donegal @ Όλστερ-Ντόνεγκαλ
ultra-fine particle @ σωματίδια υπέρλεπτου διαχωρισμού
ultrasound @ υπέρηχος
umbrella @ ομπρέλα
Umbria @ Ουμβρία
Umm al Qaywayn @ Ουμ αλ Κουάβαιν
UN @ ΟΗΕ
UN Commission @ επιτροπή του ΟΗΕ
UN Conference @ Διάσκεψη του ΟΗΕ
UN convention @ σύμβαση ΟΗΕ
UN General Assembly @ Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ
UN Habitat @ Habitat OHE
UN international covenant @ διεθνές σύμφωνο ΟΗΕ
UN resolution @ ψήφισμα ΟΗΕ
UN Secretariat @ Γραμματεία του ΟΗΕ
UN Security Council @ Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ
UN specialist institution @ Ειδική Οργάνωση του  ΟΗΕ
UN Standing Committee @ Μόνιμη Επιτροπή του ΟΗΕ
UN Technical Commission @ τεχνική επιτροπή του ΟΗΕ
UN Trusteeship Council @ συμβούλιο κηδεμονιών του ΟΗΕ
unanimity @ ομοφωνία
unauthorised dumping @ ανεξέλεγκτη απόρριψη
UNCED @ UNCED
uncle @ θείος
UNCRD @ UNCRD
Unctad @ UNCTAD
uncultivated land @ ακαλλιέργητη γη
underdevelopment @ υπανάπτυξη
underground @ υπόγειος
underground economy @ παραοικονομία
underground railway @ υπόγειος σιδηρόδρομος
underground storage of waste @ υπόγεια αποθήκευση των απορριμμάτων
underground transport @ υπόγεια μεταφορά
undernourishment @ υποσιτισμός
underpopulation @ χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού
underproduction @ ελλειμματική παραγωγή
understand @ καταλαβαίνω
understand @ συνειδητοποιώ
underwater mineral resources @ υποθαλάσσιος ορυκτός πλούτος
undisclosed partnership @ συμμετοχική εταιρία
UNDP @ UNDP
unemployed @ άνεργος
unemployed person @ άνεργος
unemployment @ ανεργία
unemployment due to technical progress @ τεχνολογική ανεργία
unemployment insurance @ ασφάλιση ανεργίας
UNEP @ UNEP
Unesco @ Unesco
unfair dismissal @ καταχρηστική απόλυση
unfair terms of contract @ καταχρηστική ρήτρα
UNFPA @ UNFPA
UNHCR @ UNHCR
unicameral system @ κοινοβουλευτικό σύστημα ενός νομοθετικού σώματος
UNICE @ UNICE
Unicef @ Unicef
Unicode @ Unicode
unicorn @ μονόκερος
UNIDCP @ PNUCID
unidentified flying object @ άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
Unido @ UNIDO
unification of Germany @ ένωση της Γερμανίας
uniform @ στολή
uniform @ ομοιόμορφος
uninominal voting system @ σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών
unintentional crime @ έγκλημα άνευ δόλου
Union of Soviet Socialist Republics @ Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
union representative @ συνδικαλιστικός εκπρόσωπος
unique @ μοναδικός
UNIR @ UNIR
Unisist @ Unisist
unit @ μονάδα
unit price @ τιμή μονάδος
Unitar @ Unitar
unitarian State @ ενιαίο κράτος
United Arab Emirates @ Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα
United Arab Emirates countries @ χώρες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων
United Kingdom @ Ηνωμένο Βασίλειο
United Kingdom OCT @ ΥΧΕ του Ηνωμένου Βασιλείου
United Nations @ Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών
United Nations Charter @ καταστατικός χάρτης των Ηνωμένων Εθνών
United Nations system @ σύστημα των Ηνωμένων Εθνών
United States of America @ Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
United States of America @ Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
universal @ καθολικός
universal health coverage @ καθολική ασφαλιστική κάλυψη
universal service @ καθολική υπηρεσία
universal suffrage @ καθολική ψηφοφορία
Universalism @ κοσμοπολιτισμός
universe @ σύμπαν
university @ πανεπιστήμιο
university library @ πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη
university research @ πανεπιστημιακή έρευνα
unlawful agreement @ παράνομη σύμπραξη
unmarried person @ άγαμος
unnecessary @ περιττός
UNO @ ΟΗΕ
unpaid leave @ άδεια άνευ αποδοχών
unpaid work @ μη αμειβόμενη εργασία
unreal @ ανύπαρκτος
unrequited love @ απλήρωτη αγάπη
UNRISD @ UNRISD
UNRWA @ UNRWA
unskilled worker @ ανειδίκευτος εργάτης
unsolicited electronic advertising @ αυτόκλητη ηλεκτρονική διαφήμιση
ununtrium @ ουνουντριος
updating of skills @ επαγγελματική επανειδίκευση
Upper Austria @ Oberösterreich
upper class @ ανώτερη τάξη
Upper House @ δεύτερο νομοθετικό σώμα
Upper Normandy @ Άνω Νορμανδία
Upper Norrland @ Άνω Norrland
Uppsala county @ Uppsala
upside down @ άνω-κάτω
UPU @ UPU
uranium @ ουράνιο
Uranus @ Ουρανός
Urban @ Ουρβανός
urban @ αστικός
urban area @ αστική ζώνη
urban centre @ αστικός οικισμός
urban community @ αστική κοινότητα
urban construction @ ανέγερση αστικών οικοδομών
urban economy @ οικονομία της πόλης
urban habitat @ αστική κατοικία
urban infrastructure @ έργα αστικής υποδομής
urban population @ αστικός πληθυσμός
urban problem @ προβλήματα της πόλης
urban renewal @ πολεοδομική ανάπλαση
urban road @ αστική οδός
urban sociology @ αστική κοινωνιολογία
urban transport @ αστικές συγκοινωνίες
urbanisation @ αστυφιλία
urethra @ ουρήθρα
urinate @ κατουρώ
urine @ ούρα
Uruguay @ Ουρουγουάη
Uruguay Round @ διαπραγμάτευση Ουρουγουάης
US Virgin Islands @ Παρθένοι Νήσοι (ΗΠΑ)
US Virgin Islands @ Αμερικανικές Παρθένοι Νήσοι
USA @ ΗΠΑ
use of aid @ χρησιμοποίηση της βοήθειας
use of languages @ χρήση γλωσσών
use of outer space @ χρήση του διαστήματος
use of water @ χρήση του νερού
used goods @ είδη ευκαιρίας
used oil @ χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια
useful @ χρήσιμος
USSR @ ΕΣΣΔ
Ustí @ Ustí
usufruct @ επικαρπία
Utena @ Utena
uterus @ μήτρα
utilised agricultural area @ χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση
utopia @ ουτοπία
Utrecht @ Ουτρέχτη
Uzbekistan @ Ουζμπεκιστάν
vacant seat @ κενή έδρα
vaccination @ εμβολιασμός
vaccine @ εμβόλια
vacuum @ κενό
vacuum @ ηλεκτριτή σκούπα
vacuum cleaner @ ηλεκτρική σκούπα
vacuum industry @ βιομηχανία κενού
vagina @ κόλπος
validation of expenditure @ εκκαθάριση δαπανών
Valkyrie @ Βαλκυρία
Valle d'Aosta @ Κοιλάδα Αόστης
valley @ κοιλάδα
value @ αξία
value added tax @ φόρος προστιθέμενης αξίας
value of trade @ αξία των συναλλαγών
vampire @ βρικόλακας
Van Gogh @ βαν Γκογκ
vanadinite @ βαναδινίτης
vanadium @ βανάδιο
vandalism @ βανδαλισμός
vanilla @ βανίλια
Vanuatu @ Βανουάτου
Varmia-Mazuria province @ Warminsko-Mazurskie
Värmland county @ Värmland
vase @ ανθοδοχείο
vast @ απέραντος
Västerbotten county @ Västerbotten
Västernorrland county @ Västernorrland
Västmanland county @ Västmanland
Västra Götaland county @ Västra Götaland
VAT @ ΦΠΑ
VAT @ ΦΠA
VAT rate @ ποσοστό ΦΠΑ
VAT resource @ φόρος ΦΠΑ
Vatican @ Βατικανό
Vatican City @ Βατικανό
Vé @ Βε
veal @ μοσχαρίσιο κρέας
veal @ μοσχάρι
vector @ διάνυσμα
vegetable @ λαχανικό
vegetable @ φυτό
vegetable @ φυτο-
vegetable butter @ φυτικό βούτυρο
vegetable fats @ φυτική λιπαρή ουσία
vegetable juice @ χυμός λαχανικών
vegetable oil @ φυτικό λάδι
vegetable product @ προϊόν με βάση τα λαχανικά
vegetable protein @ φυτική πρωτεΐνη
vegetarian @ χορτοφάγος
vegetarian @ φυτοφάγο
vehicle @ όχημα
vehicle documents @ έγγραφα του οχήματος
vehicle fleet @ σύνολο κυκλοφορούντων αυτοκινήτων
vehicle on rails @ όχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές
vehicle parts @ εξοπλισμός αυτοκινήτου
vehicle registration @ ταξινόμηση οχήματος
vehicle rental @ μίσθωση οχήματος
vehicle tax @ φόρος αυτοκινήτων
vein @ ,
Vejle @ Βέυλε
Veneto @ Βένετο
Venezuela @ Βενεζουέλα
vengeance @ εκδίκηση
Venice @ Βενετία
venom @ δηλητήριο
venture capital @ κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου
Venus @ Αφροδίτη
verb @ ρήμα
verbatim @ αυτολεξεί
version @ έκδοση
version @ εκδοχή
vertebra @ σπόνδυλος
vertical @ κατακόρυφος
vertical agreement @ κάθετη σύμπραξη
very @ πολύ
very short-term financing @ εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση
vessel @ πλοίο
vessel @ σκεύος
veterinarian @ κτηνίατρος
veterinary drug @ κτηνιατρικό φάρμακο
veterinary inspection @ κτηνιατρική επιθεώρηση
veterinary legislation @ κτηνιατρική νομοθεσία
veterinary medicine @ κτηνιατρική
veterinary product @ κτηνιατρικά προϊόντα
veto @ αρνησικυρία
Viborg @ Βίμποργκ
Vice-President @ αντιπρόεδρος
Vice-President of the EP @ αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
victim @ θύμα
Victoria @ Βικτωρία
victory @ νίκη
video cassette @ βιντεοκασέτα
video communications @ βιντεοεπικοινωνία
video disc @ βιντεοδίσκος
video display unit work @ εργασία σε οθόνη
video game @ τηλεοπτικό παιχνίδι
video game console @ τηλεοπτική κονσόλα παιχνιδιών
video library @ βιντεοθήκη
video surveillance @ τηλεοπτική παρακολούθηση
videophone conference @ τηλεδιάσκεψη
Videotex @ βιντεογραφία
Vidzeme @ Vidzeme
Vienna @ Βιένη
Vienna @ Βιέννη
Vietnam @ Βιετνάμ
village @ χωριό
Vilnius @ Βίλνιους
Vincent @ Βινκεντιος (Vinkentios)
vindication @ δικαίωση
vine @ άμπελος
vinegar @ ξύδι
vineyard @ αμπελώνας
vinification @ οινοποίηση
violation @ παραβίαση
violence @ βία
violence at school @ βία στα σχολεία
violent @ βίαιος
violet @ ιόχρουν
violin @ βιολί
viper @ έχιδνα
Virgin Islands @ Παρθένοι Νήσοι
virtual @ ουσιαστικός
virtual library @ ηλεκτρονική βιβλιοθήκη
virtual reality @ εικονική πραγματικότητα
virtual reality @ Εικονική Πραγματικότητα
virtue @ αρετή
virtuoso @ φιλότεχνος
virus @ ιός
visa policy @ πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων διαβατηρίου
Visegrad countries @ ομάδα Βίσεγκραντ
vision @ όραση
vision @ όραμα
vision of Europe @ ευρωπαϊκό όραμα
visit @ επισκέπτομαι
visit @ επίσκεψη
visual arts @ αναπαραστατικές τέχνες
vitamin @ βιταμίνες
vitamin @ βιταμίνη
viticulture @ αμπελουργία
vizier @ βεζίρης
Vladimir @ Βλαδίμηρος
Vladimir @ Βλαντίμιρ
Vladivostok @ Βλαδιβοστόκ
vocational education @ επαγγελματική εκπαίδευση
vocational guidance @ επαγγελματικός προσανατολισμός
vocational retraining @ επαγγελματική αναπροσαρμογή
vocational training @ επαγγελματική κατάρτιση
vocative @ κλητική
vocative @ κλητικός
vocative case @ κλητική
vodka @ βότκα
voice @ φωνή
voice @ ήχος
voice @ ψήφος
Vojvodina @ Βοϊβοντίνα
volcanic eruption @ έκρηξη ηφαιστείου
volcano @ ηφαίστειο
volcanology @ ηφαιστειολογία
Volga @ Βόλγας
volleyball @ πετοσφαίριση
volt @ βολτ
volume @ όγκος
voluntary military service @ εθελοντική θητεία
voluntary organisation @ εθελοντική οργάνωση
voluntary restraint @ αυτοπεριορισμός
voluntary restraint agreement @ συμφωνία περιορισμού
voluntary work @ εθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίας
vomit @ εμώ
vomit @ εμετός
Vorarlberg @ Βόραρλμπεργκ
vote @ ψηφοφορία
vote @ ψηφίζω
vote by delegation @ ψήφος δι' αντιπροσώπου
vote on a text as a whole @ δεσμευμένη ψηφοφορία
votes cast @ έγκυρα ψηφοδέλτια
voting age @ εκλογική ενηλικιότητα
voting discipline @ κομματική πειθαρχία
voting intentions @ εκλογικές προθέσεις
voting method @ εκλογικό σύστημα
voyage @ ταξίδι
Vulgar Latin @ Χυδαία λατινικά
vulture @ γύπας
vulva @ αιδοίο
Vysočina @ Vysočina
WAEMU @ ΟΝΕΔΑ
WAEMU countries @ χώρες της ΟΝΕΔΑ
wage @ μισθός
wage cost @ κόστος αμοιβών προσωπικού
wage determination @ καθορισμός μισθών
wage earner @ μισθωτός
wage indexing @ τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών
wages for housework @ μισθός οικοκυράς
waist @ μέση
waiter @ σερβιτόρος
Wales @ Ουαλλία
Wales @ Ουαλία
wall @ τοίχος
wall @ τείχος
Wallachia @ Βλαχία
wallet @ χρηματοφυλάκιο
Wallis and Futuna @ Νήσοι Ουώλις και Φουτούνα
Wallis and Futuna @ Βαλίς και Φουτούνα
Walloon region @ περιφέρεια Βαλλωνίας
wallpaper @ ταπετσαρία
walls have ears @ και οι τοίχοι έχουν αυτιά
walnut @ καρύδι
walnut @ καρυδιά
walrus @ θαλάσσιος ίππος
wanker @ μαλάκας
want @ θέλω
war @ πόλεμος
war crime @ έγκλημα πολέμου
war damage @ πολεμικές ζημίες
war economy @ οικονομία πολέμου
war of independence @ πόλεμος ανεξαρτησίας
war victim @ θύμα πολέμου
warfare @ εχθροπραξία
warn @ προειδοποιώ
Warsaw @ Βαρσοβία
Warsaw Pact countries @ χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας
Warsaw Pact Organisation @ Οργανισμός του Συμφώνου της Βαρσοβίας
warship @ πολεμικό πλοίο
warships @ ναυτικές δυνάμεις
wash @ πλένω
washbasin @ νιπτήρας
wastage @ σπατάλη
waste @ απόβλητα
waste disposal @ διάθεση αποβλήτων
waste incineration @ καύση των αποβλήτων
waste management @ διαχείριση των αποβλήτων
waste recycling @ ανακύκλωση αποβλήτων
wastewater @ λύματα
watch @ ρολόι
watch @ παρακολουθώ
watch @ προσέχω
watch @ σκοπός
water @ νερό
water @ μεταλλικό νερό
water @ θαλάσσια ύδατα
water analysis @ ανάλυση του νερού
water consumption @ κατανάλωση νερού
water management @ διαχείριση των υδάτων
water management in agriculture @ υδρογεωργική χωροταξία
water pollutant @ ρύποι του νερού
water pollution @ ρύπανση των υδάτων
water protection @ προστασία των υδάτων
water requirements @ ανάγκες σε νερό
water resources @ υδάτινοι πόροι
water supply @ ύδρευση
water treatment @ επεξεργασία του νερού
watercourse @ υδάτινο ρεύμα
waterfall @ καταρράκτης
waterfowl @ υδρόβια πουλιά
watering can @ ποτιστήρι
watermelon @ υδροπεπόνι
watermelon @ υδροπεπονιά
waterway transport @ τομέας ποταμοπλοΐας
watt @ βατ
wave @ κύμα
wave energy @ ενέργεια των κυμάτων
waveband @ ζώνη συχνοτήτων
wavelength @ μήκος κύματος
wax @ κερί
way @ δρόμος
WCL @ CMT
we @ εμείς
weakness @ αδυναμία
wealth @ πλούτος
wealth tax @ φόρος στην περιουσία
weapon @ όπλο
weapon of mass destruction @ όπλα μαζικής καταστροφής
weapons' destruction @ καταστροφή των όπλων
weasel @ νυφίτσα
weave @ ύφανση
weaver @ υφαντής
web colors @ Διαδικτυακά Χρώματα
web site @ ιστότοπος
web surfer @ χρήστης του διαδικτύου
wedding @ γάμος
wedding dress @ νυφικό
wedge @ σφήνα
Wednesday @ Τετάρτη
weed @ ζιζάνιο
week @ εβδομάδα
weekly rest period @ εβδομαδιαία ανάπαυση
weight @ βάρος
weight @ μάζα
weight @ βάρη
weight and size @ βάρος και διαστάσεις
weights and measures @ μέτρα και σταθμά
Weimar Republic @ Δημοκρατία της Βαϊμάρης
welcome @ καλώς ορίσατε
welfare @ κοινωνική ενίσχυση
Welfare State @ κράτος προνοίας
well @ πηγάδι
well @ καλά
well @ λοιπόν
Wellington @ Ουέλλινγκτον
werewolf @ λυκάνθρωπος
west @ δύση
west @ δυτικά
west @ δυτικός
West Africa @ Δυτική Αφρική
West Bank question @ Ζήτημα της Υπεριορδανίας
West Germany @ Δυτική Γερμανία
West Midlands @ Δυτικά Μίντλαντς
west of the Great Belt @ Βεστ φορ Στορμπαίλτ
West Sweden @ Δυτική Σουηδία
West Zealand @ Βεστγαίλαντ
Western Estonia @ Δυτική Εσθονία
Western Europe @ Δυτική Ευρώπη
Western Finland @ Δυτική Φινλανδία
Western Greece @ Δυτική Ελλάδα
Western Macedonia @ Δυτική Μακεδονία
Western Pomerania province @ Δυτική Πομερανία
Western Sahara @ Δυτική Σαχάρα
Western Transdanubia @ Δυτική Υπερδουναβία
wet @ βρεγμένος
WEU @ ΔΕΕ
WEU countries @ χώρες της ΔΕΕ
WFC @ WFC
WFP @ ΠΕΠ
whale @ φάλαινα
wharf @ αποβάθρα
what @ τί
what @ τι
what the fuck @ στο διάολο
what time is it @ τι ώρα είναι;
wheat @ σιτάρι
wheel @ τροχός
Wheel of Fortune @ (O trocho tes tychos)
when @ πότε
when @ όταν
where @ όπου
where @ πού
where @ οποίο
wherefore @ γιατί
whey @ ξινόγαλο
whip @ μαστίγιο
whirlpool @ δίνη
whiskey @ ουίσκι
whisky @ ουίσκι
white @ άσπρο
white @ άσπρος
white @ λευκός
White House @ Λευκός Οίκος
white sugar @ λευκή ζάχαρη
white wine @ λευκός οίνος
white-collar worker @ υπάλληλος
WHO @ WHO
who @ ποιος
who @ ο οποίος
whole milk @ πλήρες γάλα
wholesale price @ χονδρική τιμή
wholesale selling @ χονδρική πώληση
wholesale trade @ χονδρικό εμπόριο
wholesale trading centre @ κεντρικές αγορές
whore @ πόρνη
why @ γιατί
widow @ χήρα
widowed person @ χήρος
widower @ χήρος
wife @ σύζυγος
wig @ περούκα
wiki @ βίκι
Wikimedia Foundation @ Wikimedia
Wikipedia @ Βικιπαίδεια
Wiktionary @ Βικιλεξικό
wild @ άγριος
wild boar @ αγριογούρουνο
wild mammal @ άγριο θηλαστικό
wildcat @ αγριόγατος
wildlife @ είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας
will @ διαθήκη
will @ βούληση
William @ Γουλιέλμος
willow @ ιτιά
win @ νίκη
wind @ άνεμος
wind @ περιελίσσω
wind @ εκφύσημα
wind @ κουρδίζω
wind energy @ αιολική ενέργεια
window @ παράθυρο
windpipe @ τραχεία
Windward Islands @ Προσήνεμοι Νήσοι
wine @ οίνος
wine @ κρασί
wine @ οινόχρουν
wine of superior quality @ οίνος ποιότητας
wing @ φτερό
winner @ νικητής
winter @ χειμώνας
WIPO @ WIPO
wire @ σύρμα
wisdom @ σοφία
wisdom tooth @ φρονιμίτης
wise @ σοφός
wisent @ βόνασος ευρωπαϊκώς
wish @ εύχομαι
wish @ ευχή
with @ με
withdrawal from an agreement @ καταγγελία συμφωνίας
withdrawal from the market @ απόσυρση από την αγορά
withdrawal of candidacy @ απόσυρση υποψηφιότητας
withdrawal price @ τιμή απόσυρσης
wither @ μαραίνομαι
without @ χωρίς
wizard @ μάγος
WMO @ WMO
wolf @ λύκος
wolf @ καταβροχθίζω
woman @ γυναίκα
woman farmer @ αγρότισσα
womanizer @ γυναικάς
womb @ μήτρα
women @ γυναίκες
women's military service @ θητεία γυναικών
women's movement @ γυναικείο κίνημα
women's rights @ δικαιώματα της γυναίκας
wonderful @ θαυμάσιος
wood @ ,
wood @ δάσος
wood @ ξύλα
wood fibre @ ίνες ξύλου
wood for construction @ οικοδομική ξυλεία
wood industry @ βιομηχανία ξύλου
wood product @ προϊόν ξυλείας
wood production @ παραγωγή ξυλείας
wood residue @ υπολείμματα πρίσεως
wooded area @ δασική έκταση
woodpecker @ δρυοκολάπτης
woodpigeon @ φάσσα
woodwind instrument @ όργανο καλάμων
woof @ γαβ-γαβ
wool @ μαλλί
word @ λέξη
word @ λόγος
word of honor @ λόγος της τιμής
word processing @ επεξεργασία κειμένων
words @ λόγοι
work @ εργασία
work @ έργο
work code @ εργατικός κώδικας
work contract @ σύμβαση εργασίας
work of art @ έργο τέχνης
work permit @ άδεια εργασίας
work productivity @ παραγωγικότητα της εργασίας
work schedule @ ωράριο εργασίας
work study @ μελέτη της εργασίας
worker adaptability @ προσαρμοστικότητα εργαζομένου
worker consultation @ διαβούλευση με τους εργαζομένους
worker information @ πληροφόρηση των εργαζομένων
worker participation @ συμμετοχή των εργαζομένων
worker with disabilities @ εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες
Workers International @ Εργατική Διεθνής
workers' movement @ εργατικό κίνημα
workers of the world, unite @ προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε
workers' representation @ εκπροσώπηση του προσωπικού
workers' stock ownership @ εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης
working capital @ κεφάλαιο κίνησης
working class @ εργατική τάξη
working conditions @ συνθήκες εργασίας
working environment @ εργασιακό περιβάλλον
working life @ επαγγελματικός βίος
working poor @ φτωχός εργαζόμενος
working population @ οικονομικά ενεργός πληθυσμός
working population engaged in agriculture @ ενεργός γεωργικός πληθυσμός
working time @ διάρκεια της εργασίας
workplace @ τόπος εργασίας
works contract @ σύμβαση έργων
works council @ συμβούλιο της επιχείρησης
world @ κόσμος
World Bank @ Διεθνής Τράπεζα
world consumption @ παγκόσμια κατανάλωση
World Customs Organisation @ Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων
world economy @ διεθνής οικονομία
world history @ παγκόσμια ιστορία
world market price @ τιμή της διεθνούς αγοράς
world population @ παγκόσμιος πληθυσμός
world production @ παγκόσμια παραγωγή
world stock @ παγκόσμια αποθέματα
World Tourism Organisation @ WTO
World Trade Organisation @ Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου
world war @ Παγκόσμιος Πόλεμος
World War II @ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
World Wide Web @ παγκόσμιος ιστός
world's oldest profession @ το el
worm @ σκουλήκι
worry @ ανησυχία
worry @ ανησυχώ
worship @ λατρεία
worthless @ άρχηστος
wound @ τραύμα
wound @ πληγώνω
wrinkle @ ζαρώνω
wrist @ καρπός
wristwatch @ ρολόι χεριού
write @ γράφω
writer @ συγγραφέας
writing @ γραφή
writing skills @ τεχνική της σύνταξης
written question @ γραπτή ερώτηση
Wroclaw @ Βρότσλαβ
xenon @ ξένο
Xenophanes @ Ξενοφάνης
xenophobia @ ξενοφοβία
xylophone @ ξυλόφωνο
yacht @ γιοτ
Yalta @ Γιάλτα
yam @ ίγναμο
Yangon @ Ρανγκούν
Yaoundé @ Γιαουντέ
Yaoundé Convention @ σύμβαση της Γιαουντέ
yawn @ χασμουριέμαι
yawn @ χασμουρητό
year @ χρόνος
yearbook @ επετηρίδα
yeast @ μαγιά
yell @ ωρύομαι
yellow @ κίτρινο
yellow @ κίτρινος
Yemen @ Υεμένη
Yerevan @ Γιερεβάν
yes @ ναι
yesterday @ χθές
yesterday @ εχτές
yet @ ήδη
Yiddish @ γίντις
yoghourt @ γιαούρτι
yoghurt @ γιαούρτι
yolk @ κρόκος
Yorkshire and Humberside @ Γιόρκσαϊρ Χάμπερσαϊντ
you @ εσείς
you @ εσάς
you @ εσύ
you @ εσένα
young @ νεαρός
young @ νέος
young farmer @ νεαρός αγρότης
young person @ νέος
young worker @ νέος εργαζόμενος
your @ σας
Your Majesty @ Μεγαλειότατε
you're welcome @ τίποτα
youth detention centre @ αναμορφωτήριο
youth employment @ εργασία των νέων
youth exchange scheme @ ανταλλαγές νέων
youth movement @ κίνημα νεολαίας
youth policy @ πολιτική για τη νεότητα
youth unemployment @ ανεργία των νέων
youth violence @ νεανική βία
ytterbium @ υττέρβιο
yttrium @ ύττριο
Yugoslavia @ Γιουγκοσλαβία
Zagreb @ Ζάγκρεμπ
Zambia @ Ζάμπια
Zasavska @ Zasavska
zebra @ ζέβρος
Zeeland @ Ζηλανδία
Zemgale @ Zemgale
zero @ μηδέν
zero @ μηδενίζω
Zeus @ Ζευς
Žilina region @ Περιοχή της Žilina
Zimbabwe @ Ζιμπάμπουε
zinc @ ψευδάργυρος
zirconium @ ζιρκόνιο
zither @ τσίτερ
Zlín @ Zlín
zombie @ ζόμπι
zone @ ζώνη
zoo @ ζωολογικός κήπος
zoology @ ζωολογία
zoonosis @ ζωονόσος
zootechnics @ ζωοτεχνία
Zoroastrianism @ Ζωροαστρισμός