The Perl Toolchain Summit needs more sponsors. If your company depends on Perl, please support this very important event.
παπάκι @ @
1ος @ 1st
λίγο @ a little
π.μ. @ a.m.
Άαχεν @ Aachen
χώρες της EAMA @ AAMS countries
Ααρών @ Aaron
αβάκα @ abaca
άβακας @ abacus
αβάκα @ abaka
εγκαταλείπω @ abandon
απαρνούμαι @ abandon
εγκαταλελειμμένο τέκνο @ abandoned child
εγκαταλειμμένη γη @ abandoned land
εξευτελίζω @ abase
ηγουμένη @ abbess
αββαείο @ abbey
ηγούμενος @ abbot
συντομέυω @ abbreviate
παραιτούμαι @ abdicate
αποποιούμαι @ abdicate
Αμπιντζάν @ Abidjan
αβχαζιανά @ Abkhaz
Αμπχαζία @ Abkhazia
αφαιρετική @ ablative
αφαιρετική πτώσις @ ablative case
δυνάμενος @ able
ικανός @ able
αρτιμελής @ able
Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων @ ABM Agreement
καταργώ @ abolish
κατάργηση των δασμών @ abolition of customs duties
ατομική βόμβα @ A-bomb
απεχθάνομαι @ abominate
άμβλωση @ abortion
αποβολή @ abortion
έκτρωση @ abortion
περί @ about
για @ about
κοντά @ about
σχεδόν @ about
γύρω @ about
Αβραάμ @ Abraham
Αβραάμ @ Abram
Αβρουζία @ Abruzzi
απόστημα @ abscess
τετμημένη @ abscissa
απών @ absent
αφηρημένος @ absent
συστηματική απουσία από την εργασία @ absenteeism
αψέντι @ absinthe
απόλυτη πλειοψηφία @ absolute majority
απόλυτο μηδέν @ absolute zero
απαλλάσω @ absolve
συγχωρώ @ absolve
απορροφώ @ absorb
αφομοιώνω @ absorb
αποχή @ abstentionism
Αμπού Ντάμπι @ Abu Dhabi
Αμπού Νταμπί @ Abu Dhabi
κατάχρηση @ abuse
κακομεταχείριση @ abuse
κατάχρηση εξουσίας @ abuse of power
ελευθερία εκπαίδευσης @ academic freedom
ακαδημία @ academy
πρόσβαση @ access
πρόσβαση σε επάγγελμα @ access to a profession
πρόσβαση στην κοινοτική πληροφόρηση @ access to Community information
πρόσβαση στην εκπαίδευση @ access to education
πρόσβαση στην πληροφορία @ access to information
πρόσβαση στη δικαιοσύνη @ access to the courts
κριτήριο προσχώρησης @ accession criteria
διαπραγματεύσεις προσχωρήσεως @ accession negotiations
προσχώρηση σε συμφωνία @ accession to an agreement
προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση @ accession to the European Union
ατύχημα @ accident
ατυχήματα στο σπίτι @ accident in the home
πρόληψη των ατυχημάτων @ accident prevention
ρύπανση λόγω ατυχήματος @ accidental pollution
συνεργός @ accomplice
σύμφωνα με @ according to
ακορντεόν @ accordion
λογαριασμός @ account
αναφορά @ account
λογιστής @ accountant
λογιστική @ accounting
λογιστική καταχώριση @ accounting entry
λογιστικό σύστημα @ accounting system
πολιτιστική αφομοίωση @ acculturation
συσσωρευτής @ accumulator
αιτιατική @ accusative
κατηγορητικός @ accusatory
οξεικό οξύ @ acetic acid
ακετόνη @ acetone
άλγος @ ache
αχίλλειος φτέρνα @ Achilles heel
οξύ @ acid
ξινός @ acid
οξύς @ acid
όξινος @ acid
ΛΣΔ-25 @ acid
όξινη βροχή @ acid rain
οξίνιση @ acidification
βελανίδι @ acorn
ακουστική @ acoustics
χώρες ΑΚΕ @ ACP countries
επιτροπή πρέσβεων ΑΚΕ-ΕΚ @ ACP-EC Committee of Ambassadors
σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ @ ACP-EC Convention
Συμβούλιο Υπουργών ΑΚΕ-ΕΚ @ ACP-EC Council of Ministers
όργανο ΑΚΕ-ΕΚ @ ACP-EC institution
Συνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ-ΕΚ @ ACP-EC Joint Assembly
ισομερής επιτροπή ΑΚΕ-ΕΚ @ ACP-EC Joint Committee
Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας @ acquired immune deficiency syndrome
κτήση κυριότητας @ acquisition of property
ακροβάτης @ acrobat
Ακρόπολη @ Acropolis
απέναντι @ across
δια μέσου @ across
πράξη @ act
διάβημα @ act
ακτίνιο @ actinium
προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια @ action brought before an administrative court
προσφυγή στην κοινοτική δικαιοσύνη @ action brought before the EC Court of Justice
προσφυγή υπαλλήλου κατά της διοίκησης @ action by staff
προσφυγή ακυρώσεως @ action for annulment
προσφυγή ακυρώσεως ΕΚ @ action for annulment of an EC decision
προσφυγή επί παραλείψει @ action for failure to act
προσφυγή επί παραβάσει @ action for failure to fulfil an obligation
πρόγραμμα δράσης @ action programme
προσφυγή διοικητικής ευθύνης @ action to establish liability on the part of an administration
τιμή ενεργοποίησης @ activating price
δραστηριότητα @ activity
δράση @ activity
ηθοποιός @ actor
ηθοποιός @ actress
βελονισμός @ acupuncture
επί τούτου @ ad hoc
επιτροπή ad hoc @ ad hoc committee
Αδάμ @ Adam
μήλο του Αδάμ @ Adam's apple
ευπροσάρμοστος @ adaptable
προσαρμογή των δημοσιονομικών προοπτικών @ adaptation of financial perspectives
ΑΤΑ @ ADB
ADC @ ADC
προστιθέμενη αξία @ added value
Αντίς Αμπέμπα @ Addis Ababa
πρόσθεση @ addition
επικουρικό επίδομα @ additional benefit
πρόσθετη δασμολογική επιβάρυνση @ additional duty
πρόσθετοι πόροι @ additional resources
συγκολλητικό @ adhesive
επίθετο @ adjective
επιθετικός @ adjective
αναβολή της συζήτησης @ adjournment
διευθέτηση @ adjustment
σχολική προσαρμογή @ adjustment to school
πρόσθετο-βελτιωτικό @ adjuvant
διοίκηση του οργάνου @ administration of the Institutions
διοικητική αυτονομία @ administrative autonomy
διοικητικός κώδικας @ administrative code
διαγωνισμός δημοσίου @ administrative competition
διοικητική σύμβαση @ administrative contract
διοικητικός έλεγχος @ administrative control
διοικητική συνεργασία @ administrative cooperation
διοικητική δικαστική αρχή @ administrative court
δαπάνη λειτουργίας @ administrative expenditure
διοικητική διατύπωση @ administrative formalities
διοικητικό δίκαιο @ administrative law
διοικητική πράξη @ administrative measure
διοικητική παράβαση @ administrative offence
διοικητική απόφαση @ administrative order
διοικητική κύρωση @ administrative penalty
διοικητικός κλάδος @ administrative personnel
διοικητική αρμοδιότητα @ administrative powers
διοικητική δικονομία @ administrative procedure
διοικητική μεταρρύθμιση @ administrative reform
διοικητική ευθύνη @ administrative responsibility
διοικητική επιστήμη @ administrative science
διοικητική οργάνωση @ administrative structures
διοικητική εποπτεία @ administrative supervision
διοικητική διαφάνεια @ administrative transparency
διαίρεση σε διοικητικές περιφέρειες @ administrative unit
διαχειριστής @ administrator
θαυμασμός @ admiration
θαυμάζω @ admire
παραδεκτό @ admissibility
παραδεκτός @ admissible
είσοδος αλλοδαπών @ admission of aliens
συμμετοχή στις εξετάσεις @ admission to examinations
συμφωνία ADN @ ADN agreement
εφηβεία @ adolescence
Άδόλφος @ Adolph
υιοθετώ @ adopt
υιοθετημένο τέκνο @ adopted child
δικαίωμα υιοθεσίας @ adoption law
υιοθεσία @ adoption of a child
θέσπιση νόμου @ adoption of a law by vote
έγκριση του προϋπολογισμού @ adoption of the budget
συμφωνία ADR @ ADR agreement
αδρεναλίνη @ adrenaline
Άδριανός @ Adrian
Αδριατική Θάλασσα @ Adriatic Sea
ενήλικος @ adult
ενήλικας @ adult
εκπαίδευση ενηλίκων @ adult education
μοιχεία @ adultery
προκαταβολές @ advance
προπληρωμή @ advance payment
ψήφιση προ της ημέρας των εκλογών @ advance voting
υλικά προηγμένης τεχνολογίας @ advanced materials
βιομηχανία αιχμής @ advanced technology industry
επίρρημα @ adverb
διαφήμιση @ advertisement
διαφήμιση @ advertising
προϋπολογισμός διαφήμισης @ advertising budget
παραπλανητική διαφήμιση @ advertising malpractice
συμβουλευτική εξουσία @ advisory power
συνήγορος @ advocate
υπερασπιστής @ advocate
Αιγαίο Πέλαγος @ Aegean Sea
αεριούχο ποτό @ aerated drink
αεροδυναμική @ aerodynamics
αεροναυπηγική βιομηχανία @ aeronautical industry
αεροπλάνο @ aeroplane
αερόλυμα @ aerosol
αεροδιαστημική βιομηχανία @ aerospace industry
Αισχύλος @ Aeschylus
αισθητικός @ aesthetic
αισθητική χειρουργική @ aesthetic surgery
αισθητική @ aesthetics
συμφωνία AETR @ AETR agreement
συνεργαζόμενο εμπόριο @ affiliated retailing
δάσωση @ afforestation
Αφγανός @ Afghan
αφγανικός @ Afghan
Αφγανιστάν @ Afghanistan
AFRASEC @ Afrasec
Αφρική @ Africa
Αφρικάνος @ African
αφρικανικός @ African
Αφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών @ African Charter on Human and Peoples' Rights
Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης @ African Development Bank
αφρικανικός οργανισμός @ African organisation
Αφρικανική Ένωση @ African Union
αφρικάανς @ Afrikaans
αφροασιατικός οργανισμός @ Afro-Asian organisations
μετά @ after
κατόπιν @ after
μετά θάνατον ζωή @ afterlife
απόγευμα @ afternoon
υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση @ after-sales service
ύστερα @ afterwards
ξανά @ again
Άγαθή (Agathi) @ Agatha
ηλικία @ age
εποχή @ age
διακρίσεις λόγω ηλικίας @ age discrimination
ενηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο @ age of majority
δημογραφική γήρανση @ ageing of the population
υποκατάστημα εξωτερικού @ agency abroad
ημερήσια διάταξη @ agenda
επιβαρυντική περίσταση @ aggravating circumstances
επιθετικότητα @ aggression
επιθετικός @ aggressive
Αγνή @ Agnes
αγνωστικιστής @ agnostic
αγνωστικισμός @ agnosticism
πριν @ ago
αγοραφοβία @ agoraphobia
αγροτικό δίκαιο @ agrarian law
αγροτική μεταρρύθμιση @ agrarian reform
συμφωνία @ agreement
σύμβουλος γεωργικών εφαρμογών @ agricultural adviser
γεωργικές εφαρμογές @ agricultural advisory services
γεωργική έκταση με περιβαλλοντικούς περιορισμούς @ agricultural area with environmental restrictions
αγροτική τράπεζα @ agricultural bank
αγροτικό κτίριο @ agricultural building
γεωργικό υποπροϊόν @ agricultural by-product
γεωργική απογραφή @ agricultural census
γεωργικός συνεταιρισμός @ agricultural cooperative
αγροτική πίστη @ agricultural credit
γεωργική καταστροφή @ agricultural disaster
γεωργική οικονομία @ agricultural economics
γεωργική εκπαίδευση @ agricultural education
γεωργικός εξοπλισμός @ agricultural equipment
αγροτική δαπάνη @ agricultural expenditure
γεωργικός προσανατολισμός @ agricultural guidance
γεωργική εκμετάλλευση @ agricultural holding
γεωργικό εργαλείο @ agricultural implement
γεωργική ασφάλιση @ agricultural insurance
γεωργικό εργατικό δυναμικό @ agricultural labour force
γεωργική γη @ agricultural land
γεωργική εισφορά @ agricultural levy
γεωργικό μηχάνημα @ agricultural machinery
αγορά γεωργικών προϊόντων @ agricultural market
αποτέλεσμα της γεωργικής εκμετάλλευσης @ agricultural performance
γεωργική πολιτική @ agricultural policy
γεωργικό προϊόν @ agricultural product
ονοματολογία γεωργικών προϊόντων @ agricultural product nomenclature
γεωργική παραγωγή @ agricultural production
πολιτική γεωργικής παραγωγής @ agricultural production policy
γεωργική παραγωγικότητα @ agricultural productivity
γεωργικές ποσοστώσεις @ agricultural quota
έγγειος γεωργική ιδιοκτησία @ agricultural real estate
γεωργική περιοχή @ agricultural region
οργανισμός εκπροσώπησης του αγροτικού τομέα @ agricultural sector representative body
κατάσταση της γεωργίας @ agricultural situation
γεωργικές στατιστικές @ agricultural statistics
γεωργικές διαρθρώσεις @ agricultural structure
γεωργικό πλεόνασμα @ agricultural surplus
γεωργικές συναλλαγές @ agricultural trade
γεωργικό όχημα @ agricultural vehicle
γεωργικά απόβλητα @ agricultural waste
γεωργία @ agriculture
σχέση γεωργίας-βιομηχανίας @ agriculture-industry relationship
σχέση γεωργίας-εμπορίου @ agriculture-trade relationship
γεωργοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα @ agri-environmental plan
αγροδιατροφικός τομέας @ agri-foodstuffs
γεωργονομισματική πολιτική @ agri-monetary policy
ενέργεια γεωργικής προέλευσης @ agro-energy
γεωργοδασοπονία @ agroforestry
βιομηχανική καλλιέργεια @ agro-industrial cropping
βιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων @ agro-industry
γεωπονική έρευνα @ agronomic research
γεωπονική @ agronomy
αξιολόγηση της βοήθειας @ aid evaluation
ενισχύσεις αναδιάρθρωσης @ aid for restructuring
βοήθεια εις είδος @ aid in kind
ενίσχυση ανά εκτάριο @ aid per hectare
πολιτική παροχής βοήθειας @ aid policy
πρόγραμμα ενισχύσεων @ aid programme
δικαιούχος της βοήθειας @ aid recipient
καθεστώς ενισχύσεων @ aid system
γεωργικές ενισχύσεις @ aid to agriculture
ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων @ aid to disadvantaged groups
βοήθεια στα θύματα καταστροφών @ aid to disaster victims
ενισχύσεις στη βιομηχανία @ aid to industry
βοήθεια στους πρόσφυγες @ aid to refugees
ενίσχυση επιχειρήσεων @ aid to undertakings
AIDS @ AIDS
σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας @ AIDS
σκοπός @ aim
μελωδία @ air
αεροπορικό καμποτάζ @ air cabotage
κλιματισμός @ air conditioning
Πολεμική Αεροπορία @ air force
τιμολόγιο εναέριων μεταφορών @ air freight rate
αεροπορικό δίκαιο @ air law
ασφάλεια της αεροπλοΐας @ air safety
εναέριος χώρος @ air space
εναέρια κυκλοφορία @ air traffic
έλεγχος εναέριου χώρου @ air traffic control
εναέριες μεταφορές @ air transport
αεροσκάφος @ aircraft
αεροπλανοφόρο @ aircraft carrier
εναέριος στόλος @ aircraft fleet
αερολισθαίνον όχημα @ air-cushion vehicle
αερογραμμή @ airline
αεροπλάνο @ airplane
αερολιμένας @ airport
Αϊμάν @ Ajman
Φούτζερα @ Al Fujayrah
Al-Jazeera @ Al Jazeera
Νήσοι Ώλαντ @ Åland
Άαλαντ @ Åland
αλίμονο @ alas
Αλβανία @ Albania
Αλβανός @ Albanian
αλβανικά @ Albanian
αλβανικός @ Albanian
Άλβέρτος @ Albert
λεύκωμα @ albumen
αλχημιστής @ alchemist
αλχημεία @ alchemy
αλκοόλ @ alcohol
οινόπνευμα @ alcohol
αλκοόλη @ alcohol
αλκοολικός @ alcoholic
αλκοολούχο ποτό @ alcoholic beverage
αλκοολισμός @ alcoholism
αγγλική μπίρα @ ale
Αλεντέζου @ Alentejo
Αλέξανδρος @ Alexander
Μέγας Αλέξανδρος @ Alexander the Great
Αλεξάνδρεια @ Alexandria
Αλέξιος @ Alexius
Αλφονσος (Alphonsos) @ Alfonso
Αλφρέδος @ Alfred
φύκος @ algae
Αλγκάρβε @ Algarve
άλγεβρα @ algebra
Αλγερία @ Algeria
Αλγερινός @ Algerian
αλγερινός @ Algerian
Αλγέρι @ Algiers
αλγορίθμος @ algorithm
άλλοθι @ alibi
εξωγήινος @ alien
ξένος @ alien
αλκίνιο @ alkyne
όλοι @ all
όλο @ all
εντελώς @ all
μια @ all right
όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη @ all roads lead to Rome
ό, τι λάμπει δεν είναι χρυσός @ all that glitters is not gold
αλλεργία @ allergy
αλλιγάτορας @ alligator
ρήτρα κατανομής @ allocation clause
διάθεση και χρήση των γαιών @ allocation of land
διάθεση πόρων @ allocation of resources
κατανομή των εδρών @ allocation of seats
κατανομή της εργασίας @ allocation of work
αποζημίωση και απόδοση εξόδων @ allowances and expenses
κράματα @ alloy
κράμα @ alloy
κραματοποιώ @ alloy
αλμανάκο @ almanac
αμύγδαλο @ almond
αμυγδαλιά @ almond
σχεδόν @ almost
μόνος @ alone
άλφα @ alpha
αλφάβητο @ alphabet
αλφαβητικός @ alphabetic
αλφαβητικός @ alphabetical
Κιτρινοκαλιακούδα @ alpine chough
περιφέρεια των Άλπεων @ Alpine Region
Άλπεις @ Alps
ήδη @ already
Αλσατία @ Alsace
βωμός @ altar
αναπληρωτής @ alternate
εναλλασσόμενο ρεύμα @ alternating current
εναλλακτική γεωργική παραγωγή @ alternative agricultural production
ήπια ιατρική @ alternative medicine
υποκατάστατο της ποινής @ alternative sentence
πολιτική θητεία @ alternative service
εναλλακτική χρησιμοποίηση γεωργικού προϊόντος @ alternative use of agricultural products
αν και @ although
παρά @ although
υψόμετρο @ altimeter
υψόμετρο @ altitude
ύψος @ altitude
αλουμίνιο @ aluminium
αργίλιο @ aluminium
αλουμίνιο @ aluminum
πάντα @ always
Alytus @ Alytus
είμαι @ am
ερασιτέχνης @ amateur
ήλεκτρον @ amber
πορτοκαλί @ amber
κεχριμπαρένιο @ amber
OCAM @ AMCO
αμήν @ amen
διορθωτικός προϋπολογισμός @ amending budget
τροπολογία @ amendment
αναθεώρηση νόμου @ amendment of a law
Αμερική @ America
βόνασος @ American bison
αμερικανικός οργανισμός @ American organisation
Σαμόα (ΗΠΑ) @ American Samoa
Αμερικανική Σαμόα @ American Samoa
αμερίκιο @ americium
αμινοξύ @ amino acid
Αμμάν @ Amman
αμμωνία @ ammonia
πυρομαχικά @ ammunition
αμνηστία @ amnesty
Διεθνής Αμνηστία @ Amnesty International
ανάμεσα @ among
άμορφα υλικά @ amorphous materials
απόσβεση @ amortisation
σύνολο @ amount
αμπέρ @ ampere
συμπλεκτικό σύμβολο @ ampersand
αμφεταμίνη @ amphetamine
αμφίβιο @ amphibian
αμφίβιος @ amphibious
Άμστερνταμ @ Amsterdam
διασκέδαση @ amusement
ένας @ an
αναβολισμός @ anabolism
αναχρονιστικός @ anachronistic
ανακόντα @ anaconda
ανάγραμμα @ anagram
πρωκτική συνουσία @ anal sex
αναλγητικό @ analgesic
(analogos)<!--this is the transcription and requires Greek script-->, αναλογικός @ analog
(analogos)<!--this is the transcription and requires Greek script-->, αναλογικός @ analogue
αναλογία @ analogy
αναλύω @ analyse
ανάλυση @ analysis
ανάλυση αιτίων @ analysis of causes
αναλυτής @ analyst
αναλυτική χημεία @ analytical chemistry
αναρχισμός @ anarchism
αναρχικός @ anarchist
αναρχία @ anarchy
Ανατολή @ Anatoli
ανατομία @ anatomy
πρόγονος @ ancestor
αγκυροβολώ @ anchor
αντσούγια @ anchovy
αρχαία ελληνικά @ Ancient Greek
αρχαία ιστορία @ ancient history
και @ and
και ούτω καθεξής @ and so on
Ανδαλουσία @ Andalusia
Ομάδα των Άνδεων @ Andean Group
χώρες της Ομάδας των Άνδεων @ Andean Group countries
Κοινοβούλιο των Άνδεων @ Andean Parliament
Ανδόρρα @ Andorra
Ανδρέας @ Andrew
ανέκδοτο @ anecdote
αναιμία @ anemia
άγγελος @ angel
αγγελική @ angelica
θυμός @ anger
θυμώνω @ anger
γωνία @ angle
αγγλικανισμός @ Anglicanism
αρχαία αγγλική γλώσσα @ Anglo-Saxon
Αγκόλα @ Angola
Ανγκόλα @ Angola
θυμωμένος @ angry
Ανγκουίλα @ Anguilla
ανυδρίτης @ anhydride
άγριος @ animal
ζώο @ animal
ζωική αναπαραγωγή @ animal breeding
ζωική ασθένεια @ animal disease
ζωική λιπαρή ουσία @ animal fats
ζωοτροφές @ animal feedingstuffs
υγεία των ζώων @ animal health
λεύκωση ζώων @ animal leucosis
πανίδα @ animal life
διατροφή των ζώων @ animal nutrition
ζωικό λάδι @ animal oil
πανώλης των ζώων @ animal plague
ζωικό προϊόν @ animal product
ζωική παραγωγή @ animal production
ζωική πρωτεΐνη @ animal protein
ζωικοί πόροι @ animal resources
θέαμα με ζώα @ animal show
δέρμα ζώου @ animal skin
φυματίωση ζώων @ animal tuberculosis
καλή μεταχείριση των ζώων @ animal welfare
anime @ anime
ανιώντος @ anion
άνισον @ anise
άνισον @ aniseed
Άγκυρα @ Ankara
αστράγαλος @ ankle
Άννα @ Ann
ανακοίνωση @ announcement
δήλωση υποψηφιότητας @ announcement of candidacy
ενοχλήσει @ annoy
έκθεση δραστηριοτήτων @ annual report
ακυρώνω @ annul
ανώνυμος @ anonymous
απάντηση @ answer
απαντώ @ answer
λύση @ answer
ανταποκρίνομαι @ answer
Νότιος Παγωμένος Ωκεανός @ Antarctic Ocean
Ανταρκτική @ Antarctica
μυρμηγκοφάγος @ anteater
αντιλόπη @ antelope
κεραία @ antenna
ύμνος @ anthem
μυρμηγκοφωλιά @ anthill
Αντώνιος @ Anthony
άνθρακας @ anthrax
ανθρωπολογία @ anthropology
αντιβιοτικά @ antibiotic
αντίχριστος @ antichrist
Αντίχριστος @ Antichrist
σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης @ anti-crisis plan
αγώνας κατά των διακρίσεων @ anti-discriminatory measure
δασμοί αντιντάμπινγκ @ anti-dumping duty
νομοθεσία αντιντάμπινγκ @ anti-dumping legislation
μέτρα αντιντάμπινγκ @ anti-dumping measure
αντιευρωπαϊσμός @ anti-European movement
κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης @ anti-globalisation movement
Αντίγκουα και Μπαρμπούντα @ Antigua and Barbuda
αντιπυραυλική άμυνα @ anti-missile defence
αντιμόνιο @ antimony
όπλα κατά προσωπικού @ anti-personnel weapon
αντιρρυπαντική διάταξη @ anti-pollution device
κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων @ anti-racist movement
αντισημιτισμός @ anti-semitism
διαδικασία κατά των επιδοτήσεων @ anti-subsidy proceeding
νομοθεσία αντιτράστ @ anti-trust legislation
αντώνυμο @ antonym
Αντβέρπ @ Antwerp
πρωκτός @ anus
αμόνι @ anvil
άγχος @ anxiety
ANZUS @ Anzus
χώρες του ANZUS @ Anzus countries
καθένας @ any
εν πάση περιπτώσει @ anyway
οπουδήποτε @ anywhere
πολιτική φυλετικού διαχωρισμού @ apartheid
διαμέρισμα @ apartment
ΟΣΑΕ @ APEC
χώρες της ΟΣΑΕ @ APEC countries
απεριτίφ @ aperitif
αφασία @ aphasia
Αφήλιον @ aphelion
απόφθεγμα @ aphorism
μελισσοκομία @ apiculture
ΑΟΠ @ APO
αποστασία @ apostasy
αποστροφή @ apostrophe
φαρμακοποιός @ apothecary
φαρμακείο @ apothecary
συσκευή ακτινοβολιών @ apparatus based on the use of rays
ένδικο μέσο @ appeal
διοικητική προσφυγή @ appeal to an administrative authority
προσφυγή στο διαμεσολαβητή ΕΚ @ appeal to the EC Ombudsman
προσφυγή ιδιωτών @ appeals by private individuals
φαίνομαι @ appear
σκωληκοειδίτιδα @ appendicitis
ορεκτικό @ appetizer
χειροκροτώ @ applaud
επικροτώ @ applaud
χειροκρότημα @ applause
μήλο @ apple
μηλιά @ apple
χυμός μήλου @ apple juice
μηλιά @ apple tree
εφαρμογή του νόμου @ application of legislation
εφαρμοσμένη έρευνα @ applied research
εφαρμοσμένες επιστήμες @ applied sciences
διορισμοί προσωπικού @ appointment of staff
εκτιμώ @ appreciate
αντιλαμβάνομαι @ appreciate
παίρνω αξία @ appreciate
μαθητευόμενος @ apprentice
επαγγελματική μαθητεία @ apprenticeship
κατάλληλος @ appropriate
έγκριση @ approval
έγκριση τιμολογίων @ approval of tariffs
περίπου @ approximately
προσέγγιση των νομοθεσιών @ approximation of laws
προσέγγιση των πολιτικών @ approximation of policies
UPA @ APPU
βερίκοκο @ apricot
βερικοκιά @ apricot
Απρίλιος @ April
ποδιά @ apron
Απουλήιος @ Apuleius
Απουλία @ Apulia
υδατοκαλλιέργεια @ aquaculture
ενυδρείο @ aquarium
Υδροχόος @ Aquarius
υδρόβιος @ aquatic
υδάτινο περιβάλλον @ aquatic environment
υδρόβιο φυτό @ aquatic plant
υδραγωγείο @ aqueduct
Ακουϊτανία @ Aquitaine
Άραβας @ Arab
αραβικός @ Arab
Αραβική Κοινή Αγορά @ Arab Common Market
χώρες της Αραβικής Κοινής Αγοράς @ Arab Common Market countries
Αραβικός Σύνδεσμος @ Arab League
χώρες του Αραβικού Συνδέσμου @ Arab League countries
αραβικός οργανισμός @ Arab organisation
Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου @ Arab Republic of Egypt
αραβοαφρικανική συνεργασία @ Arab-African cooperation
αραβικός @ Arabic
καλλιεργήσιμη γη @ arable land
αραχνοφοβία @ arachnophobia
Αραγώνα @ Aragon
οικονομική πρόκριση συναλλαγής @ arbitrage
διαιτησία @ arbitration
ρήτρα διαιτησίας @ arbitration clause
δενδροκομία @ arboriculture
Αρκαδία @ Arcadia
αρχαιολόγος @ archaeologist
αρχαιολογία @ archaeology
αρχάγγελος @ archangel
αρχιεπίσκοπος @ archbishop
τοξότης @ archer
αρχιμανδρίτης @ archimandrite
αρχιπέλαγος @ archipelago
αρχιτέκτονας @ architect
αρχιτεκτονική κληρονομιά @ architectural heritage
αρχιτεκτονική @ architecture
αρχείο @ archive
αρχειοθετώ @ archive
αρχείο @ archives
Αρκτική @ Arctic
Βόρειος Παγωμένος Ωκεανός @ Arctic Ocean
διαχείριση του χώρου @ area management
επιφάνεια εκμετάλλευσης @ area of holding
Άρης @ Ares
ασημί @ argent
Αργεντινή @ Argentina
αργεντίνικος @ Argentinian
Αργεντίνος @ Argentinian
αργινίνη @ arginine
αργό @ argon
Αργοναύτες @ Argonaut
Ώρχους @ Århus
άνυδρη ζώνη @ arid zone
Αρχάγγελσκ @ Arkhangelsk
βραχίονας @ arm
αρμός @ arm
αρμαδίλος @ armadillo
Αρμαγεδδώνας @ Armageddon
πολυθρόνα @ armchair
στρατός @ armed forces
Αρμενία @ Armenia
αρμενικός @ Armenian
Αρμένιος @ Armenian
αρμενικά @ Armenian
Αρμενικό ζήτημα @ Armenian question
πανοπλία @ armor
μασχάλη @ armpit
έλεγχος των εξοπλισμών @ arms control
βιομηχανία όπλων @ arms industry
περιορισμός των εξοπλισμών @ arms limitation
πολιτική εξοπλισμών @ arms policy
προμήθεια όπλων @ arms supply
εμπόριο όπλων @ arms trade
στρατός @ army
στρατιά @ army
αρωματικό φυτό @ aromatic plant
διευθέτηση του χρόνου εργασίας @ arrangement of working time
σύλληψη @ arrest
συλλαμβάνω @ arrest
φτάνω @ arrive
βέλος @ arrow
αρσενικό @ arsenic
εμπρησμός @ arson
εμπρηστής @ arsonist
τέχνη @ art
καλλιτεχνική εκπαίδευση @ art education
εμπόριο έργων τέχνης @ art trade
αρτηρία @ artery
Αρθούρος @ Arthur
αγκινάρα @ artichoke
άρθρο @ article
τεχνητός @ artificial
αφύσικος @ artificial
συνθετική χρωστική ουσία τροφίμων @ artificial food colouring
τεχνητή σπερματέγχυση @ artificial insemination
τεχνητή νοημοσύνη @ artificial intelligence
τεχνητή γονιμοποίηση @ artificial reproductive techniques
πυροβόλο @ artillery
πυροβολικό @ artillery
τεχνίτης @ artisan
καλλιτέχνης @ artist
καλλιτεχνική δημιουργία @ artistic creation
καλλιτεχνικά επαγγέλματα @ artistic profession
δικαίωμα παρακολούθησης @ artist's resale right
τέχνες @ arts
Αρούμπα @ Aruba
σύμβαση της Αρούσα @ Arusha Convention
το ίδιο, τόσο @ as
όπως @ as
καθώς @ as
αφού @ as
σαν @ as
το συντομότερο δυνατόν @ as soon as possible
αμίαντος @ asbestos
ανεβαίνω @ ascend
Ασκληπιός @ Asclepius
ASEAN @ Asean
χώρες του ASEAN @ Asean countries
στάχτη @ ash
ντροπαλός @ ashamed
σταχτοδοχείο @ ashtray
Ασία @ Asia
Μικρά Ασία @ Asia Minor
ασιατικός οργανισμός @ Asian organisation
ρωτώ @ ask
παρακαλώ @ ask
ASPAC @ Aspac
σπαράγγι @ asparagus
άποψη @ aspect
ποιόν ενεργείας @ aspect
σύνδρομο Asperger @ Asperger's syndrome
ασπιρίνη @ aspirin
οπίσθια @ ass
όνος @ ass
γάϊδαρος @ ass
σαλάμ αλέκουμ @ assalamu alaikum
δολοφόνος @ assassin
δολοφονία @ assassination
συνάθροιση @ assembly
σύνοδος @ assembly
παραγωγή εν σειρά @ assembly line production
εργασία εν σειρά @ assembly line work
έλεγχος των γνώσεων @ assessment
διατίμηση @ assessment of prices
κωλοτρυπίδα @ asshole
εκπαιδευτική βοήθεια @ assistance in training
συμβοηθών σύζυγος @ assisting spouse
αστική αγωγή @ associated action for damages
συνδεδεμένη χώρα @ associated country
ένωση @ association
συμφωνία συνδέσεως @ association agreement
Ένωση των κρατών της Καραϊβικής @ Association of Caribbean States
ένωση φορέων τοπικής διοίκησης @ association of local authorities
σύλλογοι και μαζικοί φορείς @ associative movement
Ασσυρία @ Assyria
άστατο @ astatine
Αστερίξ @ Asterix
άσθμα @ asthma
αστρολογία @ astrology
αστροναύτης @ astronaut
αστροναυτική @ astronautics
αστρονομία @ astronomy
άσυλο @ asylum
στον @ at
παπάκι @ at sign
αθεϊσμός @ atheism
άθεος @ atheist
Αθηνά @ Athena
αθλητής @ athlete
Τόξο του Ατλαντικού @ Atlantic Arc
Ατλαντικός Ωκεανός @ Atlantic Ocean
άτλας @ atlas
ατμόσφαιρα @ atmosphere
ατμοσφαιρικές συνθήκες @ atmospheric conditions
ατμοσφαιρικοί ρύποι @ atmospheric pollutant
ατμοσφαιρική ρύπανση @ atmospheric pollution
άτομο @ atom
ατομική βόμβα @ atom bomb
ατομική βόμβα @ atomic bomb
ατομικός αριθμός @ atomic number
συμφωνία ATP @ ATP Agreement
θηριωδία @ atrocity
ατροφία @ atrophy
επισυνάπτω @ attach
επισύναψη @ attachment
επίθεση @ attack
επιτίθεμαι @ attack
αποπειρώμαι @ attempt
απόπειρα @ attempt
προσοχή @ attention
σοφίτα @ attic
Αττική @ Attica
έλξη @ attraction
θέλγητρο @ attraction
μελιτζάνα @ aubergine
πλειστηριασμός @ auction
πλειστηριασμός @ auction sale
ακροατήριο @ audience
κασέτα @ audio cassette
οπτικοακουστική πολιτική @ audiovisual communications policy
συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων @ audiovisual co-production
οπτικοακουστικό τεκμήριο @ audiovisual document
οπτικοακουστικό μέσο @ audiovisual equipment
βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων @ audiovisual industry
ραδιοτηλεπειρατεία @ audiovisual piracy
οπτικοακουστική παραγωγή @ audiovisual production
οπτικοακουστικό πρόγραμμα @ audiovisual programme
έλεγχος @ audit
εξέλεγξη λογαριασμών @ auditing
αίθουσα ακροάσεων @ auditorium
Αύγουστος @ August
Αύγουστος @ Augustus
θεία @ aunt
πολιτική λιτότητας @ austerity policy
Αυστραλία @ Australia
Αυστραλός @ Australian
αυστραλιανός @ Australian
Αυστρία @ Austria
Αυστριακός @ Austrian
αυστριακός @ Austrian
συγγραφέας @ author
επιτρεπόμενα αλιεύματα @ authorised catch
αυταρχικό καθεστώς @ authoritarian regime
εξουσία @ authority
αρχές @ authority
αυθεντία @ authority
εξουσιοδότηση @ authorization
αυτισμός @ autism
αυτοβιογραφία @ autobiography
αυτόματος @ automatic
αυτόματο @ automatic
αυτόματα παιχνίδια @ automatic game
αυτόματο μηχάνημα πώλησης @ automatic vending machine
αυτοματοποίηση @ automation
αυτοκίνητο @ automobile
αυτονομιστικό κόμμα @ autonomist party
αυτόνομος @ autonomous
αυτόνομη κοινότητα @ autonomous community
αυτονομιστικό κίνημα @ autonomous movement
Αυτόνομη Επαρχία του Μπολτζάνο @ Autonomous Province of Bolzano
Αυτόνομη Επαρχία του Τρέντο @ Autonomous Province of Trento
αυτόνομα εδάφη της Παλαιστίνης @ autonomous territories of Palestine
αυτονομία @ autonomy
φθινόπωρο @ autumn
Ωβέρνη @ Auvergne
βοηθητικός @ auxiliary
βοηθητικός εργαζόμενος @ auxiliary worker
διαθεσιμότητα @ availability
διαθέσιμος @ available
προσφορά ενέργειας @ available energy
διαθέσιμοι ενεργειακοί πόροι @ available energy resources
χιονοστιβάδα @ avalanche
πλεονεξία @ avarice
λεωφόρος @ avenue
μέσος όρος @ average
μέση τιμή @ average price
γρύπη των πουλερικών @ avian influenza
αεροπορία @ aviation
καύσιμο αεροπλάνων @ aviation fuel
αβοκάντο @ avocado
αποφεύγω @ avoid
αφυπνισμένος @ awake
έπαθλο @ award
ανάθεση σύμβασης με δημοπρασία @ award of contract
μακριά @ away
σουβλί @ awl
τσεκούρι @ axe
πέλεκυς @ axe
αξίωμα @ axiom
άξων @ axis
άξονας του κακού @ axis of evil
τέλη ανά άξονα @ axle tax
φορτίο ανά άξονα @ axle weight
Αϊμαρά @ Aymara
Αζερμπαϊτζάν @ Azerbaijan
αζέρικος @ Azerbaijani
Αζερικά @ Azeri
Αζέρος @ Azeri
Αζόρες @ Azores
βελάζω @ baa
βέλασμα @ baa
μωρό @ baby
μωρό μου @ baby
παιδικές τροφές @ baby food
μπεϊμπισίτερ @ babysitter
μπακαράς @ baccarat
Μπαχ @ Bach
εργένης @ bachelor
τάβλι @ backgammon
εκκρεμείς υποθέσεις @ backlog of court cases
καθυστέρηση στα μαθήματα @ backwardness at school
μπέικον @ bacon
βακτήρια @ bacteria
βακτηριολογία @ bacteriology
βακτήριο @ bacterium
κακός @ bad
κακοκαιρία @ bad weather
Βάδη-Βυρτεμβέργη @ Baden-Württemberg
ασβός @ badger
αντιπτέριση @ badminton
σακούλα @ bag
Βαγδάτη @ Baghdad
άσκαυλος @ bagpipes
Μπαχάμες @ Bahamas
Μπαχρέιν @ Bahrain
δικαστικός επιμελητής @ bailiff
αρτοποιός @ baker
αρτοποιία @ bakery
αρτοποιείο @ bakery
μπακλαβά @ baklava
Μπακού @ Baku
ζυγαριά @ balance
ισορροπία @ balance
ισοζύγιο @ balance
ισοζύγιο πληρωμών @ balance of payments
ισολογισμός @ balance sheet
ελλειμματικό ισοζύγιο @ balance-of-payments deficit
ανάλυση των ισολογισμών @ balance-sheet analysis
φαλακρός @ bald
Βαλεαρίδες Νήσοι @ Balearic Islands
Μπάλι @ Bali
Βαλκάνια @ Balkans
σφαίρα @ ball
μπάλα @ ball
βαλλιστικός πύραυλος @ ballistic missile
μπαλόνι @ balloon
ψηφοδέλτιο @ ballot
ψηφοδέλτιο @ ballot paper
αρχίδια @ balls
Βαλτική Θάλασσα @ Baltic Sea
βαλτικές χώρες @ Baltic States
μπαμπάρα @ Bambara
μπαμπού @ bamboo
απαγορεύω @ ban
μπανάνα @ banana
μπανανιά @ banana
μπανανία @ banana republic
συγκρότημα @ band
ιμάντας @ band
ομάδα @ band
ζώνη @ band
μπαμ @ bang
Μπανκόκ @ Bangkok
Μπαγκλαντές @ Bangladesh
Μπαγγλαντές @ Bangladesh
τράπεζα @ bank
όχθη @ bank
τραπεζικά έξοδα @ bank charges
τραπεζικές καταθέσεις @ bank deposit
τραπεζίτης @ banker
τραπεζική δραστηριότητα @ banking
τραπεζική πολιτική @ banking policy
τραπεζικοί υπάλληλοι @ banking profession
τραπεζικό απόρρητο @ banking secrecy
τραπεζικός έλεγχος @ banking supervision
τραπεζικό σύστημα @ banking system
τραπεζογραμμάτιο @ banknote
πτώχευση @ bankruptcy
πανώ @ banner
Περιοχή της Banská Bystrica @ Banská Bystrica region
ράβδος @ bar
μπαρ @ bar
Μπαρμπάντος @ Barbados
Βαρβαρα @ Barbara
Βάρβαροι @ barbarian
ψησταριά @ barbecue
αγκαθωτό συρματόπλεγμα @ barbed wire
κουρέας @ barber
βαρβιτουρικό @ barbiturate
γραμμοκωδικός @ barcode
ανυπόδητος @ barefoot
φορτηγίδα @ barge
μαούνα @ barge
πλοίο για φορτηγίδες @ barge carrier ship
βάριο @ barium
γαβγίζω @ bark
κριθάρι @ barley
πεπλόγλαυκα @ barn owl
παραγραφή της ποινής @ barring of penalties by limitation
δικηγόρος @ barrister
αντιπραγματισμός @ barter
Βαρθολομαίος @ Bartholomew
βάση @ base
μπέιζμπολ @ baseball
υπόγειο @ basement
βασική εκπαίδευση @ basic education
θεμελιώδεις ανάγκες @ basic needs
τιμή βάσης @ basic price
βασική έρευνα @ basic research
Βασιλικάτα @ Basilicata
νιπτήρας @ basin
λεκάνη απορροής @ basin
φορολογική βάση @ basis of tax assessment
καλάθι @ basket
καλάθι νομισμάτων @ basket of currencies
καλαθοσφαίριση @ basketball
Χώρα των Βάσκων @ Basque Country
μπάσος @ bass
μπάσο @ bass
εξώγαμο @ bastard
μπάσταρδος @ bastard
νυχτερίδα @ bat
ρόπαλο @ bat
λουτήρας @ bath
λουτρό @ bath
νερό κολύμβησης @ bathing water
λουτρό @ bathroom
τουαλέτα @ bathroom
βαθυσκάφος @ bathyscaphe
Μπάτμαν @ Batman
τάγμα @ battalion
μπαταρία @ battery
μάχη @ battle
βωξίτης @ bauxite
Βαυαρία @ Bavaria
κόλπος @ bay
ξιφολόγχη @ bayonet
παζάρι @ bazaar
είμαι @ be
υπάρχω @ be
γίνομαι @ be
''usually translated using the passive form of the active verb'' @ be
ίσον @ be
''(use imperfective verb form of the appropriate tense)'' @ be
έχω ύψος @ be
είναι @ be
κάνει @ be
μπορώ @ be able to
αμμουδιά @ beach
αρκούδα @ bear
γένι @ beard
τριβείς @ bearing
κτήνος @ beast
ωραίος @ beautiful
κάστορας @ beaver
διότι @ because
γίνομαι @ become
κρεβάτι @ bed
κοίτη @ bed
κοίτασμα @ bed
κρεββατοκάμαρα @ bedroom
οξιά @ beech
βοδινό κρέας @ beef
βοδινό @ beef
βόδι @ beef animal
μελισσοκόμος @ beekeeper
ζύθος @ beer
μπίρα @ beer
μπυροπότηρο @ beer
κερί @ beeswax
ζάχαρη από τεύτλα @ beet sugar
σκαθάρι @ beetle
Σκαραβαίος @ beetle
ζητιανεύω @ beg
ικετεύω @ beg
ζητιάνος @ beggar
αρχίζω @ begin
συμπεριφορά @ behavior
συμπεριφορά @ behaviour
επιστήμη της συμπεριφοράς @ behavioural sciences
αποκεφαλίζω @ behead
αποκεφαλισμός @ beheading
πίσω από @ behind
μπεζ @ beige
Πεκίνο @ Beijing
πλάσμα @ being
ύπαρξη @ being
Βηρυττός @ Beirut
Λευκορωσία @ Belarus
λευκορωσικά @ Belarusian
Λευκορώσος @ Belarusian
Μπέλφαστ @ Belfast
Βέλγος @ Belgian
βέλγικος @ Belgian
κοινότητες του Βελγίου @ Belgian communities
Βέλγιο @ Belgium
Βελιγράδι @ Belgrade
διαστρέφω @ belie
πίστη @ belief
δοξασία @ belief
πιστεύω @ belief
πιστεύω @ believe
Μπελίζ @ Belize
Μπελίζε @ Belize
καμπάνα @ bell
κουδούνι @ bell
τηλεφώνημα @ bell
λευκορωσικά @ Belorussian
ζώνη @ belt
κοιλιά @ belly
χορός οριεντάλ @ belly dance
παγκάκι @ bench
πάγκος @ bench
συγκριτική αξιολόγηση @ benchmarking
Βενέδικτος @ Benedict
όφελος @ benefit
επίδομα @ benefit
Benelux @ Benelux
χώρες της Benelux @ Benelux countries
Μπενίν @ Benin
βενζόλιο @ benzene
μπερκέλιο @ berkelium
Βερολίνο @ Berlin
Βερμούδες @ Bermuda
μώρον @ berry
βήρυλλος @ beryl
βηρύλλιο @ beryllium
βιρύλλιο @ beryllium
δίπλα @ beside
με φιλικούς χαιρετισμούς @ best regards
στοίχημα @ bet
βάζω στοίχημα οτί @ bet
βήτα @ beta
Βηθλεέμ @ Bethlehem
καλύτερος @ better
ανάμεσα @ between
BEUC @ BEUC
ποτό @ beverage
ποτοποιία @ beverage industry
Μπουτάν @ Bhutan
βιβλίο @ bible
βιβλιογραφία @ bibliography
κοινοβουλευτικό σύστημα δύο νομοθετικών σωμάτων @ bicameral system
ποδήλατο @ bicycle
μεγάλος @ big
Μεγάλη Έκρηξη @ Big Bang
αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία @ bijection
μπικίνι @ bikini
διμερής συμφωνία @ bilateral agreement
διμερής βοήθεια @ bilateral aid
διμερείς σχέσεις @ bilateral relations
χολή @ bile
διγλωσσία @ bilingualism
μπιλιάρδο @ billiards
δισεκατομμύριο @ billion
τρισεκατομμύριο @ billion
δισεκατομμυριούχος @ billionaire
διώνυμο @ binomial
διώνυμη ονοματολογία @ binomial nomenclature
βιοχημεία @ biochemistry
βιοκλιματολογία @ bioclimatology
βιολογική μετατροπή @ bioconversion
βιοδιασπασιμότητα @ biodegradability
βιοποικιλότητα @ biodiversity
βιοενέργεια @ bioenergy
βιοηθική @ bio-ethics
βιοαέριο @ biogas
βιογραφία @ biography
βιολογική βιομηχανία @ bio-industry
βιολογικός @ biological
βιολογικό πρότυπο @ biological standard
βιολογικά όπλα @ biological weapon
βιολογία @ biology
βιομάζα @ biomass
βιοϋλικά @ biomaterials
βιομετρία @ biometrics
βιοφυσική @ biophysics
βιολογικές διεργασίες @ bioprocess
βιόσφαιρα @ biosphere
βιοτεχνολογία @ biotechnology
βιότοπος @ biotope
διπολική διαταραχή @ bipolar disorder
πόλωση @ bipolarisation
πτηνό @ bird
κούκλα @ bird
αρπακτικό πτηνό @ bird of prey
κελάηδισμα @ birdsong
γέννα @ birth
γέννηση @ birth
γεννώ @ birth
έλεγχος των γεννήσεων @ birth control
πολιτική γεννήσεων @ birth policy
γενέθλια @ birthday
γενέθλια μέρα @ birthday
σημάδι @ birthmark
γεννητικότητα @ births
BRI @ BIS
μπισκοτοποιία @ biscuit factory
επίσκοπος @ bishop
αξιωματικός @ bishop
βισμούθιο @ bismuth
δυφίο @ bit
σκύλα @ bitch
Μοναστήρι @ Bitola
ασφαλτούχα υλικά @ bituminous materials
μαύρος @ black
μαύρο @ black
νέγρικος @ black
σκοτεινός @ black
μαύρη πανώλη @ Black Death
λυροπετεινός @ black grouse
μάυρη τρύπα @ black hole
Μαύρη Θάλασσα @ Black Sea
μαύρη χήρα @ black widow
μαυροτσικλιτάρα @ black woodpecker
μούρο @ blackberry
μουριά @ blackberry
κότσυφας @ blackbird
σιδεράς @ blacksmith
πεταλωτής @ blacksmith
λεπίδα @ blade
λευκή ψήφος @ blank ballot paper
κουβέρτα @ blanket
λευκαντικό @ bleach
λευκαίνω @ bleach
αιμορραγώ @ bleed
Blekinge @ Blekinge county
UEBL @ BLEU
τύφλωση @ blindness
φουσκάλα @ blister
ιστολόγιο @ blog
αίμα @ blood
ασθένεια του αίματος @ blood disease
μετάγγιση αίματος @ blood transfusion
αιματηρός @ bloody
ματωμένος @ bloody
γαλάζιος @ blue
γαλάζιο @ blue
εργάτης @ blue-collar worker
τυρί με στίγματα στη μάζα @ blue-veined cheese
κάπρος @ boar
διοικητικό συμβούλιο @ board of directors
σχολικό οικοτροφείο @ boarding school
βάρκα @ boat
σώμα @ body
κορμός @ body
πτώμα @ body
αμάξωμα @ body
οργανισμός @ body
σωματοδόμηση @ bodybuilding
σωματοφύλακας @ bodyguard
Μπογκοτά @ Bogota
Βοεμία @ Bohemia
βράζω @ boil
σπυράκι @ boil
σφιχτό αυγό @ boiled egg
μελάτο αυγό @ boiled egg
λέβητας @ boiler
τολμηρός @ bold
Βολιβία @ Bolivia
κοχλιοποιία-βλητροποιία @ bolt and screw industry
βόμβα @ bomb
βομβαρδίζω @ bomb
βομβαρδιστικό αεροσκάφος @ bomber
βομβαρδιστικό @ bomber
καλή όρεξη @ bon appétit
καλό ταξίδι @ bon voyage
Μποναίρ @ Bonaire
ομολογία @ bond
συγκολλητό ξύλο @ bonded wood
οστό @ bone
κόκαλο @ bone
αποστεωμένο κρέας @ boned meat
προσαυξήσεις μισθού @ bonus payment
κρατώ @ book
άλμπουμ @ book
γράφω @ book
βιβλίο @ book
(λογιστικά @ book
βιομηχανία βιβλίου @ book trade
βιβλιοθήκη @ bookcase
κράτηση @ booking
βιβλιοπωλείο @ bookshop
βιβλιοπωλείο @ bookstore
μπούμερανγκ @ boomerang
μεθοριακός έλεγχος @ border control
πόλεμος συνόρων @ border war
βόρειο πολικό δάσος @ boreal forest
τρυπημένος @ bored
πλήξη @ boredom
τρυπώντας @ boring
Βόρνεο @ Borneo
Μπόρνχολμ @ Bornholm
βόριο @ boron
δανειοληψία @ borrowing
συμπύκνωμα Bose-Einstein @ Bose-Einstein condensate
Βοσνία @ Bosnia
Βοσνία-Ερζεγοβίνη @ Bosnia and Herzegovina
Βοσνικά @ Bosnian
Βόσνιος @ Bosnian
Βόσπορος @ Bosphorus
Βοστώνη @ Boston
βοτανολόγος @ botanist
βοτανική @ botany
φυτολογία @ botany
Μποτσουάνα @ Botswana
φλασκί @ bottle
μπουκάλι @ bottle
θήλαστρο @ bottle
εμφιαλώνω @ bottle
ανοιχτήρι @ bottle opener
εμφιαλωμένος οίνος @ bottled wine
εμφιάλωση @ bottling
μπουκαμβίλια @ bougainvillea
βοοειδής σπογγοειδής εγκεφαλοπάθεια @ bovine spongiform encephalopathy
δοξάρι @ bow
πρώρα @ bow
υπόκλιση @ bow
κυρτώνω @ bow
υποκλίνομαι @ bow
τόξο @ bow
λυγίζω @ bow
φιόγκος @ bow
μπολ @ bowl
κιβώτιο @ box
πυξάρι @ box
πυγμάχος @ boxer
μπόξερ @ boxer
πυγμαχία @ boxing
αποτυχία ταινιών @ box-office bomb
παιδί @ boy
σουτιέν @ bra
βραχιόλι @ bracelet
παρένθεση @ bracket
αγκύλη @ bracket
τιμή ψαλίδας @ bracket price
τιμολόγιο με δύο σκέλη @ bracket rate
εγκέφαλος @ brain
μυαλό @ brain
διαρροή επιστημονικού δυναμικού @ brain drain
φρένο @ brake
πίτουρο @ bran
υποκατάστημα @ branch
κλαδί @ branch
διακλάδωση @ branch
δραστηριότητα της επιχείρησης @ branch of activity
εμπορικό σήμα @ brand name
Βρανδεβούργο @ Brandenburg
Μπραζίλια @ Brasilia
Περιοχή Μπρατισλάβας @ Bratislava region
γενναίος @ brave
ανδρεία @ bravery
Βραζιλία @ Brazil
Βραζιλιάνος @ Brazilian
βραζιλάνικος @ Brazilian
απαραβίαστο της κατοικίας @ breach of domicile
απιστία @ breach of trust
άρτος @ bread
ψωμί @ bread
αρτοποίηση @ bread-making
προστάτης οικογενείας @ breadwinner
σπάω @ break
χαλάω @ break
διάλειμμα @ break
πρόγευμα @ breakfast
προγευματίζω @ breakfast
μαστός @ breast
στήθος @ breast
καρδιά @ breast
αναπνοή @ breath
ανάσα @ breath
αναπαραγωγικός ταχυαντιδραστήρας @ breeder reactor
ζώο αναπαραγωγής @ breeding animal
Βρέμη @ Bremen
Βρετονικά @ Breton
συμφωνίες Μπρέτον Γούντς @ Bretton Woods Agreement
δωροδοκία @ bribe
δωροδοκία @ bribery
τούβλο @ brick
οπτόπλινθος @ brick
νύφη @ bride
γέφυρα @ bridge
χαλινός @ bridle
φέρνω @ bring
βρετανικός @ British
Βρεττανός @ British
Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι @ British Virgin Islands
Αγγλικές Αντίλλες @ British West Indies
Βρεταννός @ Briton
Βρετάνη @ Brittany
Βρετάννη @ Brittany
teletext @ broadcast videography
ραδιοφωνία @ broadcasting
ανθοκράμβη @ broccoli
εμπορομεσίτης @ broker
βρώμιο @ bromine
βρογχίτις @ bronchitis
ορείχαλκος @ bronze
μπρούντζινο @ bronze
εποχή του χαλκού @ Bronze Age
πόρπη @ brooch
σκούπα @ broom
ζωμός @ broth
οίκος ανοχής @ brothel
αδελφός @ brother
αδελφοσύνη @ brotherhood
αδελφότητα @ brotherhood
γαμπρός @ brother-in-law
κουνιάδος @ brother-in-law
καστανός @ brown
καστανό @ brown
λογισμικό πλοήγησης @ browser
σελιδομετρητής @ browser
βρουκέλλωση @ brucellosis
Μπρουνέι @ Brunei
μελαχροινή @ brunette
καστανή @ brunette
Βρυξέλλες @ Brussels
περιφέρεια Βρυξελλών @ Brussels region
ΣΕΒ @ BSE
Βουκουρέστι @ Bucharest
κουβάς @ bucket
φαγόπυρο @ buckwheat
οφθαλμός @ bud
βλαστήσει @ bud
Βουδαπέστη @ Budapest
Βούδας @ Buddha
βουδισμός @ Buddhism
βουδιστής @ Buddhist
βουδιστικό δίκαιο @ Buddhist law
προϋπολογισμός @ budget
πιστώσεις προϋπολογισμού @ budget appropriation
δημοσιονομική έγκριση @ budget authorisation
έλλειμμα του προϋπολογισμού @ budget deficit
δημοσιονομική πρόβλεψη @ budget estimate
χρηματοδότηση του προϋπολογισμού @ budget financing
δημοσιονομική πολιτική @ budget policy
σύνολο του προϋπολογισμού @ budget volume
τροποποίηση του προϋπολογισμού @ budgetary amendment
δημοσιονομική αξιολόγηση @ budgetary assessment
ονοματολογία του προϋπολογισμού @ budgetary classification
έλεγχος του προϋπολογισμού @ budgetary control
συνεργασία επί του προϋπολογισμού @ budgetary cooperation
απαλλαγή από την εκτέλεση του προϋπολογισμού @ budgetary discharge
ισοσκέλιση του προϋπολογισμού @ budgetary equilibrium
δαπάνη του προϋπολογισμού @ budgetary expenditure
αρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού @ budgetary power
διαδικασία του προϋπολογισμού @ budgetary procedure
πόροι του προϋπολογισμού @ budgetary resources
ταξινόμηση στον προϋπολογισμό @ budgetary specification
σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού @ budgetary stabiliser
βουβάλι @ buffalo
κρέας βουβάλου @ buffalo meat
ρυθμιστικό απόθεμα @ buffer stock
κοριός @ bug
(mastoras @ builder
κτίριο @ building
δόμηση @ building
οικοδομικός τομέας @ building industry
μόνωση κτιρίου @ building insulation
οικοδομικά υλικά @ building materials
άδεια δόμησης @ building permit
χώρος ανέγερσης κτιρίου @ building plot
οικοδομικός κανονισμός @ building regulations
ασφάλεια κτιρίων @ building safety
τεχνικές εγκαταστάσεις οικοδομής @ building services
οικοδομικές πλάκες @ building slab
οικοδομική κερδοσκοπία @ building speculation
ενισχύσεις κατασκευής κτιριακών έργων @ building subsidy
μέθοδος κατασκευής @ building technique
πολεοδομικό συγκρότημα @ built-up area
βολβός @ bulb
βολβώδες λαχανικό @ bulb vegetable
Βουλγαρία @ Bulgaria
βουλγαρικά @ Bulgarian
Βούλγαρος @ Bulgarian
προϊόν χύδην @ bulk product
ταύρος @ bull
βόδι @ bull
μπουλντόγκ @ bulldog
γαιοπροωθητής @ bulldozer
σφαίρα @ bullet
ταυρομαχία @ bullfighting
μαλακίες @ bullshit
οχυρό @ bunker
λότα η ποταμία @ burbot
πλατομαντήλα @ burdock
προεδρείο του Κοινοβουλίου @ bureau of parliament
προεδρείο του ΕΚ @ Bureau of the EP
Burgenland @ Burgenland
Βουργουνδία @ Burgundy
Μπουρκίνα Φάσο @ Burkina Faso
Βιρμανία @ Burma
ρεύομαι @ burp
ρέψιμο @ burp
Μπουρούντι @ Burundi
θάβω @ bury
λεωφορείο @ bus
σταθμός λεωφορείων @ bus station
ζωή της επιχείρησης @ business activity
οικονομικά της επιχείρησης @ business administration
μηχανοργάνωση @ business data processing
εμπορικό μισθωτήριο @ business lease
εγκατάσταση δραστηριότητας @ business location
διοίκηση επιχειρήσεων @ business management
ηθική της οικονομικής ζωής @ business morals
εταιρική επωνυμία @ business name
πολιτική της επιχείρησης @ business policy
δημιουργία επιχείρησης @ business start-up
φόρος επιτηδεύματος @ business tax
επιχειρηματίας @ businessman
επιχειρηματίη @ businesswoman
αγριόγαλος @ bustard
πολυάσχολος @ busy
ωστόσο @ but
εκτός @ but
μολονότι @ but
βουτάνιο @ butane
κρεοπώλης @ butcher
σφαγέας @ butcher
σφαγιάζω @ butcher
βούτυρο @ butter
βουτυρέλαιο @ butter oil
πεταλούδα @ butterfly
γλουτός @ buttock
κουμπί @ button
σήμα @ button
όμορφοσ @ buxom
αγοράζω @ buy
όμιλος αγορών @ buying group
γερακίνα @ buzzard
δευτερεύοντα αλιεύματα @ by-catch
γειά @ bye
αναπληρωματικές εκλογές @ by-election
υποπροϊόν @ by-product
δυφιοσυλλαβή @ byte
Βασιλεία Ῥωμαίων @ Byzantine Empire
Βυζάντιο @ Byzantium
λάχανο @ cabbage
ΤΟΟΚΑ @ CABEI
υπουργικός ανασχηματισμός @ cabinet reshuffle
καλωδιακή διανομή @ cable distribution
μεταφορά με συρματόσχοινο @ cable transport
MCAC @ CACM
χώρες της MCAC @ CACM countries
κάκτος @ cactus
πτώμα @ cadaver
κάδμιο @ cadmium
UDEAC @ CAEEU
χώρες της UDEAC @ CAEEU countries
καισαρική τομή @ Caesarean section
καίσιο @ caesium
καφενείο @ café
καπηεταιρια @ cafeteria
καφεΐνη @ caffeine
Κάιρο @ Cairo
Καλαβρία @ Calabria
ασβεστίτης @ calcite
ασβέστιο @ calcium
κομπιουτεράκι @ calculator
λογισμός @ calculus
ημερολόγιο @ calendar
μόσχος @ calf
μοσχάρι @ calf
Καλιφόρνια @ California
καλιφόρνιο @ californium
τηλεφωνική κλήση @ call
καλώ @ call
πρόσκληση @ call
καλλιγράφος @ calligrapher
καλλιγραφία @ calligraphy
σημάδι κλήσης @ callsign
γαλήνιος @ calm
γαλήνη @ calm
ήρεμος @ calm
ηρεμώ @ calm
ηρεμία @ calm
Καμπότζη @ Cambodia
καμήλα @ camel
φωτογραφική μηχανή @ camera
κινηματογραφική μηχανή @ camera
Καμερούν @ Cameroon
καμουφλάζ @ camouflage
καταυλισμός @ camp
Καμπανία @ Campania
κατασκήνωση @ camping
τροχόσπιτο @ camping vehicle
μπορώ @ can
κονσέρβα @ can
κονσερβοποιώ @ can
Καναδάς @ Canada
Καναδός @ Canadian
καναδικός @ Canadian
καναρίνι @ canary
Κανάριοι Νήσοι @ Canary Islands
Καμπέρα @ Canberra
ακυρώνω @ cancel
καρκίνος @ cancer
υποψήφιος @ candidate
ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο @ cane sugar
κυνόδοντας @ canine
καννάβεις @ cannabis
κονσερβοποιία @ cannery
κανίβαλος @ cannibal
κανόνι @ cannon
κανονικό δίκαιο @ canon law
Κανταβρία @ Cantabria
φαράγγι @ canyon
EAC @ CAO
ικανότητα προς σύναψη συμβάσεως @ capacity to contract
δικαιοπρακτική ικανότητα @ capacity to exercise rights
δυνατότητα άσκησης δικαιώματος @ capacity to have rights and obligations
ακρωτήρι @ cape
Κέηπ Τάουν @ Cape Town
Πράσινο Ακρωτήριο @ Cape Verde
αγριόκουρκος @ capercaillie
τριχοειδές αγγείο @ capillary
πρωτεύουσα @ capital
κεφάλαιο @ capital
κεφαλαίο @ capital
κιονόκρανο @ capital
κεφαλαιώδης @ capital
κεφαλαίος @ capital
πρωτεύουσα @ capital city
απόσβεση κεφαλαίου @ capital depreciation
φόρος υπεραξίας @ capital gains tax
κεφαλαιουχικό αγαθό @ capital goods
αύξηση κεφαλαίου @ capital increase
κεφαλαιαγορά @ capital market
κίνηση κεφαλαίων @ capital movement
θανατική ποινή @ capital punishment
μεταφορά κεφαλαίων @ capital transfer
φόρος μεταβίβασης @ capital transfer tax
Καπιταλισμός @ capitalism
Καππαδοκία @ Cappadocia
λοχαγός @ captain
(kapetanios) @ captain
αυτοκίνητο @ car
βαγόνι @ car
θαλαμίσκος @ car
Καρακάλλα @ Caracalla
Καράκας @ Caracas
υδατάνθρακας @ carbohydrate
άνθρακας @ carbon
γαιάνθρακας @ carbon
αντίγραφο από καρμπόν @ carbon
καρμπόν @ carbon
διοξείδιο του άνθρακα @ carbon dioxide
μονοξείδιο άνθρακα @ carbon monoxide
ανθρακικό οξύ @ carbonic acid
καρβονικός @ carboxylic
καρβονικό οξύ @ carboxylic acid
σφάγιο @ carcase
ψοφίμι @ carcass
καρκινογόνος ουσία @ carcinogenic substance
κάρτα @ card
απόλυτα αριθμητικά @ cardinal
καρδινάλιος @ cardinal
καρδιολόγος @ cardiologist
καρδιαγγειακή πάθηση @ cardiovascular disease
επίδομα μέριμνας @ care allowance
ΤΑ ΑΡΚΟΥΔΑΚΙA @ Care Bears
περίθαλψη ηλικιωμένων @ care for the elderly
προστασία μητρότητας και παιδιών @ care of mothers and infants
περίθαλψη αναπήρων @ care of the disabled
ξέγνοιαστος @ carefree
φορτηγό πλοίο @ cargo vessel
ΤΑΚ @ Caribank
Νήσοι Καραϊβικής @ Caribbean Islands
Caricom @ Caricom
χώρες της Caricom @ Caricom countries
Καρινθία @ Carinthia
ανθρωποσφαγή @ carnage
καρναβάλι @ carnival
σαρκοφάγος @ carnivore
Καρολίνες @ Caroline Islands
κυπρίνος @ carp
ξυλουργός @ carpenter
τάπητας @ carpet
άμαξα @ carriage
μεταφορά για λογαριασμό τρίτου @ carriage for hire or reward
μεταφορά εμπορευμάτων @ carriage of goods
μεταφορά επιβατών @ carriage of passengers
μεταφορέας @ carrier
θνησιμαίο @ carrion
καρότο @ carrot
κουβαλώ @ carry
ικανότητα φόρτωσης @ carrying capacity
εκτέλεση της ποινής @ carrying out of sentence
μεταφορά πιστώσεων @ carry-over of appropriations
καρτέλ @ cartel
Καρχηδόνα @ Carthage
χόνδρος @ cartilage
χαρτογραφία @ cartography
πτώση @ case
κιβώτιο @ case
περίπτωση @ case
υπόθεση @ case
περιπτωσιολογική μελέτη @ case study
νομολογία @ case-law
μετρητά @ cash
ταμειακή ροή @ cash flow
καζίνο @ casino
Κασπία Θάλασσα @ Caspian Sea
μανιόκα @ cassava
Καστίλλη και Μάντσα @ Castile-La Mancha
Καστίλλη και Λεόνη @ Castile-Leon
χυτοσίδηρος @ cast-iron
κάστρο @ castle
πύργος @ castle
ρίκινο @ castor bean
ευνουχισμός @ castration
ευκαιριακή εργασία @ casual employment
γάτα @ cat
(general) el @ cat
κατακόμβη @ catacomb
Καταλανικά @ Catalan
Καταλανός @ Catalan
κατάλογος @ catalogue
καταλογογράφηση @ cataloguing
Καταλωνία @ Catalonia
καταλύτης @ catalyst
καταμαράν @ catamaran
καταπέλτης @ catapult
καταρράκτης @ cataract
καταστροφή @ catastrophe
ζώνη αλιευμάτων @ catch area
αλιεύματα κατ' είδος @ catch by species
αλιεύματα ιχθύων @ catch of fish
αλιευτικές ποσοστώσεις @ catch quota
κατηγορία @ category
συλλογική εστίαση @ catering
βιομηχανία της εστιάσεως @ catering industry
προσωπικό εστιατορίων @ catering profession
κάμπια @ caterpillar
γατόψαρο @ catfish
καθολικισμός @ Catholicism
κατιώντος @ cation
ανθήλη @ catkin
βοοειδή @ cattle
χώρες του Καυκάσου @ Caucasus countries
χύτρα @ cauldron
κουνουπίδι @ cauliflower
αιτία @ cause
προκαλώ @ cause
σκοπός @ cause
ιππικό @ cavalry
σπηλιά @ cave
dead @ caveat
άνθρωπος των σπηλαίων @ caveman
χαβιάρι @ caviar
Νησιά Καϊμάν @ Cayman Islands
Νησιά Κέυμαν @ Cayman Islands
CCD @ CCD
CCNR @ CCNR
δασμοί ΚΔ @ CCT duties
ΔΑΕ @ CDE
CEAE @ CEAE
CEAO @ CEAO
χώρες της CEAO @ CEAO countries
εκεχειρία @ ceasefire
κατάπαυση πυρός @ cease-fire
Cedefop @ Cedefop
ΧΑΚΕ @ CEEC
ΕΚΔΕ @ CEEP
ΣΕΣΚΕ @ CEFTA
οροφή @ ceiling
κύτταρο @ cell
κελί @ cell
πυρήνας @ cell
στοιχείο @ cell
οπή @ cell
κινητό @ cell
κινητό τηλέφωνο @ cell phone
βιολοντσέλο @ cello
κυτταρίνη @ cellulose
Κέλτης @ Celt
κελτικός @ Celtic
τσιμέντο @ cement
νεκροταφείο @ cemetery
κοιμητήριο @ cemetery
CEN @ CEN
CENELEC @ Cenelec
κενοταφίο @ cenotaph
λογοκρισία @ censorship
απογραφή @ census
σεντ @ cent
εκατοστόμετρο @ centimetre
σαρανταποδαρούσα @ centipede
κεντρικός @ central
Κεντρική Αφρική @ Central Africa
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία @ Central African Republic
Κεντρική Αμερική @ Central America
Κοινοβούλιο της Κεντρικής Αμερικής @ Central American Parliament
Κεντρική Ασία @ Central Asia
κεντρική τράπεζα @ central bank
Κεντρική Βοημία @ Central Bohemia
Κεντρική Εσθονία @ Central Estonia
κεντρική Ευρώπη @ Central Europe
κεντρική διοίκηση @ central government
Στερεά Ελλάδα @ Central Greece
Κεντρική Ουγγαρία @ Central Hungary
Κεντρική Μακεδονία @ Central Macedonia
Κεντρική Πορτογαλία @ Central Portugal
κεντρική ισοτιμία @ central rate
Κεντρική Σλοβενία @ Central Slovenia
Κεντρική Υπερδουναβία @ Central Transdanubia
συγκέντρωση των πληροφοριών @ centralisation of information
Κεντρική Γαλλία @ Centre
φυγόκεντρος @ centrifuge
αιώνας @ century
CEPT @ CEPT
κεραμική @ ceramic
κεραμική @ ceramics
νιφάδα σιτηρών @ cereal flakes
αλεύρι σιτηρών @ cereal flour
προϊόν με βάση τα σιτηρά @ cereal product
υποκατάστατα δημητριακών @ cereal substitute
καλλιέργεια σιτηρών @ cereal-growing
σιτηρό @ cereals
αρτοποιήσιμο δημητριακό @ cereals of bread-making quality
δημήτριο @ cerium
CERN @ CERN
βέβαιος @ certain
σίγουρα @ certainly
βεβαίως @ certainly
πιστοποιητικό καταγωγής @ certificate of origin
ελαφίδες @ cervidae
παύση γεωργικής εκμετάλλευσης @ cessation of farming
παύση δραστηριότητας @ cessation of trading
Θέουτα @ Ceuta
Θέουτα και Μελίλλια @ Ceuta and Melilla
Κεϋλάνη @ Ceylon
ΚΕΠΠΑ @ CFSP
Τσαντ @ Chad
αλυσίδα @ chain
αλυσίδα καταστημάτων @ chain store
αλυσοπρίονο @ chainsaw
καρέκλα @ chair
πρόεδρος @ chairman
κιμωλία @ chalk
κρητίδα @ chalk
πρόκληση @ challenge
θάλαμος @ chamber
επιμελητήριο @ chamber
θαλάμη @ chamber
εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο @ chamber of commerce and industry
αγριόγιδο @ chamois
σαμπάνια @ champagne
Καμπανία-Αρδέννες @ Champagne-Ardenne
ευκαιρία @ chance
τύχη @ chance
αλλαγή @ change
ψιλά @ change
ρέστα @ change
μετατροπή της φύσης της απασχόλησης @ change of job
αλλαγή πολιτικού καθεστώτος @ change of political system
διοχετεύω @ channel
Αγγλονορμανδικές νήσοι @ Channel Islands
χάος @ chaos
θεωρία του χάους @ chaos theory
προσθήκη ζάχαρης στο μούστο @ chaptalisation
κεφάλαιο @ chapter
χαρακτήρας @ character
ξυλάνθρακας @ charcoal
κάρβουνο @ charcoal
κατηγορία για αδίκημα @ charge
φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος @ charge having equivalent effect
τέλη υποδομής @ charges for use of infrastructure
Κάρολος @ Charles
γοητεία @ charm
χάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου @ charter on human rights
ναύλωση @ chartering
κυνηγώ @ chase
καταδίωξη @ chase
κιμωλία @ chaulk
κρητίδα @ chaulk
μάγουλο @ cheek
κωλομέρι @ cheek
εις υγείαν @ cheers
τυρί @ cheese
τυροκομία @ cheese factory
αρχιμάγειρος @ chef
χημικός @ chemical
χημικό ατύχημα @ chemical accident
αλκοόλη @ chemical alcohol
χημική ένωση @ chemical compound
χημικό στοιχείο @ chemical element
χημικό λίπασμα @ chemical fertiliser
χημική βιομηχανία @ chemical industry
χημική ρύπανση @ chemical pollution
χημικές διεργασίες @ chemical process
χημικό προϊόν @ chemical product
χημική αντίδραση @ chemical reaction
χημικό άλας @ chemical salt
χημικά απόβλητα @ chemical waste
χημικά όπλα @ chemical weapon
χημικός @ chemist
χημεία @ chemistry
επιταγή @ cheque
Τσερνομπίλ @ Chernobyl
κερασιά @ cherry
σκάκι @ chess
στήθος @ chest
κιβώτιο @ chest
κάστανο @ chestnut
Σικάγο @ Chicago
νεοσσός,νεαρό πουλί @ chick
κοτόπουλο @ chicken
κότα @ chicken
παιδί @ child
φύλαξη παιδιών @ child care
εργασία ανηλίκων @ child labour
παιδί μετανάστη @ child of migrant
παιδοπορνογραφία @ child pornography
προστασία του παιδιού @ child protection
γέννα @ childbirth
παιδική ηλικία @ childhood
παιδιάστικος @ childish
βιβλιοθήκη νέων @ children's library
δικαιώματα του παιδιού @ children's rights
Χιλή @ Chile
χίμαιρα @ chimera
καπνοδόχος @ chimney
χιμπατζής @ chimpanzee
σαγόνι @ chin
Κίνα @ China
κινέζικα @ Chinese
σινικός @ Chinese
Κινέζος @ Chinese
Κινέζοι @ Chinese
κινέζικο @ Chinese
πατατάκι @ chip
Κισινάου @ Chisinau
γηθυλλίς @ chive
πρασουλίδα @ chive
χλώριο @ chlorine
σοκολάτα @ chocolate
σοκολατάκι @ chocolate
σοκολατί @ chocolate
επιλογή @ choice
τεχνολογικές επιλογές @ choice of technology
χολέρα @ cholera
εκλέγω @ choose
διαλέγω @ choose
χορδή @ chord
Χριστός @ Christ
Χριστιανοσύνη @ Christendom
χριστιανός @ Christian
χριστιανικός @ Christian
χριστιανοδημοκρατικό κόμμα @ Christian Democratic Party
χριστιανισμός @ Christianity
Χριστούγεννα @ Christmas
δένδρο των Χριστουγέννων @ Christmas tree
Χριστόφορος @ Christopher
χρώμιο @ chromium
χρωμόσωμα @ chromosome
χρόνια νόσος @ chronic illness
εκκλησία @ church
Εκκλησία @ church
εκκλησιασμός @ church
σχέσεις κράτους-εκκλησίας @ church-State relations
CDI @ CID
μηλίτης @ cider
τιμή CIF @ cif price
τσιγάρο @ cigarette
Σταχτοπούτα @ Cinderella
κινδυνική @ cindynics
κινηματογράφος @ cinema
ταινία @ cinema
κανέλα @ cinnamon
κύκλος @ circle
τροχιά @ circle
καμπύλη @ circle
σφαίρα @ circle
εγκύκλιος @ circular
περιτομή @ circumcision
περιφέρεια @ circumference
τσίρκο @ circus
ΚΑΚ @ CIS
χώρες της ΚΑΚ @ CIS countries
πολίτης @ citizen
δημότης @ citizen
σχέση διοίκησης-διοικουμένου @ citizen-authority relations
υποχρεώσεις του πολίτη @ citizen's duties
Ευρώπη των πολιτών @ citizens' Europe
εσπεριδοειδές @ citrus fruit
πόλη @ city
δημοτικός @ city
σύμβαση CIV @ CIV Convention
αγωγή του πολίτη @ civics
πολιτική αεροπορία @ civil aviation
αστικός κώδικας @ civil code
πολιτική άμυνα @ civil defence
απείθεια προς τις αρχές @ civil disobedience
έργα πολιτικού μηχανικού @ civil engineering
αστικό δίκαιο @ civil law
αστική ευθύνη @ civil liability
αγωγή αποζημίωσης @ civil liability proceedings
πολιτική δικονομία @ civil procedure
αγωγή αστικού δικαίου @ civil proceedings
δημοτολόγιο @ civil register
δικαιώματα του πολίτη @ civil rights
δημόσιος υπάλληλος @ civil servant
δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο @ civil servants’ union
δημοσιοϋπαλληλικός κλάδος @ civil service
προσωπική κατάσταση @ civil status
αστική ένωση @ civil union
εμφύλιος πόλεμος @ civil war
πολιτικό προσωπικό @ civilian personnel
θύμα άμαχου πληθυσμού @ civilian victim
πολιτισμός @ civilisation
πολιτισμός @ civilization
αστική εταιρεία @ civil-law association
απαίτηση @ claim
μυστικός @ clandestine
λαθραία εργαζόμενος @ clandestine worker
χειροκροτώ @ clap
κλαρινέτο @ clarinet
πάλη των τάξεων @ class struggle
ταξινόμηση @ classification
διατηρητέο δάσος @ classified forest
κλειστοφοβία @ claustrophobia
νύχι @ claw
άργιλος @ clay
καθαρίζω @ clean
καθαρές τεχνολογίες @ clean technology
καθαριστήριο @ cleaning industry
αντισταθμιστική συμφωνία @ clearing agreement
εκχέρσωση @ clearing of land
μπαλτάς @ cleaver
Κλεοπάτρα @ Cleopatra
κλήρος @ clergy
κλικ @ click
βουνοπλαγιά @ cliff
κλίμα @ climate
κλιματική αλλαγή @ climate change
κλιματική ζώνη @ climatic zone
κλιματολογία @ climatology
klimatologia @ climatology
κάπα @ cloak
ρολόι @ clock
ωρολογοποιία @ clock and watch industry
μοναστήρι @ cloister
κλωνοποίηση @ cloning
ενισχυμένη συνεργασία @ closer cooperation
κλείσιμο των λογαριασμών @ closing of accounts
ύφασμα @ cloth
πανί @ cloth
μανταλάκι @ clothes peg
ένδυμα @ clothing
βιομηχανία ιματισμού @ clothing industry
σύννεφο @ cloud
τριφύλλι @ clover
κλόουν @ clown
παλιάτσος @ clown
ΣΤΠΑΕ @ CLRAE
ρόπαλο @ club
αδέξιος @ clumsy
συμπλέκτης @ clutch
ΣΑΟΒ @ CMEA
χώρες του ΣΑΟΒ @ CMEA countries
γαιάνθρακας @ coal
χημεία του άνθρακα @ coal by-products industry
βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα @ coal industry
ανθρακωρυχείο @ coal mining
κατεργασία του άνθρακα @ coal processing
πολιτική για τον άνθρακα @ coalmining policy
ακρογιαλιά @ coast
ρύπανση των ακτών @ coastal pollution
παράκτια περιοχή @ coastal region
πανωφόρι @ coat
επικάλυμμα @ coat
κοβάλτιο @ cobalt
κόμπρα @ cobra
Κόκα-κόλα @ Coca-Cola
κοκαΐνη @ cocaine
πούτσα @ cock
κόκορας @ cock
κουκουρίκου @ cock-a-doodle-doo
κατσαρίδα @ cockroach
κοκτέιλ @ cocktail
κακάο @ cocoa
σπειρί του κακάο @ cocoa bean
COCOM @ COCOM
καρύδα @ coconut
βακαλάος @ cod
κώδικας δεοντολογίας @ code of conduct
διαδικασία συναπόφασης @ codecision procedure
συνδιαχείριση @ co-determination
κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου @ codification of Community law
κωδικοποίηση @ coding
συντελεστής @ coefficient
καφές @ coffee
καφετί @ coffee
μπρίκι @ coffee pot
φέρετρο @ coffin
συγχρηματοδότηση @ co-financing
άγαμη συμβίωση @ cohabitation
Ταμείο Συνοχής @ Cohesion Fund
πηνίο @ coil
νόμισμα @ coin
νομισματοκοπώ @ coin
σύμπτωση @ coincidence
συνασφάλιση @ co-insurance
οπτάνθρακας @ coke
κρύος @ cold
ψυκτική εγκατάσταση @ cold store
ψυχρός πόλεμος @ cold war
Ψυχρός πόλεμος @ Cold War
συνεργάζομαι @ collaborate
ζωή και δραστηριότητες συλλόγων και μαζικών φορέων @ collective activities
συλλογική σύμβαση εργασίας @ collective agreement
συλλογικές διαπραγματεύσεις @ collective bargaining
ομαδική απόλυση @ collective dismissal
αγρόκτημα συλλογικής εκμετάλλευσης @ collective farm
συλλογικό συμφέρον @ collective interest
συλλογική οικονομία @ collectivised economy
κολλεκτιβισμός @ collectivism
κοινολεκτικός @ colloquial
Κολωνία @ Cologne
Κολομβία @ Colombia
Σχέδιο του Κολόμπο @ Colombo Plan
δίστιγμο @ colon
κόλον @ colon
συνταγματάρχης @ colonel
αποικιοκρατία @ colonialism
αποικίσει @ colonize
αποικία @ colony
άχρωμος @ colourless
στήλη @ column
κώμα @ coma
αγώνας @ combat
μαχητικό αεροσκάφος @ combat aircraft
πολεμικό ελικόπτερο @ combat helicopter
πολεμικό όχημα @ combat vehicle
Συνδυασμένη Ονοματολογία @ Combined Nomenclature
συνδυασμένη μεταφορά @ combined transport
καυσαέριο @ combustion gases
έρχομαι @ come
άνεση @ comfort
κωμικός @ comic
επιτροπολογία @ comitology
κόμμα @ comma
εορτασμός επετείου @ commemoration
αρχίζω @ commence
νομοθετικός σχολιασμός @ commentary on a law
εμπορική διαιτησία @ commercial arbitration
εμπορική τράπεζα @ commercial bank
εμπορική σύμβαση @ commercial contract
εμποροδικείο @ commercial court
εμπορική εκπαίδευση @ commercial education
γεωργία για εμπορικούς σκοπούς @ commercial farming
εμπορικό δίκαιο @ commercial law
εμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας @ commercial media
εμπορική πράξη @ commercial transaction
όχημα δημοσίας χρήσεως @ commercial vehicle
παραγγελιοδόχος @ commission agent
αντιπροσωπεία της Επιτροπής @ Commission Delegation
επιτροπή δικαιωμάτων του ανθρώπου @ Commission on Human Rights
ανάληψη δαπανών @ commitment of expenditure
εξεταστική επιτροπή @ committee of inquiry
Επιτροπή Περιφερειών @ Committee of the Regions
έκθεση επιτροπής @ committee report
χρηματιστήριο εμπορευμάτων @ commodities exchange
αγορά βασικών προϊόντων @ commodities market
συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως @ commodity agreement
τιμή βασικών προϊόντων @ commodity price
Κοινή Γεωργική Πολιτική @ common agricultural policy
κοινή εμπορική πολιτική @ common commercial policy
κοινό δασμολόγιο @ common customs tariff
κοινή πολιτική άμυνας @ common defence policy
κοινή αλιευτική πολιτική @ common fisheries policy
κοινό ταμείο @ common fund
γλάρος @ common gull
κτήματα δήμων και κοινοτήτων @ common land
Κοινή Αγορά @ common market
κοινή οργάνωση αγοράς @ common organisation of markets
κοινή λιμενική πολιτική @ common ports policy
κοινή πολιτική τιμών @ common price policy
κοινός νους @ common sense
κοινή δασμολογική πολιτική @ common tariff policy
κοινή πολιτική μεταφορών @ common transport policy
μαλακό σιτάρι @ common wheat
Κοινοπολιτεία @ Commonwealth
κοινοπολιτεία @ commonwealth
Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας @ Commonwealth of Australia
Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών @ Commonwealth of Independent States
τεχνική της επικοινωνίας @ communication skills
τομέας της επικοινωνίας @ communications industry
πολιτική της επικοινωνίας @ communications policy
επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της επικοινωνίας @ communications profession
σύστημα επικοινωνίας @ communications systems
επικοινωνιακά τέλη @ communications tariff
κομμουνισμός @ Communism
κομμουνισμός @ communism
κομμουνιστής @ communist
κομμουνιστικός @ communist
κομμουνιστικό κόμμα @ Communist Party
κοινοτικό κεκτημένο @ Community acquis
κοινοτική πράξη @ Community act
κοινοτική δράση @ Community action
κοινοτική δραστηριότητα @ Community activity
κοινοτική αγορά γεωργικών προϊόντων @ Community agricultural market
κοινοτική ενίσχυση @ Community aid
κοινοτικός οργανισμός @ Community body
επικουρικό κοινοτικό όργανο @ Community body (established by the Treaties)
σύναψη κοινοτικού δανείου @ Community borrowing
κοινοτικός προϋπολογισμός @ Community budget
κοινοτική πιστοποίηση @ Community certification
Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων @ Community Charter of the Fundamental Social Rights of Workers
κοινοτική αρμοδιότητα @ Community competence
κοινοτικός έλεγχος @ Community control
κοινοτικό corpus juris @ Community corpus juris
κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς @ Community customs procedure
κοινοτική απόφαση @ Community decision
κοινοτική οδηγία @ Community directive
κοινοτική πολιτική απασχόλησης @ Community employment policy
κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική @ Community environmental policy
κοινοτική δαπάνη @ Community expenditure
κοινοτικές εξαγωγές @ Community export
κοινόχρηστες εγκαταστάσεις @ community facilities
κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα @ Community financial instrument
κοινοτική χρηματοδότηση @ Community financing
καθεστώς της κοινοτικής χρηματοδότησης @ Community financing arrangements
κοινοτική αλιεία @ Community fisheries
κοινοτικές εισαγωγές @ Community import
κοινοτική βιομηχανική πολιτική @ Community industrial policy
κοινοτική πρωτοβουλία @ Community initiative
κοινοτική επένδυση @ Community investment
κοινοτικό δίκαιο @ Community law
κοινοτικό δίκαιο-εθνικό δίκαιο @ Community law - national law
κοινοτική έννομη τάξη @ Community legal system
κοινοτικό νομοθετικό πρόγραμμα @ Community legislative programme
παροχή κοινοτικού δανείου @ Community loan
κοινοτική αγορά @ Community market
κοινοτική μετανάστευση @ Community migration
ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική @ Community migration policy
υπήκοος κράτους μέλους των ΕΚ @ Community national
Κοινότητα της Μαδρίτης @ Community of Madrid
Κοινότητα της Βαλέντσια @ Community of Valencia
κοινοτική γνώμη @ Community opinion
Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών @ Community Plant Variety Office
κοινοτική πολιτική @ Community policy
κοινοτική πολιτική-εθνική πολιτική @ Community policy-national policy
κοινοτική προτίμηση @ Community preference
κοινοτική παραγωγή @ Community production
κοινοτικό πρόγραμμα @ Community programme
κοινοτικές εκδόσεις @ Community publication
κοινοτική σύσταση @ Community recommendation
κοινοτική περιφερειακή πολιτική @ Community regional policy
κοινοτικός κανονισμός @ Community regulation
κοινοτική πολιτική έρευνας @ Community research policy
κοινοτικό ψήφισμα @ Community resolution
κοινοτικές κυρώσεις @ Community sanction
κοινοτικός κοινωνικός διάλογος @ Community social dialogue
κοινοτική χορηγία @ Community sponsorship
κοινοτικές στατιστικές @ Community statistics
κοινοτικά αποθέματα @ Community stock
κοινοτικό πλαίσιο στήριξης @ Community support framework
κοινοτικός φόρος @ Community tax
κοινοτική διαμετακόμιση @ Community transit
κοινοτική τρόικα @ Community Troika
κοινοτική συγκοινωνιακή αρτηρία @ Community trunk route
κοινοτικά ύδατα @ Community waters
κοινοτικός εργαζόμενος @ Community worker
παλινδρομική διακίνηση @ commuting
Κομόρες @ Comoros
συμπεθέρα @ co-mother-in-law
εταιρία @ company
συντροφικότητα @ company
συντροφιά @ company
εξαγορά επιχείρησης @ company buyout
ανάπτυξη επιχείρησης @ company growth
προβληματική επιχείρηση @ company in difficulties
εταιρικό δίκαιο @ company law
διεύθυνση επιχείρησης @ company management
εταίρος @ company member
εκσυγχρονισμός επιχείρησης @ company modernisation
έρευνα στην επιχείρηση @ company research
δομή της επιχείρησης @ company structure
κεφαλαιουχική εταιρεία @ company with share capital
συγκριτική διαφήμιση @ comparative advertising
συγκριτική ανάλυση @ comparative analysis
συγκριτική εκπαίδευση @ comparative education
συγκριτικό δίκαιο @ comparative law
συγκριτική μελέτη @ comparative study
ναυτική @ compass
συμψηφιστική χρηματοδότηση @ compensatory financing
αρμοδιότητες των οργάνων @ competence of the institution
αρμοδιότητα των κρατών μελών @ competence of the Member States
ανταγωνισμός @ competition
δίκαιο του ανταγωνισμού @ competition law
πολιτική του ανταγωνισμού @ competition policy
ανταγωνιστικότητα @ competitiveness
παραπονιέμαι @ complain
παράπονο @ complaint
υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή @ complaint to the Commission
συμφωνία συμπληρωματικότητας @ complementarity agreement
συμπληρωματικότητα των συναλλαγών @ complementarity of trade
πλήρης @ complete
ολοκληρώνω @ complete
πολύπλοκος @ complex
μιγαδικός @ complex
μιγαδικός @ complex number
περιπλοκότητα @ complexity
περιπλοκή @ complexity
πολύπλοκος @ complicated
φιλοφρόνηση @ compliment
συνθέτης @ composer
σύνθετα υλικά @ composite materials
δικαστικός διακανονισμός @ composition
σύνθεση @ composition
σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής @ composition of a parliamentary committee
σύνθεση του Κοινοβουλίου @ composition of parliament
σύνθεση του πληθυσμού @ composition of the population
υποχρεωτική εκπαίδευση @ compulsory education
υποχρεωτική δαπάνη @ compulsory expenditure
υποχρεωτική ασφάλιση @ compulsory insurance
αναγκαστική αποταμίευση @ compulsory saving
υποχρεωτική ψήφος @ compulsory voting
ηλεκτρονικός υπολογιστής @ computer
υπολογιστής @ computer
εφαρμοσμένη πληροφορική @ computer applications
σχεδίαση με τη βοήθεια υπολογιστή @ computer assisted design
κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστή @ computer assisted manufacturing
έκδοση με τη βοήθεια υπολογιστή @ computer assisted publishing
κέντρο μηχανοργάνωσης @ computer centre
εγκληματικότητα στον τομέα της πληροφορικής @ computer crime
εξοπλισμός πληροφορικής @ computer equipment
παιχνίδι υπολογιστών @ computer game
γλώσσα προγραμματισμού @ computer language
δίκτυο πληροφορικής @ computer network
πειρατεία πληροφορικής @ computer piracy
σύστημα πληροφορικής @ computer system
πληροφορική @ computer systems
τερματικό πληροφορικής @ computer terminal
ιός υπολογιστών @ computer virus
σύντροφος @ comrade
κοίλος @ concave
αποκρύπτω @ conceal
συμπυκνωμένο γάλα @ concentrated milk
συμπυκνωμένο προϊόν @ concentrated product
συγκέντρωση των εξουσιών @ concentration of powers
συγκέντρωση του πληθυσμού @ concentration of the population
οικονομία συντονισμού @ concerted economic action
κονσερτίνα @ concertina
ανάδοχος @ concessionaire
διαδικασία συνεννοήσεως @ conciliation procedure
διαδικασία συνδιαλλαγής @ conciliation procedure (part of codecision procedure)
σκυρόδεμα @ concrete
συγκεκριμένος @ concrete
τσιμεντένιος @ concrete
καρύκευμα @ condiment
κατάσταση @ condition
ελευθερία υπό όρους @ conditional discharge
προφυλακτικό @ condom
διεξαγωγή συνεδρίασης @ conduct of meetings
αρχιμουσικός @ conductor
εισπράκτορας @ conductor
αγωγός @ conductor
σοκολατοποιία @ confectionery
ζαχαροπλαστικό προϊόν @ confectionery product
συνομοσπονδιακό κράτος @ confederal State
διάσκεψη προέδρων @ conference of presidents
συνεδριακές εργασίες @ conference proceedings
αίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης @ confidence motion
εμπιστευτικότητα @ confidentiality
δήμευση @ confiscation of property
πυρκαγιά @ conflagration
σύρραξη @ conflict
σύγκρουση @ conflict
σύγκρουση γενεών @ conflict of generations
σύγκρουση δικαιοδοσίας @ conflict of jurisdiction
σύγκρουση αρμοδιοτήτων @ conflict of powers
πρόληψη των συγκρούσεων @ conflict prevention
Κομφούκιος @ Confucius
συγγενής νόσος @ congenital disease
συγκρότημα επιχειρήσεων @ conglomerate
Κονγκό @ Congo
Δημοκρατία του Κογγό @ Congo
Λαϊκή Δημοκρατία του Κογγό @ Congo
Κόγγο @ Congo
συγχαίρω @ congratulate
συγχαρητήρια @ congratulations
ρητινώδη @ conifer
κλίνω @ conjugate
συζυγία @ conjugation
σύνδεσμος @ conjunction
σύζευξη @ conjunction
Κόνναχτ @ Connacht
συνδέω @ connect
ειδήμων @ connoisseur
συγγένεια εξ αίματος @ consanguinity
συνείδηση @ conscience
ρήτρα επίκλησης λόγων συνείδησης @ conscience clause
άρνηση στρατεύσεως για λόγους συνειδήσεως @ conscientious objection
συναίνεση @ consent
συναινώ @ consent
Συνέπεια @ consequence
διατήρηση των αλιευτικών πόρων @ conservation of fish stocks
διατήρηση των φυσικών πόρων @ conservation of resources
συντηρητισμός @ conservatism
συντηρητικό κόμμα @ Conservative Party
ενοποιημένος λογαριασμός @ consolidated account
συστατική κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου @ consolidation of Community law
κοινoπραξία @ consortium
Κωνσταντίνος @ Constantine
Κωνσταντινούπολη @ Constantinople
αστερισμός @ constellation
δυσκοιλιότητα @ constipation
Σύνταγμα @ constitution
συνταγματικό δικαστήριο @ constitutional court
συνταγματικό δίκαιο @ constitutional law
κοινοβουλευτική μοναρχία @ constitutional monarchy
αναθεώρηση του συντάγματος @ constitutional revision
κατασκευή @ construction
κόστος κατασκευής κτιριακών έργων @ construction costs
κατασκευαστικά μέσα @ construction equipment
πολιτική κτιριακών έργων @ construction policy
προξενείο @ consulate
παροχή συμβουλών και υπηρεσιών εμπειρογνώμονα @ consultancy
ενημερωτική διαβούλευση @ consultation of information
διαδικασία διαβούλευσης @ consultation procedure
καταναλωτής @ consumer
συμπεριφορά του καταναλωτή @ consumer behaviour
καταναλωτικός συνεταιρισμός @ consumer cooperative
καταναλωτική πίστη @ consumer credit
καταναλωτική ζήτηση @ consumer demand
καταναλωτικό αγαθό @ consumer goods
πληροφόρηση του καταναλωτή @ consumer information
καταναλωτικά κίνητρα @ consumer motivation
κίνηση καταναλωτών @ consumer movement
πολιτική καταναλωτών @ consumer policy
τιμή καταναλωτή @ consumer price
προστασία του καταναλωτή @ consumer protection
καταναλωτική κοινωνία @ consumer society
έρευνα κατανάλωσης @ consumer survey
κατανάλωση @ consumption
καταναλωτική δαπάνη @ consumption expenditure
επικοινωνία @ contact
επαφή @ contact
φακοί επαφής @ contact lens
ομάδα του συμφώνου Κονταδόρα @ Contadora Group
μεταδοτική ασθένεια @ contagion
λοιμώδης νόσος @ contagious disease
εμπορευματοκιβώτιο @ container
δοχείο @ container
κοντέινερ @ container
σύγχρονη ιστορία @ contemporary history
διαγωνισμός @ contest
παρακείμενη ζώνη @ contiguous zone
ήπειρος @ continent
μετατόπισις των ηπείρων @ continental drift
υφαλοκρηπίδα @ continental shelf
συνεχίζω @ continue
διαρκής εκπαίδευση @ continuing education
συνεχής επαγγελματική κατάρτιση @ continuing vocational training
συνεχής παραγωγή @ continuous production
συνεχές ωράριο @ continuous working day
αντισύλληψη @ contraception
σύμβαση @ contract
καλλιέργεια με σύμβαση @ contract farming
σύμβαση μεταφοράς @ contract of carriage
συμβασιούχοι @ contract staff
συμβατική ρήτρα @ contract terms
συμβατική ευθύνη @ contractual liability
συνεισφέρω @ contribute
συνεισφορά @ contribution
εισφορά @ contribution
ελέγχω @ control
έλεγχος @ control
έλεγχος της επικοινωνίας @ control of communications
έλεγχος συνταγματικότητας @ control of constitutionality
έλεγχος των συμπράξεων @ control of restrictive practices
έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων @ control of State aid
διευθυνόμενη οικονομία @ controlled economy
αμφιλεγόμενος @ controversial
συμβατικά όπλα @ conventional weapon
κριτήριο σύγκλισης @ convergence criteria
τιμή μετατροπής @ conversion rate
μετατροπή από γαλακτοπαραγωγή σε κρεατοπαραγωγή @ conversion to beef production
μετατροπή στη δενδροκηποκομία @ conversion to horticulture
μετατρέψιμο μάρκο @ convertible mark
κυρτός @ convex
μάγειρος @ cook
μαγειρεύω @ cook
Κουκ @ Cook Islands
Νήσοι Κουκ @ Cook Islands
μαγειρευμένος @ cooked
μπισκότο @ cookie
συνεργασία @ cooperation
συμφωνία συνεργασίας @ cooperation agreement
συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων @ cooperation in home affairs
συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης @ cooperation in the field of education
αγροτική συνεργασία @ cooperation on agriculture
πολιτική συνεργασίας @ cooperation policy
διαδικασία συνεργασίας @ cooperation procedure
συνεταιρισμός @ cooperative
συνεταιριστική τράπεζα @ cooperative bank
συντεταγμένη @ coordinate
συντονισμός των ενισχύσεων @ coordination of aid
συντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ @ coordination of EMU policies
συντονισμός των χρηματοδοτήσεων @ coordination of financing
Κοπεγχάγη @ Copenhagen
χαλκός @ copper
χάλκινος @ copper
πρεμνοφυές δάσος @ coppiced woodland
αντιγράφω @ copy
αντίγραφο @ copy
αντίτυπο @ copy
δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας @ copyright
αγγλικό κόρνο @ cor anglais
Coreper @ Coreper
φελλός @ cork
τιρμπουσόν @ corkscrew
κορμοράνος @ cormorant
κερατοειδής χιτώνας @ cornea
δεκανέας @ corporal
χρηματοδότηση της επιχείρησης @ corporate finance
εταιρική διακυβέρνηση @ corporate governance
κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης @ corporate social responsibility
εταιρία @ corporation
φόρος εταιρειών @ corporation tax
συντεχνιακή οικονομία @ corporatism
πτώμα @ corpse
αλληλογραφία @ correspondence
διάδρομος @ corridor
διάβρωση μετάλλου @ corrosion
δωροδοκία @ corruption
Κορσική @ Corsica
κορβέττα @ corvette
COSAC @ COSAC
συνημίτονο @ cosine
καλλυντικά προϊόντα @ cosmetic product
βιομηχανία καλλυντικών @ cosmetics industry
κοσμολογία @ cosmology
κοσμοναύτης @ cosmonaut
COST @ COST
κοστίζω @ cost
κόστος @ cost
ανάλυση κόστους @ cost analysis
πιστωτικό κόστος @ cost of borrowing
κόστος κεφαλαίου @ cost of capital
κόστος ζωής @ cost of living
κόστος της ρύπανσης @ cost of pollution
τιμή κόστους @ cost price
Κόστα Ρίκα @ Costa Rica
ανάλυση κόστους-ωφέλειας @ cost-benefit analysis
ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας @ cost-effectiveness analysis
κοστολόγηση @ costing
συνεφαπτομένη @ cotangent
Ακτή Ελεφαντοστού @ Côte d'Ivoire
συμφωνία Κοτονού @ Cotonou Agreement
βαμβάκι @ cotton
μαλλί της γριάς @ cotton candy
λέων ο ομόχρους @ cougar
βήχω @ cough
βήχας @ cough
κουλόμπ @ coulomb
συμβούλιο πολιτιστικής συνεργασίας @ Council for Cultural Cooperation
Συμβούλιο της Ευρώπης @ Council of Europe
χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης @ Council of Europe countries
Ταμείο του Συμβουλίου της Ευρώπης @ Council of Europe fund
συμβούλιο Δήμων, Κοινοτήτων και Περιφερειών της Ευρώπης @ Council of European Municipalities and Regions
υπουργικό συμβούλιο @ Council of Ministers
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ Council of the European Union
μετράω @ count
συμψηφισμός συναλλαγών @ countertrade
αντισταθμιστικό τέλος @ countervailing charge
καταμέτρηση των ψήφων @ counting of the votes
χώρα @ country
ύπαιθρος @ country
αγροτικός @ country
αγροτική οδός @ country road
προστασία του τοπίου @ countryside conservation
κομητεία @ county
νομός @ county
πραξικόπημα @ coup d'état
κουράγιο @ courage
κολοκυθάκι @ courgette
έκτακτο δικαστήριο @ court having special jurisdiction
διαιτητικό δικαστήριο @ court of arbitration
πολιτικό δικαστήριο @ court of civil jurisdiction
δικαστήριο @ courts and tribunals
ξάδελφος @ cousin
αγελάδα @ cow
δειλός @ coward
αγελαδάρης @ cowboy
τυρί αγελαδινό @ cows’ milk cheese
τσακάλι της ΒΔ Αμερικής @ coyote
κούνια @ cradle
βιοτεχνική επιχείρηση @ craft business
βιοτεχνική παραγωγή @ craft production
βιοτέχνης @ craftsman
γερανός @ crane
(ανυψωτικός) γερανός @ crane
κρήτηρ @ crater
αστακός @ crayfish
κηρομπογιά @ crayon
τρελός @ crazy
κρέμα γάλακτος @ cream
αφρόγαλα @ cream
κρέμα @ cream
δημιούργημα @ creation
δημιουργία @ creation
πλάση @ creation
αποπυρηνικοποίηση @ creation of nuclear-free zones
δημιουργικός @ creative
δημιουργός @ creator
πλάσμα @ creature
πίστη @ credit
πιστωτική κάρτα @ credit card
πιστωτικός έλεγχος @ credit control
εγγύηση πίστωσης @ credit guarantee
πιστωτικό ίδρυμα @ credit institution
ασφάλιση πιστώσεων @ credit insurance
πιστωτική πολιτική @ credit policy
αγορά επί πιστώσει @ credit purchase
πώληση επί πιστώσει @ credit sale
λογιστική μεταφορά @ credit transfer
πιστωτικός συνεταιρισμός @ credit union
πιστωτής @ creditor
δόγμα @ creed
CREST @ CREST
Κρήτη @ Crete
προσωπικό πληρώματος @ crew
γρύλος @ cricket
εγκληματικότητα @ crime
έγκλημα @ crime
έγκλημα κατά της ανθρωπότητας @ crime against humanity
έγκλημα κατά προσώπων @ crime against individuals
έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας @ crime against property
Κριμαία @ Crimea
Κριμαϊκή Ταταρική γλώσσα @ Crimean Tatar
εγκληματίας @ criminal
ποινικό δικαστήριο @ criminal court
υπηρεσία διώξεως κοινού εγκλήματος @ criminal investigation department
ποινικό δίκαιο @ criminal law
ποινική ευθύνη @ criminal liability
ποινική διαδικασία @ criminal procedure
αγωγή ποινικού δικαίου @ criminal proceedings
ποινικό μητρώο @ criminal record
ποινική ευθύνη των ανηλίκων @ criminal responsibility of minors
εγκληματολογία @ criminology
κριτήριο @ criterion
κουάξ @ croak
Κροατία @ Croatia
Κροατικά @ Croatian
κροκόδειλος @ crocodile
κρόκος @ crocus
απώλεια συγκομιδής @ crop losses
συντήρηση των καλλιεργειών @ crop maintenance
φυτική παραγωγή @ crop production
διαδοχική καλλιέργεια @ crop rotation
γεωργική απόδοση @ crop yield
σταυρός @ cross
ανοικτός συνδυασμός @ cross voting
διαμεθοριακή συνεργασία @ cross-border cooperation
βαλλίστρα @ crossbow
ζεύξη της Μάγχης @ cross-channel connection
διαμεθοριακή ροή δεδομένων @ cross-frontier data flow
σταυροδρόμι @ crossroads
σταυρόλεξο @ crossword
κουρούνα @ crow
λοστός @ crow
λάλημα @ crow
στέμμα @ crown
κορυφή @ crown
αργό πετρέλαιο @ crude oil
σκληρός @ cruel
βάναυση και εξευτελιστική μεταχείριση @ cruel and degrading treatment
ψίχουλο @ crumb
μαλακόστρακο @ crustacean
εκτροφή μαλακοστράκων @ crustacean farming
κρυπτογραφία @ cryptography
κρύσταλλος @ crystal
κρύσταλλο @ crystal
Κούβα @ Cuba
Κουβανός @ Cuban
κύβος @ cube
κυβικό εκατοστό @ cubic centimeter
κυβισμός @ cubism
κερατάς @ cuckold
κοϋκος @ cuckoo
αγγούρι @ cucumber
αγγουριά @ cucumber
σύστημα καλλιέργειας @ cultivation system
καλλιεργητική τεχνική @ cultivation techniques
καλλιέργεια υπό κάλυψη @ cultivation under plastic
πολιτιστική συνεργασία @ cultural cooperation
πολιτιστική διαφορά @ cultural difference
πολιτιστική εκδήλωση @ cultural event
πολιτιστική εξαίρεση @ cultural exception
πολιτιστική γεωγραφία @ cultural geography
πολιτιστική κληρονομιά @ cultural heritage
πολιτιστική ταυτότητα @ cultural identity
πολιτιστικό κίνημα @ cultural movement
πολιτιστικό αγαθό @ cultural object
πολιτιστική οργάνωση @ cultural organisation
πολιτιστικός πλουραλισμός @ cultural pluralism
πολιτιστική πολιτική @ cultural policy
πολιτιστικό βραβείο @ cultural prize
πολιτιστική προώθηση @ cultural promotion
πολιτιστικές σχέσεις @ cultural relations
πολιτιστικός τομέας @ culture
ec=Grek @ culture
βιομηχανία του πολιτιστικού τομέα @ culture industry
χύσι @ cum
χύνω @ cum
σώρευση συντάξεων @ cumulative pension entitlement
αιδιολειχία @ cunnilingus
μουνί @ cunt
ντουλάπι @ cupboard
Κουρασάο @ Curaçao
στάλπη @ curd
θεραπεία @ cure
θεραπεύω @ cure
περιέργεια @ curiosity
Κουριτίμπα @ Curitiba
κιούριο @ curium
νόμισμα @ currency
νομισματική προσαρμογή @ currency adjustment
νομισματική ζώνη @ currency area
μετατρεψιμότητα @ currency convertibility
ρεύμα @ current
τάση @ current
παρών @ current
βιογραφικό σημείωμα @ curriculum vitae
κατάρα @ curse
καμπύλη @ curve
δικαίωμα επιμέλειας @ custody
εθιμικό δίκαιο @ customary law
πελάτης @ customer
πελατεία @ customers
τελωνείο @ customs
έθιμα και παραδόσεις @ customs and traditions
τελωνειακή συνεργασία @ customs cooperation
τελωνειακή οφειλή @ customs debt
τελωνειακό έγγραφο @ customs document
επιστροφή τελωνειακών δασμών @ customs drawback
δασμός @ customs duties
τελωνειακή διατύπωση @ customs formalities
τελωνειακή παράβαση @ customs fraud
τελωνειακή εναρμόνιση @ customs harmonisation
τελωνειακός έλεγχος @ customs inspection
καθεστώς τελωνειακής αναστολής @ customs procedure suspending duties
τελωνειακό επάγγελμα @ customs profession
τελωνειακοί κανόνες @ customs regulations
δασμολόγιο @ customs tariff
τελωνειακή διαμετακόμιση @ customs transit
τελωνειακή ένωση @ customs union
δασμολογητέα αξία @ customs valuation
τελωνειακή αποταμίευση @ customs warehouse
μαχαιροπήρουνα @ cutlery
σουπιά @ cuttlefish
κυανός @ cyan
κυβερνητική @ cybernetics
κύκλος @ cycle
βιομηχανία ποδηλάτων και μοτοσυκλετών @ cycle and motorcycle industry
ποδηλατόδρομος @ cycle track
κυκλικές διακυμάνσεις @ cyclical fluctuation
συγκυριακή ανεργία @ cyclical unemployment
κυκλώνας @ cyclone
κύμβαλο @ cymbal
κυνικός @ cynic
κυπαρίσσι @ cypress
Κύπριος @ Cypriot
Κύπρος @ Cyprus
κυριλλιακόν @ Cyrillic
κυτταρολογία @ cytology
τσεχικά @ Czech
τσέχικος @ Czech
Τσέχος @ Czech
Τσεχική Δημοκρατία @ Czech Republic
Δημοκρατία της Τσεχίας @ Czech Republic
Τσεχία @ Czechia
Τσεχοσλοβακία @ Czechoslovakia
CAD @ DAC
Νταγκεστάν @ Dagestan
στιλέτο @ dagger
οβελίσκος @ dagger
ντάλια @ dahlia
γαλακτοκομείο @ dairy
γαλακτοκομικά @ dairy
γαλακτοπαραγωγός αγελάδα @ dairy cow
εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής @ dairy farm
παγωτό @ dairy ice cream
γαλακτοβιομηχανία @ dairy industry
γαλακτοπαραγωγή @ dairy production
Dalarna @ Dalarna county
ζημία @ damage
ζημιά @ damage
αποζημίωση @ damages
Δαμασκός @ Damascus
χορεύω @ dance
χορευτής @ dancer
αγριοράδικο @ dandelion
Δανός @ Dane
κίνδυνος @ danger
επικίνδυνος @ dangerous
επικίνδυνη ουσία @ dangerous substance
Ντάνιελ @ Daniel
Δανιήλ @ Daniel
δανέζικα @ Danish
δανέζικος @ Danish
Δούναβης @ Danube
Δαρείος @ Darius
σκοτεινός @ dark
σκοτάδι @ dark
σούρουπο @ dark
σκοτεινή ύλη @ dark matter
σκοτάδι @ darkness
Νταρθ Βέιντερ @ Darth Vader
παύλα @ dash
δεδομένα @ data
στοιχεία @ data
συλλογή δεδομένων @ data collection
προστασία δεδομένων @ data protection
καταχώρηση δεδομένων @ data recording
διαβίβαση δεδομένων @ data transmission
βάση δεδομένων @ database
σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων @ database management system
επεξεργασία δεδομένων @ dataprocessing
δίκαιο της πληροφορικής @ data-processing law
χουρμαδιά @ date palm
κόρη @ daughter
νύφη @ daughter-in-law
Δαβίδ @ David
Ντέιβιντ @ David
ξημέρωμα @ dawn
ημέρα @ day
μεθαύριο @ day after tomorrow
νεκρός @ dead
Νεκρά θάλασσα @ Dead Sea
προθεσμία πληρωμής @ deadline for payment
μεταπωλητής @ dealer
αγαπητός @ dear
αγαπητέ @ dear
ακριβός @ dear
θάνατος @ death
επίδομα λόγω θανάτου @ death grant
θανατική ποινή @ death penalty
[ευχή θανάτου ή τελευταία επιθυμία @ death wish
αντιπαραθέτω @ debate
δίβατον @ debate
οφειλή @ debt
χρέος @ debt
ελάφρυνση του χρέους @ debt reduction
οφειλέτης @ debtor
δεκαετία @ decade
δεκάδα @ decade
εξαπατώ @ deceive
Δεκέμβριος @ December
αυτοδιοίκηση @ decentralisation
εξαπάτηση @ deception
φυλλοβόλο @ deciduous tree
dekostometro @ decimetre
απόφαση @ decision
λήψη απόφασης @ decision-making
όργανο λήψης αποφάσεων @ decision-making body
κατάστρωμα @ deck
δήλωση κοινοτικού ενδιαφέροντος @ declaration of Community interest
κλίσις @ declension
βιομηχανική περιφέρεια σε παρακμή @ declining industrial region
αποαποικιοποίηση @ decolonisation
οριστική παύση λειτουργίας σταθμού @ decommissioning of power stations
εξυγίανση @ decontamination
είδη διακόσμησης @ decorative item
διάταγμα @ decree
παρακράτηση στην πηγή @ deduction at source
εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ deepening of the European Union
ταχεία κατάψυξη @ deep-freezing
προϊόν ταχείας κατάψυξης @ deep-frozen product
αλιεία ανοικτής θάλασσας @ deep-sea fishing
ελάφι @ deer
δυσφήμηση @ defamation
ήττα @ defeat
νικώ @ defeat
ηττοπάθεια @ defeatism
ελάττωμα @ defect
ελαττωματικό προϊόν @ defective product
προϋπολογισμός για την άμυνα @ defence budget
αμυντικές δαπάνες @ defence expenditure
αμυντική πολιτική @ defence policy
στατιστικές άμυνας @ defence statistics
έλλειμμα @ deficit
οριστικό άρθρο @ definite article
αντιπληθωρισμός @ deflation
φυλλόρροια @ defoliation
αποδάσωση @ deforestation
υποβάθμιση του περιβάλλοντος @ degradation of the environment
βαθμός @ degree
μοίρα @ degree
πτυχίο @ degree
βαθμός ρύπανσης @ degree of pollution
αφυδάτωση @ dehydration
θεότητα @ deity
προμνησία @ deja vu
νομοθετική εξουσιοδότηση @ delegated legislation
εκχώρηση εξουσίας @ delegation of power
Δελχί @ Delhi
εύγευστος @ delicious
εγκληματική συμπεριφορά @ delinquency
παραλήρημα @ delirium
τιμή παράδοσης @ delivered price
παράδοση @ delivery
γέννα @ delivery
διάσπαση επιχείρησης @ demerger
αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη @ demilitarised zone
δημοκρατία @ democracy
δημοκρατικός @ democratic
δημοκρατικό έλλειμμα @ democratic deficit
δημοκρατικό κόμμα @ Democratic Party
Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό @ Democratic Republic of Congo
εκδημοκρατισμός @ democratisation
εκδημοκρατισμός της παιδείας @ democratisation of education
Δημόκριτος @ Democritus
δημογραφική ανάλυση @ demographic analysis
δημογραφία @ demography
, @ demon
ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου @ demotion
μετουσίωση @ denaturing
Δανία @ Denmark
εκκλησιαστική εκπαίδευση @ denominational education
οδοντιατρική @ dental medicine
οδοντίατρος @ dentist
αρνούμαι @ deny
αποσμητικό @ deodorant
διαμέρισμα @ department (France)
οικογενειακό βάρος @ dependant
εξάρτηση των ηλικιωμένων @ dependence of elderly persons
μη αυτόνομο έδαφος @ dependent territory
αποπολιτικοποίηση @ depoliticisation
πληθυσμιακή συρρίκνωση @ depopulation
απέλαση @ deportation
εκτοπισμένος @ deportee
λογιστικό χρήμα @ deposit money
πώληση ρυπαντικού προϊόντος με εγγύηση επιστροφής @ deposit on a polluting product
κατάθλιψη @ depression
ύφεση @ depression
στέρηση των δικαιωμάτων @ deprivation of rights
υποβαθμισμένη αστική ζώνη @ deprived urban area
βάθος @ depth
αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου @ Deputy Speaker of Parliament
κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων @ deregulation
Θεοδώριχος @ Derek
δερματολόγος @ dermatologist
παρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο @ derogation from Community law
έννομη σχέση με τους ανιόντες @ descendant
περιγραφή @ description
βεβηλώνω @ desecrate
έρημος @ desert
απερήμωση @ desertification
αφυδατωμένο προϊόν @ desiccated product
σχέδιο @ design
δεσμευμένη θέση εργασίας @ designated employment
ονομασία προέλευσης @ designation of origin
σχέδια και υποδείγματα @ designs and models
επιθυμία @ desire
επιθυμώ @ desire
γραφείο @ desk
επιδόρπιο @ dessert
προορισμός @ destination
γεωγραφικός προσδιορισμός των μεταφορών @ destination of transport
πεπρωμένο @ destiny
καταστροφή @ destruction
καταστροφή καλλιεργειών @ destruction of crops
καταστροφικός @ destructive
προσωρινή κράτηση @ detention before trial
αποτροπή @ deterrent
δευτέριο @ deuterium
υποτίμηση του νομίσματος @ devaluation
αναπτυσσόμενες χώρες @ developing countries
αναπτυξιακή βοήθεια @ development aid
τράπεζα ανάπτυξης @ development bank
αναπτυξιακό πρόγραμμα @ development plan
αναπτυξιακή πολιτική @ development policy
αναπτυξιακό δυναμικό @ development potential
περιοχή ανάπτυξης @ development region
εθελοντές για την ανάπτυξη @ development worker
συσκευή @ device
διάβολος @ devil
Διάβολος @ devil
αποκέντρωση @ devolution
πάχνη @ dew
επιδεξιότητα @ dexterity
διαβήτης @ diabetes
διάγνωση @ diagnosis
διάλεκτος @ dialect
διάλογος @ dialogue
διάμετρος @ diameter
αδάμας @ diamond
διαμάντι @ diamond
καρό @ diamonds
πάνα @ diaper
διάρροια @ diarrhea
ημερολόγιο @ diary
διασπορά @ diaspora
διασπορά @ Diaspora
ψωλή @ dick
ηλίθιος @ dickhead
δικτάτορας @ dictator
δικτατορία @ dictatorship
λεξικό @ dictionary
λεξικό συντομογραφιών @ dictionary of abbreviations
πεθαίνω @ die
ζάρι @ die
κινητήρας ντίζελ @ diesel engine
ντίζελ @ diesel fuel
διαιτητικό προϊόν @ dietary product
διαφέρω @ differ
διαφορετικός @ different
διαφοροποίηση @ differentiation
δύσκολος @ difficult
διάδοση των καινοτομιών @ diffusion of innovations
πέψη @ digestion
ψηφίο @ digit
δάκτυλο @ digit
ψηφιακός @ digital
ψηφιακό χάσμα @ digital divide
ψηφιακή τεχνολογία @ digital technology
ψηφιοποίηση @ digitisation
άνηθος @ dill
Γύρος Ντίλλον @ Dillon Round
υποκοριστικό @ diminutive
λακκάκι @ dimple
δείπνο @ dinner
γεύμα @ dinner
δίφθογγος @ diphthong
τίτλος σπουδών @ diploma
δίπλωμα @ diploma
διπλωματική ασυλία @ diplomatic immunity
διπλωματικός κλάδος @ diplomatic profession
διπλωματική προστασία @ diplomatic protection
διπλωματικό πρωτόκολλο @ diplomatic protocol
διπλωματικές σχέσεις @ diplomatic relations
διπλωματική αντιπροσωπεία @ diplomatic representation
άμεση εφαρμογή @ direct applicability
άμεσο κόστος @ direct cost
άμεση επένδυση @ direct investment
άμεση πώληση @ direct selling
άμεσος φόρος @ direct tax
οδηγία @ directive
άμεσα εκλεγμένη Βουλή @ directly-elected chamber
ευρετήριο @ directory
κατάλογος @ directory
βρώμικος @ dirty
βρωμερός @ dirty
βρωμιά @ dirty
ακάθαρτος @ dirty
ασφάλιση αναπηρίας @ disability insurance
άτομο με ειδικές ανάγκες @ disabled person
δυσφορία της νεολαίας @ disaffection of young people
εξαφανίζομαι @ disappear
αφοπλισμός @ disarmament
καταστροφή @ disaster
πληγείσα ζώνη @ disaster area
δίσκος @ disc
αναγνώστης δίσκων @ disc drive
απορριπτόμενα αλιεύματα @ discarded fish
πειθαρχική διαδικασία @ disciplinary proceedings
κοινοποίηση των δεδομένων @ disclosure of information
δισκοθήκη @ discotheque
προεξοφλητικό επιτόκιο @ discount rate
πώληση με έκπτωση @ discount sale
κατάστημα εκπτώσεων @ discount store
προεξόφληση @ discounting
ανακάλυψη @ discovery
ασυμφωνία @ discrepancy
διακριτική εξουσία @ discretionary power
διακρίσεις λόγω αναπηρίας @ discrimination based on disability
διάκριση λόγω ιθαγένειας @ discrimination on the basis of nationality
διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού @ discrimination on the basis of sexual orientation
τιμή που εισάγει διάκριση @ discriminatory price
συζήτηση @ discussion
ασθένεια @ disease
πρόληψη των ασθενειών @ disease prevention
φορέας ασθένειας @ disease vector
αποστροφή @ disgust
πιάτο @ dish
πιάτα @ dish
πλυντήριο πιάτων @ dishwasher
παραπληροφόρηση @ disinformation
δίσκος @ disk
δισκέτα @ diskette
απόλυση @ dismissal
Ντίσνεϋλαντ @ Disneyland
τοιχοκόλληση @ display
Όργανο Επίλυσης Διαφορών @ Dispute Settlement Body
διάδοση της κοινοτικής πληροφόρησης @ dissemination of Community information
εξάπλωση των πολιτιστικών παραδόσεων @ dissemination of culture
διάδοση πληροφοριών @ dissemination of information
αντίθεση προς το καθεστώς @ dissidence
διάλυση της Βουλής @ dissolution of parliament
διδασκαλία εξ αποστάσεως @ distance learning
πώληση εξ αποστάσεως @ distance selling
απόσταξη @ distillation
εμπορική επιχείρηση @ distribution business
κατανομή κατά ηλικία @ distribution by age
κατανομή κατά φύλο @ distribution by sex
κόστος διάθεσης @ distribution cost
κατανομή των ενισχύσεων @ distribution of aid
κατανομή της κοινοτικής χρηματοδότησης @ distribution of Community funding
κατανομή του εισοδήματος @ distribution of income
κατανομή της παραγωγής @ distribution of production
χάρτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων @ distribution of schools
καταμερισμός των φόρων @ distribution of the tax burden
κατανομή των ψήφων @ distribution of votes
κατανομή του πλούτου @ distribution of wealth
κατανομή ανά απασχολούμενο άτομο @ distribution per employed person
εμπορική διανομή @ distributive trades
εμπορικός διανομέας @ distributor
δείκτης απόκλισης @ divergence indicator
διαφοροποίηση των εξαγωγών @ diversification of exports
διαίρει και βασίλευε @ divide and conquer
διαιρετέος @ dividend
μέρισμα @ dividend
οικισμός @ dividing up of land
διαίρεση @ division
μεραρχία @ division
διεύθυνση @ division
διαίρεση σε εκλογικές περιφέρειες @ division into constituencies
κατανομή αρμοδιοτήτων @ division of powers
διανομή της κυριότητας @ division of property
διαζύγιο @ divorce
διαζευγμένοι @ divorced person
Τζιμπουτί @ Djibouti
DNA @ DNA
κάμνω @ do
μιλάς αγγλικά; @ do you speak English
ιατρός @ doctor
διδάκτορας @ doctor
κτηνίατρος @ doctor
δόγμα @ doctrine
τεκμήριο @ document
έγγραφο @ document
απόκτηση τεκμηρίωσης @ document acquisition
έγγραφο συνεδρίασης @ document for discussion at a sitting
ευρετηρίαση τεκμηρίων @ document indexing
διαχείριση κειμένων @ document management
τεκμηριωτική έρευνα @ document retrieval
εναποθήκευση τεκμηρίων @ document storage
ενέγγυος πίστωση @ documentary credit
βιβλιογραφική καταχώριση @ documentary reference recording
μέσα τεκμηρίωσης @ documentary tool
τεκμηρίωση @ documentation
κέντρο τεκμηρίωσης @ documentation centre
διδώ @ dodo
ελαφίνα @ doe
σκύλος @ dog
δόγμα @ dogma
πισωκολλητό @ doggy style
κούκλα @ doll
δολλάριο @ dollar
σφαίρα επιρροής @ domain
επικράτεια @ domain
οικόσιτο ζώο @ domestic animal
εγχώρια κατανάλωση @ domestic consumption
εσωτερική αγορά @ domestic market
εσωτερική πολιτική @ domestic policy
εθνικό προϊόν @ domestic product
εσωτερικό εμπόριο @ domestic trade
ενδοοικογενειακή βία @ domestic violence
οικιακά απόβλητα @ domestic waste
εξημερωμένο ζώο @ domesticated animal
δεσπόζουσα θέση @ dominant position
Δομίνικα @ Dominica
Ντομίνικα @ Dominica
Δομινικανή Δημοκρατία @ Dominican Republic
δωρεάν παροχή @ donation
δωρεά @ donation
γάιδαρος @ donkey
δότρια χώρα @ donor country
πόρτα @ door
πώληση κατ' οίκον @ door-to-door selling
δωρική @ Doric
δασομυωξός @ dormouse
κουκίδα @ dot
τελεία @ dot
υποδιαστολή @ dot
διπλός @ double
διπλή φορολογία @ double taxation
ψηφοφορία σε δύο γύρους @ double-ballot voting system
αμφιβολία @ doubt
ζύμη @ dough
περιστέρι @ dove
Ντόβερ @ Dover
κάτω @ down
πούπουλα @ down
καταφορτώνω @ download
καταφόρτωση @ download
μεταφόρτωση προγραμμάτων @ downloading
προίκα @ dowry
δωδεκάδα @ dozen
δρακόντειος @ draconian
σχέδιο προϋπολογισμού @ draft budget
σχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ @ draft EC budget
κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου @ drafting of Community law
λιβελλούλη @ dragonfly
αποστραγγιστικά έργα @ drainage
δράμα @ drama
ζώο γαλακτοπαραγωγής @ draught animal
σχεδιάζω @ draw
συρτάρι @ drawer
σχέδιο @ drawing
κατάρτιση του προϋπολογισμού @ drawing up of the budget
κατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού @ drawing up of the Community budget
όνειρο @ dream
ονειρεύομαι @ dream
όραμα @ dream
βυθοκόρηση @ dredging
Ντρέντε @ Drenthe
ένδυμα @ dress
αποξηραμένο προϊόν @ dried product
γεώτρηση @ drilling
εξοπλισμός γεώτρησης @ drilling equipment
πίνω @ drink
ποτό @ drink
οινοπνευματώδες ποτό @ drink
γάλα-ρόφημα @ drinking milk
καλαμάκι @ drinking straw
πόσιμο νερό @ drinking water
οδηγώ @ drive
οδηγός @ driver
οδηγοί @ drivers
μαθήματα οδήγησης @ driving instruction
άδεια οδήγησης @ driving licence
σύστημα οδήγησης @ driving mechanism
διάρκεια οδήγησης @ driving period
δρομάς @ dromedary
σταγονίδιο @ droplet
διακοπή της σχολικής φοίτησης @ dropout
ξηρασία @ drought
ναρκωτικό @ drug
τοξικομανής @ drug addict
τοξικομανία @ drug addiction
επιτήρηση των φαρμάκων @ drug surveillance
εμπορία ναρκωτικών @ drug traffic
φαρμακευτική ονοματολογία @ drugs classification
μεθυσμένος @ drunk
μέθυσος @ drunk
μέθυσος @ drunkard
στεγνός @ dry
ξηροκαλλιέργεια @ dry farming
διπλή ιθαγένεια @ dual nationality
αγαθό διπλής χρήσης @ dual-use good
τεχνολογία διπλής χρήσης @ dual-use technology
Ντουμπάι @ Dubayy
αμφίβολος @ dubious
Δουβλίνο @ Dublin
Ντουμπρόβνικ @ Dubrovnik
πάπια @ duck
το κεφάλι σου στη γούρνα! @ duck
παπί @ duckling
Δούκας @ duke
ντάμπινγκ @ dumping
καταβύθιση αποβλήτων @ dumping of waste
κοπριά @ dung
μπουντρούμι @ dungeon
αναπαραγωγή @ duplicating
διαρκές αγαθό @ durable goods
σκληρό σιτάρι @ durum wheat
Ντουσαμπέ @ Dushanbe
σκόνη @ dust
ολλανδικά @ Dutch
ολλανδικός @ Dutch
Ολλανδός @ Dutch
καθήκοντα του υπαλλήλου @ duties of civil servants
καθήκον @ duty
αφορολόγητη πώληση @ duty-free sale
βαφή @ dye
χρωστική ουσία @ dyestuff
βιομηχανία χρωστικών ουσιών @ dyestuffs industry
δυναμική @ dynamics
δυσλεξία @ dyslexia
δυσπρόσιο @ dysprosium
π.χ. @ e.g.
έκαστος @ each
EADI @ EADI
ΕΚΑΕ @ EAEC
απόφαση ΕΚΑΕ @ EAEC Decision
οδηγία ΕΚΑΕ @ EAEC Directive
κοινή επιχείρηση ΕΚΑΕ @ EAEC Joint Undertaking
γνώμη της ΕΚΑΕ @ EAEC opinion
σύσταση ΕΚΑΕ @ EAEC recommendation
κανονισμός ΕΚΑΕ @ EAEC Regulation
Οργανισμός Εφοδιασμού ΕΚΑΕ @ EAEC Supply Agency
συνθήκη ΕΚΑΕ @ EAEC Treaty
EAES @ EAES
ΕΓΤΠΕ @ EAGGF
ΕΓΤΠΕ-τμήμα Εγγυήσεων @ EAGGF Guarantee Section
ΕΓΤΠΕ-τμήμα Προσανατολισμού @ EAGGF Guidance Section
αετός @ eagle
μπούφος @ eagle owl
αυτί @ ear
ζευγαρίζω @ ear
νωρίς @ early
παιδιά βρεφικής και νηπιακής ηλικίας @ early childhood
πρόωρες εκλογές @ early election
πρώιμα οπωροκηπευτικά @ early fruit and vegetables
πρόωρη συνταξιοδότηση @ early retirement
Γη @ Earth
γη @ earth
γειώνω @ earth
γείωση @ earth
θάβω @ earth
γεωλογικές επιστήμες @ earth sciences
σεισμός @ earthquake
ορυκτά και πετρώματα @ earths and stones
γαιοσκώληκας @ earthworm
κερί @ earwax
δουλείες @ easement
ανατολή @ east
ανατολικός @ east
Ανατολική Αφρική @ East Africa
Ήστ Άνγκλια @ East Anglia
Ανατολική Γερμανία @ East Germany
Κεντροανατολική Σουηδία @ East Middle Sweden
Ανατολικά Μίντλαντς @ East Midlands
Οστ φορ Στόρμπαιλτ @ east of the Great Belt
Ανατολικό Τιμόρ @ East Timor
Πάσχα @ Easter
χώρες Ανατολικού Συνασπισμού @ Eastern Bloc countries
Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη @ Eastern Europe
Ανατολική Ευρώπη @ Eastern Europe
Ανατολική Φινλανδία @ Eastern Finland
Ανατολική Μακεδονία και Θράκη @ Eastern Macedonia and Thrace
Ανατολική Μαλαισία @ Eastern Malaysia
πολιτική των συνασπισμών @ East-West policy
σχέσεις Ανατολής-Δύσης @ East-West relations
εμπορικές συναλλαγές Ανατολής-Δύσης @ East-West trade
με το μαλακό @ easy does it
τρώγω @ eat
γευματίζω @ eat
διατροφικές συνήθειες @ eating habits
ΕΤΑΑ @ EBRD
UER @ EBU
συνθήκη προσχωρήσεως ΕΚ @ EC Accession Treaty
αγωγή αποζημίωσης ΕΚ @ EC action to establish liability
δαπάνη λειτουργίας ΕΚ @ EC administrative expenditure
συμβουλευτική επιτροπή ΕΚ @ EC advisory committee
συμφωνία ΕΚ @ EC agreement
γεωργικές επιτροπές ΕΚ @ EC agriculture committee
συμφωνία συνδέσεως ΕΚ @ EC association agreement
συμβούλιο σύνδεσης ΕΚ @ EC Association Council
δημοσιονομική πειθαρχία ΕΚ @ EC budgetary discipline
αποθεματικό του προϋπολογισμού ΕΚ @ EC budgetary reserve
νομολογία ΕΚ @ EC case-law
προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Α @ EC category A staff
προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Β @ EC category B staff
προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Γ @ EC category C staff
προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Δ @ EC category D staff
Επιτροπή ΕΚ @ EC Commission
επιτροπές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων @ EC committee
διαγωνισμοί ΕΚ @ EC competition
σήμανση πιστότητας ΕΚ @ EC conformity marking
συμφωνία συνεργασίας ΕΚ @ EC cooperation agreement
Ελεγκτικό Συνέδριο ΕΚ @ EC Court of Auditors
Πρωτοδικείο ΕΚ @ EC Court of First Instance
Δικαστήριο ΕΚ @ EC Court of Justice
τελωνειακό έδαφος της ΕΚ @ EC customs territory
απόφαση ΕΚ @ EC Decision
οδηγία ΕΚ @ EC Directive
εξωτερική αρμοδιότητα ΕΚ @ EC external competence
Ταμεία ΕΚ @ EC fund
γενικός προϋπολογισμός ΕΚ @ EC general budget
διαδικασία παράβασης ΕΚ @ EC infringement procedure
θεσμική ισορροπία ΕΚ @ EC Institutional balance
διακυβερνητική διάσκεψη ΕΚ @ EC Intergovernmental Conference
διακυβερνητική σύμβαση ΕΚ @ EC Intergovernmental Convention
διακυβερνητική συνεργασία ΕΕ @ EC intergovernmental cooperation
προσωρινή συμφωνία ΕΚ @ EC interim agreement
διοργανική συνεργασία ΕΚ @ EC interinstitutional cooperation
διοργανικές σχέσεις ΕΚ @ EC interinstitutional relations
μεικτό όργανο ΕΚ @ EC joint body
μεικτή επιτροπή ΕΚ @ EC joint committee
γλωσσικός κλάδος ΕΚ @ EC language service
επιτροπή διαχείρισης ΕΚ @ EC management committee
μεσογειακή περιφέρεια ΕΚ @ EC Mediterranean region
Νομισματική Επιτροπή ΕΚ @ EC Monetary Committee
Διαμεσολαβητής ΕΚ @ EC Ombudsman
επιχειρησιακή δαπάνη ΕΚ @ EC operational expenditure
γνώμη ΕΚ @ EC opinion
πρόταση ΕΚ @ EC proposal
πρωτόκολλο ΕΚ @ EC Protocol
σύσταση ΕΚ @ EC recommendation
κανονισμός ΕΚ @ EC Regulation
επιτροπή κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΚ @ EC regulatory committee
δαπάνη έρευνας ΕΚ @ EC research expenditure
επιστημονική επιτροπή ΕΚ @ EC scientific committee
υπάλληλοι ΕΚ @ EC servants
κατάσταση ΕΚ @ EC situation
μόνιμη επιτροπή ΕΚ @ EC standing committee
τεχνική επιτροπή Ε @ EC technical committee
εμπορική συμφωνία ΕΚ @ EC trade agreement
μεταβατική περίοδος ΕΚ @ EC transitional period
συνθήκη ΕΚ @ EC Treaty
CEAC @ ECAC
ΟΚΚΚΑ @ ECCAS
σύνοδος @ ecclesiastical council
εκκλησιολογία @ ecclesiology
έχιδνα @ echidna
ECHO @ ECHO
ηχώ @ echo
εκλείψη @ eclipse
CEMT @ ECMT
οικο- @ eco-
Ecofin @ Ecofin
οικολογικό σήμα @ eco-label
οικολογική ισορροπία @ ecological balance
οικολογική θεωρία @ ecologism
οικολογία @ ecology
οικολογικό κίνημα @ ecology movement
οικολογικό κόμμα @ Ecology Party
οικονομετρία @ econometrics
γεωργικοί λογαριασμοί @ economic accounts for agriculture
οικονομική δραστηριότητα @ economic activity
οικονομικά μεγέθη @ economic aggregate
οικονομική συμφωνία @ economic agreement
οικονομική βοήθεια @ economic aid
οικονομική ανάλυση @ economic analysis
Οικονομική και Νομισματική Ένωση @ Economic and Monetary Union
οικονομική και κοινωνική συνοχή @ economic and social cohesion
οικονομική συγκέντρωση @ economic concentration
οικονομικές συνθήκες @ economic conditions
οικονομικές συνέπειες @ economic consequence
συγκυριακό απόθεμα @ economic contingency stock
οικονομική σύγκλιση @ economic convergence
οικονομική μετατροπή @ economic conversion
οικονομική συνεργασία @ economic cooperation
οικονομικός κύκλος @ economic cycle
οικονομική ανάπτυξη @ economic development
οικονομικές διακρίσεις @ economic discrimination
οικονομικές ανισότητες @ economic disparity
οικονομικές διακυμάνσεις @ economic fluctuation
οικονομική πρόβλεψη @ economic forecasting
οικονομική γεωγραφία @ economic geography
οικονομική μεγέθυνση @ economic growth
οικονομική ανεξαρτησία @ economic independence
οικονομικός δείκτης @ economic indicator
οικονομική υποδομή @ economic infrastructure
οικονομικό μέσο για το περιβάλλον @ economic instrument for the environment
οικονομική ολοκλήρωση @ economic integration
οικονομική ενημέρωση @ economic intelligence
οικονομική αλληλεξάρτηση @ economic interdependence
όμιλος οικονομικού σκοπού @ Economic Interest Grouping
οικονομικός φιλελευθερισμός @ economic liberalism
οικονομικό υπόδειγμα @ economic model
οικονομικό έγκλημα @ economic offence
οικονομικός προγραμματισμός @ economic planning
οικονομική πολιτική @ economic policy
οικονομική προτεραιότητα @ economic priority
οικονομική ύφεση @ economic recession
οικονομική ανασυγκρότηση @ economic reconstruction
οικονομική ανάκαμψη @ economic recovery
οικονομική μεταρρύθμιση @ economic reform
οικονομική περιφέρεια @ economic region
οικονομικές σχέσεις @ economic relations
οικονομικοί πόροι @ economic resources
οικονομικά δικαιώματα @ economic rights
οικονομικές κυρώσεις @ economic sanctions
οικονομικός τομέας @ economic sector
οικονομική κατάσταση @ economic situation
οικονομική σταθεροποίηση @ economic stabilisation
οικονομική στασιμότητα @ economic stagnation
οικονομική στατιστική @ economic statistics
δομή της οικονομίας @ economic structure
οικονομική υποστήριξη @ economic support
οικονομική έρευνα @ economic survey
οικονομικό σύστημα @ economic system
οικονομική απογείωση @ economic take-off
οικονομική μετάβαση @ economic transition
οικονομική ένωση @ economic union
οικονομική αξία @ economic value
οικονομική επιστήμη @ economics
οικονομικά @ economics
οικονομία κλίμακας @ economies of scale
οικονομία @ economy
Ecosoc @ Ecosoc
οικοσύστημα @ ecosystem
CEDEAO @ ECOWAS
ECU @ Ecu
Ισημερινός @ Ecuador
ΕΚΑΧ @ ECSC
ενισχύσεις ΕΚΑΧ @ ECSC aid
γενική απόφαση ΕΚΑΧ @ ECSC general Decision
ατομική απόφαση ΕΚΑΧ @ ECSC individual Decision
εισφορά ΕΚΑΧ @ ECSC levy
δάνειο ΕΚΑΧ @ ECSC loan
επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ @ ECSC operating budget
γνώμη της ΕΚΑΧ @ ECSC opinion
σύσταση ΕΚΑΧ @ ECSC recommendation
συνθήκη ΕΚΑΧ @ ECSC Treaty
ΕΤΑ @ EDF
άκρη @ edge
ακμή @ edge
κόψη @ edge
Εδιμβούργο @ Edinburgh
έκδοση @ edition
ΗΔΔ @ EDM
παιδεία @ education
εκπαίδευση @ education
προϋπολογισμός της εκπαίδευσης @ education budget
κόστος της εκπαίδευσης @ education costs
επίδομα σπουδών @ education grant
εκπαίδευση για αλλοδαπούς @ education of foreigners
εκπαίδευση υπό επιτήρηση @ education of young offenders
εκπαιδευτική πολιτική @ education policy
στατιστικές εκπαίδευσης @ education statistics
διοίκηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων @ educational administration
εκπαιδευτικές ανταλλαγές @ educational exchange
σχολικός προσανατολισμός @ educational guidance
εκπαιδευτικό ίδρυμα @ educational institution
προγραμματισμός της εκπαίδευσης @ educational planning
εκπαιδευτική μεταρρύθμιση @ educational reform
εκπαιδευτικό σύστημα @ educational system
Εδουάρδος @ Edward
Συμβούλιο του ΕΟΧ @ EEA Council
κοινή επιτροπή ΕΟΧ @ EEA Joint Committee
κοινή συμβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ @ EEA Joint Consultative Committee
κοινό όργανο ΕΟΧ @ EEA joint institution
κοινή κοινοβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ @ EEA joint parliamentary committee
ΒΕΕ @ EEB
συνθήκη ΕΟΚ @ EEC Treaty
UEDE @ EECU
EFICS @ EFICS
ΕΖΕΣ @ EFTA
χώρες της ΕΖΕΣ @ EFTA countries
Δικαστήριο ΕΖΕΣ @ EFTA Court
αυγό @ egg
ωάριο @ egg
ωοπροϊόντα @ egg product
κρόκος @ egg yolk
εγώ @ ego
Αίγυπτος @ Egypt
Αιγύπτιος @ Egyptian
αιγυπτιακός @ Egyptian
αιγυπτιολογία @ Egyptology
ΕΤΕπ @ EIB
δάνειο ΕΤΕ @ EIB loan
οχτώ @ eight
δεκαοκτώ @ eighteen
ογδόντα @ eighty
ογδόντα οκτώ @ eighty-eight
ογδόντα πέντε @ eighty-five
ογδόντα τέσσαρες @ eighty-four
ογδόντα εννέα @ eighty-nine
ογδόντα έν @ eighty-one
ογδόντα επτά @ eighty-seven
ογδόντα έξ @ eighty-six
ογδόντα τρείς @ eighty-three
ογδόντα δύο @ eighty-two
αϊνστάνιο @ einsteinium
εκσπερματίζω @ ejaculate
εκσπερμάτιση @ ejaculation
Ελ Σαλβαδόρ @ El Salvador
αγκώνας @ elbow
ηλικιωμένος @ elderly person
ΕΣΟΣ @ ELEC
εκλογές @ election
εκλογή @ election
προεκλογική εκστρατεία @ election campaign
προεκλογική προπαγάνδα @ election campaign publicity
εκλογικές δαπάνες @ election expenses
εκλογική χρηματοδότηση @ election financing
έλεγχος εκλογών @ election monitoring
εκλογικό πρόγραμμα @ election programme
εκλογικό αποτέλεσμα @ election result
αιρετό αξίωμα @ elective office
εκλογικός συνασπισμός @ electoral alliance
καταβολή εγγύησης υποψηφιότητας @ electoral deposit
εκλογική νοθεία @ electoral fraud
εκλογικό δίκαιο @ electoral law
εκλογικό μέτρο @ electoral quota
τροποποίηση του εκλογικού νόμου @ electoral reform
εκλογικός κατάλογος @ electoral register
εκλογική διαδικασία @ electoral system
εκλογικό σώμα @ electorate
ηλεκτρικός @ electric
ηλεκτρικό καλώδιο @ electric cable
ηλεκτρικό ρεύμα @ electric current
ηλεκτρική μηχανή @ electric machinery
ηλεκτροκίνητο όχημα @ electric vehicle
ηλεκτρική ενέργεια @ electrical energy
βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών @ electrical engineering
ηλεκτρολογικό υλικό @ electrical equipment
ηλεκτροπαραγωγή @ electrical industry
ηλεκτρικές διεργασίες @ electrical process
ηλεκτρισμός @ electricity
ηλεκτρικός συσσωρευτής @ electricity storage device
ηλεκτροφωτισμός @ electricity supply
ηλεκτροχημεία @ electrochemistry
ηλεκτρόλυση @ electrolysis
ηλεκτρομαγνήτης @ electromagnet
ηλεκτρομαγνητικό υλικό @ electro-magnetic equipment
ηλεκτρομαγνητική όχληση @ electromagnetic interference
ηλεκτρομαγνητισμός @ electromagnetism
ηλεκτρομεταλλουργία @ electrometallurgy
ηλεκτρόνιο @ electron
ηλεκτρονική τραπεζική συναλλαγή @ electronic banking
ηλεκτρονικό εμπόριο @ electronic commerce
ηλεκτρονικό εξάρτημα @ electronic component
ηλεκτρονική συσκευή @ electronic device
ηλεκτρονικό έγγραφο @ electronic document
ηλεκτρονικός εξοπλισμός @ electronic equipment
ηλεκτρονικό χρήμα @ electronic funds transfer
ηλεκτρονική διοίκηση @ electronic government
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο @ electronic mail
ηλεκτρονική έκδοση @ electronic publishing
ηλεκτρονική υπογραφή @ electronic signature
ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα @ electronic voting
ηλεκτροτεχνικά απόβλητα @ electronic waste
ηλεκτρονική @ electronics
βιομηχανία ηλεκτρονικών @ electronics industry
ηλεκτροτεχνία @ electrotechnology
κομψότητα @ elegance
κομψός @ elegant
ελεγεία @ elegy
ελέφαντας @ elephant
ανελκυστήρας @ elevator
έντεκα @ eleven
ξωτικά @ elf
κριτήριο επιλεξιμότητας @ eligibility criteria
επιλέξιμη περιφέρεια @ eligible region
παροχή στοιχειώδους παιδείας @ elimination of illiteracy
Ελισάβετ @ Elizabeth
άλκη @ elk
αποσιωπητικά @ ellipsis
λεύκα @ elm
αλλού @ elsewhere
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο @ e-mail
χειραφεσία @ emancipation
πρεσβεία @ embassy
κατάχρηση @ embezzlement
έμβρυο @ embryo
έμβρυο @ embryo and foetus
FECOM @ EMCF
σμαράγδι @ emerald
επείγουσα βοήθεια @ emergency aid
επείγουσα ιατρική @ emergency medical treatment
αποδημία @ emigration
Αιμιλία-Ρωμανία @ Emilia-Romagna
συναίσθημα @ emotion
αυτοκρατορία @ empire
υπάλληλος @ employee
εργοδότης @ employer
εργοδοτική συνομοσπονδία @ employers' confederation
οργάνωση εργοδοτών @ employers' organisation
ενισχύσεις για την απασχόληση @ employment aid
επιτροπή απασχόλησης ΕΚ @ Employment Committee
πολιτική απασχόλησης @ employment policy
υπηρεσία απασχόλησης @ employment service
στατιστικές απασχόλησης @ employment statistics
διάρθρωση της απασχόλησης @ employment structure
αυτοκράτειρα @ empress
συναλλαγματικός μηχανισμός ΕΝΣ @ EMS exchange-rate mechanism
δρομαίος @ emu
σμάλτο @ enamel
εγκεφαλοπάθεια @ encephalopathy
εγκυκλοπαίδεια @ encyclopaedia
εγκυκλοπαίδεια @ encyclopedia
τέλος @ end
: τελειώνω @ end
τελειώνω @ end
ενδημική νόσος @ endemic disease
αντίδι @ endive
ενδοκρινική ασθένεια @ endocrine disease
ενδογαμία @ endogamy
ενδοσυμβιοτική θεωρία @ endosymbiotic theory
ΑΕΕΝ @ ENEA
εχθρός @ enemy
ενεργειακό ισοζύγιο @ energy audit
κατανάλωση ενέργειας @ energy consumption
μετατροπές ενέργειας @ energy conversion
ενεργειακή κρίση @ energy crisis
ενεργειακή καλλιέργεια @ energy crop
ζήτηση ενέργειας @ energy demand
διανομή ενέργειας @ energy distribution
ενεργειακή διαφοροποίηση @ energy diversification
ενεργειακή απόδοση @ energy efficiency
ενεργειακό δίκτυο @ energy grid
ενεργειακός τομέας @ energy industry
δίκαιο της ενέργειας @ energy law
ενεργειακή πολιτική @ energy policy
παραγωγή ενέργειας @ energy production
ανάκτηση ενεργείας @ energy recovery
ενεργειακή έρευνα @ energy research
ενεργειακοί πόροι @ energy resources
εξοικονόμηση ενεργείας @ energy saving
γεωγραφικός εντοπισμός ενεργειακών πηγών @ energy site
αποθήκευση ενέργειας @ energy storage
ενεργειακός ανεφοδιασμός @ energy supply
ενεργειακή τεχνολογία @ energy technology
μεταφορά ενέργειας @ energy transport
χρήση ενέργειας @ energy use
ενεργειακό προϊόν @ energy-generating product
αναγκαστική μετανάστευση @ enforced migration
εκτέλεση της απόφασης @ enforcement of ruling
κινητήρας @ engine
ατμομηχανή @ engine
μηχανικός @ engineer
Αγγλία @ England
greek @ english
αγγλικά @ English
Αγγλικά @ English
Άγγλος @ English
Μάγχη @ English Channel
Άγγλος @ Englishman
αγγλόφωνη Αφρική @ English-speaking Africa
Αγγλίδα @ Englishwoman
ενισχυμένη νέα έκδοση @ enhanced remake
αίνιγμα @ enigma
αινιγματικός @ enigmatic
EΟΑΔΠ @ ENISA
άσκηση των δικαιωμάτων @ enjoyment of rights
διεύρυνση διεθνούς οργανισμού @ enlargement of an international organisation
διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ enlargement of the Union
εξαγριώνω @ enrage
μπαίνω @ enter
εγγράφω @ enter
ενθουσιασμός @ enthusiasm
επιχειρηματίας @ entrepreneur
επιχειρηματικό πνεύμα @ entrepreneurship
φάκελος @ envelope
περιβάλλον @ environment
περιβαλλοντική συνεργασία @ environmental cooperation
περιβαλλοντική οικονομία @ environmental economics
περιβαλλοντική εκπαίδευση @ environmental education
επίπτωση στο περιβάλλον @ environmental impact
δίκαιο του περιβάλλοντος @ environmental law
ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες @ environmental liability
επίβλεψη του περιβάλλοντος @ environmental monitoring
περιβαλλοντικό έγκλημα @ environmental offence
περιβαλλοντική πολιτική @ environmental policy
προστασία του περιβάλλοντος @ environmental protection
έρευνα για το περιβάλλον @ environmental research
περιβαλλοντικό πρότυπο @ environmental standard
στατιστικές περιβάλλοντος @ environmental statistics
περιβαλλοντικό τέλος @ environmental tax
φθόνος @ envy
ένζυμο @ enzyme
σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ EP assent
επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ EP Committee
αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ EP delegation
γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ EP opinion
ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ EP resolution
επίκεντρο @ epicentre
επιδημία @ epidemic
επιδημικός @ epidemic
επιδημιολογία @ epidemiology
επιδιδυμίδα @ epididymis
επιληψία @ epilepsy
Ήπειρος @ Epirus
ΟΕΒ @ EPO
EPSO @ EPSO
ισότητα αποδοχών @ equal pay
ίση μεταχείριση @ equal treatment
ισότητα έναντι του νόμου @ equality before the law
ισότητα των φύλων @ equality between men and women
εξίσωση @ equation
ισημερινός @ equator
Ισημερινή Γουινέα @ Equatorial Guinea
ισημερινή ζώνη @ equatorial zone
ιππίδες @ equidae
ισορροπία @ equilibrium
διανοητική or ψυχική αταραξία @ equilibrium
ισημερία @ equinox
κεφαλαιουχικό κόστος @ equipment cost
ισοτιμία τίτλων σπουδών @ equivalence of diplomas
γόμα @ eraser
έρβιο @ erbium
ΕΤΠΑ @ ERDF
στύση @ erection
εργονομία @ ergonomics
Ερυθραία @ Eritrea
ερμίνα @ ermine
ερωτογενή ζώνη @ erogenous zone
Έρως @ Eros
διάβρωση εδάφους @ erosion
ερωτικός @ erotic
Err:508 @ Err:508
περιπλανώμενος @ errant
πολυμάθεια @ erudition
ESA @ ESA
Ησαύ @ Esau
γνώμη της ΟΚΕ @ ESC opinion
ΕΣΚΤ @ ESCB
αποφεύγω @ eschew
ΕΚΤ @ ESF
εσωτερικός @ esoteric
απόκρυφος @ esoteric
εσωτερισμός @ esoterism
Εσπεράντο @ Esperanto
κατασκοπία @ espionage
κατασκοπεία @ espionage
ESRO @ ESRO
δοκίμιο @ essay
αιθέριο έλαιο @ essential oil
κεκτημένο δικαίωμα @ established right
κατάστημα @ establishment
ίδρυση @ establishment
εγκαθίδρυση της ειρήνης @ establishment of peace
υπολογισμός @ estimate
εκτιμώ @ estimate
Εσθονία @ Estonia
εσθονικά @ Estonian
εσθονικός @ Estonian
Εσθονός @ Estonian
εκβολή ποταμού @ estuary
κτλ @ etc.
και τα λοιπά @ etcetera
αιωνιότης @ eternity
αιθάνιο @ ethane
αιθανόλη @ ethanol
αιθέρας @ ether
ηθική δεοντολογία @ ethics
Αιθιοπία @ Ethiopia
εθνική εκκαθάριση @ ethnic cleansing
διένεξη μεταξύ εθνοτήτων @ ethnic conflict
διακρίσεις εθνότητας @ ethnic discrimination
εθνότητα @ ethnic group
εθνογραφία @ ethnography
εθνολογία @ ethnology
ΕTSI @ ETSI
CES @ ETUC
ISE @ ETUI
ετυμολογία @ etymology
συνθήκη προσχώρησης ΕΕ @ EU Accession Treaty
Οργανισμός ή υπηρεσία ΕΕ @ EU body or agency
χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ EU Charter of Fundamental Rights
όργανο συνεργασίας ΕΕ @ EU cooperation body
επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ EU Council committee
προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ EU Council Presidency
θεσμικό κοινοτικό όργανο @ EU institution
δικαστική συνεργασία ΕΕ @ EU judicial cooperation
κράτος μέλος ΕΕ @ EU Member State
Επίσημη Εφημερίδα των ΕΕ @ EU Official Journal
αστυνομική συνεργασία ΕΕ @ EU police cooperation
σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ EU relations
ευκάλυπτος @ eucalyptus
ευκλείδεια γεωμετρία @ Euclidean geometry
Ευγένιος @ Eugene
ευγονική @ eugenics
ευφημισμός @ euphemism
ευφορία @ euphoria
Ευφράτης @ Euphrates
Ευρασία @ Eurasia
δάνειο Ευρατόμ @ Euratom loan
Eureka @ Eureka
εύρηκα @ eureka
EURES @ EURES
EURIBOR @ Euribor
Ευριπίδης @ Euripides
ευρώ @ euro
ζώνη ευρώ @ euro area
ευρωαραβική συνεργασία @ Euro-Arab cooperation
ευρωπαϊκό ομολογιακό δάνειο @ Eurobond
ευρωκομμουνισμός @ Eurocommunism
Eurocontrol @ Eurocontrol
ευρωπίστωση @ Eurocredit
ευρωνόμισμα @ Eurocurrency
ευρωδολάριο @ Eurodollar
ευρωομάδα @ Eurogroup
Eurojust @ Eurojust
ευρωπαϊκή χρηματαγορά @ Euromarket
ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση @ Euro-Mediterranean partnership
ευρωπαϊκοί πύραυλοι @ Euro-missile
Ευρώπη @ Europe
ευρωπαϊκός @ European
Ευρωπαίος @ European
Ευρωπαϊκό Λογιστικό Σύστημα @ European accounting system
Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την Ανασυγκρότηση @ European Agency for Reconstruction
Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία @ European Agency for Safety and Health at Work
ευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο @ European agricultural model
ευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών @ European arms policy
ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα @ European army corps
ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης @ European arrest warrant
ευρωπαϊκή ένωση (σωματείο) @ European association
ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης @ European Association Agreement
Ευρωπαϊκή Ένωση Συνεργασίας @ European Association for Cooperation
ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος @ European audiovisual area
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας @ European Aviation Safety Agency
βόνασος Ευρωπαϊκώς @ European bison
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα @ European Central Bank
Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων @ European Centre for Disease Prevention and Control
ευρωπαϊκός Χάρτης @ European charter
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Ουσιών @ European Chemicals Agency
ευρωπαϊκή ιθαγένεια @ European citizenship
δημόσια διοίκηση της Κοινότητας @ European civil service
μέλος της Επιτροπής @ European Commissioner
Ευρωπαϊκές Κοινότητες @ European Communities
Ευρωπαϊκή Κοινότητα @ European Community
ευρωπαϊκή εταιρεία @ European company
ευρωπαϊκή διάσκεψη @ European conference
ευρωπαϊκό σύνταγμα @ European Constitution
ευρωπαϊκό κέντρο πληροφόρησης των καταναλωτών @ European consumer information agency
ευρωπαϊκή σύμβαση @ European convention
ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου @ European Convention on Human Rights
ευρωπαϊκή συνεργασία @ European cooperation
ευρωπαϊκός συνεταιρισμός @ European cooperative
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο @ European Council
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου @ European Court of Human Rights
ευρωπαϊκή πολιτιστική εκδήλωση @ European cultural event
ευρωπαϊκό νόμισμα @ European currency
Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδοµένων @ European data protection supervisor
Eυρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας @ European Defence Agency
ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική @ European defence policy
ευρωπαϊκή άδεια οδήγησης @ European driving licence
Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή @ European Economic and Social Committee
Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος @ European Economic Area
ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού @ European Economic Interest Grouping
ευρωπαϊκές εκλογές @ European election
ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα @ European electoral system
ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση @ European Employment Strategy
Ευρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας @ European Energy Charter
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος @ European Environment Agency
Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων @ European Food Safety Authority
ευρωπαϊκή δασική πολιτική @ European forestry policy
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας @ European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions
ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία @ European growth initiative
ευρωπαϊκή ταυτότητα @ European identity
ευρωπαϊκός βιομηχανικός χώρος @ European industrial area
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Δημόσιας Διοίκησης @ European Institute of Public Administration
ευρωπαϊκή ολοκλήρωση @ European integration
Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων @ European Investment Fund
ευρωπαϊκή γλώσσα @ European language
ευρωπαϊκός δικαστικός χώρος @ European legal area
ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς @ European legal status
Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα @ European Maritime Safety Agency
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων @ European Medicines Agency
ευρωπαϊκή νομισματική συμφωνία @ European Monetary Agreement
Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο @ European Monetary Fund
Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα @ European Monetary Institute
Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα @ European Monetary System
Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας @ European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction
Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας @ European Monitoring Centre on Racism and Xenophobia
ευρωπαϊκό κίνημα @ European Movement
ευρωπαϊκή πολτική γειτονίας @ European neighbourhood policy
μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος @ European official
ευρωπαϊκός οργανισμός @ European organisation
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο @ European Parliament
ευρωπαϊκό κόμμα @ European party
ευρωπαϊκό διαβατήριο @ European passport
ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας @ European patent
ευρωπαϊκή ένωση πληρωμών @ European Payments Union
Ευρωπαϊκή Αστυνομική Ακαδημία @ European Police College
ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία @ European political cooperation
ευρωπαϊκή πολιτική ένωση @ European Political Union
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Παραγωγικότητας @ European Productivity Agency
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων @ European Railway Agency
ευρωπαϊκή περιφέρεια @ European Region
Ευρωπαϊκά Σχολεία @ European school
ευρωπαϊκή ασφάλεια @ European security
ευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος @ European social area
ευρωπαϊκός κοινωνικός προϋπολογισμός @ European social budget
ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης @ European Social Charter
ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική @ European social policy
ευρωπαϊκό πρότυπο @ European standard
Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης @ European Standards Institute
ευρωπαϊκά σύμβολα @ European symbol
ευρωπαϊκή φορολογική συνεργασία @ European tax cooperation
ευρωπαϊκή τηλεόραση @ European television
ευρωπαϊκό σήμα @ European trademark
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης @ European Training Foundation
ευρωπαϊκή επιχείρηση @ European undertaking
Ευρωπαϊκή Ένωση @ European Union
Ινστιτούτο Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέµατα ασφάλειας @ European Union Institute for Security Studies
ιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ European Union membership
Δορυφορικό Κέντρο της ΕΕ  @ European Union Satellite Centre
Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Φλωρεντίας @ European University Institute of Florence
ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης @ European Works Council
ευρώπιο @ europium
Europol @ Europol
Ευρωπαϊκή Δεξιά @ Euroright
Διαγωνισμός Τραγουδιού Eurovision @ Eurovision Song Contest
Eurydice @ Eurydice
EUTELSAT @ Eutelsat
ευθανασία @ euthanasia
ευτροφισμός @ eutrophication
εκκενώσει @ evacuate
εκκένωση @ evacuation
εκκένωση πληθυσμού @ evacuation of the population
μέθοδος αξιολόγησης @ evaluation method
αξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων @ evaluation of resources
Εύα @ Eve
εσπέρα @ evening
γεγονός @ event
ορίζοντας γεγονότων @ event horizon
ποτέ @ ever
κάθε @ every
κάθε ένας @ everyone
όλα @ everything
όπου @ everywhere
μαρτυρία @ evidence
απόδειξη @ evidence
πειστήριο @ evidence
κακός @ evil
βασκανία @ evil eye
προβατίνα @ ewe
υπερβάλλω @ exaggerate
εξετάσεις @ examination
παράδειγμα @ example
έξοχος @ excellent
υπερβολικός @ excessive
έλεγχος συναλλάγματος @ exchange control
ανταλλαγή δημοσιεύσεων @ exchange of publications
συναλλαγματική ισοτιμία @ exchange parity
συναλλαγματική πολιτική @ exchange policy
τιμή συναλλάγματος @ exchange rate
συναλλαγματικοί περιορισμοί @ exchange restriction
πράξεις συναλλάγματος @ exchange transaction
μηχανισμός νομισματικής παρέμβασης @ exchange-rate mechanism
ειδικοί φόροι κατανάλωσης @ excise duty
θαυμαστικό @ exclamation mark
αποκλεισμός από διεθνή οργανισμό @ exclusion from an international organisation
αποκλεισμός από προτιμησιακή μεταχείριση ΕΚ @ exclusion from EC treatment
απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος @ exclusion from public-sector employment
αποκλειστική διανομή @ exclusive distribution agreement
αποκλειστική οικονομική ζώνη @ exclusive economic zone
αποκλειστική αγορά @ exclusive purchasing agreement
αποκλειστικό δικαίωμα @ exclusive right
αφορισμός @ excommunication
εκκρίνει @ excrete
εκτέλεση @ execution
εκτελεστής @ executioner
στέλεχος @ executive
όργανα εκτελεστικής εξουσίας @ executive body
αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας @ executive competence
εκτελεστική εξουσία @ executive power
τελωνειακή ατέλεια @ exemption from customs duties
εξαίρεση από έγκριση σύμπραξης @ exemption from restrictive-practice authorisation
εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων @ exhaustion of resources
υπάρχω @ exist
ύπαρξη @ existence
έξοδος @ exit
βγαίνω @ exit
φεύγω @ exit
Έξοδος @ Exodus
εξορκισμός @ exorcism
εξωσκελετός @ exoskeleton
εξωτικός @ exotic
κάρτα επέκτασης @ expansion card
απόδημος @ expatriate
εξόριστος @ expatriate
εκπατριζόμενος εργαζόμενος @ expatriate worker
δαπάνη @ expenditure
ακριβός @ expensive
εμπειρία @ experience
πειράματα σε ζώα @ experiment on animals
πειράματα στον άνθρωπο @ experiment on humans
πειραματικός σταθμός @ experimental farm
ειδικός @ expert
δικαστική πραγματογνωμοσύνη @ expert's report ordered by a court
νεκρός @ expired
εξηγήσει @ explain
δήλωση ψήφου @ explanation of voting
εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων @ exploitation of resources
εκμετάλλευση του θαλάσσιου πυθμένα @ exploitation of the sea-bed
εκμετάλλευση της θάλασσας @ exploitation of the seas
έκρηξη @ explosion
εκρηκτικές ύλες @ explosive
εξαγωγές @ export
εξάγω @ export
ενίσχυση των εξαγωγών @ export aid
εξαγωγικές πιστώσεις @ export credit
ασφάλιση εξαγωγών @ export credit insurance
τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής @ export customs procedure
χρηματοδότηση των εξαγωγών @ export financing
εξαγωγική βιομηχανία @ export industry
εισφορά κατά την εξαγωγή @ export levy
άδεια εξαγωγής @ export licence
έλεγχος των εξαγωγών @ export monitoring
εξαγωγή κεφαλαίων @ export of capital
εξαγωγή αποβλήτων @ export of waste
πολιτική εξαγωγών @ export policy
τιμή εξαγωγής @ export price
επιστροφή κατά την εξαγωγή @ export refund
περιορισμοί στις εξαγωγές @ export restriction
έσοδα από εξαγωγές @ export revenue
επιδότηση εξαγωγών @ export subsidy
εξαγωγικός φόρος @ export tax
έκθεση @ exposition
έκφραση @ expression
παράσταση @ expression
οδός ταχείας κυκλοφορίας @ expressway
αυτοκινητόδρομος @ expressway
απαλλοτρίωση @ expropriation
έξωση @ expulsion from housing
παλαιός πολεμιστής @ ex-serviceman
εκτενής @ extensive
εκτατική γεωργία @ extensive farming
έκταση @ extent
εξωτερικό χρέος @ external debt
εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ external frontier of the European Union
διάστημα @ extra-atmospheric space
δαπάνη εκτός προϋπολογισμού @ extra-budgetary expenditure
εξωκοινοτικές συναλλαγές @ extra-Community trade
άντληση πετρελαίου @ extraction of oil
έκδοση @ extradition
δίκτυο extranet @ extranet
έκτακτος προϋπολογισμός @ extraordinary budget
εξωκοινοβουλευτικό κόμμα @ extra-parliamentary party
εξωγήινος @ extraterrestrial
εξωεδαφική αρμοδιότητα @ extraterritorial jurisdiction
ετεροδικία @ extra-territoriality
Εστρεμαδούρα @ Extremadura
Άκρα Αριστερά @ extreme left
Άκρα Δεξιά @ extreme right
εξτρεμισμός @ extremism
εξτρεμιστικό κόμμα @ extremist party
οπή @ eye
μάτι @ eye
βολβός του ματιού @ eyeball
βλεφαρίδα @ eyelash
βλέφαρο @ eyelid
αυτόπτης μάρτυρας @ eyewitness
Ιεζεκιήλ @ Ezekiel
ύφασμα @ fabric
πρόσοψη @ façade
βιτρίνα @ façade
πρόσωπο @ face
γκριμάτσα @ face
εικόνα @ face
μέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες @ facilities for the disabled
διερευνητική αποστολή @ fact-finding mission
συντελεστής παραγωγής @ factor of production
εργοστάσιο @ factory
πραγματικός @ factual
τηλεαντιγραφή @ facsimile
περιττώματα @ faeces
Νήσοι Φερόες @ Faeroes
αποτυχία @ failure
ανυποταξία @ failure to report for duty
δίκαιος @ fair
θεμιτό εμπόριο @ fair trade
νεράιδα @ fairy
πίστη @ faith
, @ falcon
Νήσοι Φόκλαντ @ Falkland Islands
Νήσοι Φώκλαντ @ Falkland Islands
πέφτω @ fall
αγρανάπαυση @ fallow
πλατώνι @ fallow deer
φήμη @ fame
οικογένεια @ family
οικογενειακή παροχή @ family benefit
οικογενειακή επιχείρηση @ family business
οικογένεια εξ αγχιστείας @ family by marriage
οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση @ family farming
οικογενειακό δίκαιο @ family law
οικογενειακή μετανάστευση @ family migration
οικογενειακός προγραμματισμός @ family planning
οικογενειακή πολιτική @ family policy
προστασία της οικογένειας @ family protection
οικογενειακή αλληλεγγύη @ family solidarity
οικογενειακό εργατικό δυναμικό @ family worker
λιμός @ famine
βιομηχανία δερμάτινων ειδών @ fancy leather goods and glove-making industry
FAO @ FAO
μακριά @ far
Άπω Ανατολή @ Far East
επιβάτης @ fare
αγρόκτημα @ farm
δίκτυο λογιστικής πληροφόρησης @ farm accountancy data network
ζώο αγροκτήματος @ farm animal
πρόγραμμα γεωργικής ανάπτυξης @ farm development plan
αγροτικό νοικοκυριό @ farm household
πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης @ farm income
σύμβαση αγρομίσθωσης @ farm lease
εκσυγχρονισμός γεωργικής εκμετάλλευσης @ farm modernisation
στήριξη των γεωργικών τιμών @ farm price support
γεωργικές τιμές @ farm prices
αγρομίσθωμα @ farm rent
δελτίο γεωργικής εκμετάλλευσης @ farm return
αγρότης @ farmer
εισόδημα γεωργού @ farmers' income
αγροτικό κίνημα @ farmers' movement
γεωργικά έργα @ farming project
γεωργικός τομέας @ farming sector
σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης @ farming system
Νήσοι Φερόες @ Faroe Islands
πεταλωτής @ farrier
περσικά @ Farsi
πέρδω @ fart
πορδή @ fart
φασισμός @ Fascism
φασισμός @ fascism
νεωτερισμός @ fashion
νηστεία @ fast
νηστεύω @ fast
γρήγορος @ fast
γρήγορα @ fast
στερεός @ fast
ταχυφαγείο @ fast food
χοντρός @ fat
λίπος @ fat
μοίρα @ fate
πάτερ @ father
πεθερός @ father-in-law
λιπαρή ουσία @ fats
πάχυνση @ fattening
χάρη @ favor
τηλεομοιοτυπία @ fax
φοβάμαι @ fear
φοβία @ fear
μελέτη σκοπιμότητας @ feasibility study
εφικτός @ feasible
άθλος @ feat
φτερό @ feather
Φεβρουάριος @ February
κόπρανα @ feces
Ομοσπονδιακή Βουλή @ federal chamber
ομοσπονδιακό κράτος @ federal State
ομοσπονδιακό σύστημα @ federalism
Ηνωμένες Πολιτείες της Μικρονησίας @ Federated States of Micronesia
ομοσπονδία @ federation
ομόσπονδο κράτος @ Federation State
αμοιβή @ fee
νιώθω @ feel
πεολειξία @ fellatio
θηλυκός @ female
θήλυ @ female
μετανάστις @ female migrant
ανεργία των γυναικών @ female unemployment
εργασία των γυναικών @ female work
γυναικείο εργατικό δυναμικό @ female worker
γυναικείος @ feminine
θηλυκός @ feminine
φεμινισμός @ feminism
φράχτης @ fence
γάλα που έχει υποστεί ζύμωση @ fermented milk
φέρμιο @ fermium
κουνάβι @ ferret
κράματα σιδήρου @ ferro-alloy
σιδηρούχα μέταλλα @ ferrous metal
πορθμείο @ ferryboat
λίπασμα @ fertiliser
βιομηχανία λιπασμάτων @ fertiliser industry
γονιμότητα @ fertility
φεστιβάλ @ festival
έμβρυο @ fetus
πυρετός @ fever
λίγοι (pl. of el @ few
φιάσκο @ fiasco
FID @ FID
σώμα @ field
έρευνα πεδίου @ field research
μοχθηρός @ fiendish
ΧΜΠΑ @ FIFG
δεκαπέντε @ fifteen
πέμπτος @ fifth
πέμπτο @ fifth
πενήντα @ fifty
πενήντα οκτώ @ fifty-eight
πενήντα πέντε @ fifty-five
πενήντα τέσσαρες @ fifty-four
πενήντα εννέα @ fifty-nine
πενήντα έν @ fifty-one
πενήντα επτά @ fifty-seven
πενήντα έξ @ fifty-six
πενήντα τρείς @ fifty-three
πενήντα δύο @ fifty-two
σύκο @ fig
συκιά @ fig
πολεμώ @ fight
καταπολεμώ @ fight
καταπολέμηση του εγκλήματος @ fight against crime
καταπολέμηση των εντόμων @ fight against insects
καταπολέμηση της ανεργίας @ fight against unemployment
ορθολογική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων @ fight against wastage
Φίτζι @ Fiji
αρχείο @ file
λίμα @ file
γεμίζω @ fill
ταινία @ film
φιλμ @ film
υμένιο @ film
κινηματογραφώ @ film
βιομηχανία του κινηματογράφου @ film industry
κινηματογραφική παραγωγή @ film production
τελική κατανάλωση @ final consumption
χρηματοδοτώ @ finance
δημοσιονομικός νόμος @ finance act
βιομηχανική τράπεζα @ finance house
γενική λογιστική @ financial accounting
χρηματοπιστωτική συμφωνία @ financial agreement
χρηματοπιστωτική βοήθεια @ financial aid
δημοσιονομική ανάλυση @ financial analysis
δημοσιονομική αυτονομία @ financial autonomy
αντιπαροχή συμφωνίας @ financial compensation of an agreement
δημοσιονομικός έλεγχος @ financial control
χρηματοπιστωτική συνεργασία @ financial cooperation
ανακατανομή των δημόσιων πόρων @ financial equalisation
χρηματοπιστωτικός οργανισμός @ financial institution
χρηματοδοτικό μέσον @ financial instrument
οικονομικά συμφέροντα των μελών @ financial interests of members
χρηματοδοτική παρέμβαση @ financial intervention
χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις @ financial legislation
χρηματοοικονομική ζημία @ financial loss
χρηματοοικονομική διαχείριση @ financial management
πιστωτική αγορά @ financial market
χρηματιστηριακά επαγγέλματα @ financial occupation
δημοσιονομικές προοπτικές @ financial perspectives
χρηματοοικονομικός σχεδιασμός @ financial planning
χρηματοπιστωτική πολιτική @ financial policy
χρηματοδοτικό πρωτόκολλο @ financial protocol
δημοσιονομικός κανονισμός @ financial regulation
χρηματοληπτική ανάγκη @ financial requirements
χρηματοοικονομική κατάσταση @ financial situation
φερεγγυότητα @ financial solvency
χρηματοπιστωτικές στατιστικές @ financial statistics
χρηματοοικονομικές συναλλαγές @ financial transaction
οικονομικό έτος @ financial year
χρηματοδότηση @ financing
ποσοστό παρέμβασης @ financing level
τρόπος χρηματοδότησης @ financing method
χρηματοδότηση της βοήθειας @ financing of aid
χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού @ financing of the Community budget
σχέδιο χρηματοδότησης @ financing plan
χρηματοδοτική πολιτική @ financing policy
σπίνος @ finch
πρόστιμο @ fine
καλές τέχνες @ fine arts
δάχτυλο @ finger
τελειώνω @ finish
τέλος @ finish
Φινλανδία @ Finland
Φινλανδός @ Finn
φιλανδικά @ Finnish
φινλανδικός @ Finnish
έλατο @ fir
πυρκαγιά @ fire
φωτιά @ fire
θερμάστρα @ fire
καταπολέμηση των πυρκαγιών @ fire protection
πυροβόλο όπλο @ firearm
πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά @ firearms and munitions
πυροσβέστης @ firefighter
πυγολαμπίδα @ firefly
πυροσβέστης @ fireman
εστία @ fireplace
πυροτέχνημα @ firework
εμπορική εταιρεία @ firm governed by commercial law
πρώτος @ first
πρώτες βοήθειες @ first aid
πρώτη απασχόληση @ first job
σύμβαση Λομέ Ι @ first Lomé Convention
βαπτιστικό @ first name
πρώτο πρόσωπο @ first person
πρώτη φάση της ΟΝΕ @ first stage of EMU
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος @ First World War
φορολογικό δικαστήριο @ fiscal court
φορολογικό μονοπώλιο @ fiscal monopoly
φορολογική πολιτική @ fiscal policy
ψάρι @ fish
ψαρεύω @ fish
ψάρεμα @ fish
ασθένεια ιχθύων @ fish disease
ιχθυοτροφία @ fish farming
ιχθυέλαιο @ fish oil
προϊόν με βάση το ψάρι @ fish product
αλιευτική πολιτική @ fisheries policy
αλιευτική διάρθρωση @ fisheries structure
αλιεύς @ fisherman
διαχείριση αλιευτικών πόρων @ fishery management
παραγωγή υδατοκαλλιέργειας @ fishery produce
αλιεύματα @ fishery product
αλιευτική έρευνα @ fishery research
αλιευτικοί πόροι @ fishery resources
συμφωνία αλιείας @ fishing agreement
ζώνη αλιείας @ fishing area
αλιευτικοί έλεγχοι @ fishing controls
αλιευτικός στόλος @ fishing fleet
τόπος αλιείας @ fishing grounds
τομέας της αλιείας @ fishing industry
άδεια αλιείας @ fishing licence
αλιευτικό δίχτυ @ fishing net
ειδική άδεια αλιείας @ fishing permit
αλιευτικό λιμάνι @ fishing port
αλιευτικές διατάξεις @ fishing regulations
δικαίωμα αλιείας @ fishing rights
αλιευτική περίοδος @ fishing season
στατιστικές αλιείας @ fishing statistics
αλιευτικό πλοίο @ fishing vessel
πέντε @ five
πεντακόσια @ five hundred
διορθώνω @ fix
ψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης @ fixed party list
καθορισμός των τιμών @ fixing of prices
σημαία @ flag
σημαία ευκαιρίας @ flag of convenience
φλόγα @ flame
φλογοβόλο @ flamethrower
φοινικόπτερος @ flamingo
περιφέρεια Φλάνδρας @ Flanders
πλατέα προϊόντα @ flat product
κατ' αποκοπή φόρος @ flat-rate tax
μετεωρισμός @ flatulence
αρωματισμένος οίνος @ flavoured wine
αρωματική ουσία @ flavouring
λίνο @ flax
ψύλλος @ flea
στόλος @ fleet
Φλαμανδική Κοινότητα @ Flemish Community
σάρκα @ flesh
Φλεβολάνδη @ Flevoland
ελαστικό ωράριο @ flexible working hours
πτήση @ flight
φόβος @ flight
κυμαινόμενη ισοτιμία @ floating rate
σμήνος @ flock
κοπάδι @ flock
πλημμύρα @ flood
πλημμυρίζω @ flood
δάπεδο @ floor
όροφος @ floor
επίστρωση δαπέδου @ floor coverings
πλαδαρός @ floppy
Φλωρεντία @ Florence
ανθοκομία @ floriculture
ανθοπώλης @ florist
πλευρονήκτης @ flounder
αλεύρι @ flour
αλευροβιομηχανία @ flour milling
ανθός @ flower
ανθώ @ flower
γρίπη @ flu
περιθώριο διακύμανσης @ fluctuation margin
ρευστός @ fluent
ρευστό @ fluid
φθόριο @ fluorine
φλάουτο @ flute
μύγα @ fly
πετώ @ fly
ιπτάμενος δίσκος @ flying saucer
πουλάρι @ foal
αφρός @ foam
χορτονομή @ fodder
κτηνοτροφικό τεύτλο @ fodder beet
κτηνοτροφικό σιτηρό @ fodder cereals
κτηνοτροφικό φυτό @ fodder plant
καλλιέργεια κτηνοτροφικών φυτών @ fodder-growing
εχθρός @ foe
ομίχλη @ fog
φάκελος @ folder
λαογραφία @ folklore
ακόλουθος @ following
γραμματοσειρά @ font
τροφή @ food
πρόσθετα τροφίμων @ food additive
επισιτιστική βοήθεια @ food aid
Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων @ Food and Veterinary Office
δημητριακό διατροφής @ food cereals
χημεία τροφίμων @ food chemistry
χρωστική ουσία τροφίμων @ food colouring
κατανάλωση τροφίμων @ food consumption
ρύπανση των τροφίμων @ food contamination
γαλακτωματοποιητής τροφίμων @ food emulsifier
δαπάνη διατροφής @ food expenditure
εδώδιμο λίπος @ food fat
υγιεινή τροφίμων @ food hygiene
βιομηχανία τροφίμων @ food industry
εποπτεία των τροφίμων @ food inspection
τροφική δηλητηρίαση @ food poisoning
επισιτιστική πολιτική @ food policy
συντήρηση τροφίμων @ food preserving
τιμή τροφίμων @ food price
μεταποίηση τροφίμων @ food processing
παραγωγή τροφίμων @ food production
επισιτιστικοί πόροι @ food resources
ασφάλεια των τροφίμων @ food safety
έλλειψη τροφίμων @ food shortage
κανόνας διατροφής @ food standard
υποκατάστατο τροφίμου @ food substitute
συμπλήρωμα διατροφής @ food supplement
τεχνολογία τροφίμων @ food technology
προϊόν διατροφής @ foodstuff
νομοθεσία για τα είδη διατροφής @ foodstuffs legislation
ανόητος @ fool
πόδι @ foot
οπλή @ foot
αφθώδης πυρετός @ foot-and-mouth disease
ποδόσφαιρο @ football
αμερικανικό ποδόσφαιρο @ football
μπάλα ποδοφαίρου @ football
υποπόδιο @ footstool
υποδηματοποιία @ footwear industry
διότι @ for
για @ for
γιατί @ for
παραδείγματος χάριν @ for example
προμηθεύσει @ forage
απαγορεύω @ forbid
μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων @ force reduction
εξαφανισθέντες @ forced disappearance
δυνάμεις στην αλλοδαπή @ forces abroad
δείκτης @ forefinger
μέτωπο @ forehead
αλλοεθνής @ foreign
ξένος @ foreign
εξωτερική βοήθεια @ foreign aid
ξένα κεφάλαια @ foreign capital
συνάλλαγμα @ foreign currency
αλλοδαπή επιχείρηση @ foreign enterprise
αγορά συναλλάγματος @ foreign exchange market
ξένη επένδυση @ foreign investment
ξένη γλώσσα @ foreign language
εξωτερική αγορά @ foreign market
αλλοδαπός @ foreign national
εξωτερική πολιτική @ foreign policy
αλλοδαπός φοιτητής @ foreign student
αλλοδαποί τουρίστες @ foreign tourism
εξωτερικό εμπόριο @ foreign trade
αλλοδαπός @ foreigner
συναλλαγματικό απόθεμα @ foreign-exchange reserves
δικανικός @ forensic
ιατροδικαστική @ forensic medicine
δάσος @ forest
πιστοποίηση των δασών @ forest certification
προστασία των δασών @ forest conservation
φυτευμένο δάσος @ forest plantation
δασοφύλακας @ forest ranger
διαρρύθμιση δασών @ forestry development
δασική οικονομία @ forestry economics
δασικός συνεταιρισμός @ forestry group
δασική εκμετάλλευση @ forestry holding
δασική νομοθεσία @ forestry legislation
δασική πολιτική @ forestry policy
δασική ιδιοκτησία @ forestry property
δασική έρευνα @ forestry research
δασικές στατιστικές @ forestry statistics
πλαστογράφηση @ forgery
πηρούνι @ fork
δικράνι @ fork
δίστρατο @ fork
έντυπο @ form
φορμαλδεΰδη @ formaldehyde
ίδρυση κόμματος @ formation of a party
πρώην @ former
πρώην ΛΔΓ @ former GDR
πρώην σοσιαλιστικές χώρες @ former socialist countries
πρώην Υεμένη ΛΔ @ former South Yemen
πρώην ΕΣΣΔ @ former USSR
Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας @ Former Yugoslav Republic of Macedonia
πρώην @ formerly
τύπος @ formula
εγκαταλείπω @ forsake
οίνος αυξημένου οινοπνεύματος @ fortified wine
δεκαπενθήμερο @ fortnight
σαράντα @ forty
σαράντα οκτώ @ forty-eight
σαράντα πέντε @ forty-five
σαράντα τέσσαρες @ forty-four
σαράντα εννέα @ forty-nine
σαράντα έν @ forty-one
σαράντα επτά @ forty-seven
σαράντα έξ @ forty-six
σαράντα τρείς @ forty-three
σαράντα δύο @ forty-two
φόρουμ @ forum
εμπρόσθιος @ forward
προωθώ @ forward
μελέτη προοπτικών @ forward studies
ορυκτά καύσιμα @ fossil fuel
ίδρυμα @ foundation
τέσσερις @ four
δεκατέσσαρες @ fourteen
τέταρτος @ fourth
σύμβαση Λομέ IV @ fourth Lomé Convention
αλεπού @ fox
κορνίζα @ frame
κορνιζάρω @ frame
σκελετός @ frame
σώμα @ frame
συμφωνία-πλαίσιο @ framework agreement
απόφαση πλαίσιο @ framework decision
Γαλλία @ France
Φράνς-Κοντέ @ Franche-Comté
δικαιόχρηση @ franchising
Φραγκίσκος @ Francis
φράγκιο @ francium
Φραγκφούρτη @ Frankfurt
απάτη @ fraud
απάτη εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ fraud against the European Union
φακίδα @ freckle
Φρειδερίκος @ Frederick
Φρεντέρικσμπεργκ @ Frederiksberg
Φρεντέρικσμποργκ @ Frederiksborg
ελεύθερος @ free
δωρεάν @ free
ελευθερώνω @ free
ελεύθερη κυκλοφορία @ free circulation
ελεύθερος ανταγωνισμός @ free competition
άτοκη πίστωση @ free credit
δωρεάν παιδεία @ free education
δωρεάν περίθαλψη @ free medical care
ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων @ free movement of capital
ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων @ free movement of goods
ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων @ free movement of persons
ελεύθερη διακίνηση προγραμμάτων @ free movement of programmes
ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων @ free movement of workers
ελεύθερη τιμή @ free price
δωρεάν υπηρεσία @ free service
ελεύθερος χρόνος @ free time
ελεύθερη ζώνη @ free zone
τιμή «ελεύθερο στα σύνορα» @ free-at-frontier price
ελευθερία @ freedom
δικαίωμα του συνέρχεσθαι @ freedom of assembly
δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι @ freedom of association
ελευθερία πληροφόρησης @ freedom of communication
ελευθερία έκφρασης @ freedom of expression
ελευθερία κυκλοφορίας @ freedom of movement
ελευθερία ναυσιπλοΐας @ freedom of navigation
ελευθερία έκφρασης γνώμης @ freedom of opinion
ανεξιθρησκεία @ freedom of religious beliefs
ελευθερία αυτοδιάθεσης @ freedom of self-determination
ελευθερία έκφρασης @ freedom of speech
ελευθερία του Τύπου @ freedom of the press
ελευθερία των θαλασσών @ freedom of the seas
ελεύθερη αεροπλοΐα @ freedom of the skies
ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών @ freedom of trade
ελεύθερη παροχή υπηρεσιών @ freedom to provide services
τιμή «ελεύθερο στο κατάστρωμα» @ free-on-board price
κτηνοτροφία με ελεύθερη βοσκή @ free-range farming
συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών @ free-trade agreement
ζώνη ελευθέρων συναλλαγών @ free-trade area
αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας @ freeway
παγώνω @ freeze
λυοφιλισμένο προϊόν @ freeze-dried product
λυοφίλιση @ freeze-drying
κατάψυξη @ freezing
Φράιμπουργκ @ Freiburg
ναύλος @ freight rate
γαλλικά @ French
Γάλλοι @ French
γαλλικός @ French
τηγανιτές πατάτες @ french fries
Γαλλική Γουιάνα @ French Guiana
γλωσσόφιλο (informal) @ French kiss
γαλλικά ΥΔ @ French Overseas Departments
γαλλικές ΥΧΕ @ French Overseas Territories
Γαλλική Πολυνησία @ French Polynesia
Γαλλικές Αντίλλες @ French West Indies
Γάλλος @ Frenchman
γαλλόφωνη Αφρική @ French-speaking Africa
Γαλλόφωνη Κοινότητα @ French-speaking Community
Γαλλίδα @ Frenchwoman
συχνότητα @ frequency
συχνός @ frequent
νωπός @ fresh
νωπό τυρί @ fresh cheese
νωπό ψάρι @ fresh fish
νωπός καρπός @ fresh fruit
νωπό κρέας @ fresh meat
νωπό προϊόν @ fresh product
νωπό λαχανικό @ fresh vegetable
γλυκό νερό @ freshwater
ψάρι γλυκού νερού @ freshwater fish
αλιεία σε γλυκά ύδατα @ freshwater fishing
τριβή @ friction
προστριβές @ friction
Παρασκευή @ Friday
φίλος @ friend
γνωστός @ friend
φίλια πυρά @ friendly fire
φίλοι @ friends
Φρεισία @ Friesland
τρομαχτικόσ @ frightening
ψυχρή ζώνη @ frigid zone
πρόσθετες απολαβές @ fringe benefit
Φρίουλι-Ιουλιανή Βενετία @ Friuli-Venezia Giulia
βάτραχος @ frog
αβγά βατράχου @ frogspawn
από @ from
σύνορα @ frontier
μεθοριακή διακίνηση @ frontier migration
παραμεθόρια περιοχή @ frontier region
μεθοριακός εργαζόμενος @ frontier worker
αφρός @ froth
συνοφρύωση @ frown
κατεψυγμένο προϊόν @ frozen product
καρπός @ fruit
φρούτο @ fruit
χυμός φρούτων @ fruit juice
φρουτοχυμός @ fruit juice
προϊόν με βάση τα φρούτα @ fruit product
καρποφόρο λαχανικό @ fruit vegetable
καλλιέργεια οπωροφόρων δένδρων @ fruit-growing
τηγανίζω @ fry
ΠΖΕΣ @ FTAA
συνουσιάζομαι @ fuck
γαμώτο @ fuck
γαμήσι @ fuck
τσακίσου @ fuck off
γαμήσου @ fuck you
καύσιμα @ fuel
στοιχεία καυσίμου @ fuel cell
εμπλουτισμός καυσίμου @ fuel enrichment
πετρέλαιο εξωτερικής καύσεως @ fuel oil
επανεπεξεργασία καυσίμου @ fuel reprocessing
φόρος καυσίμων @ fuel tax
καυσόξυλα @ fuel wood
φυγάς @ fugitive
πλήρης @ full
πλήρης απασχόληση @ full employment
πανσέληνος @ full moon
τελεία @ full stop
εργασία πλήρους απασχόλησης @ full-time employment
συνάρτηση @ function
λειτουργία @ function
λειτουργία @ functionality
στοιχειώδη σωματίδια @ fundamental particle
φονταμενταλισμός @ fundamentalism
Φιονία @ Funen
κηδεία @ funeral
μύκητας @ fungus
αστείος @ funny
γουνοφόρο ζώο @ fur-bearing animal
κάμινος @ furnace
έπιπλο @ furniture
βιομηχανία επίπλου @ furniture industry
μέλλον @ future
μελλοντικός @ future
μέλλοντας @ future
προθεσμιακή αγορά @ futures market
Γκαμπόν @ Gabon
γαδολίνιο @ gadolinium
Γκαγκαουζία @ Gagauzia
κερδίζω @ gain
Γκαλαπάγκος @ Galapagos
γαλαξίας @ galaxy
ο γαλαξίας @ galaxy
Γαλικία @ Galicia
χοληδόχος κύστη @ gall bladder
γάλλιο @ gallium
χιούμορ αγχονών @ gallows humor
Γκάμπια @ Gambia
παιχνίδι @ game
κυνήγι @ game
θηράματα @ game animal
κρέας θηραμάτων @ game meat
τυχερά παιχνίδια @ game of chance
θεωρία παιγνίων @ game theory
γαμέτης (gamete) @ gamete
παίγνια @ gaming
αίθουσες παιγνίων @ gaming establishment
γάμμα @ gamma
γάγγραινα @ gangrene
απορρίματα @ garbage
περιβόλι @ garden
δημόσιος κήπος @ garden
κήπος @ garden
κηπουρός @ gardener
αέριο @ gas
βενζίνη @ gas
συσκευή αερίου @ gas appliance
κοίτασμα φυσικού αερίου @ gas field
βιομηχανία αερίου @ gas industry
αεριαγωγός @ gas pipeline
βενζινάδικο @ gas station
διανομή αερίου @ gas supply
καύσιμο μείγμα βενζίνης-αλκοόλης @ gasohol
βενζίνη @ gasoline
γαστρίτιδα @ gastritis
ασθένεια του πεπτικού συστήματος @ gastrointestinal disease
πύλη @ gate
GATS @ GATS
ΓΣΔΕ @ GATT
Gävleborg @ Gävleborg county
ομοφυλόφιλος @ gay
φαιδρός @ gay
εύθυμος @ gay
αδερφίστικος @ gay
Λωρίδα της Γάζας @ Gaza Strip
γαζέλα @ gazelle
χώρες του ΣΣΚΠΚ @ GCC countries
οδοντωτός τροχός @ gear
γέεννα @ gehenna
ζελατίνη @ gelatine
Γκέλντρια @ Gelderland
Δίδυμοι @ Gemini
γένος @ gender
φύλο @ gender
γονίδιο @ gene
γενικός @ general
στρατηγός @ general
γενικός προϋπολογισμός @ general budget
γενική εκπαίδευση @ general education
γενική αρχή του δικαίου @ general legal principle
γενική μηχανολογία @ general mechanical engineering
γενική ιατρική @ general medicine
γενικευμένες προτιμήσεις @ generalised preferences
αντικατάσταση των γενεών @ generation renewal
φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας @ generic drug
γενναιόδωρος @ generous
Γένεσις @ Genesis
γενετική μηχανική @ genetic engineering
γενετικά τροποποιημένος οργανισμός @ genetically modified organism
γενετική @ genetics
Γενεύη @ Geneva
Λίμνη της Γενεύης @ Geneva
γενική @ genitive
γενική @ genitive case
μεγαλοφυία @ genius
Γένοβα @ Genoa
γενοκτονία @ genocide
ύφος @ genre
κύριος @ gentleman
κύριοι @ gentleman
γεωχημεία @ geochemistry
Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών @ geographic information system
γεωγραφική κατανομή @ geographical distribution
γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού @ geographical distribution of the population
σύστημα γεωγραφικής πληροφόρησης @ geographical information system
γεωγραφική κινητικότητα @ geographical mobility
γεωγραφία @ geography
geologo @ geologist
γεωλογία @ geology
γεωμετρία @ geometry
γεωμορφολογία @ geomorphology
γεωφυσικό περιβάλλον @ geophysical environment
γεωφυσική @ geophysics
Γεώργιος @ George
Τζόρτζταουν @ Georgetown
Δημοκρατία της Γεωργίας @ Georgia
Γεωργία @ Georgia
Γεωργιανά @ Georgian
Γεωργιανός @ Georgian
γεωργιανός @ Georgian
γεωθερμική ενέργεια @ geothermal energy
γερμανικά @ German
Γερμανός @ German
γερμανικός @ German
Γερμανία ΛΔ @ German Democratic Republic
Γερμανικός Ποιμενικός @ German shepherd
γερμάνιο @ germanium
Γερμανόφωνη Κοινότητα @ German-speaking Community
Γερμανία @ Germany
γεροντολογία @ gerontology
παίρνω @ get
θερμοπίδακας @ geyser
Γκάνα @ Ghana
Γάνδη @ Ghent
φάντασμα @ ghost
γίγαντας @ giant
ασυναρτησίες @ gibberish
Γιβραλτάρ @ Gibraltar
κληροδότημα @ gift
δώρο @ gift
ταλέντο @ gift
είδη δώρων @ gift item
πιπερόρριζα @ ginger
τζιτζιμπίρα @ ginger beer
καμηλοπάρδαλη @ giraffe
κορίτσι @ girl
κοριτσίστικος @ girlish
δώστε μου @ give me
παγετώνας @ glacier
αδένας @ gland
Γλασκώβη @ Glasgow
ύαλος @ glass
ποτήρι @ glass
ίνες υάλου @ glass fibre
υαλουργία @ glass industry
καλλιέργεια θερμοκηπίου @ glasshouse cultivation
γλαύκωμα @ glaucoma
υαλοπώλης @ glazier
παγκόσμια θέρμανση @ global warming
παγκοσμιοποίηση @ globalisation
λαμπρός @ glorious
γάντι @ glove
γλυκόζη @ glucose
κολλα @ glue
γνωστικισμός @ Gnosticism
εισφορά ΑΕΠ @ GNP contribution
πάω @ go
τέρμα @ goal
σκοπός @ goal
πόντος @ goal
τερματοφύλακας @ goalkeeper
αιγοειδή @ goat
αίγειο κρέας @ goatmeat
τυρί αίγειο @ goats’ milk cheese
θεός @ god
Θεός @ God
είδωλο @ god
αναδεχτός @ godchild
αναδεχτή @ goddaughter
Θεά @ Goddess
νονός @ godfather
θεοφοβούμενος @ God-fearing
Γοδεφρείδος @ Godfrey
νονά @ godmother
προστατευτικά δίοπτρα @ goggles
Γκόγκολ @ Gogol
χρυσός @ gold
χρυσό @ gold
χρυσό μετάλλιο @ gold
χρυσό νόμισμα @ gold
μάλαμα @ gold
κανόνας χρυσού @ gold standard
χρυσή τομή @ golden ratio
κανόνας συναλλάγματος-χρυσού @ gold-exchange standard
ακανθίς @ goldfinch
χρυσόψαρο @ goldfish
χρυσοχόος @ goldsmith
γκολφ @ golf
γόνδολα @ gondola
γκονγκ @ gong
καλός @ good
καλό απόγευμα @ good afternoon
καλημέρα @ good day
καλό βράδυ @ good evening
Μεγάλη Παρασκευή @ Good Friday
καλή τύχη @ good luck
καλημέρα @ good morning
καληνύχτα @ good night
γειά @ goodbye
αγαθά @ goods
αγαθά και υπηρεσίες @ goods and services
άυλο κεφάλαιο @ goodwill
Γκουγκλ @ Google
χήνα @ goose
Gorenjska @ Gorenjska
φαράγγι @ gorge
γορίλλας @ gorilla
Goriška @ Goriška
διπλοσάινο @ goshawk
Gotland @ Gotland county
διακυβέρνηση @ governance
κυβέρνηση @ government
νομοσχέδιο @ government bill
κυβερνητική πολιτική @ government policy
κυβερνητικό πρόγραμμα @ government programme
δήλωση της κυβέρνησης @ government statement
κρατική βία @ government violence
εξόριστη κυβέρνηση @ government-in-exile
κυβερνήτης @ governor
σιτηρά @ grain
γραμματική @ grammar
εγγόνι @ grandchild
εγγονή @ granddaughter
παππούς @ grandfather
γιαγιά @ grandmother
παππούς @ grandpa
εγγονός @ grandson
σταφύλι @ grape
κλήμα @ grapevine
εικονογράφηση @ graphic illustration
γραφικό περιβάλλον διασύνδεσης @ graphical user interface
χορτόφυτη έκταση @ grassland
ευγνωμοσύνη @ gratitude
τάφος @ grave
χαλίκι @ gravel
νεκροταφείο @ graveyard
ζωμός @ gravy
μεγάλος @ great
Μεγάλη Βρετανία @ Great Britain
Μείζον Μαγκρέμπ @ Great Maghreb
πυραμίδα του Χέοπα @ Great Pyramid of Giza
παρδαλοτσικλιτάρα @ great spotted woodpecker
καλόγερος @ great tit
Μεγάλες Αντίλλες @ Greater Antilles
Στορκοπεγχάγη @ Greater Copenhagen
Μεγάλη Πολωνία @ Greater Poland province
προπάππος @ great-grandfather
προγιαγιά @ great-grandmother
Ελλάδα @ Greece
ελληνικά @ Greek
Έλληνας @ Greek
ελληνικός @ Greek
πράσινος @ green
πράσινο @ green
χώρος πρασίνου @ green area
πράσινο τσάι @ green tea
πρασινοτσικλιτάρα @ green woodpecker
θερμοκήπιο @ greenhouse
φαινόμενο θερμοκηπίου @ greenhouse effect
αέριο που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου @ greenhouse gas
Γροιλανδία @ Greenland
Γροιλανδός @ Greenlander
χαιρετώ @ greet
κοινωνικός @ gregarious
Γρενάδα @ Grenada
γκρίζος @ grey
γκρι @ grey
σταχτοτσικνιάς @ grey heron
εκδόσεις περιορισμένης κυκλοφορίας @ grey literature
χήνα @ greylag goose
γρύπας @ griffin
όρνιο @ griffon vulture
σχάρα @ grill
πλιγούρι @ groat
παντοπωλείο @ grocery
βουβώνας @ groin
Γκρόνινγκεν @ Groningen
ακαθάριστο εγχώριο προϊόν @ gross domestic product
ακαθάριστο εθνικό προϊόν @ gross national product
ακαθάριστο περιφερειακό προϊόν @ gross regional product
έδαφος @ ground
υπηρεσίες εδάφους @ ground handling
προσωπικό εδάφους @ ground staff
άλεσε μηδέν @ ground zero
αραχίδα @ groundnut
αραχιδέλαιο @ groundnut oil
υπόγεια ύδατα @ groundwater
ομάδα @ group
ομαδική καλλιέργεια @ group farming
ομάδα των 77 @ Group of 77
όμιλος εταιρειών @ group of companies
Ομάδα των πλέον αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών @ group of leading industrialised countries
Ομάδα των Δέκα @ Group of Ten
ομάδα των 24 @ Group of Twenty-Four
ομαδικό ταξίδι @ group travel
ομάδες εκμεταλλεύσεων @ grouping of farms
σύδεντρο @ grove
πόλος ανάπτυξης @ growth point
πριμοδότηση εκρίζωσης @ grubbing premium
Γουαδελούπη @ Guadeloupe
Γκουάμ @ Guam
εγγύηση @ guarantee
κατώφλι εγγύησης @ guarantee threshold
εγγυημένο εισόδημα @ guaranteed income
ελάχιστη εγγυημένη τιμή @ guaranteed minimum price
εγγυημένη τιμή @ guaranteed price
επιτροπεία @ guardianship
Γουατεμάλα @ Guatemala
γκουάβα @ guava
Γκέρνσεϋ @ Guernsey
υποθέσει @ guess
εικασία @ guess
οδηγός @ guide
τιμή προσανατολισμού @ guide price
κατευθυνόμενο βλήμα @ guided missile
ενοχή @ guilt
Γουινέα @ Guinea
φραγκόκοτα @ guinea fowl
πειραματόζωο @ guinea pig
Γουινέα-Μπισσάου @ Guinea-Bissau
κιθάρα @ guitar
κιθαρίστας @ guitarist
Γκουτζαρατικά @ Gujarati
κόλπος @ gulf
Συμβούλιο Συνεργασίας των Κρατών του Περσικού Κόλπου @ Gulf Cooperation Council
Φινλανδικός κόλπος @ Gulf of Finland
χώρες του Περσικού Κόλπου @ Gulf States
γλάρος @ gull
πιστόλι @ gun
κανόνι @ gun
τουφέκι @ gun
κανονιοφόρος @ gunboat
έντερα @ guts
Γουιάνα @ Guyana
γυμναστήριο @ gym
γυμνάσιο @ gymnasium
γυναικολογία @ gynaecology
γυναικολογία @ gynecology
αθίγγανος @ gypsy
τσιγγάνος @ gypsy
τσιγγάνος @ Gypsy
Αββακούμ @ Habakkuk
ψιλικά @ haberdashery
ενδιαίτημα @ habitat
αιμορραγία @ haemorrhage
άφνιο @ hafnium
Αγία Σοφία @ Hagia Sophia
χαχα @ haha
χαλάζι @ hail
χαίρε @ hail
μαλλιά @ hair
τρίχες @ hair
τρίχα @ hair
κούρεμα @ haircut
κόμμωση και αισθητική περιποίηση @ hairdressing and beauty care
κόμμωση @ hairstyle
Αϊτή @ Haiti
ετεροθαλής αδελφός @ half brother
περίοδος ημιζωής @ half-life
Halland @ Halland county
Χάλοουϊν @ Halloween
κύκλος φωτός @ halo
αλογόνο @ halogen
χαλβάς @ halva
Αμβούργο @ Hamburg
χάμπουργκερ @ hamburger
σφυρί @ hammer
κρικετόμυς @ hamster
χέρι @ hand
δείκτης @ hand
δίνω @ hand
χειρώνακτας @ hand
χεριά @ hand
εργαλεία οικιακής χρήσης @ hand tool
χειροσφαίριση @ handball
χούφτα @ handful
βιοτεχνία @ handicrafts
λαβή @ handle
μεταφορά και διακίνηση φορτίων @ handling
Ανόι @ Hanoi
συμβαίνω @ happen
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς @ happily ever after
ευτυχία @ happiness
ευχαριστημένος @ happy
ευτυχής @ happy
χρόνια πολλά @ happy birthday
καλό Πάσχα @ Happy Easter
καλή χρονιά @ Happy New Year
λιμάνι @ harbour
λιμενικές εγκαταστάσεις @ harbour installation
δύσκολος @ hard
σκληρό τυρί @ hard cheese
μη ήπιες μορφές ενέργειας @ hard energy
υλισμικό @ hardware
χαρέμι @ harem
βλαβερό φυτό @ harmful plant
νομοθετική πράξη εναρμόνισης @ harmonisation law
εναρμόνιση των τιμών @ harmonisation of prices
εναρμόνιση προτύπων @ harmonisation of standards
τυποποίηση οπλικών συστημάτων @ harmonisation of weapons
αρμονία @ harmony
άρπα @ harp
καμάκι @ harpoon
αρπίχορδο @ harpsichord
σκληρός @ harsh
συγκομιδή @ harvest
μηχανή συγκομιδής @ harvester
καπέλο @ hat
μίσος @ hate
μίσος @ hatred
υπεροπτικός @ haughty
Αβάνα @ Havana
Χάρτης της Αβάνας @ Havana Charter
έχω @ have
Χαβάη @ Hawaii
γεράκι @ hawk
χόρτο @ hay
επικίνδυνα απόβλητα @ hazardous waste
φουντουκιά @ hazel
φουντούκι @ hazel
φουντούκι @ hazelnut
αυτός @ he
κεφάλι @ head
κεφαλή @ head
επικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης @ head of agricultural holding
πρόεδρος της κυβέρνησης @ head of government
αρχηγός νοικοκυριού @ head of household
αρχηγός κράτους @ head of State
έδρα της εταιρείας @ head office
πονοκέφαλος @ headache
πρόσληψη μισθωτού ανταγωνιστικής επιχείρησης @ head-hunting
θεραπεύω @ heal
υγεία @ health
υγειονομική βοήθεια @ health aid
βιβλιάριο υγείας @ health card
υγειονομική μέριμνα @ health care
επαγγελματικός κλάδος του τομέα της υγείας @ health care profession
σύστημα υγείας @ health care system
πιστοποιητικό υγείας @ health certificate
υγειονομικός έλεγχος @ health control
κόστος της υγείας @ health costs
υγειονομική αγωγή @ health education
νοσήλειο @ health expenditure
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη @ health insurance
υγειονομική νομοθεσία @ health legislation
πολιτική για την υγεία @ health policy
κίνδυνος για την υγεία @ health risk
υγειονομική υπηρεσία @ health service
στατιστικές υγείας @ health statistics
υγιής @ healthy
υγιεινός @ healthy
σωρός @ heap
καρδιά @ heart
κούπα @ heart
έλεος @ heart
τζακί @ hearth
θερμότητα @ heat
αντλία θερμότητας @ heat pump
θέρμανση @ heating
πυρίμαχα υλικά @ heat-resisting materials
ουρανός @ heaven
παράδεισος @ heaven
βαρύς @ heavy
βαριά βιομηχανία @ heavy industry
βαρέα μέταλλα @ heavy metal
βαρέα κλάσματα πετρελαίου @ heavy oil
εβραϊκά @ Hebrew
εβραϊκός @ Hebrew
Εβραίος @ Hebrew
εβραϊκό δίκαιο @ Hebrew law
εκτάριο @ hectare
εκατο- @ hecto-
σκαντζόχοιρος @ hedgehog
φτέρνα @ heel
τακούνι @ heel
δαμαλίδα @ heifer
Ελένη @ Helen
ελικόπτερο @ helicopter
ήλιο @ helium
κόλαση @ hell
εμπρός @ hello
κράνος @ helmet
βοήθεια @ help
βοηθάω @ help
υποστήριξη προς το χρήστη @ help desk
αρωγή των θυμάτων @ help for victims
Ελσίνκι @ Helsinki
ημισφαίριο @ hemisphere
κάνναβις @ hemp
κάνναβη @ hemp
κότα @ hen
εφεξής @ henceforth
Ερρίκος @ Henry
της @ her
χορταρικό @ herb
βότανο @ herb
ζιζανιοκτόνο @ herbicide
(''domestic''):el @ herd
μετατροπή αγέλης @ herd conversion
εδώ @ here
ορίστε @ here you are
αιρετικός @ heretic
προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς @ heritage protection
Ερμής @ Hermes
ήρωας @ hero
Ηρόδοτος @ Herodotus
ηρωίνη @ heroin
ηρωίδα @ heroine
ερωδιός @ heron
ερπετολογία @ herpetology
ρέγγα @ herring
Ησίοδος @ Hesiod
Έσση @ Hessen
γεια @ hi
λανθάνουσα ανεργία @ hidden unemployment
γουνοποιία @ hides and furskins industry
ψηλός @ high
μαστουρωμένος @ high
σπερμοφυές δάσος @ high forest
Ύπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ @ High Representative for the CFSP
τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας @ high-definition television
ανώτατο δικαστήριο @ higher court
ανώτατη εκπαίδευση @ higher education
μεταφορές μεγάλης ταχύτητας @ high-speed transport
λεωφόρος @ highway
κώδικας οδικής κυκλοφορίας @ highway code
λόφος @ hill
ορεινή γεωργία @ hill farming
παρεμποδίζω @ hinder
πισινός @ hinder
χίντι @ Hindi
ινδουιστής @ Hindu
ινδουιστικό δίκαιο @ Hindu law
ινδουισμός @ Hinduism
μεντεσές @ hinge
κόμμα μπαλαντέρ @ hinge party
μεταφορές στην ενδοχώρα @ hinterland transport
ισχίο @ hip
Ιπποκράτης @ Hippocrates
ιπποπόταμος @ hippopotamus
αγορά με δόσεις @ hire purchase
ενοικίαση @ hiring
του @ his
δικός του @ his
ιστολογία @ histology
ιστορικός χώρος @ historic site
ιστορικός @ historical
ιστορικό @ historical account
ιστορική γεωγραφία @ historical geography
ιστορία @ history
ιστορικό @ history
ιστορία της Ευρώπης @ history of Europe
ιστορία του δικαίου @ history of law
Αδόλφος Χίτλερ @ Hitler
χόμπυ @ hobby
χόκεϋ @ hockey
σκαπάνη @ hoe
ανυψωτικό μηχάνημα @ hoisting equipment
χόλντινγκ @ holding company
διπλή απασχόληση @ holding of two jobs
διακοπές @ holiday
Ολλανδία @ Holland
όλμιο @ holmium
Ολοκαύτωμα @ Holocaust
ιερό @ holy
Swietokrzyskie @ Holy Cross province
το Άγιο Δισκοπότηρο @ Holy Grail
σπίτι @ home
πατρίδα @ home
πατρικό @ home
κατοικία @ home
κατ' οίκον νοσηλεία @ home care
οικιακές εφαρμογές της πληροφορικής @ home computing
εκπαίδευση κατ' οίκον @ home education
κατ' οίκον βοήθεια @ home help
εργασία κατ' οίκον @ home working
άστεγος @ homelessness
ομοιοπαθητικό προϊόν @ homeopathic product
ομοιοπαθητική @ homeopathy
νοσταλγία @ homesickness
ανθρωποκτονία @ homicide
ομοιογενής @ homogeneous
ομογενοποιημένο γάλα @ homogenised milk
ομόφωνος @ homophone
ομοφυλόφιλος @ homosexual
, @ homosexual
ομοφυλοφιλία @ homosexuality
Ονδούρα @ Honduras
τίμιος @ honest
εντιμότητα @ honesty
μέλι @ honey
γλύκα @ honey
μελικηρίς @ honeycomb
μήνας του μέλιτος @ honeymoon
Χονγκ Κονγκ @ Hong Kong
τιμητική διάκριση @ honour
Χονσού @ Honshu
άγκιστρο @ hook
αγκίστρι @ hook
χουλιγκανισμός @ hooliganism
τσαλαπετεινός @ hoopoe
λυκίσκος @ hop
ελπίδα @ hope
λυκίσκος @ hops
ορδή @ horde
οριζόντια σύμπραξη @ horizontal agreement
ορμόνες @ hormone
ορμόνη @ hormone
, @ horn
κόρνα @ horn
κέρας @ horn
κερατίνη @ horn
Κέρας της Αφρικής @ Horn of Africa
βόμβος @ hornet
καυλωμένος @ horny
ίππος @ horse
αλογόμυγα @ horsefly
κρέας αλόγου @ horsemeat
αρμορακία @ horseradish
πέταλο @ horseshoe
κηποκομία @ horticulture
νοσοκομείο @ hospital
έξοδα εισαγωγής σε νοσοκομείο @ hospital expenses
νοσοκομειακά απόβλητα @ hospital waste
νοσηλεία @ hospitalisation
ζεστός @ hot
κάνει ζέστη @ hot
αερόστατο @ hot-air balloon
ξενοδοχείο @ hotel
ξενοδοχειακός τομέας @ hotel industry
ξενοδοχειακά επαγγέλματα @ hotel profession
κυνηγόσκυλο @ hound
ώρα @ hour
ωρομίσθιο @ hourly wage
σπίτι @ house
σύλληψη σπιτιών @ house arrest
νοικοκυριό @ household
οικιακά είδη @ household article
οικογενειακός προϋπολογισμός @ household budget
κατανάλωση των νοικοκυριών @ household consumption
οικιακή ηλεκτρική συσκευή @ household electrical appliance
εισόδημα των νοικοκυριών @ household income
οικιακή οικονομία @ housekeeping economy
οικοκυρά @ housewife
νοικοκυρά @ housewife
στέγη @ housing
χορήγηση κατοικίας @ housing allocation
στεγαστικός συνεταιρισμός @ housing cooperative
βελτίωση της κατοικίας @ housing improvements
στεγαστικό δίκαιο @ housing law
στεγαστικές ανάγκες @ housing need
στεγαστική πολιτική @ housing policy
πόσο @ how
πολύ @ how
τι κάνετε; @ how are you
χαίρω πολύ @ how do you do
Πόσο κάνει; @ how much is it
Hradec Králové @ Hradec Králové
απόχρωση @ hue
τεράστιος @ huge
, @ human
άνθρωπος @ human being
ανθρωπογεωγραφία @ human geography
ανθρώπινη διατροφή @ human nutrition
ανθρώπινες σχέσεις @ human relations
δικαιώματα του ανθρώπου @ human rights
κίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου @ human rights movement
εξανθρωπισμός της εργασίας @ humanisation of work
ανθρωπιστική βοήθεια @ humanitarian aid
υγρή ζώνη @ humid zone
ταπεινότητα @ humility
κολιμπρί @ hummingbird
θεόρατος @ humongous
καμπούρα @ hump
εκατό @ hundred
ουγγρικά @ Hungarian
Ούγγρος @ Hungarian
ουγγρικός @ Hungarian
Ουγγαρία @ Hungary
πείνα @ hunger
πεινώ @ hunger
απεργία πείνας @ hunger strike
πεινασμένος @ hungry
κυνηγώ @ hunt
κυνήγι @ hunt
κυνήγι @ hunting
διατάξεις περί θήρας @ hunting regulations
ανεμοστρόβιλος @ hurricane
σύζυγος @ husband
ουσάρος @ hussar
ένυδρο άλας @ hydrate
υδροδυναμική ενέργεια @ hydraulic energy
υδραυλικό μηχάνημα @ hydraulic machinery
υδραυλικά έργα @ hydraulic works
υδρογονάνθρακες @ hydrocarbon
υδροηλεκτρικά έργα @ hydroelectric development
υδροηλεκτρική ενέργεια @ hydroelectric power
υδρογόνο @ hydrogen
παραγωγή υδρογόνου @ hydrogen production
υδρογεωλογία @ hydrogeology
υδρολογία @ hydrology
υδροπονία @ hydroponics
ύαινα @ hyena
παρθενικός υμένας @ hymen
υπερβολή @ hyperbola
υπερμέσα @ hypermedia
υπέρταση @ hypertension
υπερκείμενο @ hypertext
παύλα @ hyphen
Ύπνος @ Hypnos
υποκρισία @ hypocrisy
υποκριτής @ hypocrite
υπώνυμο @ hyponym
υπόταση @ hypotension
υποτείνουσα @ hypotenuse
υποθυρεοειδισμός @ hypothyroidism
εγώ @ I
δεν ξέρω @ I don't know
δεν καταλαβαίνω @ I don't understand
Σ' αγαπώ @ I love you
έτσι νομίζω @ I think so
σκέπτομαι, άρα υπάρχω @ I think therefore I am
δηλαδή @ i.e.
IAEA @ IAEA
AISS @ IASS
IATA @ IATA
ΙΒΕ @ IBE
ίβηξ @ ibex
ICAO @ ICAO
πάγος @ ice
παγωτό @ ice cream
παγωτό χωνάκι @ ice cream
παγόβουνο @ iceberg
παγοθραυστικό @ icebreaker
παγοθραύστης @ icebreaker
Ισλανδία @ Iceland
Ισλανδός @ Icelander
CISL @ ICFTU
ιχθυολογία @ ichthyology
εικόνα @ icon
εικονίδιο @ icon
είδωλο @ icon
Ερυθρός Σταυρός @ ICRC
BID @ IDB
ιδέα @ idea
ιδεώδες @ ideal
ιδανικός @ ideal
ταυτότητα @ identity document
κλοπή ταυτότητας @ identity theft
ιδίωμα @ idiom
ιδιωματικός @ idiomatic
(1) ηλίθιος @ idiot
άνεργος @ idle
είδωλο @ idol
αν και μόνο αν @ if and only if
IFAD @ IFAD
FIAB @ IFLA
Ιγνάτιος @ Ignatius
IIEP @ IIEP
Ιλ-ντε-Φράνς @ Ile-de-France
άρρωστος @ ill
παράνομος @ illegal
παράνομη άμβλωση @ illegal abortion
αυθαίρετο κτίσμα @ illegal building
παράνομη μετανάστευση @ illegal migration
παράνομη κατακράτηση προσώπων @ illegal restraint
παράνομη διακίνηση @ illicit trade
αναλφαβητισμός @ illiteracy
αγράμματος @ illiterate
ασθένεια @ illness
παραίσθηση @ illusion
ILO @ ILO
καλά, ευχαριστώ @ I'm fine, thank you
εικόνα-κύρος @ image
εικόνα @ image
φανταστικός αριθμός @ imaginary number
φαντασία @ imagination
ΔΝΤ @ IMF
άμεσος @ immediate
αμέσως @ immediately
μετανάστης @ immigrant
είσοδος μεταναστών @ immigration
αθάνατος @ immortal
αθανασία @ immortality
ανοσολογία @ immunology
ΙΜΟ @ IMO
ΟΜΠ @ IMP
διαφημιστική απήχηση @ impact of advertising
αντίκτυπος της πληροφορικής @ impact of information technology
μελέτη επιπτώσεων @ impact study
προστακτική @ imperative
παρατατικός @ imperfective aspect
ιμπεριαλισμός @ imperialism
εκτέλεση του προϋπολογισμού @ implementation of the budget
κανονισμός εφαρμογής @ implementing Regulation
υπονοώ @ imply
εισαγωγές @ import
εισαγωγικές πιστώσεις @ import credit
εισφορά κατά την εισαγωγή @ import levy
άδεια εισαγωγής @ import licence
μονοπώλιο εισαγωγών @ import monopoly
πολιτική εισαγωγών @ import policy
τιμή εισαγωγής @ import price
επιστροφή κατά την εισαγωγή @ import refund
περιορισμοί στις εισαγωγές @ import restriction
αντικατάσταση των εισαγωγών @ import substitution
εισαγωγικός φόρος @ import tax
επιβαλλόμενη τιμή @ imposed price
φυλακίζω @ imprison
φυλάκιση @ imprisonment
καλυτερέυω @ improve
βελτιώνομαι @ improve
ακαταδίωκτο @ impunity
προσωπικά @ in person
προσωπικά @ in the flesh
ανικανότητα προς εργασία @ incapacity for work
φυλακίσει @ incarcerate
INCB @ INCB
εμπρηστικό όπλο @ incendiary weapon
λιβάνι @ incense
ίντσα @ inch
συμπεριλαμβάνω @ include
εγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό @ inclusion in the budget
οργανωμένο ταξίδι @ inclusive tour
εισόδημα @ income
εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες @ income in addition to normal pay
σταθεροποίηση των εισοδημάτων @ income stabilisation
εισοδηματική πολιτική @ incomes policy
το ασυμβίβαστο @ incompatibility
σύσταση εταιρείας @ incorporation
Διεθνείς Εμπορικοί Όροι @ incoterms
αύξηση της παραγωγής @ increase in production
αρχέτυπο @ incunabula
χρέος @ indebtedness
ακούραστος @ indefatigable
αόριστο άρθρο @ indefinite article
αποκατάσταση της ζημίας @ indemnification
ασφάλιση ζημιών @ indemnity insurance
ανεξαρτησία @ independence
αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες @ independence of the disabled
ανεξαρτησία της δικαιοσύνης @ independence of the judiciary
ανεξάρτητος @ independent
ανεξάρτητο εμπόριο @ independent retailer
κατάλογος @ index
δείκτης @ index
Ινδία @ India
ινδικός @ Indian
Ινδός @ Indian
Ινδιάνος @ Indian
ινδιάνικος @ Indian
Ινδικός Ωκεανός @ Indian Ocean
αυτόχθονος πληθυσμός @ indigenous population
έμμεση εκλογή @ indirect election
έμμεσος φόρος @ indirect tax
ίνδιο @ indium
Ινδονησία @ Indonesia
Ινδονήσιος @ Indonesian
ενσταυλισμός @ indoor livestock farming
Πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού @ Indus Valley Civilization
βιομηχανικά κτίρια @ industrial building
βιομηχανικό κεφάλαιο @ industrial capital
βιομηχανική χημεία @ industrial chemistry
βιομηχανική συγκέντρωση @ industrial concentration
βιομηχανική μετατροπή @ industrial conversion
βιομηχανική συνεργασία @ industrial cooperation
απομίμηση @ industrial counterfeiting
βιομηχανική πίστη @ industrial credit
βιομηχανικές εφαρμογές της πληροφορικής @ industrial data processing
βιομηχανική ανάπτυξη @ industrial development
βιομηχανική οικονομία @ industrial economy
βιομηχανικό ηλεκτρικό μηχάνημα @ industrial electric machinery
βιομηχανική επιχείρηση @ industrial enterprise
βιομηχανικός εξοπλισμός @ industrial equipment
βιομηχανική κατασκοπεία @ industrial espionage
βιομηχανικό λίπος @ industrial fat
χρηματοδότηση της βιομηχανίας @ industrial financing
βιομηχανική αλιεία @ industrial fishing
βιομηχανικός κίνδυνος @ industrial hazard
βιομηχανική υποδομή @ industrial infrastructure
βιομηχανική ολοκλήρωση @ industrial integration
βιομηχανική επένδυση @ industrial investment
βιομηχανική κατασκευή @ industrial manufacturing
βιομηχανικός σχεδιασμός @ industrial planning
βιομηχανικό φυτό @ industrial plant
βιομηχανικά γήπεδα @ industrial plot
βιομηχανική πολιτική @ industrial policy
βιομηχανική ρύπανση @ industrial pollution
βιομηχανική τιμή @ industrial price
βιομηχανικό προϊόν @ industrial product
βιομηχανική παραγωγή @ industrial production
βιομηχανικό πρόγραμμα @ industrial project
βιομηχανική ιδιοκτησία @ industrial property
βιομηχανική περιοχή @ industrial region
αναδιοργάνωση της βιομηχανίας @ industrial reorganisation
βιομηχανική έρευνα @ industrial research
αναδιάρθρωση της βιομηχανίας @ industrial restructuring
βιομηχανική επανάσταση @ industrial revolution
βιομηχανικά ρομπότ @ industrial robot
βιομηχανικό απόρρητο @ industrial secret
κοινωνιολογία της εργασίας @ industrial sociology
βιομηχανικές στατιστικές @ industrial statistics
δομή της βιομηχανίας @ industrial structures
βιομηχανικά απόβλητα @ industrial waste
βιομηχανική ελεύθερη ζώνη @ industrial-free zone
εκβιομηχάνιση @ industrialisation
βιομηχανικές χώρες @ industrialised country
βιομηχανία @ industry
σχέσεις επιστήμης-βιομηχανίας @ industry-research relations
αδράνεια @ inertia
ανέξοδος @ inexpensive
ανηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο @ infancy
βρέφος @ infant
βρεφική θνησιμότητα @ infant mortality
λοίμωξη @ infection
κατώτερος @ inferior
στειρότητα @ infertility
εύφλεκτο προϊόν @ inflammable product
πληθωρισμός @ inflation
φούσκωμα @ inflation
πληροφόρηση @ information
πληροφορία @ information
ανάλυση πληροφοριών @ information analysis
γραφείο πληροφοριών @ information centre
λεωφόροι των πληροφοριών @ information highway
βιομηχανία των πληροφοριών @ information industry
μέσο καταγραφής πληροφοριών @ information medium
δίκτυο πληροφόρησης @ information network
πολιτική της πληροφόρησης @ information policy
επεξεργασία πληροφοριών @ information processing
επαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης @ information profession
επιστήμη των πληροφοριών @ information science
σύστημα τεκμηρίωσης @ information service
κοινωνία των πληροφοριών @ information society
αποθήκευση δεδομένων @ information storage
πληροφορική της τεκμηρίωσης @ information storage and retrieval
σύστημα πληροφόρησης @ information system
τεχνολογία των πληροφοριών @ information technology
τεχνολογία της πληροφορίας @ information technology
εφαρμογή της πληροφορικής @ information technology applications
βιομηχανία πληροφορικής @ information technology industry
επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της πληροφορικής @ information technology profession
χρήστης της πληροφορικής @ information technology user
ανταλλαγή πληροφοριών @ information transfer
χρήστης της πληροφορίας @ information user
υπέρυθρος @ infrared
παράβαση του κοινοτικού δικαίου @ infringement of Community law
πλίνθωμα @ ingot
εισπνέω @ inhale
κληρονομήσει @ inherit
κληρονομιά @ inheritance
δικαστική εντολή @ injunction
ζημία @ injury
μελάνι @ ink
εσωτερικές μεταφορές @ inland transport
εσωτερικά ύδατα @ inland waters
εσωτερική υδάτινη οδός @ inland waterway
ποτάμιος στόλος @ inland waterway fleet
ποταμοπλοΐα @ inland waterway shipping
μεταφορά μέσω πλωτής οδού @ inland waterway transport
πανδοχείο @ inn
αβλαβής @ innocuous
καινοτομία @ innovation
ανόργανο οξύ @ inorganic acid
ανόργανο χημικό προϊόν @ inorganic chemical product
ανάλυση εισροών-εκροών @ input-output analysis
παραφροσύνη @ insanity
έντομο @ insect
εντομοκτόνο @ insecticide
κατάρτιση των εργαζομένων κατά την εργασία @ in-service training
παράκτια αλιεία @ inshore fishing
παράκτιος βυθός @ inshore grounds
αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών @ insider trading
ασήμαντος @ insignificant
αϋπνία @ insomnia
αποζημίωση εγκατάστασης γεωργών @ installation allowance
στιγμή @ instant
στιγμιαίο προϊόν @ instant product
ένστικτο @ instinct
οργανισμός κοινής ωφελείας @ institution of public utility
θεσμικά θέματα @ institutional activity
θεσμική συμφωνία @ institutional agreement
συνεργασία των οργάνων @ institutional cooperation
θεσμική μεταρρύθμιση @ institutional reform
θεσμική δομή @ institutional structure
όργανο @ instrument
εργαλείο @ instrument
πειραματική φωνητική @ instrumental
μονωτικό @ insulator
ινσουλίνη @ insulin
προσβάλλω @ insult
ασφάλιση @ insurance
δυστύχημα @ insurance claim
ασφαλιστική εταιρεία @ insurance company
ασφαλιστήριο συμβόλαιο @ insurance contract
ασφαλιστική αποζημίωση @ insurance indemnity
ασφαλιστικό δίκαιο @ insurance law
ασφαλιστικός κλάδος @ insurance occupation
ασφάλιστρο @ insurance premium
κάλυψη κινδύνου @ insured risk
αντάρτης @ insurgent
εξέγερση @ insurrection
INTAL @ INTAL
ακέραιος αριθμός @ integer
ολοκληρωμένη ανάπτυξη @ integrated development
ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης @ integrated development programme
ολοκληρωμένο εμπόριο @ integrated trade
ολοκλήρωση @ integration
επαγγελματική ένταξη @ integration into employment
κοινωνική ένταξη των μεταναστών @ integration of migrants
ενσωμάτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες @ integration of the disabled
διανοούμενος @ intellectual
διανοητικό κεφάλαιο @ intellectual capital
πνευματική ιδιοκτησία @ intellectual property
νοημοσύνη @ intelligence
πληροφορία @ intelligence
υπηρεσία πληροφοριών @ intelligence
ευφυΐα @ intelligence
ευφυές σύστημα μεταφορών @ intelligent transport system
εντατική γεωργία @ intensive farming
εντατική κτηνοτροφία @ intensive livestock farming
πρόθεση @ intention
αμφίδρομο δίκτυο @ interactive network
videotex @ interactive videotex
διαδραστικότητα @ interactivity
Παναμερικανικό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων @ Inter-American Court of Human Rights
διεπιχειρησιακή συμφωνία @ inter-company agreement
διεπιχειρησιακή συνεργασία @ inter-company cooperation
διηπειρωτικός πύραυλος @ intercontinental missile
διηπειρωτικές μεταφορές @ intercontinental transport
τόκος @ interest
ομάδα συμφερόντων @ interest group
έννομο συμφέρον @ interest in bringing an action
επιδότηση επιτοκίου @ interest rate subsidy
ενδιαφέρων @ interesting
διεπαφή @ interface
παρεμποδίζω @ interfere
επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας @ interference
διακυβερνητικός οργανισμός @ intergovernmental organisation
διαβιομηχανικές σχέσεις @ inter-industrial relations
διοργανική συμφωνία @ interinstitutional agreement
διοργανικές σχέσεις @ interinstitutional relations
βιομηχανική κατανάλωση @ intermediate consumption
παραγωγικό αγαθό @ intermediate goods
ενδιάμεσες τεχνολογίες @ intermediate technology
ενδοκοινοτικά σύνορα @ internal Community frontier
εσωτερικό δίκαιο των θρησκειών @ internal law of religions
εσωτερική μετανάστευση @ internal migration
διεθνής @ international
διεθνής υιοθεσία @ international adoption
διεθνής πολιτική @ international affairs
διεθνής συμφωνία @ international agreement
διεθνής βοήθεια @ international aid
διεθνής διαιτησία @ international arbitration
διεθνής σύμπραξη @ international cartel
διεθνής Χάρτης @ international charter
υπάλληλος διεθνούς οργανισμού @ international civil servant
διεθνής δημόσια διοίκηση @ international civil service
διεθνής εμπορική διαιτησία @ international commercial arbitration
διεθνής ανταγωνισμός @ international competition
διεθνής διάσκεψη @ international conference
διεθνής διένεξη @ international conflict
διεθνής σύμβαση @ international convention
διεθνής συνεργασία @ international cooperation
διεθνές δικαστήριο @ international court
Διεθνές Δικαστήριο (ΟΗΕ) @ International Court of Justice
διεθνής πίστη @ international credit
Διεθνές ποινικό δικαστήριο @ International Criminal Court
διεθνές ποινικό δίκαιο @ international criminal law
Ειδικό διεθνές ποινικό δικαστήριο @ International Criminal Tribunal
διεθνές νόμισμα @ international currency
διεθνής διαφορά @ international dispute
διεθνής καταμερισμός της εργασίας @ international division of labour
διεθνές οικονομικό δίκαιο @ international economic law
Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας @ International Energy Agency
διεθνή δημοσιονομικά @ international finance
διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο @ international human rights law
διεθνή έγγραφα @ international instrument
διεθνής επένδυση @ international investment
διεθνή ζητήματα @ international issue
Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας @ International Labour Conference
διεθνές εργατικό δίκαιο @ international labour law
ΒΙΤ @ International Labour Office
διεθνές δίκαιο @ international law
διεθνές δίκαιο-εσωτερικό δίκαιο @ international law - national law
διεθνής ρευστότητα @ international liquidity
διεθνές δάνειο @ international loan
διεθνής αγορά @ international market
διεθνής σύνοδος @ international meeting
συγχώνευση σε διεθνές επίπεδο @ international merger
διεθνές νομισματικό σύστημα @ international monetary system
διεθνείς διαπραγματεύσεις @ international negotiations
διεθνείς οργανισμοί @ international organisation
διεθνείς πληρωμές @ international payment
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο @ International Phonetic Alphabet
διεθνείς σχέσεις @ international relations
διεθνής ευθύνη @ international responsibility
διεθνείς οδικές μεταφορές @ international road transport
διεθνείς κυρώσεις @ international sanctions
διεθνές σχολείο @ international school
διεθνής ασφάλεια @ international security
διεθνές πρότυπο @ international standard
διεθνείς στατιστικές @ international statistics
τιμολόγιο διεθνών μεταφορών @ international tariff
διεθνές φορολογικό δίκαιο @ international tax law
διεθνές εμπόριο @ international trade
διεθνές εμπορικό δίκαιο @ international trade law
διεθνείς μεταφορές @ international transport
διεθνείς εθελοντές @ international voluntary worker
διεθνή ύδατα @ international waters
διεθνής υδάτινη οδός @ international waterway
Internet @ Internet
Διαδίκτυο @ Internet
διαδίκτυο @ internet
παροχέας πρόσβασης @ Internet access provider
διεύθυνση στο Διαδίκτυο @ Internet address
ιστότοπος @ Internet site
διακοινοβουλευτική συνεργασία @ inter-parliamentary cooperation
διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία @ interparliamentary delegation
διακοινοβουλευτικές σχέσεις @ interparliamentary relations
διακοινοβουλευτική ένωση @ Interparliamentary Union
Ιντερπόλ @ Interpol
ερμηνεία του δικαίου @ interpretation of the law
διερμηνέας @ interpreter
διερμηνεία @ interpreting
διεπαγγελματική συμφωνία @ interprofessional agreement
διακόπτω @ interrupt
τομή @ intersection
διασταύρωση @ intersection
διαστική διακίνηση @ interurban migration
Εμβέλεια @ interval
οργανισμός παρέμβασης @ intervention agency
αγορά παρέμβασης @ intervention buying
παρεμβατική πολιτική @ intervention policy
τιμή παρέμβασης @ intervention price
απόθεμα παρέμβασης @ intervention stock
συνέντευξη @ interview
έντερο @ intestine
στενή σχέση @ intimacy
ενδοκοινοτικές πληρωμές @ intra-Community payment
ενδοκοινοτικές σχέσεις @ intra-Community relations
ενδοκοινοτικές συναλλαγές @ intra-Community trade
ενδοκοινοτικές μεταφορές @ intra-Community transport
δίκτυο intranet @ intranet
ενδοαστική διακίνηση @ intraurban commuting
άκυρη ψήφος @ invalid ballot paper
ακυρότητα εκλογής @ invalidity of an election
εφεύρεση @ invention
επένδυση @ investment
επένδυση στο εξωτερικό @ investment abroad
ενισχύσεις για επενδύσεις @ investment aid
τράπεζα επενδύσεων @ investment bank
εταιρεία επενδύσεων @ investment company
επενδυτικό κόστος @ investment cost
εισόδημα επένδυσης @ investment income
επενδυτικές πιστώσεις @ investment loan
επενδυτική πολιτική @ investment policy
επενδυτικό σχέδιο @ investment project
προώθηση των επενδύσεων @ investment promotion
εγγύηση των επενδύσεων @ investment protection
τοποθέτηση κεφαλαίων @ investment transaction
επενδυτής @ investor
ισοζύγιο αδήλων @ invisible trade balance
πρόσκληση υποβολής προσφορών @ invitation to tender
τιμολόγηση @ invoicing
ενεργητική τελειοποίηση @ inward processing
ιώδιο @ iodine
OIE @ IOE
ΔΟΜ @ IOM
ιόν @ ion
Νήσοι Ιονίου Πελάγους @ Ionian Islands
Ιόνιο Πέλαγος @ Ionian Sea
ιοντίζουσα ακτινοβολία @ ionising radiation
ΔΦΑ @ IPA
Ιράν @ Iran
Ιρανός @ Iranian
ιρανικός @ Iranian
Ιράκ @ Iraq
Ιρακινός @ Iraqi
ευέξαπτος @ irascible
Ιρλανδία @ Ireland
Ειρήνη @ Irene
Ιριάν Τζάγια @ Irian Jaya
ιρίδιο @ iridium
ίρις @ iris
ιρλανδικά @ Irish
Ιρλανδική Θάλασσα @ Irish Sea
σίδηρος @ iron
σίδερο σιδερώματος @ iron
σιδερώνω @ iron
σιδηρούς @ iron
Εποχή του Σιδήρου @ Iron Age
χαλυβουργία @ iron and steel industry
προϊόντα χαλυβουργίας @ iron and steel product
μηχανήματα χαλυβουργίας @ iron and steel-working machinery
σιδηρά πυγμή @ iron fist
σιδηρομετάλλευμα @ iron ore
σφυρήλατα αντικείμενα @ iron product
μεταλλικά είδη οικιακής χρήσεως @ ironmongery
ειρωνεία @ irony
ακτινοβολημένο καύσιμο @ irradiated fuel
ακτινοβολημένο προϊόν @ irradiated product
ακτινοβόληση @ irradiation
άρρητος @ irrational
άρρητος αριθμός @ irrational number
αρδευτική καλλιέργεια @ irrigated agriculture
άρδευση @ irrigation
είναι @ is
Ησαΐας @ Isaiah
ισλαμισμός @ Islam
Ισλάμ @ Islam
ισλαμικός @ Islamic
ισλαμικό δίκαιο @ Islamic law
ισλαμικό κράτος @ Islamic State
νήσος @ island
νησί @ island
νησιωτική περιοχή @ island region
Νήσος του Μαν @ Isle of Man
ISO @ ISO
ισογλυκόζη @ isoglucose
απομονωτισμός @ isolationism
ISPA @ ISPA
Ισραήλ @ Israel
Ισραηλινός @ Israeli
ισραηλινός @ Israeli
έκδοση αξιών @ issue of securities
έκδοση χρήματος @ issuing of currency
Κωνσταντινούπολις @ Istanbul
το @ it
ιταλικά @ Italian
Ιταλός @ Italian
ιταλικός @ Italian
Ιταλία @ Italy
ICC @ ITC
πλανόδιο εμπόριο @ itinerant trade
είναι κινέζικα για μένα @ it's all Greek to me
ITU @ ITU
Ακτή Ελεφαντοστού @ Ivory Coast
Ιξίονας @ Ixion
κάργια @ jackdaw
σακάκι @ jacket
Τζάκσον @ Jackson
Ιακώβ @ Jacob
νεφρίτης @ jade
Τζακάρτα @ Jakarta
μαρμελάδα @ jam
Ιαμαϊκή @ Jamaica
Τζαμάικα @ Jamaica
Jämtland @ Jämtland county
Ιωάννα @ Jane
Γενίτσαροι @ janissary
Ιανουάριος @ January
Ιανός @ Janus
Ιαπωνία @ Japan
ιαπωνικά @ Japanese
Ιάπωνας @ Japanese
ιαπωνικός @ Japanese
ίκτερος @ jaundice
Ιάβα @ Java
σαγόνι @ jaw
κίσσα @ jay
τζαζ @ jazz
Ιεχωβά @ Jehovah
Μάρτυρες του Ιεχωβά @ Jehovah's Witnesses
τσούχτρα @ jellyfish
Ιερεμίας @ Jeremiah
Ιεροσόλυμα @ Jerusalem
Ιησούς @ Jesus
Ιησούς Χριστός @ Jesus Christ
λιμενοβραχίονας @ jetty
εβραίος @ Jew
Εβραίος @ Jew
πετράδι @ jewel
κόσμημα @ jewel
κοσμήματα @ jewellery
χρυσοχοΐα-αργυροχοΐα @ jewellery and goldsmith's articles
εβραϊκός @ Jewish
Ιεζάβελ @ Jezebel
ΔΕΥ @ JHA
Ιωακείμ @ Joachim
εργασία @ job
πρόσβαση στην αγορά εργασίας @ job access
ζήτηση εργασίας @ job application
δημιουργία θέσεων απασχόλησης @ job creation
κατάργηση θέσεων απασχόλησης @ job cuts
περιγραφή καθηκόντων εργασίας @ job description
επαγγελματική κινητικότητα @ job mobility
διατήρηση της απασχόλησης @ job preservation
ικανοποίηση από την εργασία @ job satisfaction
ασφάλεια της απασχόλησης @ job security
επιμερισμός θέσης εργασίας @ job sharing
προσφορά εργασίας @ job vacancy
σπασουάρ @ jockstrap
Ιωάννης @ John
ξυλουργία @ joinery
κλείδωση @ joint
τσιγαριλίκι @ joint
κοινή δράση @ joint action
ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης @ joint authority
ισομερής επιτροπή ΕΚ @ joint committee on EC matters
μεικτή αρμοδιότητα @ joint competence
JET @ Joint European Torus
συνιδιοκτησία @ joint ownership
κοινή θέση @ joint position
Κοινό Κέντρο Ερευνών @ Joint Research Centre
κοινή θυγατρική εταιρεία @ joint subsidiary
κοινή επιχείρηση @ joint venture
μπαλαντέρ @ joker
Ιορδανία @ Jordan
Ιώσηπος @ Joseph
δημοσιογραφία @ journalism
δημοσιογράφος @ journalist
ταξίδι @ journey
χαρά @ joy
πηδάλιο @ joystick
Jönköping @ Jönköping county
ιουδαϊσμός @ Judaism
δικαστής @ judge
κριτής @ judge
απόφαση του Δικαστηρίου ΕΚ @ judgment of the EC Court
δικαστική συνεργασία @ judicial cooperation
διεξαγωγή αποδείξεων @ judicial inquiry
ανάκριση @ judicial investigation
δικαστική εξουσία @ judicial power
διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων @ judicial proceedings
μεταρρύθμιση οργανισμού των δικαστηρίων @ judicial reform
δικαστικός έλεγχος @ judicial review
χωρισμός με δικαστική απόφαση @ judicial separation
χυμός @ juice
Ιούλιος @ July
Ιούνιος @ June
γιουνίπερος @ juniper
έτοιμο @ junk food
τοξικομανής @ junkie
αρμοδιότητα των δικαστηρίων @ jurisdiction
αρμοδιότητα καθ' ύλην @ jurisdiction ratione materiae
ένορκος @ juror
μόνο @ just
μόλις @ just
δίκαιος @ just
Ιουστίνος @ Justin
ιούτα @ jute
δικαστήριο ανηλίκων @ juvenile court
εγκληματική συμπεριφορά των νέων @ juvenile delinquency
Καμπούλ @ Kabul
λαχανίδα @ kale
Kalmar @ Kalmar county
καγκουelρό @ kangaroo
καπόκ @ kapok
Karlovy Vary @ Karlovy Vary
Κατμαντού @ Kathmandu
Kaunas @ Kaunas
Κοζάκος @ Kazakh
κοζάκικα @ Kazakh
κοζάκικος @ Kazakh
Καζακστάν @ Kazakhstan
Καζαχστάν @ Kazakhstan
Καζάν @ Kazan
Γύρος Κέννεντυ @ Kennedy Round
Κένυα @ Kenya
κιρκινέζι @ kestrel
βραχοκιρκίνεζο @ kestrel
κέτσαπ @ ketchup
χύτρα @ kettle
τσαγερό @ kettle
κλειδί @ key
πλήκτρο @ key
καίριος @ key
πληκτρολόγιο @ keyboard
κλαβιέ @ keyboard
Χαρτούμ @ Khartoum
χμερ @ Khmer
Χρουστσόφ @ Khrushchev
κατσικάκι @ kid
νεφρό @ kidney
νεφρική νόσος @ kidney disease
Κίεβο @ Kiev
φόνος @ kill
με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια @ kill two birds with one stone
χιλιόγραμμο @ kilogram
χιλιόμετρο @ kilometer
χιλιόμετρο @ kilometre
κιμονό @ kimono
συγγενής @ kin
βασιλιάς @ king
ρήγας @ king
βασίλειο @ kingdom
συγγένεια @ kinship
κιόσκι @ kiosk
Κιριμπάτι @ Kiribati
φιλώ @ kiss
μαγειρείο @ kitchen
περιβόλι @ kitchen garden
χαρταετός @ kite
Klaipėda @ Klaipėda
γλώσσα @ Klingon
ζυμώνω @ knead
γόνατο @ knee
γονατίσει @ kneel
μαχαίρι @ knife
λεπίδα @ knife
μαχαιρώνω @ knife
ιππότης @ knight
πλεκτοβιομηχανία @ knitted and crocheted goods
Κνωσός @ Knossos
κόμπος @ knot
κόμβος @ knot
δένω κόμπο @ knot
ρόζος @ knot
όζος @ knot
ξέρω @ know
γνωρίζω @ know
τεχνογνωσία @ know-how
οικονομία της γνώσης @ knowledge economy
η γνώση είναι δύναμη @ knowledge is power
διαχείριση των γνώσεων @ knowledge management
κορεατικά @ Korean
κορεατικός @ Korean
Κορεάτης @ Korean
Koroška @ Koroška
Περιοχή της Košice @ Košice region
Κοσσυφοπέδιο @ Kosovo
Καινιξβέργη @ Königsberg
Kronoberg @ Kronoberg county
κρυπτό @ krypton
Κου Κλουξ Κλαν @ Ku Klux Klan
Κουάλα Λουμπούρ @ Kuala Lumpur
κουμ κουάτ @ kumquat
κουρδικά @ Kurdish
κουρδικός @ Kurdish
Κουρδιστάν @ Kurdistan
Κουρδικό ζήτημα @ Kurdistan question
Kurzeme @ Kurzeme
Κουβέιτ @ Kuwait
Kujawsko-Pomorskie @ Kuyavia-Pomerania province
Κιότο @ Kyoto
Κιργιζία @ Kyrgyzstan
Λα Παζ @ La Paz
επισήμανση @ labelling
εργαστήριο @ laboratory
εργασιακή σύγκρουση @ labour dispute
ευελιξία της εργασίας @ labour flexibility
εργατικό δυναμικό @ labour force
επιθεώρηση εργασίας @ labour inspectorate
εργατικό δίκαιο @ labour law
αγορά της εργασίας @ labour market
κινητικότητα του εργατικού δυναμικού @ labour mobility
εργατικό κόμμα @ Labour Party
εργασιακές σχέσεις @ labour relations
έλλειψη εργατικού δυναμικού @ labour shortage
κανόνας εργασίας @ labour standard
δικαστήριο εργατικών διαφορών @ labour tribunal
λαβύρινθος @ labyrinth
­­­­­λάκη @ lac
λακρός @ lacrosse
λακτόζη @ lactose
σκάλα @ ladder
Κυρίες και κύριοι @ ladies and gentlemen
κουτάλα @ ladle
κυρία @ lady
λαίδη @ lady
πασχαλίτσα @ ladybird
πασχαλίτσα @ ladybug
SELA @ LAES
χώρες του SELA @ LAES countries
χώρες του ALADI @ Lafta countries
ALADI @ LAIA
λίμνη @ lake
­­­­­λάκη @ lake
αρνί @ lamb
Λάμια @ lamia
λάμπα @ lamp
αμπαζούρ @ lampshade
λόγχη @ lance
ξηρά @ land
προσγειώνω @ land
γαίες @ land
έγγειος ιδιοκτησία @ land and buildings
φορέας γεωργικής χωροταξίας @ land bank
Στρατός Ξηράς @ land forces
έγγειος κινητικότητα @ land mobility
κτηματολογική πολιτική @ land policies
παραγωγικότητα των γαιών @ land productivity
εδαφομεταρρύθμιση @ land reform
δημόσιο κτηματολόγιο @ land register
γεωργική χωροταξία @ land restructuring
χερσαία μεταφορά @ land transport
χρήση των γαιών @ land use
καθεστώς γεωκτησίας @ landholding system
σπιτονοικοκύρης @ landlord
λωρίδα @ lane
γλώσσα @ language
γλώσσα προγραμματισμού @ language
ιδιογλωσσία @ language
λόγος @ language
πολιτική σε θέματα γλώσσας @ language policy
διδασκαλία ξένων γλωσσών @ language teaching
Λανγκντόκ-Ρουσιγιόν @ Languedoc-Roussillon
φανάρι @ lantern
λανθάνιο @ lanthanum
Λάος @ Laos
Λαπωνία @ Lapland
τετηγμένο χοίρειο λίπος @ lard
μεγάλος @ large
μεγάλη επιχείρηση @ large business
πολυμελής οικογένεια @ large family
μεγάλη γεωργική εκμετάλλευση @ large holding
μεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας @ large vehicle
μεγάλα δημόσια έργα @ large-scale construction
σταρήθρα @ lark
λαρυγγικός @ laryngeal
λαρυγγολόγος @ laryngologist
λάρυγγας @ larynx
λαγνός @ lascivious
λέιζερ @ laser
φυσική των λέιζερ @ laser physics
όπλα ακτίνων λέιζερ @ laser weapon
πέρυσι @ last year
λανθάνων @ latent
Latgale @ Latgale
λατινικά @ Latin
λατινικό αλφάβητο @ Latin alphabet
Λατινική Αμερική @ Latin America
λατινοαμερικανικός οργανισμός @ Latin American organisation
Κοινοβούλιο της Λατινικής Αμερικής @ Latin American Parliament
Λάτιο @ Latium
καφάσι @ lattice
Λετονία @ Latvia
Λεττονία @ Latvia
λεττονικά @ Latvian
γέλιο @ laughter
εγκατάσταση εκτόξευσης @ launch facility
διαστημικός ενισχυτικός κινητήρας @ launch vehicle
διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά @ launching of a product
Λαύρα @ Laura
δάφνη @ laurel
Λαυρέντιος @ Laurence
νόμος @ law
τραπεζικό δίκαιο @ law of banking
δικαίωμα των κρατών @ law of nations
ενοχικό δίκαιο @ law of obligations
δίκαιο του διαστήματος @ law of outer space
κληρονομικό δικαίωμα @ law of succession
δίκαιο της θάλασσας @ law of the sea
δίκαιο του πολέμου @ law of war
συναλλαγματικό δίκαιο @ law on negotiable instruments
δίκαιο των πληροφοριών @ law relating to information
σωφρονιστικό δίκαιο @ law relating to prisons
λωρέντσιο @ lawrencium
δικηγόρος @ lawyer
ορκωτός δικαστής @ lay magistrate
πουλερικά ωοπαραγωγής @ laying poultry
μόλυβδος @ lead
αρχηγός της αντιπολίτευσης @ leader of the opposition
αμόλυβδη βενζίνη @ lead-free petrol
φύλλο @ leaf
φυλλώδες λαχανικό @ leaf vegetable
πάλλομαι @ leap
απόκτηση γνώσεων @ learning
μέθοδος εκμάθησης @ learning technique
μισθωτήριο @ lease
νυφίτσα @ least weasel
λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες @ least-developed country
δέρμα @ leather
βυρσοδεψία @ leather industry
φεύγω @ leave
άδεια για πολιτικούς λόγους @ leave for political activities
άδεια για κοινωνικούς λόγους @ leave on social grounds
Λίβανος @ Lebanon
διάλεξη @ lecture
βδέλλα @ leech
πράσο @ leek
Υπήνεμοι Νήσοι @ Leeward Islands
αριστερισμός @ leftism
πόδι @ leg
νόμιμος @ legal
νομικός @ legal
αξίωση παροχής εννόμου προστασίας @ legal action
νομικός σύμβουλος @ legal adviser
ευεργέτημα πενίας @ legal aid
νομική βάση @ legal basis
ικανότητα δικαίου @ legal capacity
κώδικας @ legal code
νομική συνεργασία @ legal cooperation
νομικές εφαρμογές πληροφορικής @ legal data processing
νομότυπη κατάθεση @ legal deposit
νομική θεωρία @ legal doctrine
νόμιμη κατοικία @ legal domicile
δικαστικά έξοδα @ legal expenses
συνεδρίαση του δικαστηρίου @ legal hearing
μεθοδολογία του δικαίου @ legal methodology
νομικό πρόσωπο @ legal person
δικαστική δίωξη @ legal process
δικαστικά επαγγέλματα @ legal profession
νομική επιστήμη @ legal science
νομικό καθεστώς @ legal status
δικαστικό σύστημα @ legal system
νόμιμη διάρκεια της εργασίας @ legal working time
νομιμότητα @ legality
θρύλος @ legend
θρυλικός @ legendary
νομοθεσία @ legislation
σύνταξη νομοθετικών κειμένων @ legislative drafting
νομοθετική πρωτοβουλία @ legislative initiative
βουλευτική περίοδος @ legislative period
νομοθετική εξουσία @ legislative power
νομοθετική διαδικασία @ legislative procedure
σχέση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας @ legislative-executive relations
νομιμότητα εξουσίας @ legitimacy
ψυχανθές @ leguminous vegetable
Λένστερ @ Leinster
αναψυχή @ leisure
χώρος αναψυχής @ leisure park
λεμόνι @ lemon
λεμονιά @ lemon
λεμονί @ lemon
Μελίσσα @ lemon balm
λεμονάδα @ lemonade
δανείζω @ lend
μήκος @ length
διάρκεια μεταφοράς @ length of journey
διάρκεια ισχύος του μισθωτηρίου @ length of lease
διάρκεια σπουδών @ length of studies
φακός @ lens
Σαρακοστή @ Lent
φακή @ lentil
Λέων @ Leo
λεσβία @ lesbian
λεσβιακός @ lesbian
Λέσβος @ Lesbos
Λεσόθο @ Lesotho
Μικρές Αντίλλες @ Lesser Antilles
νανοτσικλιτάρα @ lesser spotted woodpecker
μειονεκτική γεωργική περιοχή @ less-favoured agricultural area
μειονεκτική περιφέρεια @ less-favoured region
μάθημα @ lesson
πόσο μάλλον @ let alone
πάμε @ let's go
άντε @ let's go
γράμμα @ letter
επιστολή @ letter
μαρούλι @ lettuce
λευχαιμία @ leukemia
επίπεδο @ level
επίπεδο εκπαίδευσης @ level of education
μοχλός @ lever
λεξικογραφία @ lexicography
ΛΟΑΤ @ LGBT
Λάσα @ Lhasa
ευθύνη @ liability
ευθύνη κράτους μέλους @ liability of the State
φιλελεύθερο κόμμα @ Liberal Party
ελευθέριο επάγγελμα @ liberal profession
απελευθέρωση της αγοράς @ liberalisation of the market
απελευθέρωση των συναλλαγών @ liberalisation of trade
φιλελευθερισμός @ Liberalism
Liberec @ Liberec
Λιβερία @ Liberia
φιλήδονος @ libidinous
βιβλιοθήκη @ library
Λιβύη @ Libya
λειχήνα @ lichen
γλείφω @ lick
Καπάκι, το @ lid
κείτομαι @ lie
ψέμμα @ lie
ψεύδομαι @ lie
Λιχτενστάιν @ Liechtenstein
υπολοχαγός @ lieutenant
ζωή @ life
ισόβια @ life
βίος @ life
ασφάλεια ζωής @ life assurance
προσδόκιμο επιβίωσης @ life expectancy
βιολογικές επιστήμες @ life sciences
ανελκυστήρας @ lift
φως @ light
ανάβω @ light
φωτίζω @ light
αχνός @ light
φωτεινός @ light
ηλεκτρική λάμπα @ light bulb
ελαφρά βιομηχανία @ light industry
έτος φωτός @ light year
αναπτήρας @ lighter
φάρος @ lighthouse
φωτισμός @ lighting
υλικό φωτισμού @ lighting equipment
αστραπή @ lightning
λιγνίτης @ lignite
λιγνίτη @ lignite
Λιγυρία @ Liguria
Λιγυρική Θάλασσα @ Ligurian Sea
μου αρέσει @ like
σαν @ like
Λιμβούργο @ Limburg
ασβεστόλιθος @ limestone
παραγραφή της αξιώσεως @ limitation of legal proceedings
περιορισμένη διάδοση @ limited circulation
ετερόρρυθμη εταιρεία @ limited partnership
Λιμουζέν @ Limousin
κουτσαίνω @ limp
γραμμή @ line
σπάγκος @ line
κοινή διάλεκτος @ lingua franca
γλωσσολόγος @ linguist
γλωσσικές διακρίσεις @ linguistic discrimination
γλωσσική ομάδα @ linguistic group
γλωσσολογία @ linguistics
Λίνουξ @ Linux
λιοντάρι @ lion
λιονταράκι @ lion cub
λιονταρίνα @ lioness
χείλος @ lip
κραγιόν @ lipstick
ηδύποτο @ liqueur
εκκαθάριση εταιρείας @ liquidation
έλεγχος ρευστότητας @ liquidity control
Λισσαβώνα @ Lisbon
Λισαβόνα και Κοιλάδα του Τάγου @ Lisbon and the Tagus Valley
κατάλογος @ list
σύστημα ψήφισης συνδυασμών @ list voting system
ακούω @ listen
λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία @ literary and artistic property
λογοτέχνης @ literary profession
λογοτεχνία @ literature
λίθιο @ lithium
Λιθουανία @ Lithuania
λιθουανικά @ Lithuanian
λίτρο @ litre
μικρός @ little
λίγο @ little
κουκουβάγια @ little owl
Μικρή Πολωνία @ Little Poland province
Κοκκινοσκουφίτσα @ Little Red Riding Hood
ακτή @ littoral
λειτουργία @ liturgy
ζω @ live
διαμένω @ live
ζωντανός @ live
επιζώ @ live
ζωντανά @ live
ζώντα ζώα @ live animal
ζώντα πουλερικά @ live poultry
συκώτι @ liver
Λίβερπουλ @ Liverpool
ζωικό κεφάλαιο @ livestock
κτηνοτροφία @ livestock farming
ζωική μονάδα @ livestock unit
συνθήκες διαβίωσης @ living conditions
ζωντανή γλώσσα @ living language
ζωντανό φυτό @ living plant
διαθήκη ζωής @ living will
σαύρα @ lizard
Λιουμπλιάνα @ Ljubljana
λάμα @ llama
φόρτωση @ load
καρβέλι @ loaf
δανειοδότηση @ loan
δάνειο @ loan
δανείζω @ loan
αστακός @ lobster
δικαιοσύνη της γειτονιάς @ local access to the law
τοπικό δίκτυο @ local area network
οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης @ local authority
δημόσια οικονομικά τοπικής αυτοδιοίκησης @ local authority finances
τοπικός προϋπολογισμός @ local budget
τοπικές εκλογές @ local election
τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης @ local employment initiative
τοπική αυτοδιοίκηση @ local government
νομοθεσία τοπικής αυτοδιοίκησης @ local legislation
τοπικό μέσο μαζικής επικοινωνίας @ local media
τοπική ρύπανση @ local pollution
δημοτικοί φόροι @ local tax
τοπικός οίνος @ local wine
αιρετός εκπρόσωπος τοπικής αυτοδιοίκησης @ locally elected representative
εγκατάσταση βιομηχανιών @ location of industry
τόπος παραγωγής @ location of production
ανταπεργία @ lockout
ατμομηχανή @ locomotive
ακρίδα @ locust
Lodzkie @ Lodz province
ημερολόγιο @ log
διαχείριση υλικού @ logistics
λογότυπο @ logo
λαγόνες @ loin
περιοχή του Λίγηρα @ Loire Region
γλειφιτζούρι @ lollipop
Λομβαρδία @ Lombardy
σύμβαση Λομέ @ Lomé Convention
Λονδίνο @ London
Λονδρέζος @ London
μοναξιά @ loneliness
νανόμπουφος @ long-eared owl
μακροπρόθεσμη πίστωση @ long-term credit
μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση @ long-term financing
μακροπρόθεσμη πρόβλεψη @ long-term forecast
μακροχρόνια ανεργία @ long-term unemployment
Κύριε @ Lord
δεσπότης @ lord
κύριος @ lord
Λωρραίνη @ Lorraine
έλλειμμα @ loss
λωτός @ lotus
ηχηρός @ loud
θορυβώδης @ loud
Λουδοβίκος @ Louis
Λουιζιάνα @ Louisiana
ψείρα @ louse
κοπρόσκυλον @ louse
Λέουβεν @ Louvain
αγάπη @ love
αγαπώ @ love
κάνω έρωτα @ love
λατρεύω @ love
εκτιμώ @ love
κεραυνοβόλος έρωτας @ love at first sight
ερωτικό τρίγωνο @ love triangle
εραστής @ lover
χαμηλό εισόδημα @ low income
χαμηλόμισθοι @ low pay
χαμηλό ενοίκιο @ low rent
Niederösterreich @ Lower Austria
Κάτω Καρπάθια @ Lower Carpathians province
κατώτερη τάξη @ lower class
Κάτω Νορμανδία @ Lower Normandy
Κάτω Σαξωνία @ Lower Saxony
Κάτω Σιλεσία @ Lower Silesia province
Lubelskie @ Lublin province
λιπαντικό @ lubricant
λιπαντικό @ lubricants
Lubuskie @ Lubus province
μηδική @ lucerne
Λουκιανός @ Lucian
Εωσφόρος @ Lucifer
οσφυαλγία @ lumbago
γεύμα @ lunch
γευματίζω @ lunch
πνεύμονας @ lung
λαγνεία @ lust
λάμψη @ luster
λουτέτσιο @ lutetium
Λουξεμβούργο @ Luxembourg
βιομηχανία ειδών πολυτελείας @ luxury products industry
λύγκας @ lynx
Λυών @ Lyons
λύρα @ lyre
στίχοι @ lyrics
λυσίνη @ lysine
Μακάο @ Macao
Μακάου @ Macau
Μακεδονία @ Macedonia
Σκόπια @ Macedonia
Μακεδόνας @ Macedonian
μακεδονικός @ Macedonian
μαρουλάκι @ mâche
μηχανή @ machine
πολυβόλο @ machine gun
γλώσσα μηχανής @ machine language
εργαλειομηχανή @ machine tool
αυτόματη μετάφραση @ machine translation
μηχάνημα @ machinery
βιομηχανία εργαλειο/μηχανών @ machine-tool industry
σκουμπρί @ mackerel
μακροοικονομία @ macroeconomics
Μακροοικονομία @ macroeconomics
τρελός @ mad
έξαλλος @ mad
Μαδαγασκάρη @ Madagascar
Μαδέρα @ Madeira
Μαδρίτη @ Madrid
μαφία @ Mafia
περιοδικό @ magazine
γεμιστήρας @ magazine
πυριτιδαποθήκη @ magazine
Μαγκρέμπ @ Maghreb
δικαστικός λειτουργός @ magistrate
μάγμα @ magma
Μάγκνα Κάρτα @ Magna Carta
μαγνήσιο @ magnesium
μαγνήτης @ magnet
μαγνητικό @ magnetic
μαγνητικός @ magnetic
σαγηνευτικός @ magnetic
μέσο μαγνητικής εγγραφής @ magnetic medium
μαγνητισμός @ magnetism
καρακάξα @ magpie
ταχυδρομείο @ mail
ταχυδρόμος @ mailman
κύρια επιφάνεια @ main acreage
συντήρηση @ maintenance
υποχρέωση διατροφής @ maintenance obligation
αραβόσιτος @ maize
αραβοσιτέλαιο @ maize oil
Μαγιόρκα @ Majorca
πλειοψηφία @ majority voting
πλειοψηφικό σύστημα @ majority voting system
κατασκευάζω @ make
object: φτιάχνω @ make
μάρκα @ make
πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό @ make a mountain out of a molehill
κάνω έρωτα @ make love
ελονοσία @ malaria
Μαλάουι @ Malawi
μαλαισιανά @ Malay
της Μαλαισίας @ Malay
Μαλαισιανός @ Malay
μαλαγιαλαμικά @ Malayalam
Μαλαισία @ Malaysia
Μαλδίβες @ Maldives
άνδρας @ male
Μαλί @ Mali
Μάλι @ Mali
αγριόπαπια @ mallard
σφύρα @ malleus
κακή διατροφή @ malnutrition
βύνη @ malt
Μάλτα @ Malta
Μαλτέζος @ Maltese
μαλτέζικα @ Maltese
μάμπο @ mambo
θηλαστικό @ mammal
άντρας @ man
άνθρωπος @ Man
άνθρωπος @ man
πιόνι @ man
διαχείριση @ management
λογιστική διαχείριση @ management accounting
διαχειριστικός έλεγχος @ management audit
σύστημα διοικητικής πληροφόρησης @ management information system
διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων @ management of resources
διαχείριση βάσει προβλέψεων @ management planning
τεχνική διαχείρισης @ management techniques
σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων @ management training
διοικητικό στέλεχος @ manager
διευθυντής @ manager
διευθυντής επιχείρησης @ managing director
Μαντζουρία @ Manchuria
μανταρίνι @ mandarin
μανδαρίνος @ mandarin
μανταρίνι @ mandarin orange
μανταρινιά @ mandarin orange
μανδραγόρας @ mandrake
μαγγάνιο @ manganese
μανιφέστο @ manifesto
Μανίλα @ Manila
ανθρωπογενής καταστροφή @ man-made disaster
ύφασμα από συνθετικά νήματα @ man-made fibre
ανάγκη εργατικού δυναμικού @ manpower needs
προγραμματισμός του εργατικού δυναμικού @ manpower planning
εγχειρίδιο @ manual
χειρώνακτες @ manual worker
βιομηχανικές ζωοτροφές @ manufactured feedingstuffs
μεταποιημένο προϊόν @ manufactured goods
χειρόγραφο @ manuscript
πολλοί @ many
ευχαριστώ πολύ @ many thanks
Μάο Τσετούνγκ @ Mao Zedong
μαοϊσμός @ Maoism
χάρτης @ map
σφεντάμι @ maple
μαραθικά @ Marathi
μαραθώνιος @ marathon
Μάρτιος @ March
Μάρκε @ Marches
φοράδα @ mare
μαργαρίνη @ margarine
κοινωνικός αποκλεισμός @ marginalisation
Νήσοι Μαριάννες @ Mariana Islands
Marijampolė @ Marijampolė
μαριχουάνα @ marijuana
θαλάσσιο οικοσύστημα @ marine ecosystem
θαλάσσιο περιβάλλον @ marine environment
ναυτασφάλιση @ marine insurance
θαλάσσια είδη @ marine life
θαλάσσιο θηλαστικό @ marine mammal
ρύπανση της θάλασσας @ marine pollution
οικογενειακή κατάσταση @ marital status
θαλάσσιες εκτάσεις @ maritime area
θαλάσσια ακτοπλοΐα @ maritime cabotage
ναυτιλιακή διάσκεψη @ maritime conference
θαλάσσια δικαιοδοσία @ maritime court
ναυτικό δίκαιο @ maritime law
θαλάσσια ασφάλεια @ maritime safety
θαλάσσια ναυσιπλοΐα @ maritime shipping
θαλάσσια επιτήρηση @ maritime surveillance
θαλάσσια μεταφορά @ maritime transport
αγορά @ market
πρόσβαση στην αγορά @ market access
άδεια πώλησης @ market approval
χρηματιστηριακή αξία @ market capitalisation
οικονομία της αγοράς @ market economy
διεύρυνση της αγοράς @ market enlargement
κηπευτική καλλιέργεια @ market gardening
παρέμβαση στην αγορά @ market intervention
οργάνωση της αγοράς @ market organisation
σχεδιασμός της αγοράς @ market planning
αγοραία τιμή @ market prices
προστασία της αγοράς @ market protection
έρευνα αγοράς @ market research
εξομάλυνση της αγοράς @ market stabilisation
εποπτεία της αγοράς @ market supervision
στήριξη της αγοράς @ market support
εμπορία @ marketing
περιορισμός εμπορίας @ marketing restriction
κανόνας εμπορίας @ marketing standard
καλλιεργητική περίοδος @ marketing year
κατανομή της αγοράς @ market-sharing agreement
μαρμελάδα @ marmalade
αρκτόμυς @ marmot
γάμος @ marriage
εικονικός γάμος @ marriage of convenience
γαμηλιότητα @ marriage rate
παντρεμένος @ married
έγγαμος @ married person
μεδούλι @ marrow
παντρεύομαι @ marry
Άρης @ Mars
Μασσαλία @ Marseilles
Νήσοι Μάρσαλ @ Marshall Islands
μαρσιποφόρο @ marsupial
δενδροκούναβο @ marten
πολεμικές τέχνες @ martial art
Μαρτινίκα @ Martinique
μαρξισμός @ Marxism
Μαρία @ Mary
ανδρικός @ masculine
αρσενικός @ masculine
Μασρέκ @ Mashreq
προσωπίδα @ mask
μάζα @ mass
μαζική επικοινωνία @ mass communications
μαζική εκπαίδευση @ mass education
μέσο μαζικής επικοινωνίας @ mass media
μαζική παραγωγή @ mass production
μαζικός τουρισμός @ mass tourism
σφαγή @ massacre
μαλάσσω @ massage
προϊόν ευρείας κατανάλωσης @ mass-consumption product
αυνανίζομαι @ masturbate
σπίρτο @ match
ματς @ match
υλικός @ material
υλικό @ material
ύλη ζωικής προέλευσης @ material of animal origin
τεχνολογία υλικών @ materials technology
μητρικός @ maternal
μαιευτικός θάνατος @ maternal death
παππούς @ maternal grandfather
θείος @ maternal uncle
επίδομα μητρότητας @ maternity benefit
άδεια μητρότητας @ maternity leave
μαθηματικά @ mathematics
δίκαιο γαμικών σχέσεων @ matrimonial law
πίνακας @ matrix
Ματθαίος @ Matthew
στρώμα @ mattress
Μαυριτανία @ Mauritania
Μαυρίκιος @ Mauritius
μέγιστη τιμή @ maximum price
Μάϊος @ May
μπορώ @ may
ίσως @ may
ίσως @ maybe
δήμαρχος @ mayor
Μαγιότ @ Mayotte
Mazowieckie @ Mazovia province
McDonald's @ McDonald's
με @ me
μου @ me
υδρόμελι @ mead
σιμιγδάλι @ meal
γεύμα @ meal
άλφιτο @ meal
μέσος @ mean
άγριος @ mean
σημασία @ meaning
νόημα @ meaning
μέσο γεωργικής παραγωγής @ means of agricultural production
μέσο επικοινωνίας @ means of communication
δημόσιες μεταφορές @ means of public conveyance
μεταφορικό μέσο @ means of transport
εντωμεταξύ @ meanwhile
μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος @ measure having equivalent effect
συσκευή μέτρησης @ measuring equipment
κρέας @ meat
σάρκα @ meat
κρεατοβιομηχανία @ meat processing industry
προϊόν κρέατος @ meat product
μηχανικός @ mechanic
μηχανουργία @ mechanical engineering
μηχανικά υλικά @ mechanical equipment
μηχανική δόνηση @ mechanical vibration
μηχανική @ mechanics
εκμηχάνιση @ mechanisation
εκμηχάνιση της γεωργίας @ mechanisation of agriculture
μηχανισμός @ mechanism
Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία @ Mecklenburg-West Pomerania
βιβλιοθήκη πολυμέσων @ media library
διάμεσος @ median
διαμεσολαβητής @ mediator
ιατρικός εξοπλισμός @ medical and surgical instruments
ιατρικό κέντρο @ medical centre
ιατρικές εφαρμογές της πληροφορικής @ medical computing
ιατρικά στοιχεία @ medical data
ιατρική διάγνωση @ medical diagnosis
ιατρικό σφάλμα @ medical error
ιατρική εξέταση @ medical examination
νοσηλευτικό ίδρυμα @ medical institution
ιατρικό δίκαιο @ medical law
φαρμακευτικό φυτό @ medical plant
ιατρική πραγματογνωμοσύνη @ medical report
ιατρική έρευνα @ medical research
ιατρικές επιστήμες @ medical science
ιατρική ειδικότητα @ medical specialisation
ιατρική εκπαίδευση @ medical training
φάρμακα @ medicament
ιατρική @ medicine
μεσαιωνική ιστορία @ medieval history
μέτριος @ mediocre
Μεσόγειος @ Mediterranean
μεσογειακή γεωργία @ Mediterranean agriculture
μεσογειακό δάσος @ Mediterranean forest
Μεσόγειος Θάλασσα @ Mediterranean Sea
μεσαία επιχείρηση @ medium-sized business
γεωργική εκμετάλλευση μεσαίου μεγέθους @ medium-sized holding
ημιελαφρά βιομηχανία @ medium-sized industry
πόλη μετρίου μεγέθους @ medium-sized town
μεσοπρόθεσμη πίστωση @ medium-term credit
οικονομική συνδρομή @ medium-term financial assistance
μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση @ medium-term financing
μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη @ medium-term forecast
μεγαλομανία @ megalomania
μεγαλούπολη @ megalopolis
μελαγχολία @ melancholy
Μελανησία @ Melanesia
μελανώμα @ melanoma
Μελβούρνη @ Melbourne
Μελίλλια @ Melilla
μελωδία @ melody
πεπόνι @ melon
τήκω @ melt
μέλος @ member
χώρα μέλος @ member country
βουλευτής @ Member of Parliament
μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΕΚ @ member of the EC Court of Auditors
μέλος του Δικαστηρίου ΕΚ @ member of the EC Court of Justice
βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ Member of the European Parliament
συνεισφορές των κρατών μελών @ Member State's contribution
μεμβράνη @ membrane
μιμίδιο @ meme
μνήμη @ memory
ανάμνηση @ memory
μεντελέβιο @ mendelevium
επαιτεία @ mendicity
εμμηνόρροια @ menstruation
ψυχική υγεία @ mental health
ψυχική ασθένεια @ mental illness
διανοητική ένταση @ mental stress
άτομο με διανοητική μειονεξία @ mentally disabled
εδεσματολόγιο @ menu
μενού @ menu
νιαούρισμα @ meow
νιάου @ meow
νιαουρίζω @ meow
μισθοφόρος @ mercenary
μερτσαντάιζινγκ @ merchandising
έμπορος @ merchant
εμπορικός στόλος @ merchant fleet
Mercosur @ Mercosur
χώρες της Mercosur @ Mercosur countries
υδράργυρος @ mercury
Ερμής @ Mercury
συγχώνευση επιχειρήσεων @ merger
έλεγχος των συγκεντρώσεων @ merger control
συνθήκη συγχωνεύσεως @ Merger Treaty
Καλά Χριστούγεννα @ merry Christmas
Καλά Χριστούγεννα @ Merry Christmas and a Happy New Year!
σμιγός @ meslin
νεοολιθική @ Mesolithic
μήνυμα @ message
αγγελιοφόρος @ messenger
μεταβολισμός @ metabolism
μεταλλικός @ metal
υποπροϊόν μεταλλουργίας @ metal by-product
επίστρωση μετάλλων @ metal coating
μεταλλική επίπλωση @ metal furniture
ρύπανση από μέταλλα @ metal pollution
μεταλλικό προϊόν @ metal product
μεταλλική κατασκευή @ metal structure
απορρίμματα μετάλλων @ metal waste
μεταλλικό ορυκτό @ metallic ore
μεταλλοειδή @ metalloid
μεταλλουργική βιομηχανία @ metallurgical industry
μεταλλουργία @ metallurgy
μέταλλα @ metals
κατασκευή μεταλλικών κουφωμάτων @ metalwork
κατεργασία μετάλλων @ metalworking
μεταφορά @ metaphor
μετεμψύχωσις @ metempsychosis
μετέωρο @ meteor
μετεωρολογία @ meteorology
μέτρο @ meter
μεθάνιο @ methane
μεθανόλη @ methanol
μέθοδος @ method
μέτρο @ metre
μετρικός @ metric
μετρό @ metro
μετρολογία @ metrology
μητρόπολη @ metropolis
Μεξικό @ Mexico
Πόλη του Μεξικού @ Mexico
Πόλη του Μεξικού @ Mexico City
Μετζοτζόρνο (Ιταλικός Νότος) @ Mezzogiorno
Μιχαήλ @ Michael
μικρόβιο @ microbe
μικροϋπολογιστής @ micro-computer
μικροοικονομία @ microeconomics
μικροηλεκτρονική @ microelectronics
μικροεπιχείρηση @ micro-enterprise
μικροχρηματοδότηση @ microfinance
μικροφόρμα @ microform
μικροπιστώσεις @ microloan
Μικρονησία @ Micronesia
μικροοργανισμός @ microorganism
φούρνος μικροκυμάτων @ microwave oven
μεσεγκέφαλος @ midbrain
μέση @ middle
μεσαία τάξη @ middle class
Μέση και Εγγύς Ανατολή @ Middle East
Μέση Ανατολή @ Middle East
μέσος @ middle finger
μεσαίο στέλεχος @ middle management
Κεντρική Norrland @ Middle Norrland
Νότια Πυρηναία @ Midi-Pyrenees
μαία @ midwife
ημικρανία @ migraine
μετανάστης @ migrant
ανεργία διακινούμενων εργαζομένων @ migrant unemployment
διακινούμενος εργαζόμενος @ migrant worker
μετανάστευση @ migration
έλεγχος της μετανάστευσης @ migration control
πληθυσμιακή διακίνηση @ migration for settlement purposes
μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις @ migration from the countryside to the town
μεταναστευτική πολιτική @ migration policy
μεταναστευτικό ρεύμα @ migratory movement
Μιλάνο @ Milan
ήπιος @ mild
μίλι @ mile
στρατιωτικοποίηση του διαστήματος @ militarisation of space
στρατοκρατία @ militarism
στρατός @ military
στρατιωτικό αεροσκάφος @ military aircraft
στρατιωτική βάση @ military base
στρατιωτικό νεκροταφείο @ military cemetery
στρατιωτική συνεργασία @ military cooperation
στρατοδικείο @ military court
ποινικό στρατιωτικό δίκαιο @ military criminal law
στρατιωτική πειθαρχία @ military discipline
εξοπλισμοί @ military equipment
στρατιωτική επέμβαση @ military intervention
στρατιωτικό δίκαιο @ military law
στρατιωτικά γυμνάσια @ military manoeuvres
στρατιωτική κατοχή @ military occupation
στρατιωτικό προσωπικό @ military personnel
στρατιωτικό καθεστώς @ military regime
έρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς @ military research
στρατιωτικές κυρώσεις @ military sanctions
στρατιωτική επιστήμη @ military science
στρατιωτικό απόρρητο @ military secret
στρατιωτική εκπαίδευση @ military training
γάλα @ milk
αρμέγω @ milk
υποπροϊόν του γάλακτος @ milk by-product
λιπαρές ουσίες του γάλακτος @ milk fat
γαλακτοκομικό προϊόν @ milk product
πρωτεΐνη γάλακτος @ milk protein
αμελκτική μηχανή @ milking machine
αρμέχτρα @ milkmaid
μύλος @ mill
κεχρί @ millet
δισεκατομμύριο @ milliard
χιλιοστόλιτρο @ millilitre
χιλιοστόμετρο @ millimetre
εκατομμύριο @ million
εκατομμυριούχος @ millionaire
μυλόπετρα @ millstone
νους @ mind
ορυχείο @ mine
δικός μου @ mine
νάρκη @ mine
μεταλλωρύχος @ miner
ανόργανη ένωση @ mineral compound
ορυκτέλαια @ mineral oil
μεταλλευτική έρευνα @ mineral prospecting
ορυκτός πλούτος @ mineral resources
μεταλλικό νερό @ mineral water
ορυκτολογία @ mineralogy
κατώτατος μισθός @ minimum pay
ελάχιστη τιμή @ minimum price
ελάχιστο απόθεμα @ minimum stock
εξόρυξη @ mining extraction
εξορυκτική βιομηχανία @ mining industry
μεταλλευτική εκμετάλλευση @ mining of ore
εξορυκτική επιχείρηση @ mining operation
μεταλλευτικό προϊόν @ mining product
μεταλλευτική παραγωγή @ mining production
υπουργός @ minister
υπουργική συνάντηση @ ministerial meeting
ευθύνη υπουργών @ ministerial responsibility
υπουργείο @ ministry
Μινόρκα @ Minorca
μειονοτική γλώσσα @ minority language
Μίνσκ @ Minsk
νομισματοκοπείο @ mint
μέντα @ mint
μινουέτο @ minuet
πλην @ minus
αρνητικός @ minus
λεπτό @ minute
στιγμή @ minute
μοίρα @ minute
μικροσκοπικός @ minute
πρακτικά @ minute
μονάδα @ minute
πρωτοκολλώ @ minute
θαύμα @ miracle
θαυματουργικός @ miraculous
αντικατοπτρισμός @ mirage
αποβολή @ miscarriage
δικαστική πλάνη @ miscarriage of justice
επί μέρους βιομηχανικοί κλάδοι @ miscellaneous industries
δεσποινίδα @ Miss
νοσταλγώ @ miss
δεσποινίδα @ miss
αστοχώ @ miss
χάνω @ miss
πύραυλοι @ missile
καταχνιά @ mist
κύριος @ mister
ερωμένη @ mistress
κατάχρηση δικαιώματος @ misuse of a right
ελαφρυντική περίσταση @ mitigating circumstances
μιτοχόνδριο @ mitochondrion
αναμιγνύω @ mix
μεικτή συμφωνία @ mixed agreement
πολυκαλλιέργεια @ mixed cropping
μεικτή οικονομία @ mixed economy
μεικτή γεωργική εκμετάλλευση @ mixed farm
μεικτός γάμος @ mixed marriage
μικτή τιμή @ mixed price
μεικτό σύστημα εκμετάλλευσης @ mixed tenure
εταιρεία μεικτής οικονομίας @ mixed-ownership company
μνημοτεχνική μέθοδος @ mnemonics
τάφρος @ moat
κινητός @ mobile
κινητό @ mobile
κινητό τηλέφωνο @ mobile phone
τρόπος παραγωγής @ mode of production
τρόπος μεταφοράς @ mode of transport
πρότυπο αγρόκτημα @ model farm
διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής @ modem
διαποδιαμορφωτής @ modem
νεώτερη ιστορία @ modern history
ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό @ modernisation aid
εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας @ modernisation of industry
ταπεινός @ modest
μετριοφροσύνη @ modesty
νοτισμένος @ moist
υγρασία @ moisture
γομφίος @ molar
μελάσσα @ molasses
Μολδαβία @ Moldova
τυφλοπόντικας @ mole
ελιά @ mole
κατάσκοπος @ mole
μολ @ mole
Μοριακή Γενετική @ molecular genetics
μόριο @ molecule
Μολίζε @ Molise
μαλάκιο @ mollusc
Μολούκες @ Moluccas
μολυβδαίνιο @ molybdenum
μολυβδένιο @ molybdenum
μαμά @ mom
στιγμή @ moment
ροπή @ moment
Μονακό @ Monaco
μονάρχης @ monarch
βασιλικό κόμμα @ monarchist party
μοναρχία @ monarchy
μοναστήρι @ monastery
Μοναστήρι @ Monastir
Δευτέρα @ Monday
νομισματική συμφωνία @ monetary agreement
νομισματικά εξισωτικά ποσά @ monetary compensatory amount
νομισματική συνεργασία @ monetary cooperation
νομισματική κρίση @ monetary crisis
νομισματική ολοκλήρωση @ monetary integration
νομισματική πολιτική @ monetary policy
νομισματική σχέση @ monetary relations
νομισματική στήριξη @ monetary support
νομισματική ένωση @ monetary union
νόμισμα @ money
χρήματα @ money
μετρητά @ money
πλούτος @ money
νομιμοποίηση παράνομου χρήματος @ money laundering
χρηματαγορά @ money market
προσφορά χρήματος @ money supply
νομισματική ρευστότητα @ money-market liquidity
Μογγολία @ Mongolia
Μόγγολος @ Mongolian
μογγολικός @ Mongolian
Μογγολικά @ Mongolian
Μογγολικός @ Mongolian
οθόνη @ monitor
πίθηκος @ monkey
μονοκρατορία @ monocracy
μονογραφία @ monograph
μονοπώλιο @ monopoly
μονοπώλιο πληροφοριών @ monopoly of information
μονοπώλιο αγοράς @ monopsony
μονοθεϊσμός @ monotheism
τέρας @ monster
Μαυροβούνιο @ Montenegro
Μοντεβιδέο @ Montevideo
μήνας @ month
μηνιαία καταβολή μισθού @ monthly pay
Μοντσερράτ @ Montserrat
Μοντσεράτ @ Montserrat
μνημείο @ monument
μουγκανίζω @ moo
σελήνη @ moon
σελήνη @ Moon
φεγγάρι @ moon
σεληνιακός μήνας @ moon
λαθραία απασχόληση @ moonlighting
άλκη @ moose
ηθικός πανικός @ moral panic
Μοραβία-Σιλεσία @ Moravia-Silesia
νεκροτομείο @ morgue
μόρνα @ morna
πρωί @ morning
Μαρόκο @ Morocco
σκυθρωπός @ morose
μόρφημα @ morpheme
Μορφέας @ Morpheus
θνητός @ mortal
θνησιμότητα @ mortality
υποθήκη @ mortgage
υποθηκεύω @ mortgage
ταμείο υποθηκών @ mortgage bank
νεκροθάλαμος @ mortuary
Μόσχα @ Moscow
Μωυσής @ Moses
τέμενος @ mosque
βρύο @ moss
μάλλον ευνοούμενο κράτος @ most-favoured nation
νυχτοπεταλούδα @ moth
μητρική γλώσσα @ mother tongue
μητρότητα @ motherhood
πεθερά @ mother-in-law
μητρικό γάλα @ mother's milk
πρόταση μομφής @ motion of censure
μηχανή @ motor
αυτοκίνητο @ motor car
καύσιμο κινητήρων εσωτερικής καύσεως @ motor fuel
καύσιμα αλκοόλης @ motor spirit
όχημα με κινητήρα @ motor vehicle
αυτοκινητοβιομηχανία @ motor vehicle industry
ασφάλιση αυτοκινήτων @ motor vehicle insurance
ρύπανση από τα αυτοκίνητα @ motor vehicle pollution
μηχανή @ motorcycle
αυτοκινητόδρομος @ motorway
μουφλόν @ mouflon
Έβερεστ @ Mount Everest
όρος @ mountain
βουνό @ mountain
ορεινή περιοχή @ mountain region
πένθος @ mourning
ποντίκι @ mouse
μαξιλάρι ποντικιών @ mouse pad
ποντικοπαγίδα @ mousetrap
μουστάκι @ moustache
, @ mouth
κινώ @ move
μετακομίζω @ move
κίνηση @ move
συγκινώ @ move
μετακόμιση @ move
κίνημα @ movement
κίνηση @ movement
πιστοποιητικό κυκλοφορίας @ movement certificate
ταινία @ movie
Μοζαμβίκη @ Mozambique
Κα @ Mrs
λάσπη @ mud
μουεζίνης @ muezzin
μουφτής @ mufti
Μύγαλος @ Muggle
Μωάμεθ @ Muhammad
μούρο @ mulberry
μουριά @ mulberry
κέφαλος @ mullet
διεπιστημονική εκπαίδευση @ multidisciplinary education
συμφωνία πολυϊνών @ multifibre agreement
πολυμερής συμφωνία @ multilateral agreement
πολυμερής βοήθεια @ multilateral aid
πολυμερείς σχέσεις @ multilateral relations
πολυμερής εποπτεία @ multilateral surveillance
πολύγλωσσο λεξικό @ multilingual dictionary
πολυγλωσσία @ multilingualism
πολυμέσα @ multimedia
πολυεθνική επιχείρηση @ multinational enterprise
πολυεθνική στρατιωτική δύναμη @ multinational force
πολυκομματικό σύστημα @ multiparty system
συγκέντρωση αξιωμάτων @ multiple office holding
πολλαπλασιασμός @ multiplication
πολλαπλασιάζω @ multiply
πολυεθνικό κράτος @ multiracial State
εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες @ multiskilled worker
συλλογική κατοικία @ multi-storey dwelling
πολυσύμπαν @ multiverse
μαμά @ mum
Βομβάη @ Mumbai
παρωτίτιδα @ mumps
Μόναχο @ Munich
τοπική αστυνομία @ municipal police
δήμοι και κοινότητες @ municipality
Μάνστερ @ Munster
φόνος @ murder
δολοφονώ @ murder
Μασκάτ @ Muscat
μυς @ muscle
Μοσχοβίτης @ Muscovite
μούσα @ Muse
μούσα @ muse
μουσείο @ museum
μύκης @ mushroom
μυκητοκαλλιέργεια @ mushroom-growing
μουσική @ music
μιούζικαλ @ musical
μουσικά όργανα @ musical instrument
μουσικό @ musical instrument
μουσικός @ musician
μοσχοπόντικας @ muskrat
μουσουλμάνος @ Muslim
Μουσουλμάνος @ Muslim
μουσουλμανικός @ Muslim
μύδι @ mussel
μουστάρδα @ mustard
αγροτική αλληλοβοήθεια @ mutual assistance among farmers
ταμείο αλληλοβοήθειας @ mutual assistance scheme
αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης @ mutual recognition principle
εμένα @ my
το όνομα μου είναι @ my name is
Μιανμάρ @ Myanmar
Βιρμανία @ Myanmar
μυστήριος @ mysterious
μυστήριο @ mystery
μύθος @ myth
μυθολογία @ mythology
μη διαθέσιμος @ n/a
μη εφαρμόσιμος @ n/a
ΣΒΑΣ @ NACC
NAFO @ NAFO
NAFTA @ NAFTA
χώρες της NAFTA @ NAFTA countries
Ναγκασάκι @ Nagasaki
Κανισα @ Nagykanizsa
γυμνός @ naked
γύμνια @ nakedness
όνομα @ name
ονομάζω @ name
εκλέγω @ name
διορίζω @ name
ονομαστική γιορτή @ name day
Ναμίμπια @ Namibia
νανοτεχνολογία @ nanotechnology
σβέρκος @ nape
Νεάπολις @ Naples
ναρκωτικό @ narcotic
αφήγημα @ narrative
φάλαινα νάρβαλ @ narwhal
Νασσάου @ Nassau
έθνος @ nation
υπήκοος @ national
εθνικός @ national
εθνικοί λογαριασμοί @ national accounts
εθνική γεωργική πολιτική @ national agricultural policy
κρατικός προϋπολογισμός @ national budget
εθνικό νόμισμα @ national currency
εθνική οικονομία @ national economy
εθνικές εκλογές @ national election
εθνική δαπάνη @ national expenditure
εθνική χρηματοδότηση @ national financing
εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου @ national implementation of Community law
εθνικό μέτρο εκτέλεσης @ national implementing measure
εθνικό εισόδημα @ national income
εθνική ανεξαρτησία @ national independence
εθνικό δίκαιο @ national law
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα @ national liberation movement
εθνική βιβλιοθήκη @ national library
εθνική μειονότητα @ national minority
εθνικό πάρκο @ national park
εθνικό κοινοβούλιο @ national parliament
εθνικός προγραμματισμός @ national planning
εθνική παραγωγή @ national production
εθνικό σχολείο @ national school
στρατιωτική θητεία @ national service
εθνικοσοσιαλισμός @ National Socialism
εθνική κυριαρχία @ national sovereignty
εθνικές στατιστικές @ national statistics
τιμολόγιο εσωτερικών μεταφορών @ national tariff
εθνικός φόρος @ national tax
εθνικές μεταφορές @ national transport
εθνική ενοποίηση @ national unification
εθνικοποίηση @ nationalisation
εθνικισμός @ nationalism
εθνικιστικό κόμμα @ nationalist party
ιθαγένεια @ nationality
ιθαγένεια νομικών προσώπων @ nationality of legal persons
ντόπιος @ native
γενέθλιος @ native
NATO @ NATO
ΝΑΤΟ @ NATO
χώρες του ΝΑΤΟ @ NATO countries
τέκνο άγαμων γονέων @ natural child
φυσική καταστροφή @ natural disaster
ύφασμα από φυσικά νήματα @ natural fibre
φυσική χρωστική ουσία @ natural food colouring
φυσικό δάσος @ natural forest
φυσικό αέριο @ natural gas
φυσικοί κίνδυνοι @ natural hazard
φυσικό δίκαιο @ natural law
φυσικό πρόσωπο @ natural person
φυσικοί πόροι @ natural resources
φυσικό ελαστικό @ natural rubber
πολιτογράφηση @ naturalisation
φύση @ nature
περιοχή προστασίας της φύσης @ nature reserve
Ναούρου @ Nauru
Ναουρού @ Nauru
ναυτία @ nausea
Ναβάρρα @ Navarre
ομφαλός @ navel
βοήθημα πλοήγησης @ navigation aid
κώδικας ναυσιπλοΐας @ navigational code
Πολεμικό Ναυτικό @ navy
ναυτικό @ navy
ναυτικός @ navy
Ναζαρέτ @ Nazareth
Ναζί @ Nazi
Ναζισμός @ Nazism
(nephos) @ nebula
αυχένας @ neck
γραβάτα @ necktie
νεκρομαντεία @ necromancy
χρειάζομαι @ need
βελόνα @ needle
πευκοβελόνα @ needle
πιστωτικός τίτλος @ negotiable instrument
σύμβαση κατ' ανάθεση @ negotiated contract
διαπραγμάτευση συμφωνίας ΕΚ @ negotiation of an EC agreement
τεχνική των διαπραγματεύσεων @ negotiation skills
γειτονιά @ neighborhood
γείτονας @ neighbour
αστυνομία της γειτονιάς @ neighbourhood police
νεοδύμιο @ neodymium
νεολιθική @ Neolithic
νεολογισμός @ neologism
νέον @ neon
Νεπάλ @ Nepal
ψευδής @ NEPRAVDA
ποσειδώνιο @ neptunium
φωλιά @ nest
φωλιάζω @ nest
δίκτυο @ net
δίχτυ @ net
κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει @ net contributor
κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει @ net recipient
Κάτω Χώρες @ Netherlands
ολλανδικός @ Netherlands
Ολλανδικές Αντίλλες @ Netherlands Antilles
ΥΧΕ των Κάτω Χωρών @ Netherlands OCT
πλωτό δίκτυο @ network of navigable waterways
εξυπηρετητής δικτύου @ network server
νευροβιολογία @ neurobiology
ασθένεια του νευρικού συστήματος @ neurological disease
νευρολογία @ neurology
ουδέτερος @ neuter
αμετάβατος @ neuter
ουδετερότητα @ neutrality
νετρίνο @ neutrino
νετρόνιο @ neutron
αστέρας νετρονίων @ neutron star
ποτέ @ never
δεν πειράζει @ never mind
μολαταύτα @ nevertheless
νέος @ new
Νέα Καληδονία @ New Caledonia
νέο κοινοτικό μέσο @ New Community Instrument
Νέο Δελχί @ New Delhi
νέα οικονομική τάξη πραγμάτων @ new economic order
νέα παιδαγωγική @ new educational methods
νέο προϊόν @ new product
νέα θρησκεία @ new religion
Νέα Νότια Ουαλία @ New South Wales
νέες τεχνολογίες @ new technology
Καινή Διαθήκη @ New Testament
νέα πόλη @ new town
νέα μορφή απασχόλησης @ new type of employment
Νέος Κόσμος @ New World
Νέα Υόρκη @ New York
Νέα Υόρκη @ New York City
Νέα Ζηλανδία @ New Zealand
νέες βιομηχανικές χώρες @ newly industrialised country
εφημερίδα @ newspaper
επόμενος @ next
διπλανός @ next
Νικαράγουα @ Nicaragua
καλός @ nice
Νίκαια @ Nice
ωραίας @ nice
Νικόλαος @ Nicholas
νικέλιο @ nickel
παρωνύμιο @ nickname
νικοτίνη @ nicotine
ανεψιά @ niece
Νίγηρ @ Niger
Νίγηρας @ Niger
Νιγηρία @ Nigeria
νύχτα @ night
νυκτερινή εργασία @ night work
σούρουπο @ nightfall
αηδόνι @ nightingale
εφιάλτης @ nightmare
μηδενισμός @ nihilism
Νίκη @ Nike
Nimexe @ Nimexe
εννέα @ nine
δεκαεννέα @ nineteen
ενενήντα @ ninety
ενενήντα οκτώ @ ninety-eight
ενενήντα πέντε @ ninety-five
ενενήντα τέσσαρες @ ninety-four
ενενήντα εννέα @ ninety-nine
ενενήντα έν @ ninety-one
ενενήντα επτά @ ninety-seven
ενενήντα έξ @ ninety-six
ενενήντα τρείς @ ninety-three
ενενήντα δύο @ ninety-two
νίντζα @ ninja
ένατος @ ninth
νιόβιο @ niobium
ρώγα @ nipple
όακαριότητα @ nirvana
κονίδα @ nit
Περιοχή της Nitra @ Nitra region
άζωτο @ nitrogen
Νιούε @ Niue
όχι @ no
δεν @ no
απαγορεύεται το @ no
τα αγαθά κόποις κτώνται @ no pain, no gain
παρακαλώ @ no problem
απαγορεύεται το κάπνισμα @ no smoking
Νώε @ Noah
νομπέλιο @ nobelium
αριστοκρατία @ nobility
αριστοκρατικός @ noble
κανένας @ nobody
νυκτόβιος @ nocturnal
θόρυβος @ noise
ηχητική στάθμη @ noise level
ηχορύπανση @ noise pollution
προστασία από τους θορύβους @ noise protection
νομαδισμός @ nomadism
ονοματολογία @ nomenclature
ονομαστική @ nominative
ονομαστική @ nominative case
μη αλκοολούχο ποτό @ non-alcoholic beverage
αδέσμευτη πολιτική @ non-alignment
μη συνδεδεμένη χώρα @ non-associated country
μη εγγεγραμμένος @ non-attached member
μη εμπορικός τομέας @ non-commercial sector
υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού @ non-competition clause
μη υποχρεωτική δαπάνη @ non-compulsory expenditure
μη ανταποδοτική παροχή @ non-contributory  benefit
μη διαρκές αγαθό @ non-durable goods
μη ευρωπαϊκή γλώσσα @ non-European language
μη σιδηρούχα μέταλλα @ non-ferrous metal
μη σιδηρούχο μετάλλευμα @ non-ferrous ore
μη πλατέα προϊόντα @ non-flat product
εκπαίδευση εκτός σχολικού συστήματος @ non-formal education
πρόταση νόμου @ non-government bill
μη κυβερνητικός οργανισμός @ non-governmental organisation
μη κυβερνητικές οργανώσεις @ non-governmental organization
μη ιοντίζουσα ακτινοβολία @ non-ionising radiation
μη θανατηφόρο όπλο @ non-lethal weapon
πριμοδότηση μη εμπορίας @ non-marketing premium
μη μεταλλικό ορυκτό @ non-metallic ore
μη συμμετέχον κράτος @ non-participating country
πραγματικός φόρος @ non-personal tax
μη ρυπαίνοντα οχήματα @ non-polluting vehicle
σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα @ non-profit organisation
μη διάδοση των εξοπλισμών @ non-proliferation of arms
μη επανεκμεταλλεύσιμα απόβλητα @ non-recoverable waste
δωρεάν βοήθεια @ non-refundable aid
θρησκευτικό κράτος @ non-secular State
άτυπη μορφή εργασίας @ non-standard employment
μη δασμολογικό εμπόδιο @ non-tariff barrier
μη χρήση βίας @ non-violence
οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός @ non-working population
μη υφασμένο ύφασμα @ non-woven fabric
Συμβούλιο Σκανδιναβικών Χωρών @ Nordic Council
χώρες μέλη του Συμβουλίου Σκανδιναβικών Χωρών @ Nordic Council countries
Νορ-πα-ντε-Καλαί @ Nord-Pas-de-Calais
Νήσος Νόρφολκ @ Norfolk Island
τιμή στόχου @ norm price
Norrbotten @ Norrbotten county
βορράς @ north
Βόρεια Αφρική @ North Africa
Βόρεια Αμερική @ North America
Βόρεια Βραβάνδη @ North Brabant
Βόρεια Ολλανδία @ North Holland
Βόρεια Γιουτλάνδη @ North Jutland
Βόρεια Κορέα @ North Korea
Βορειοκεντρική Σουηδία @ North Middle Sweden
Βόρειος Πόλος @ North Pole
Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία @ North Rhine-Westphalia
Βόρεια Θάλασσα @ North Sea
βορειοανατολικά @ northeast
Βόρειοανατολική Εσθονία @ North-eastern Estonia
Βόρειο Αιγαίο @ Northern Aegean
Βόρειο Alföld @ Northern Alföld
Βόρεια Αγγλία @ Northern England
Βόρεια Εσθονία @ Northern Estonia
Βόρεια Ευρώπη @ Northern Europe
Βόρεια Ουγγαρία @ Northern Hungary
Βόρεια Ιρλανδία @ Northern Ireland
Βόρειος Ιρλανδία @ Northern Ireland
Νήσοι Βόρειες Μαριάνες @ Northern Marianas
Βόρεια Πορτογαλία @ Northern Portugal
σχέσεις Βορρά-Νότου @ North-South relations
εμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου @ North-South trade
βορειοδυτικά @ northwest
βορειοδυτικός @ northwest
Βορειοδυτική Αγγλία @ North-West England
Νορβηγία @ Norway
Νορβηγική Θάλασσα @ Norwegian Sea
μύτη @ nose
αιχμή @ nose
νοσταλγία @ nostalgia
δεν @ not
όχι @ not
συμβολαιογράφος @ notary
σημείωση @ note
σημειωματάριο @ notebook
τίποτε @ nothing
σημειώνω @ notice
Notranjsko-kraška @ Notranjsko-kraška
ουσιαστικό @ noun
μυθιστόρημα @ novel
νέος @ novel
μυθιστοριογράφος @ novelist
Νοέμβριος @ November
Νόβι Σαντ @ Novi Sad
τώρα @ now
πότε-πότε @ now and then
πουθενά @ nowhere
πυρηνικό ατύχημα @ nuclear accident
πυρηνική χημεία @ nuclear chemistry
πυρηνική ενέργεια @ nuclear energy
Οργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας @ Nuclear Energy Agency
πυρηνική σχάση @ nuclear fission
πυρηνικό καύσιμο @ nuclear fuel
πυρηνική σύντηξη @ nuclear fusion
πυρηνική βιομηχανία @ nuclear industry
δίκαιο της πυρηνικής ενέργειας @ nuclear law
πυρηνική ιατρική @ nuclear medicine
μη διάδοση των πυρηνικών όπλων @ nuclear non-proliferation
πυρηνική φυσική @ nuclear physics
πολιτική πυρηνικής ενέργειας @ nuclear policy
πυρηνικός σταθμός παραγωγής ενέργειας @ nuclear power station
πυρηνικός αντιδραστήρας @ nuclear reactor
πυρηνική έρευνα @ nuclear research
πυρηνική ασφάλεια @ nuclear safety
πυρηνική τεχνολογία @ nuclear technology
πυρηνικές δοκιμές @ nuclear test
πυρηνικός πόλεμος @ nuclear war
πυρηνικά όπλα @ nuclear weapon
πυρήνας @ nucleus
γυμνός @ nude
γυμνότητα @ nudity
όχληση @ nuisance
ναρκωμένος @ numb
αριθμός @ number
νούμερο @ number
αριθμώ @ number
σχολικός πληθυσμός @ number of pupils
Αριθμοί @ Numbers
αριθμός @ numeral
νοσοκόμα @ nurse
τροφός @ nurse
νοσηλεύω @ nurse
θηλάζω @ nurse
νηπιαγωγείο @ nursery school
νοσηλευτική φροντίδα @ nursing care
νοσηλευτικό προσωπικό @ nursing staff
κελυφωτός καρπός @ nut
παξιμάδι @ nut
καρυοθραύστης @ nutcracker
θρέψη @ nutrition
διατροφή @ nutrition
θρεπτικός @ nutritional
ασθένεια οφειλόμενη στη διατροφή @ nutritional disease
επισιτιστικές ανάγκες @ nutritional needs
Νυξ @ Nyx
δρυς @ oak
ΟΠΕΑΧ @ OAPEC
κουπί @ oar
OEA @ OAS
χώρες του OEA @ OAS countries
βρώμη @ oat
όρκος @ oath
βρώμη @ oats
Obalno-kraška @ Obalno-kraška
Ομπάμα @ Obama
υπακοή @ obedience
οβελίσκος @ obelisk
παχύσαρκος @ obese
παχυσαρκία @ obesity
ενστάσεις κατά των εκλογών @ objections to an election result
λήθη @ oblivion
όμποε @ oboe
παρατήρηση @ observation
αστεροσκοπείο @ observatory
παρατηρητής @ observer
απαρχαιωμένος @ obsolete
απαρχαιωμένη τεχνολογία @ obsolete technology
εμπόδια στην ανάπτυξη @ obstacle to development
ODECA @ OCAS
χώρες του ODECA @ OCAS countries
οσιτανικά @ Occitan
απασχόληση @ occupation
κατοχή @ occupation
εργατικό ατύχημα @ occupational accident
ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων @ occupational accident insurance
επαγγελματική νόσος @ occupational disease
υγεία κατά την εργασία @ occupational health
ιατρική της εργασίας @ occupational medicine
επαγγελματική μετανάστευση @ occupational migration
επαγγελματική θνησιμότητα @ occupational mortality
φυσιολογία της εργασίας @ occupational physiology
ψυχολογία της εργασίας @ occupational psychology
ασφάλεια στην εργασία @ occupational safety
επαγγελματική κατάσταση @ occupational status
κατεχόμενα εδάφη @ occupied territory
ωκεανός @ ocean
Ωκεανία @ Oceania
ωκεανογραφία @ oceanography
OCR @ OCR
Οκτώβριος @ October
χταπόδι @ octopus
οσμή @ odour
Οδύσσεια @ Odyssey
ΟΟΣΑ @ OECD
χώρες του ΟΟΣΑ @ OECD countries
οισοφάγος @ oesophagus
βέβαια @ of course
παραπροϊόντα σφαγίων @ offal
παράβαση @ offence
τιμή προσφοράς @ offer price
γραφείο @ office
αυτοματοποίηση γραφείου @ office automation
μηχανή γραφείου @ office equipment
Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς @ Office for Harmonization in the Internal Market
είδη γραφείου @ office supplies
υπάλληλος γραφείου @ office worker
υπηρεσιακός @ official
επίσημο έγγραφο @ official document
Επίσημη Εφημερίδα @ Official Journal
επίσημη γλώσσα @ official language
επίσημη αγορά @ official market
επίσημες στατιστικές @ official statistics
επίσημη επίσκεψη @ official visit
υποθαλάσσια γεώτρηση @ offshore drilling
πετρέλαιο μηχανών @ offshore oil
εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας @ offshore structure
μετεγκατάσταση @ offshoring
συχνά @ often
ωμ @ ohm
λάδι @ oil
πετρέλαιο @ oil
λαδώνω @ oil
ελαιούχος καλλιέργεια @ oil crop
πετρελαιοβιομηχανία @ oil industry
ελαιουργία @ oil mill
πετρελαιαγωγός @ oil pipeline
ρύπανση από υδρογονάνθρακες @ oil pollution
διύλιση πετρελαίου @ oil refining
ελαιοκράμβη @ oil seed rape
τεχνολογία πετρελαίου @ oil technology
κοίτασμα πετρελαίου @ oilfield
αλοιφή @ ointment
οκαπία @ okapi
μπάμια @ okra
OLAF @ OLAF
παλιός @ old
γηραιός @ old
πρώην @ old
αρχαία αγγλική γλώσσα @ Old English
ηλικιωμένος εργαζόμενος @ older worker
παλιομοδίτικος @ old-fashioned
παλιομοδίτης @ old-fashioned
ελαιούχο φυτό @ oleaginous plant
ολιγαρχία @ oligarchy
ολιγοπώλιο @ oligopoly
ολιγοψώνιο @ oligopsony
ελιά @ olive
ελαία @ olive
λαδί @ olive
ελαιόλαδο @ olive oil
ελαιόδενδρο @ olive tree
ελαιοκαλλιέργεια @ olive-growing
Olomouc @ Olomouc
Ολυμπιακοί Αγώνες @ Olympic games
Ολυμπιακοί Αγώνες @ Olympic Games
Ομάν @ Oman
ομελέτα @ omelette
παντογνώστης @ omniscient
πάνω @ on
εκ μέρους @ on behalf of
υπολογιστής κεντρικής υποστήριξης @ on line data service
μια @ once
άλλοτε @ once
μόλις @ once
μια φορά και έναν καιρό @ once upon a time
ένας @ one
μοναχικό άτομο @ one person household
(oneirologia @ oneirology
μονογονική οικογένεια @ one-parent family
μονοκομματισμός @ one-party system
, @ onion
μοναδικός @ only
μόνο @ only
μοναχοπαίδι @ only child
ονοματοποιία @ onomatopoeia
Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων ΕΚ @ OOPEC
αδιαφανής @ opaque
OPCW @ OPCW
ΟΠΕΚ @ OPEC
χώρες του ΟΠΕΚ @ OPEC countries
ανοιχτός @ open
ανοίγω @ open
φανερή ψηφοφορία @ open ballot
ελεύθερη αγορά @ open market
ανοικτή μέθοδος συντονισμού @ open method of coordination
ανοικτό πανεπιστήμιο @ open university
λειτουργικό κόστος @ operating cost
αποτέλεσμα εκμετάλλευσης @ operating result
λειτουργικό σύστημα @ operating system
λειτουργία @ operation
εγχείριση @ operation
επιχείρηση @ operation
πράξη @ operation
λειτουργία των κοινοτικών οργάνων @ operation of the Institutions
επιχειρησιακή δαπάνη @ operational expenditure
επιχειρησιακό πρόγραμμα @ operational programme
γνώμη @ opinion
γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου @ opinion of the Court of Auditors
γνώμη του Δικαστηρίου ΕΚ @ opinion of the EC Court of Justice
δημοσκόπηση @ opinion poll
όπιο @ opium
Opolskie @ Opole province
αντιφρονών @ opposition
βιομηχανία οπτικών ειδών @ optical industry
οπτικό μέσο @ optical medium
οπτική @ optics
αισιόδοξος @ optimist
ρήτρα απαλλαγής @ opt-out clause
ή @ or
στοματικός @ oral
προφορική ερώτηση @ oral question
στοματικός έρωτας @ oral sex
πορτοκάλι @ orange
πορτοκαλιά @ orange
πορτοκαλί @ orange
σφαίρα @ orb
οπωρώνας @ orchard
ορχήστρα @ orchestra
ορχιδέα @ orchid
διαταγή @ order
σειρά @ order
παραγγελία @ order
παραγγέλνω @ order
τάγμα @ order
διάταξη @ ordinance
κοινός @ ordinary
τακτικό δικαστήριο @ ordinary court of law
μετάλλευμα @ ore
κοίτασμα ορυκτού @ ore deposit
κατεργασία του μεταλλεύματος @ ore processing
μεταμόσχευση οργάνων @ organ transplant
οργανικό οξύ @ organic acid
οργανικό χημικό προϊόν @ organic chemical
οργανική χημεία @ organic chemistry
βιολογική γεωργία @ organic farming
οργανικό λίπασμα @ organic fertiliser
οργανικός νόμος @ organic law
ρύπανση από οργανικές ουσίες @ organic pollution
βιολογικό προϊόν @ organic product
εταιρεία @ organisation
οργανόγραμμα @ organisation chart
οργάνωση των εκλογών @ organisation of elections
οργάνωση του τομέα της υγείας @ organisation of health care
οργάνωση της παραγωγής @ organisation of production
οργάνωση επαγγελματικού κλάδου @ organisation of professions
οργάνωση της έρευνας @ organisation of research
οργάνωση της εκπαίδευσης @ organisation of teaching
οργάνωση των μεταφορών @ organisation of transport
οργάνωση της εργασίας @ organisation of work
οργανωτικό πνεύμα @ organisational culture
οργανωμένη εγκληματικότητα @ organised crime
οργανισμός @ organism
οργάνωση @ organization
οργασμός @ orgasm
όργιο @ orgy
αρχικός @ original
προϊόν καταγωγής @ originating product
διακόσμηση @ ornament
ορφανό @ orphan
ορφανός @ orphan
ορθόδοξος @ Orthodox
ορθοδοξία @ Orthodoxy
ΟΑΣΕ @ OSCE
Όσλο @ Oslo
όσμιο @ osmium
αλιάετος @ osprey
στρουθοκάμηλος @ ostrich
Οτάβα @ Ottawa
ενυδρίδα @ otter
Ουαγκαντούγκου @ Ouagadougou
αχ @ ouch
Oulu @ Oulu
ουγκιά @ ounce
έξω @ out
διαφυγή κεφαλαίων @ outflow of capital
νόμος-πλαίσιο @ outline law
στήριξη για την επανατοποθέτηση @ outplacement
ανάθεση σε τρίτους @ outsourcing
παθητική τελειοποίηση @ outward processing
φούρνος @ oven
πάνω από το πτώμα μου @ over my dead body
υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων @ over-exploitation of resources
ξεχειλίζω @ overflow
γενικά έξοδα @ overheads
Οβεράισσελ @ Overijssel
σώρευση εισοδημάτων @ overlapping of income
μεθαύριο @ overmorrow
υπερπληθυσμός @ overpopulation
υπερπαραγωγή @ over-production
Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη @ overseas countries and territories
υπερπόντιο διαμέρισμα @ overseas department (France)
υπερπόντια εδάφη @ overseas territory
φάρμακο που πωλείται ελεύθερα @ over-the-counter drug
υπερωρία @ overtime
γλαύκα @ owl
ιδιοκατανάλωση @ own consumption
ίδιοι πόροι @ own resources
μεταφορά για ίδιο λογαριασμό @ own-account transport
ιδιοκαλλιέργεια @ owner farming
ιδιοκτησία @ ownership
Οξφόρδη @ Oxford
οξείδιο @ oxide
οξυγόνο @ oxygen
οξύμωρο σχήμα @ oxymoron
, @ oyster
όζον @ ozone
Örebro @ Örebro county
Östergötland @ Östergötland county
Ειρηνικός Ωκεανός @ Pacific Ocean
πιπίλα @ pacifier
ειρηνισμός @ pacifism
τυποποιημένο προϊόν @ packaged product
συσκευασία @ packaging
προϊόντα συσκευασίας @ packaging product
λουκέτο @ padlock
παιδιατρική @ paediatrics
παιδεραστία @ paedophilia
παγανισμός @ paganism
σελίδα @ page
παγόδα @ pagoda
άδεια μετ' αποδοχών @ paid leave
πόνος @ pain
παυσίπονο @ painkiller
βαφή @ paint
ζωγραφίζω @ paint
βάφω @ paint
ζωγράφος @ painter
βαφέας @ painter
ζωγραφική @ painting
χρώματα και βερνίκια @ paints and varnishes
ζευγάρι @ pair
διαβήτης @ pair of compasses
ματογυάλια @ pair of eyeglasses
ματογυάλια @ pair of glasses
ματογυάλια @ pair of spectacles
ματογυάλια @ pair of specs
Πακιστάν @ Pakistan
παλάτι @ palace
Παλαιολιθική @ palaeolithic
παλαϊκή @ Palaic
ουρανίσκος @ palate
Παλάου @ Palau
χλωμός @ pale
χλωμιάζω @ pale
παλαιολιθική @ Paleolithic
παλαιοντολογία @ paleontology
Παλαιστίνη @ Palestine
Παλαιστινιακό ζήτημα @ Palestinian question
σακάκι @ paletot
παλλάδιο @ palladium
παρηγορητική αγωγή @ palliative care
παλάμη @ palm
φοίνικας @ palm
φοινικοκάρυδο @ palm nut
τηγάνι @ pan
Παναμάς @ Panama
Διώρυγα του Παναμά @ Panama Canal
τηγανίτα @ pancake
πάγκρεας @ pancreas
παντεϊσμός @ pandeism
πανδημία @ pandemic
Πανδώρα @ Pandora
Panevėžys @ Panevėžys
Παγγαία @ Pangaea
πανικός @ panic
πανθεϊσμός @ pantheism
πάνθηρας @ panther
παπικό έγγραφο @ papal act
χαρτί @ paper
χάρτινος @ paper
:el:έγγραφο @ paper
συνδετήρας @ paper clip
πιστωτικό χρήμα @ paper money
χαρτόνι @ paperboard
Παπουασία-Νέα Γουινέα @ Papua New Guinea
παραβολή @ parabola
παραβολική κεραία @ parabolic aerial
αλεξίπτωτο @ parachute
παραδοξολογία @ paradox
παραφίνη @ paraffin
αλεξίπτωτο πλαγιάς @ paragliding
παράγραφος @ paragraph
Παραγουάη @ Paraguay
παπαγαλίνα @ parakeet
παράλληλος @ parallel
παραλληλόγραμμο @ parallelogram
παράλυση @ paralysis
παραϊατρικό επάγγελμα @ paramedical profession
παραϊατρική εκπαίδευση @ paramedical training
παραστρατιωτικό σώμα @ paramilitary force
παραψυχολογία @ parapsychology
παρασιτολογία @ parasitology
ορίστε @ pardon me
Pardubice @ Pardubice
γονέας @ parent
μητρική εταιρεία @ parent company
οικογενειακό επίδομα @ parental allowance
γονική μέριμνα @ parental authority
γονική άδεια @ parental leave
ευθύνη των γονέων @ parental responsibility
Παρίσι @ Paris
Πάρις @ Paris
χώρος στάθμευσης @ parking area
κοινοβούλιο @ parliament
βουλή @ parliament
βουλευτική αποζημίωση @ parliamentary allowance
κοινοβουλευτική συνέλευση @ parliamentary assembly
κοινοβουλευτικό σώμα @ parliamentary chamber
κοινοβουλευτική επιτροπή @ parliamentary committee
κοινοβουλευτικός έλεγχος @ parliamentary control
κοινοβουλευτική συζήτηση @ parliamentary debate
κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία @ parliamentary delegation
κοινοβουλευτική διπλωματία @ parliamentary diplomacy
κοινοβουλευτικό έγγραφο @ parliamentary document
βουλευτικές εκλογές @ parliamentary election
βουλευτική ασυλία @ parliamentary immunity
κοινοβουλευτική έρευνα @ parliamentary inquiry
κοινοβουλευτική βιβλιοθήκη @ parliamentary library
κοινοβουλευτική διαδικασία @ parliamentary procedure
κοινοβουλευτική ερώτηση @ parliamentary question
κανονισμός του Κοινοβουλίου @ parliamentary rules of procedure
βουλευτική έδρα @ parliamentary seat
βουλευτική σύνοδος @ parliamentary session
κοινοβουλευτική συνεδρίαση @ parliamentary sitting
κοινοβουλευτικό πολίτευμα @ parliamentary system
κοινοβουλευτική ψηφοφορία @ parliamentary vote
παπαγάλος @ parrot
παπαγαλίζω @ parrot
μαϊντανός @ parsley
μέρος @ part
μοιράζομαι @ partake
συμμέτοχος @ participant
συμμετέχω @ participate
συμμετέχον κράτος @ participating country
γυναικεία συμμετοχή @ participation of women
μετοχή @ participle
σωματίδιο @ particle
μόριο @ particle
σωματιδιακή φυσική @ particle physics
επιχείρηση κοινού συμφέροντος @ partly nationalised undertaking
προσωπική εταιρεία @ partnership
σύμπραξη για την ειρήνη @ Partnership for Peace
πέρδικα @ partridge
εργασία μερικής απασχόλησης @ part-time employment
μερική απασχόληση στη γεωργία @ part-time farming
γέννα @ parturition
κόμμα @ party
συνέδριο κόμματος @ party congress
χρηματοδότηση των κομμάτων @ party financing
οργάνωση των κομμάτων @ party organisation
πασάς @ pasha
ψήφιση νόμου @ passage of a bill
επιβάτης @ passenger
τιμολόγια επιβατικών μεταφορών @ passenger tariff
πάθος @ passion
διαβατήριο @ passport
παρελθόν @ past
αόριστος @ past
περασμένος @ past
αόριστος @ past tense
ζυμαρικά @ pasta
παστερίωση @ pasteurisation
παστεριωμένο γάλα @ pasteurised milk
αρτοσκεύασμα @ pastry
βιομηχανία ζαχαροπλαστικής @ pastry-making
πάχυνση με βοσκή @ pasture fattening
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας @ patent
δίκαιο ευρεσιτεχνίας @ patent law
άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας @ patents licence
πατρικός @ paternal
θεία @ paternal aunt
παππούς @ paternal grandfather
θείος @ paternal uncle
άδεια πατρότητας @ paternity leave
ασθενής @ patient
υπομονετικός @ patient
δικαιώματα του ασθενούς @ patient's rights
πατριώτης @ patriot
πατριωτικό κίνημα @ patriotic movement
χορηγία για καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις @ patronage
πρότυπο @ pattern
Παύλος @ Paul
οικονομική εξαθλίωση @ pauperisation
πιόνι @ pawn
μισθός @ pay
μισθολογική μείωση @ pay cut
πάγωμα των μισθών @ pay freeze
μισθολογική πολιτική @ pay policy
μισθολογική αύξηση @ pay rise
μισθολογική κλίμακα @ pay scale
τηλεοπτικά τέλη @ pay television
επί πληρωμή υπηρεσία @ payable service
ωφέλιμο φορτίο @ payload
πληρωμή @ payment
πιστώσεις πληρωμών @ payment appropriation
μπιζέλι @ pea
αρακάς @ pea
ειρήνη @ peace
ζώνη ειρήνης @ peace zone
ειρηνική συνύπαρξη @ peaceful co-existence
ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας @ peaceful use of energy
διατήρηση της ειρήνης @ peacekeeping
ροδάκινο @ peach
παγώνι @ peacock
φυστίκι @ peanut
αχλάδι @ pear
αχλαδιά @ pear
μαργαριτάρι @ pearl
χωριάτης @ peasant
αγροτική τάξη @ peasant class
ποάνθρακας @ peat
παιδεραστής @ pederast
πεζός @ pedestrian
πεζοδρομημένη ζώνη @ pedestrian zone
πελεκάνος @ pelican
Πελοπόννησος @ Peloponnese
λεκάνη @ pelvis
στιλό @ pen
ποινικός κώδικας @ penal code
σωφρονιστικό ίδρυμα @ penal institution
ποινική κύρωση @ penalty
αντίτιμο @ penalty
μολύβι @ pencil
εκκρεμές @ pendulum
πιγκουίνος @ penguin
πενικιλίνη @ penicillin
χερσόνησος @ peninsula
Χερσόνησος της Μαλαισίας @ Peninsular Malaysia
προσωπικό σωφρονιστικών καταστημάτων @ penitentiary staff
ασφάλεια γήρατος @ pension scheme
πεντάνιο @ pentane
κόσμος @ people
λαός @ people
σόι @ people
μάζες @ people
λαϊκή τράπεζα @ people's bank
λαϊκή δημοκρατία @ people's democracy
Λαοκρατική δημοκρατία της Κίνας @ People's Republic of China
πιπέρι @ pepper
πιπεριά @ pepper
Πέπσι κόλα @ Pepsi
κατά κεφαλή κατανάλωση @ per capita consumption
κατανομή κατά κεφαλή @ per capita distribution
τοις εκατό @ percent
αντίληψη @ perception
νερό φυσικής διήθησης @ percolation water
πετρίτης @ peregrine falcon
πολυετές λαχανικό @ perennial vegetable
αόριστος @ perfective aspect
ντοπάρισμα @ performance drugs
τέχνες του θεάματος @ performing arts
άρωμα @ perfume
αρωματίζω @ perfume
ίσως @ perhaps
περίνεο @ perineum
τελεία @ period
εποχή @ period
περίοδος @ period
χρηματική ποινή @ periodic penalty payment
περιοδική επιθεώρηση @ periodical publication
περιφερειακή μονάδα @ peripheral
απομακρυσμένη περιοχή @ peripheral region
φθαρτά εδώδιμα είδη @ perishable goods
μόνιμη καλλιέργεια @ permanent crop
μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ @ permanent representation to the EU
άδεια @ permission
κάθετος @ perpendicular
Περσεφόνη @ Persephone
περσικά @ Persian
Πέρσης @ Persian
περσικός @ Persian
άνθρωπος @ person
ασφάλιση ατυχημάτων @ personal accident insurance
προσωπικά στοιχεία @ personal data
προσωπική ανέλιξη @ personal development
προσωπικά είδη @ personal effects
φόρος φυσικών προσώπων @ personal income tax
ασφάλιση προσώπων @ personal insurance
κινητή περιουσία @ personal property
προσωπικό όπλο @ personal weapon
προσωποποίηση της εξουσίας @ personalisation of power
προσωπικότητα @ personality
διοίκηση προσωπικού @ personnel administration
απασχολούμενος  οικονομικά ενεργός πληθυσμός @ persons in work
εφίδρωση @ perspiration
Περού @ Peru
Πεσαβάρ @ Peshawar
φυτοφάρμακο @ pesticide
υπολείμματα παρασιτοκτόνων @ pesticide residue
βιομηχανία φυτοφαρμάκων @ pesticides industry
τροφές οικιακών ζώων συντροφιάς @ pet food
αναφορά @ petition
πετροχημική βιομηχανία @ petrochemicals
πετροδολάριο @ petrodollar
βενζίνη @ petrol
πετρέλαιο @ petroleum
έρευνα πετρελαίων @ petroleum exploration
πετρελαϊκή πολιτική @ petroleum policy
προϊόν πετρελαίου @ petroleum product
παραγωγή πετρελαίου @ petroleum production
πετρολογία @ petrology
Πετροπαβλόβσκ Καμτσάτσκι @ Petropavlovsk-Kamchatsky
Φαιστός @ Phaistos
Φαντομάς @ phantom
έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης @ pharmaceutical expenses
φαρμακοβιομηχανία @ pharmaceutical industry
νομοθεσία φαρμάκων @ pharmaceutical legislation
φαρμακευτικό προϊόν @ pharmaceutical product
φαρμακοποιός @ pharmacist
φαρμακευτική @ pharmacology
φαρμακείο @ pharmacy
φαρυγγικός @ pharyngeal
φάρυγγας @ pharynx
φασιανόs @ pheasant
φαινόμενο @ phenomenon
Φίλιππος @ Philip
Φιλιππίνες @ Philippines
φιλόσοφος @ philosopher
φιλοσοφική λίθος @ philosopher's stone
φιλοσοφία @ philosophy
φιλοσοφία του δικαίου @ philosophy of law
φοβία @ phobia
φοίνικας @ phoenix
τηλέφωνο @ phone
καλώ @ phone
τηλεφωνικό σεξ @ phone sex
φώνημα @ phoneme
Φωνητικός @ phonetic
φωσφορικά άλατα @ phosphate
φωσφόρος @ phosphorus
φώσφορος @ phosphorus
φωτογραφία @ photo
φωτοχημεία @ photochemistry
φωτογραφία @ photograph
φωτογραφίζω @ photograph
φωτογράφος @ photographer
βιομηχανία φωτογραφικών ειδών @ photographic industry
φωτογραφία @ photography
φωτογραφική @ photography
φωτόνιο @ photon
φωτοφοβία @ photophobia
φωτοσύνθεση @ photosynthesis
φωτοβολταϊκή στήλη @ photovoltaic cell
φράση @ phrase
φράζειν @ phrase
φύλο @ phylum
φυσικός @ physical
σωματική επίθεση @ physical aggression
σωματική αγωγή @ physical education
φυσικό περιβάλλον @ physical environment
φυσικές διεργασίες @ physical process
φυσικές επιστήμες @ physical sciences
άτομο με σωματική μειονεξία @ physically disabled
ιατρός @ physician
φυσικός @ physicist
φυσική @ physics
φυσιολογία @ physiology
πι @ pi
πιάνο @ piano
Πικαρδία @ Picardy
αξίνα @ pickaxe
εικόνα @ picture
φωτογραφία @ picture
κινηματογράφος @ picture
εικόνα σύνθεσης @ picture synthesis
γραφικός @ picturesque
πίτα @ pie
κομμάτι @ piece
αμοιβή επί τη αποδόσει @ piece work pay
Πεδεμόντιο @ Piedmont
μώλος @ pier
Πιερία @ Pieria
γουρούνι @ pig
περιστέρι @ pigeon
γουρουνόπουλο @ piglet
χοιρινό κρέας @ pigmeat
χοιροστάσιο @ pigsty
έσοξ @ pike
ακόντιο @ pike
προσκυνητής @ pilgrim
προσκύνημα @ pilgrimage
χάπι @ pill
μαξιλάρι @ pillow
πιλότος @ pilot
Pilsen @ Pilsen
σωματέμπορος @ pimp
σπυρί @ pimple
πεύκο @ pine
κωνάριον @ pineal gland
ανανάς @ pineapple
πιγγ-πογγ @ ping pong
ροζ @ pink
γιγαρτόκαρπο @ pip fruit
αγωγός @ pipe
πίπα @ pipe
αυλός @ pipe
εκκλησιαστικό @ pipe
μεταφορά με αγωγό @ pipeline transport
σωληνώσεις @ piping
πειρατεία @ piracy
πειρατής @ pirate
οι @ Pisces
φιστίκι @ pistachio
φιστικιά @ pistachio
πιστόλι @ pistol
τρίπα @ pit
Νήσος Πίτκαιρν @ Pitcairn Islands
Νησιά Πιτκαϊρν @ Pitcairn Islands
δίκρανο @ pitchfork
πίτσα @ pizza
πλατεία @ place
πεδιάδα @ plain
χάρτης @ plan
σχεδιάζω @ plan
σταθερά του Πλανκ @ Planck's constant
πλάνη @ plane
επίπεδο @ plane
αεροπλάνο @ plane
πλανίζω @ plane
πλάτανος @ plane
επίπεδος @ plane
πλανήτης @ planet
πλαγκτόν @ plankton
οικονομία κεντρικού σχεδιασμού @ planned economy
ωρολόγιο πρόγραμμα @ planning of the school year
βελτίωση φυτών @ plant breeding
φυτική νόσος @ plant disease
φυτοϋγειονομικός έλεγχος @ plant health control
φυτοϋγειονομική νομοθεσία @ plant health legislation
φυτοϋγειονομικά προϊόντα @ plant health product
φυτοϋγειονομική αγωγή @ plant health treatment
χλωρίδα @ plant life
πολλαπλασιασμός των φυτών @ plant propagation
φυτικοί πόροι @ plant resources
απόκτηση φυτικής ποικιλίας @ plant variety right
φυτεία @ plantation
φυσική πλάσματος @ plasma physics
γύψος @ plaster
πλαστικό @ plastic
πλαστικοποιητής @ plasticiser
πλαστικές ύλες @ plastics
βιομηχανία πλαστικών @ plastics industry
πλατέα @ plate
έλασμα @ plate
αποβάθρα @ platform
λευκόχρυσος @ platinum
πλατίνα @ platinum
πλατύπους @ platypus
παίκτης @ player
μουσικός @ player
παρακαλώ @ please
ευχαριστώ @ please
ευχαρίστηση @ pleasure
σκάφος αναψυχής @ pleasure craft
δημοψήφισμα εμπιστοσύνης @ plebiscite
Πλειάδες @ Pleiades
πλήρωμα @ Pleroma
ΟΑΠ @ PLO
αγροτεμάχιο @ plot
αλέτρι @ plough
δαμάσκηνο @ plum
δαμασκηνιά @ plum
υδραυλικός @ plumber
υδραυλικά @ plumbing
εγκατάσταση ειδών υγιεινής @ plumbing equipment
πληθυντικός @ plural
πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας @ pluralism in the media
συν @ plus
Πλούταρχος @ Plutarch
πλουτώνιο @ plutonium
αντικολλητό ξύλο @ plywood
μηχάνημα πεπιεσμένου αέρα @ pneumatic machinery
πνευστό ελαστικό επίσωτρο @ pneumatic tyre
πνευμοκονίωση @ pneumoconiosis
πνευμονία @ pneumonia
βαλάντιο @ pocket
Podlachie @ Podlachia province
Podravska @ Podravska
ποίημα @ poem
ποιητής @ poet
ποίηση @ poetry
σημείο @ point
θέση @ point
υποδιαστολή @ point
βαθμός @ point
αιχμή @ point
αναφορά @ point
δηλητήριο @ poison
δηλητηριώδης @ poisonous
Πουατού-Σαράντ @ Poitou-Charentes
Πολωνία @ Poland
πολική αρκούδα @ polar bear
πολική περιοχή @ polar region
Πολωνός @ Pole
κοντάρι @ pole
πόλος @ pole
οζοϊκτίς @ polecat
αστυνομία @ police
αστυνομικοί έλεγχοι @ police checks
αστυνομική συνεργασία @ police cooperation
αστυφύλακας @ policeman
πολιτική γεωργικών διαρθρώσεων @ policy on agricultural structures
πολωνικά @ Polish
πολωνικός @ Polish
προϊόν συντήρησης @ polishing and scouring preparations
πολιτική ένταξη @ political affiliation
πολιτική εναλλαγή @ political alternation
πολιτική διαιτησία @ political arbitration
πολιτικό άσυλο @ political asylum
πολιτική συμπεριφορά @ political behaviour
Κέντρο @ political centre
πολιτική λέσχη @ political club
πολιτικός συνασπισμός @ political coalition
συγκατοίκηση @ political cohabitation
πολιτική συνεργασία @ political cooperation
πολιτική κρίση @ political crisis
πολιτικές διακρίσεις @ political discrimination
πολιτικό γραφείο @ political executive
πολιτική γεωγραφία @ political geography
πολιτική ομάδα @ political group
πολιτική ιδεολογία @ political ideology
πολιτικοί θεσμοί @ political institution
πολιτική ολοκλήρωση @ political integration
πολιτική συμμετοχή @ political involvement
πολιτική απαγωγή @ political kidnapping
Αριστερά @ political left
κόμματα της πλειοψηφίας @ political majority
μέλος πολιτικής οργάνωσης @ political militant
κόμματα της μειοψηφίας @ political minority
ηθική της πολιτικής ζωής @ political morality
πολιτικό κίνητρο @ political motivation
αντιπολίτευση @ political opposition
πολιτικό κόμμα @ political party
πολιτική φιλοσοφία @ political philosophy
πολιτική εξουσία @ political power
πολιτικός Τύπος @ political press
πολιτικός κρατούμενος @ political prisoner
πολιτικό πρόγραμμα @ political programme
πολιτική προπαγάνδα @ political propaganda
πολιτική μεταρρύθμιση @ political reform
πολιτικός πρόσφυγας @ political refugee
πολιτική εκπροσώπηση @ political representation
πολιτική ευθύνη @ political responsibility
Δεξιά @ political right
πολιτικά δικαιώματα @ political rights
πολιτική επιστήμη @ political science
πολιτική κατάσταση @ political situation
πολιτική κοινωνιολογία @ political sociology
πολιτική διάσπαση @ political split
πολιτικό καθεστώς @ political status
πολίτευμα @ political system
πολιτικές τάσεις @ political tendency
πολιτική αναταραχή @ political unrest
πολιτική βία @ political violence
πολιτικός άνδρας @ politician
πολιτικός @ politician
πολιτική ζωή @ politics
γύρη @ pollen
εκλογικό τμήμα @ polling station
ρύπος @ pollutant
μολυσμένη ζώνη @ polluted area
αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» @ polluter pays principle
ρύπανση @ pollution
μόλυνση @ pollution
έλεγχος της ρύπανσης @ pollution control
καταπολέμηση της ρύπανσης @ pollution control measures
ρύπανση από τη γεωργική δραστηριότητα @ pollution from agricultural sources
ρύπανση χερσαίας προέλευσης @ pollution from land-based sources
ρύπανση από τα πλοία @ pollution from ships
ρύπανση των υδάτινων ρευμάτων @ pollution of waterways
πολώνιο @ polonium
πολυγαμία @ polygamy
πολύεδρον @ polyhedron
πολυμερή @ polymer
Πολυνησία @ Polynesia
πολυώνυμο @ polynomial
πολυσυνθετικός @ polysynthetic
πολυθεϊσμός @ polytheism
ρόδι @ pomegranate
ροδιά @ pomegranate
Πομερανία @ Pomerania
Pomurska @ Pomurska
φτωχός @ poor
οι φτωχοί @ poor
πάπας; παπάς @ pope
λαϊκή τέχνη @ popular art
λαϊκή πολιτιστική παράδοση @ popular culture
επιστημονική εκλαΐκευση @ popularising science
απογραφή του πληθυσμού @ population census
πυκνότητα του πληθυσμού @ population density
πληθυσμιακή δυναμική @ population dynamics
δημογραφική πρόβλεψη @ population forecast
αύξηση πληθυσμού @ population growth
πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης @ population of working age
δημογραφική πολιτική @ population policy
δημογραφικές στατιστικές @ population statistics
λαϊκισμός @ populism
ακανθόχοιρος @ porcupine
πόρος @ pore
χοιρινό @ pork
πορνογράφος @ pornographer
πορνογραφικός @ pornographic
πορνογραφία @ pornography
λιμάνι @ port
θύρα @ port
πορτό @ port
λιμενική αρχή @ port administration
κίνηση λιμένων @ port traffic
πορτό @ port wine
προσωπογραφία @ portrait
λιμενική πολιτική @ ports policy
Πορτογαλία @ Portugal
πορτογαλικά @ Portuguese
Πορτογάλος @ Portuguese
πορτογαλικός @ Portuguese
Πορτογαλόφωνη Aφρική @ Portuguese-speaking Africa
θέση @ position
θέση της γυναίκας @ position of women
κτητική @ possessive
κτητική @ possessive case
δυνατότητα @ possibility
ταχυδρομείο @ post office
χρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ταχυδρομείων @ post office financial services
γραμματόσημο @ postage stamp
ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες @ postal and telecommunications services
ταχυδρομικό τέλος @ postal charges
ταχυδρομική υπηρεσία @ postal service
ψήφος δι' αλληλογραφίας @ postal vote
κάρτα @ postcard
μετακομμουνισμός @ post-communism
αφίσα @ poster
μεταπτυχιακές σπουδές @ postgraduate education
μεταβιομηχανική οικονομία @ post-industrial economy
ταχυδρόμος @ postman
μεταμοντερνισμός @ postmodernism
ποτάσσα @ potash
κάλιο @ potassium
κάλιον @ potassium
γεώμηλο @ potato
πατάτα @ potato
αγγειοπλάστης @ potter
σακούλα @ pouch
πουλερικά @ poultry
πτηνοτροφία @ poultry farming
κρέας πουλερικών @ poultrymeat
λίβρα @ pound
λίρα @ pound
ένδεια @ poverty
σκόνη @ powder
κονεομεταλλουργία @ powder metallurgy
γάλα σε σκόνη @ powdered milk
δύναμη @ power
επιρροή @ power
ισχύς @ power
ενέργεια @ power
εξουσία εκτίμησης @ power of assessment
αντιπροσώπευση @ power of attorney
εξουσία λήψεως αποφάσεων @ power of decision
εξουσία εκτέλεσης @ power of implementation
εξουσία πρωτοβουλίας @ power of initiative
κυρωτική εξουσία @ power of ratification
σταθμός παραγωγής ενέργειας @ power plant
εξουσία διορισμού @ power to appoint
διαπραγματευτική εξουσία @ power to negotiate
αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου @ powers of parliament
αρμοδιότητες των οργάνων της ΕΚ @ powers of the EC Institutions
αρμοδιότητα του ΕΚ @ powers of the EP
εξάσκηση @ practice
παράλληλο ιατρικό επάγγελμα @ practitioner of alternative medicine
Πράγα @ Prague
φάρσα @ prank
πρασεοδύμιο @ praseodymium
αληθινός @ PRAVDA
αληθής @ PRAVDA
προενταξιακή στρατηγική @ pre-accession strategy
αρχή της πρόνοιας @ precautionary principle
υπεροχή του κοινοτικού δικαίου @ precedence of Community law
προηγούμενο @ precedent
δεδικασμένο @ precedent
ευγενή μέταλλα @ precious metal
πολύτιμος λίθος @ precious stones
γκρεμός @ precipice
μηχάνημα ακριβείας @ precision engineering
συσκευή ακριβείας @ precision instrument
κατηγόρημα @ predicate
προβλέπω @ predict
προκατασκευές @ prefabrication
προτιμησιακή συμφωνία @ preferential agreement
προτιμησιακή τιμή @ preferential price
ψήφος με εκδήλωση προτίμησης @ preferential voting
εγκυμοσύνη @ pregnancy
έγκυος @ pregnant
προϊστορία @ prehistory
προκατάληψη @ prejudice
προσχέδιο προϋπολογισμού @ preliminary draft budget
προσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ @ preliminary draft EC budget
προδικαστικό ερώτημα @ preliminary issue
προσυσκευασία @ pre-packaging
τυποποίηση προϊόντων προς διάθεση @ preparation for market
παρασκευασμένα τρόφιμα @ prepared foodstuff
πρόθεση @ preposition
ακροποσθία @ prepuce
προσχολική αγωγή @ pre-school education
συνταγή @ prescription
τωρινός @ present
παρουσιάζω @ present
παρόν @ present
παρών @ present
μετοχή του ενεστώτα @ present participle
συντηρητικό @ preservative
προϊόν σε κονσέρβα @ preserved product
πρόεδρος @ President
πρόεδρος @ president
πρόεδρος της Επιτροπής @ President of the Commission
πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ President of the EP
προεδρικές εκλογές @ presidential election
προεδρικό καθεστώς @ presidential régime
Περιοχή της Prešov @ Prešov region
Τύπος @ press
ειδησεογραφικό πρακτορείο @ press agency
ανακοινωθέν Τύπου @ press release
επιχείρηση Τύπου @ press undertaking
πίεση @ pressure
εξοπλισμός υπό πίεση @ pressure equipment
ωραίος @ pretty
αποτρέπω @ prevent
καταπολέμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς @ prevention of delinquency
πρόληψη της ρύπανσης @ prevention of pollution
τιμή @ price
τίμημα @ price
κοστολογώ @ price
συμφωνία σε θέματα τιμών @ price agreement
έλεγχος των τιμών @ price control
διαφορές στις τιμές @ price disparity
προκαθορισμένη τιμή @ price fixed in advance
διακύμανση των τιμών @ price fluctuation
διαμόρφωση τιμών @ price formation
καθήλωση των τιμών @ price freeze
αύξηση των τιμών @ price increase
δείκτης τιμών @ price index
τιμαριθμική αναπροσαρμογή @ price indexing
πίνακας τιμών @ price list
τιμή άνευ φόρων @ price net of tax
τιμές γεωργικών προϊόντων @ price of agricultural produce
τιμή ενεργείας @ price of energy
τιμή γης @ price of farm land
τιμή της γης @ price of land
τιμές αξιών @ price of securities
πτώση των τιμών @ price reduction
ρύθμιση των τιμών @ price regulations
σταθερότητα των τιμών @ price stability
στήριξη των τιμών @ price support
τιμή @ prices
πολιτική τιμών @ prices policy
πούτσα @ prick
ιερέας @ priest
υπεροχή του δικαίου @ primacy of the law
πρωτοβάθμια εκπαίδευση @ primary education
προκριματικές εκλογές @ primary election
προϊόν βάσεως @ primary product
πρωτογενής τομέας @ primary sector
πρώτος @ prime
πρωθυπουργός @ prime minister
πρώτος αριθμός @ prime number
πρωτόγονος @ primitive
πρωτόγονη θρησκεία @ primitive religion
πρίγκιπας @ prince
Πρίγκιπας @ prince
Πριγκιπάτο Αστουριών @ Principality of Asturias
αρχή @ principle
αρχή της προσθετικότητας @ principle of additionality
αρχή της κοινοτικοποίησης @ principle of communitisation
αρχή της αναλογικότητας @ principle of proportionality
αρχή της επικουρικότητας @ principle of subsidiarity
εκτυπωτής @ printer
τυπογράφος @ printer
τυπογραφία @ printing
περιφέρεια με προτεραιότητα @ priority region
φυλακή @ prison
διοίκηση σωφρονιστικών καταστημάτων @ prison administration
καθεστώς των φυλακών @ prison system
κρατούμενος @ prisoner
αιχμάλωτος πολέμου @ prisoner of war
εργασία του κρατουμένου @ prisoner work
Πρίστινα @ Priština
ιδιωτική βοήθεια @ private aid
ιδιωτική τράπεζα @ private bank
ιδιωτικό Ecu @ private ECU
ιδιωτική εκπαίδευση @ private education
ιδιωτικά δάση @ private forest
ιδιωτική ασφάλιση @ private insurance
ιδιωτικό διεθνές δίκαιο @ private international law
ιδιωτική επένδυση @ private investment
ιδιωτικό δίκαιο @ private law
ΕΠΕ @ private limited company
μεταφορά με ίδια μέσα @ private means of transport
ιδιωτικό μέσο μαζικής επικοινωνίας @ private media
ιδιωτικοί ιατροί @ private medical treatment
ατομική ιδιοκτησία @ private property
ιδιωτική επιχείρηση @ private sector
ιδιωτικό απόθεμα @ private stock
χρηματικά διαθέσιμα @ private-sector liquidity
ιδιωτικοποίηση @ privatisation
προνόμιο @ privilege
περίοδος δοκιμασίας @ probationary period
πρόβλημα @ problem
προβληματικός @ problematic
διαδικασία @ procedure
(1) διεργασία @ process
τετηγμένο τυρί @ processed cheese
σύνθετο προϊόν διατροφής @ processed food product
μεταποιημένα τρόφιμα @ processed foodstuff
μεταποιητική βιομηχανία @ processing industry
μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο @ processing under customs control
συνυπευθυνότητα των παραγωγών @ producer co-responsibility
ομάδες παραγωγών @ producer group
τιμή παραγωγού @ producer price
ευθύνη του παραγωγού @ producer's liability
προϊόν @ product
σχεδίαση προϊόντος @ product design
ονομασία του προϊόντος @ product designation
διαφοροποίηση της παραγωγής @ product diversification
διάρκεια ζωής του προϊόντος @ product life
ποιότητα του προϊόντος @ product quality
ασφάλεια του προϊόντος @ product safety
εξειδίκευση της παραγωγής @ product specialisation
παραγωγή @ production
ενισχύσεις για την παραγωγή @ production aid
παραγωγική ικανότητα @ production capacity
έλεγχος παραγωγής @ production control
κόστος παραγωγής @ production cost
βελτίωση της παραγωγής @ production improvement
σχεδιασμός της παραγωγής @ production planning
πολιτική της παραγωγής @ production policy
ποσοστώσεις παραγωγής @ production quota
επιστροφή στην παραγωγή @ production refund
κανόνας απόδοσης @ production standard
στατιστικές παραγωγής @ production statistics
πλεόνασμα παραγωγής @ production surplus
στόχος της παραγωγής @ production target
τεχνολογία παραγωγής @ production technique
παραγωγικότητα @ productivity
επαγγελματικός στρατός @ professional army
επαγγελματικός σύνδεσμος @ professional association
επαγγελματική σταδιοδρομία @ professional career
επαγγελματική δεοντολογία @ professional ethics
επαγγελματική πείρα @ professional experience
αστική επαγγελματική εταιρία @ professional partnership
επαγγελματικά προσόντα @ professional qualifications
επαγγελματικό απόρρητο @ professional secret
επαγγελματικός σύλλογος @ professional society
επαγγελματικός αθλητισμός @ professional sport
καθηγητής @ professor
κέρδος @ profit
παροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους @ profit sharing
αποδοτικότητα @ profitability
δημοσιονομικές επιλογές @ programme budgeting
αυτοματοποιημένη διδασκαλία @ programmed learning
προγραμματιστής @ programmer
βιομηχανία προγραμμάτων @ programmes industry
γλώσσα προγραμματισμού @ programming language
πρόοδος @ progress
απαγορευμένο όπλο @ prohibited weapon
αξιολόγηση σχεδίου @ project evaluation
εκτέλεση σχεδίου @ project management
σχέδιο κοινοτικού ενδιαφέροντος @ project of Community interest
προμηθείο @ promethium
επαγγελματική εξέλιξη @ promotion
προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας @ promotion of the European idea
έκδοση νόμου @ promulgation of a law
αντωνυμία @ pronoun
προφέρω @ pronounce
απόδειξη @ proof
προπάνιο @ propane gas
έλικας @ propeller
ιδιοκτησία @ property
κτήμα @ property
ιδιότητα @ property
εργολαβία οικοδομών @ property development
ασφάλιση πραγμάτων @ property insurance
ενοικίαση ακινήτου @ property leasing
αγορά ακινήτων @ property market
έγγειος φόρος @ property tax
προφήτης @ prophet
αναλογική αντιπροσώπευση @ proportional representation
προτείνω @ propose
πεζολογία @ prose
κατήγορος @ prosecutor
τεχνολογική πρόβλεψη @ prospective technological studies
πόρνη @ prostitute
πορνεία @ prostitution
πρωτακτίνιο @ protactinium
πρωταγωνιστής @ protagonist
προστατεύω @ protect
προστατευόμενη ζώνη @ protected area
προστατευόμενο είδος @ protected species
προστασία @ protection
προστασία της πανίδας @ protection of animal life
προστασία των ζώων @ protection of animals
προστασία των επικοινωνιών @ protection of communications
προάσπιση των ελευθεριών @ protection of freedoms
προστασία των μειονοτήτων @ protection of minorities
προστασία της χλωρίδας @ protection of plant life
προστασία της ιδιωτικής ζωής @ protection of privacy
προστασία των εταίρων @ protection of shareholders
προστατευτισμός @ protectionism
ρήτρα διασφάλισης @ protective clause
προστατευτικός εξοπλισμός @ protective equipment
πρωτεΐνη @ protein
πρωτεϊνούχο προϊόν @ protein products
διαμαρτυρία @ protest
προτεσταντικό εκκλησιαστικό δίκαιο @ protestant church law
προτεσταντισμός @ Protestantism
πρωτόκολλο @ protocol
πρωτόκολλο ζάχαρης @ protocol on sugar
πρωτόκολλο συμφωνίας @ protocol to an agreement
πρωτότυπο @ prototype
Προβηγκία-Άλπεις-Κυανή Ακτή @ Provence-Alpes-Côte d'Azur
παροιμία @ proverb
επαρχία @ province
επαρχία Αμβέρσας @ Province of Antwerp
επαρχία Ανατολικής Φλάνδρας @ Province of East Flanders
επαρχία Φλαμανδικής Βραβάνδης @ Province of Flemish Brabant
επαρχία Αινώ @ Province of Hainault
επαρχία Λιέγης @ Province of Liège
βελγική επαρχία Λιμβούργου @ Province of Limbourg
βελγική επαρχία Λουξεμβούργου @ Province of Luxembourg
επαρχία Ναμύρ @ Province of Namur
επαρχία Βαλλωνικής Βραβάνδης @ Province of Walloon Brabant
επαρχία Δυτικής Φλάνδρας @ Province of West Flanders
λογιστικό αποθεματικό @ provision
παροχή υπηρεσιών @ provision of services
προσωρινά δωδεκατημόρια @ provisional twelfth
ψήφος δια πληρεξουσίου @ proxy vote
κλαδεύω @ prune
Πρωσία @ Prussia
ψευδώνυμο @ pseudonym
εισαγωγή σε ψυχιατρείο @ psychiatric confinement
ψυχιατρείο @ psychiatric institution
ψυχίατρος @ psychiatrist
ψυχιατρική @ psychiatry
ψυχανάλυση @ psychoanalysis
τηλεκίνηση @ psychokinesis
ψυχολογική παρενόχληση @ psychological harassment
ψυχολόγος @ psychologist
ψυχολογία @ psychology
ψυχομετρικό τεστ @ psychometric test
ψυχοσωματικός @ psychosomatic
ψυχότροπη ουσία @ psychotropic substance
εφηβεία @ puberty
δημόσιος @ public
κοινό @ public
δημόσιο λογιστικό @ public accounting
δημόσια διοίκηση @ public administration
δημόσιες αρχές @ public authorities
ευαισθητοποίηση του κοινού @ public awareness campaign
δημόσια τράπεζα @ public bank
δημόσιο δάνειο @ public borrowing
δημόσιο κτίριο @ public building
δημοσιότητα των συζητήσεων @ public conduct of debates
δημόσιες συμβάσεις @ public contract
δημόσιο χρέος @ public debt
Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο @ public economic law
οικονομία του δημόσιου τομέα @ public economy
δημόσια εκπαίδευση @ public education
δημόσια δαπάνη @ public expenditure
δημόσια οικονομικά @ public finance
δημόσια χρηματοδότηση @ public financing
δημόσια υγεία @ public health
δημόσια ακρόαση @ public hearing
αργία @ public holiday
δημόσια υγιεινή @ public hygiene
δημόσιος οργανισμός @ public institution
δημόσια ασφάλιση @ public insurance
δημόσιο διεθνές δίκαιο @ public international law
δημόσια επένδυση @ public investment
δημόσιο δίκαιο @ public law
βοηθητικός δικαστικός λειτουργός @ public legal official
δημόσια βιβλιοθήκη @ public library
ανώνυμη εταιρεία @ public limited company
δημόσια ήθη @ public morality
δημόσιο αξίωμα @ public office
κοινή γνώμη @ public opinion
δημόσια τάξη @ public order
δημόσια περιουσία @ public property
ποινική αγωγή @ public prosecution
εισαγγελική αρχή @ public prosecutor's department
δημόσιες σχέσεις @ public relations
δημόσια ασφάλεια @ public safety
δημόσια επιχείρηση @ public sector
δημόσια υπηρεσία @ public service
υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών @ public service employee
δημόσια δήλωση @ public statement
δημόσιο απόθεμα @ public stock
δημόσιες συγκοινωνίες @ public transport
δημόσια έργα @ public works
δημοσιεύσεις @ publication
δημοσίευση νόμου @ publication of a law
δημοσιότητα των λογαριασμών @ publication of accounts
ανακοίνωση τιμολογίων @ publication of tariffs
δάση του δημοσίου @ publicly-owned forest
σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα @ public-private partnership
εκδοτικός οίκος @ publisher
εκδόσεις @ publishing
προθεσμία έκδοσης @ publishing deadline
γνωστοποίηση των τιμών @ publishing of prices
σφαίρα @ puck
Πόρτο Ρίκο @ Puerto Rico
Πουέρτο Ρίκο @ Puerto Rico
βιομηχανία χαρτόμαζας και χαρτιού @ pulp and paper industry
άμβωνας @ pulpit
πάλσαρ @ pulsar
παλμός @ pulse
αντλία @ pump
κολοκύθα @ pumpkin
τιμωρία @ punishment
μαθητής @ pupil
κόρη @ pupil
μαριονέτα @ puppet
κουτάβι @ puppy
πράξη αγοράς @ purchase
τιμή αγοράς @ purchase price
αγοραστικές συνήθειες @ purchasing habits
αγοραστική δύναμη @ purchasing power
ισοτιμία αγοραστικής δύναμης @ purchasing power parity
καθαρτήριο @ purgatory
μωβ @ purple
γουργουρίζω @ purr
πύον @ pus
ώθηση φορτηγίδων @ push towing
Πούσκιν @ Pushkin
γατάκι @ pussy
ψιψίνα @ pussy
πυώδης @ pussy
μουνί @ pussy
Πιονγιάνγκ @ Pyongyang
πυραμίς @ pyramid
πυραμίδα @ pyramid
Πυθαγόρας @ Pythagoras
Πύθωνας @ python
Κατάρ @ Qatar
ο.ε.δ. @ QED
πα πα @ quack
αγυρτία @ quackery
τετράπλευρο @ quadrilateral
επτάκις εκατομμύριο @ quadrillion
τετράκις εκατομμύριο @ quadrillion
Σώμα των Κοσμητόρων @ Quaestor of the EP
ειδική πλειοψηφία @ qualified majority
ποιοτική ανάλυση @ qualitative analysis
ποιότητα @ quality
ποιοτικός @ quality
ομάδα ποιότητας @ quality control circle
ποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων @ quality control of agricultural products
ποιοτικός έλεγχος βιομηχανικών προϊόντων @ quality control of industrial products
σήμα ποιότητας @ quality label
ποιότητα ζωής @ quality of life
ποιότητα του περιβάλλοντος @ quality of the environment
ποιοτικό πρότυπο @ quality standard
ποσοτική ανάλυση @ quantitative analysis
ποσοτικός περιορισμός @ quantitative restriction
εκφορτωθείσα ποσότητα @ quantity of fish landed
κβάντωση @ quantization
κουάρκ @ quark
καβγάς @ quarrel
τέταρτο @ quarter
χαλαζίας @ quartz
κβάζαρ @ quasar
φόροι υπέρ τρίτων @ quasi-fiscal charge
τεταρτογενής τομέας @ quaternary sector
προκυμαία @ quay
Κεμπέκ @ Quebec
βασίλισσα @ queen
ντάμα @ queen
ερώτηση @ question
ερώτημα @ question
; @ question mark
επερώτηση @ question put to a minister
ώρα των ερωτήσεων @ question time
γρήγορα @ quickly
Κουίντιτς @ Quidditch
ήρεμος @ quiet
ήσυχος @ quiet
ησυχία @ quiet
πάπλωμα @ quilt
κυδώνι (kidoni) @ quince
απαρτία @ quorum
εισαγωγικά @ quotation marks
βιβλιογραφική αναφορά @ quote
πηλίκο @ quotient
ραββίνος @ rabbi
κουνέλι @ rabbit
κρέας κουνελιού @ rabbit meat
λύσσα @ rabies
φυλή @ race
φυλετική σύγκρουση @ racial conflict
φυλετικές διακρίσεις @ racial discrimination
ρατσισμός @ racism
φυλετισμός @ racism
ρατσιστής @ racist
προστασία από τη ραδιενέργεια @ radiation protection
ριζοσπαστικό κόμμα @ radical party
ραδιόφωνο @ radio
ραδιοφωνική συσκευή @ radio equipment
ασύρματη τηλεπικοινωνία @ radio telecommunications
ραδιενεργά απόβλητα @ radioactive effluent
ραδιενεργό υλικό @ radioactive materials
ραδιενεργός ρύπανση @ radioactive pollution
ραδιενεργά κατάλοιπα @ radioactive waste
ραδιενέργεια @ radioactivity
ραδιοβιολογία @ radiobiology
ραδίκι @ radish
ραπάνι @ radish
ραδόνιο @ radon
σχεδία @ raft
μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως @ rafting
οργή @ rage
σιδηροδρομικό δίκτυο @ rail network
σιδηροδρομικές μεταφορές @ rail transport
σιδηρόδρομος @ railroad
σιδηρόδρομος @ railway
σιδηροδρομικές κατασκευές @ railway industry
σιδηροδρομικός σταθμός @ railway station
τιμολόγιο σιδηροδρομικών μεταφορών @ railway tariff
βροχή @ rain
βρέχω @ rain
ουράνιο τόξο @ rainbow
(Amerikaniki Pestrofa) @ rainbow trout
σταφίδα @ raisin
τσουγκράνα @ rake
ρακή @ rakija
τυχαίος @ random
λύτρα @ ransom
βιασμός @ rape
δύναμη ταχείας αντίδρασης @ rapid reaction force
σπάνιος @ rare
ευγενές αέριο @ rare gas
Ρας αλ Καϊμά @ Ras Al Khaimah
σμέουρο @ raspberry
σμεουριά @ raspberry
αρουραίος @ rat
ρυθμός της εργασίας @ rate of work
κύρωση συμφωνίας @ ratification of an agreement
λόγος μεγεθών @ ratio
λόγος @ ratio
ρητός αριθμός @ rational number
κροταλίας @ rattlesnake
φαράγγι @ ravine
ωμός @ raw
βασική χημική βιομηχανία @ raw chemical industry
πρώτη ύλη @ raw material
νωπό γάλα @ raw milk
ακατέργαστη ζάχαρη @ raw sugar
ακτίνα @ ray
σαλάχι @ ray
ημιευθεία @ ray
ξυράφι @ razor
ξυριστική λεπίδα @ razorblade
ψύξη του αντιδραστήρα @ reactor cooling system
διαβάζω @ read
έτοιμος @ ready
αληθινός @ real
πραγματικός @ real
αυθεντικός @ real
πραγματικός αριθμός @ real
ακίνητο @ real estate
επιχείρηση ακινήτων @ real estate business
κτηματική πίστη @ real estate credit
κτηματική αγορά @ real estate market
πραγματικός αριθμός @ real number
ακίνητη περιουσία @ real property
ρεαλισμός @ realism
συνειδητοποιώ @ realize
βασίλειο @ realm
σφαίρα @ realm
επανεξοπλισμός @ rearmament
λόγος @ reason
επαγγελματική μετακίνηση @ reassignment
επαναστατήσει @ rebel
επαναστατική κυβέρνηση @ rebel government
εκκαθάριση της περιουσίας @ receivership
πρόσφατος @ recent
υποδοχή @ reception
ύφεση @ recession
συνταγή @ recipe
ανακτημένη γη @ reclaimed land
αναγνώριση διπλωμάτων @ recognition of diplomas
αναγνώριση σπουδών @ recognition of studies
αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων @ recognition of vocational training qualifications
σύσταση @ recommendation
ανασυσταμένο προϊόν @ reconstituted product
δίσκος @ record
ρεκόρ @ record
καταγράφω @ record
εγγραφή @ record
δισκοθήκη @ record library
προεγγεγραμμένο μέσο εγγραφής @ recording
συσκευή εγγραφής @ recording equipment
μέσο εγγραφής @ recording medium
πρόσληψη @ recruitment
ορθογώνιο παραλληλόγραμμο @ rectangle
ανακυκλώνω @ recycle
ανακυκλωμένο προϊόν @ recycled product
ανακύκλωση κεφαλαίων @ recycling of capital
τεχνολογία ανακύκλωσης @ recycling technology
ερυθρός @ red
κόκκινο @ red
κόκκινος @ red
ελάφι @ red deer
Ερυθρά Θάλασσα @ Red Sea
Ερυθρά θάλασσα @ Red Sea
ερυθρός οίνος @ red wine
εξόφληση @ redemption
απόσβεση του χρέους @ redemption of public debt
ενισχύσεις μετατροπής @ redevelopment aid
μετατροπή της παραγωγής @ redirection of production
αναπροεξόφληση @ rediscounting
αναδιανομή του εισοδήματος @ redistribution of income
μειωμένη τιμή @ reduced price
μείωση των εκπομπών αερίων @ reduction of gas emissions
μείωση ποινής @ reduction of sentence
μείωση του χρόνου εργασίας @ reduction of working time
απόλυση για οικονομικούς λόγους @ redundancy
επανεξαγωγή @ re-export
παραπέμπω @ refer
διαιτητής @ referee
τιμή αναγωγής @ reference price
προδικαστική παραπομπή ΕΚ @ reference to the EC Court of Justice for a preliminary ruling
δημοψήφισμα @ referendum
αναθέρμανση της οικονομίας @ reflation
μεταρρύθμιση της ΚΓΠ @ reform of the CAP
επωδός @ refrain
προϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη @ refrigerated product
βιομηχανία του ψύχους @ refrigeration industry
ψυγείο @ refrigerator
πρόσφυγας @ refugee
άρνηση προσφοράς @ refusal to bid
άρνηση πώλησης @ refusal to sell
αλλαγή καθεστώτος @ regime change
διοικητική περιφέρεια @ region
περιφέρεια εξαρτημένη από την αλιεία @ region dependent on fishing
Περιφέρεια της Μούρθια @ Region of Murcia
περιφερειακοί λογαριασμοί @ regional accounting
περιφερειακό υποκατάστημα @ regional agency
περιφερειακές ενισχύσεις @ regional aid
οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού @ regional and local authorities
οργανισμός περιφερειακής διοίκησης @ regional authority
περιφερειακός προϋπολογισμός @ regional budget
περιφερειακή συνεργασία @ regional cooperation
τοπική πολιτιστική παράδοση @ regional culture
περιφερειακή ανάπτυξη @ regional development
περιφερειακές ανισότητες @ regional disparity
περιφερειακή οικονομία @ regional economy
περιφερειακές εκλογές @ regional election
περιφερειακή γεωργική πολιτική @ regional farm policy
δημόσια οικονομικά περιφερειακής αυτοδιοίκησης @ regional finances
περιφερειακή γεωγραφία @ regional geography
περιφερειακή διοίκηση @ regional government
περιφερειακή ολοκλήρωση @ regional integration
επένδυση σε περιφερειακό επίπεδο @ regional investment
τοπική γλώσσα @ regional language
περιφερειακό δίκαιο @ regional law
περιφερειακή αγορά @ regional market
περιφερειακό κοινοβούλιο @ regional parliament
περιφερειακός προγραμματισμός @ regional planning
περιφερειακή αστυνομία @ regional police
περιφερειακή πολιτική @ regional policy
περιφερειακή ασφάλεια @ regional security
αυτόνομη περιφέρεια @ regional State
περιφερειακές στατιστικές @ regional statistics
περιφερειακές μεταφορές @ regional transport
περιφερειοποίηση @ regionalisation
περιφερειακή αποκέντρωση των συναλλαγών @ regionalisation of trade
τοπικισμός @ regionalism
περιφερειακό κόμμα @ regionalist party
σχέσεις περιφέρειας-Ευρωπαϊκής Ένωσης @ region-EU relationship
περιφέρειες και κοινότητες του Βελγίου @ regions and communities of Belgium
περιφέρειες της Αυστρίας @ regions of Austria
περιφέρειες της Δανίας @ regions of Denmark
περιφέρειες της  Εσθονίας @ regions of Estonia
περιφέρειες της Φινλανδίας @ regions of Finland
περιφέρειες της Γαλλίας @ regions of France
περιφέρειες της Γερμανίας @ regions of Germany
περιφέρειες της Ελλάδας @ regions of Greece
περιφέρειες της Ουγγαρίας @ regions of Hungary
περιφέρειες της Ιρλανδίας @ regions of Ireland
περιφέρειες της Ιταλίας @ regions of Italy
περιφέρειες της  Λετονίας @ regions of Latvia
περιφέρειες της Λιθουανίας @ regions of Lithuania
περιφέρειες της Πολωνίας @ regions of Poland
περιφέρειες της Πορτογαλίας @ regions of Portugal
περιφέρειες της Σλοβακίας @ regions of Slovakia
περιφέρειες της Σλοβενίας @ regions of Slovenia
περιφέρειες της Ισπανίας @ regions of Spain
περιφέρειες της Σουηδίας @ regions of Sweden
περιφέρειες της Τσεχικής Δημοκρατίας @ regions of the Czech Republic
περιφέρειες των Κάτω Χωρών @ regions of the Netherlands
περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου @ regions of the United Kingdom
καταχωρώ @ register
σήμα κατατεθέν @ registered trademark
εγγραφή εταιρείας στα μητρώα @ registration of a company
εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους @ registration of voters
τέλος πρωτοκόλλου @ registration tax
μετανιώνω @ regret
λύπη @ regret
κανονισμός @ regulation
κανονιστικές ρυθμίσεις της γεωργικής παραγωγής @ regulation of agricultural production
κανόνες επενδύσεων @ regulation of investments
κανονισμοί τηλεπικοινωνιών @ regulation of telecommunications
ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών @ regulation of transactions
υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου @ regulations for civil servants
επανεισαγωγή @ re-import
τάρανδος @ reindeer
αντασφάλιση @ reinsurance
επιχείρηση ένταξης στην αγορά εργασίας @ reintegration enterprise
σχολική επανένταξη @ re-integration into school
επαγγελματική επανένταξη @ reintegration into working life
απόρριψη του προϋπολογισμού @ rejection of the budget
σχέση κράτους-περιφέρειας @ relations between the State and the regions
διαγερμανικές σχέσεις @ relations between the two German States
συγγένεια @ relationship
σχέση @ relationship
σχετικότητα @ relativity
υφ' όρον απόλυση @ release on licence
ανακούφιση @ relief
θρησκεία @ religion
θρησκευτικός πόλεμος @ religious conflict
διακρίσεις θρησκεύματος @ religious discrimination
ζηλωτισμός @ religious fundamentalism
θρησκευτική ομάδα @ religious group
θρησκευτικό ίδρυμα @ religious institution
θρησκευτική αίρεση @ religious sect
θρησκευτικός τουρισμός @ religious tourism
θυμάμαι @ remember
απαλλαγή από τέλη εξαγωγής @ remission of export duties
τηλεανίχνευση @ remote sensing
απολαβές από την εργασία @ remuneration of work
Αναγέννηση @ Renaissance
ανανεώσιμη ενέργεια @ renewable energy
ανανεώσιμοι πόροι @ renewable resources
παράταση συμφωνίας @ renewal of an agreement
έλεγχος ενοικίων @ rent regulations
επιχείρηση μίσθωσης @ rental business
επιδιορθώνω @ repair
αναδασμός @ reparcelling
ενισχύσεις για παλιννόστηση @ repatriation grant
επαναπατρισμός κεφαλαίων @ repatriation of capital
κατάργηση @ repeal
μεταμεληθείς @ repentance
αντικαθιστώ @ replace
αναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων @ replacement of resources
μεταφύτευση @ replanting
έκθεση @ report
αναφορά @ report
αντιπροσωπευτική αγοραία τιμή @ representative market price
αντιπροσωπευτική τιμή @ representative price
αντιπροσωπευτικός συντελεστής @ representative rate
καταστολή @ repression
αντίγραφο @ reproduction
αναπαραγωγική υγεία @ reproductive health
ερπετό @ reptile
αβασίλευτη δημοκρατία @ republic
δημοκρατία @ republic
Δημοκρατία της Αρμενίας @ Republic of Armenia
Δημοκρατία της Κίνας @ Republic of China
Δημοκρατία της Κορέας @ Republic of Korea
Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας @ Republic of Macedonia
Δημοκρατία της Μολδαβίας @ Republic of Moldova
ρεπουμπλικανικό κόμμα @ Republican Party
φήμη @ reputation
φήμη @ repute
ζητώ @ request
επίταξη των εργαζομένων @ requisitioning of workers
παγιοποίηση του χρέους @ rescheduling of public debt
έρευνα @ research
έρευνα και ανάπτυξη @ research and development
οργανισμός έρευνας @ research body
προϋπολογισμός για την έρευνα @ research budget
ερευνητική μέθοδος @ research method
πολιτική έρευνας @ research policy
πρόγραμμα έρευνας @ research programme
ερευνητικό σχέδιο @ research project
έκθεση έρευνας @ research report
αποτελέσματα της έρευνας @ research results
ερευνητικό προσωπικό @ research staff
κράτηση θέσης @ reservation
επιφύλαξη @ reservation
εφεδρείες @ reserve army
αποθεματικό νόμισμα @ reserve currency
αποθεματικά @ reserves
κατοικία @ residence
δικαίωμα παραμονής @ residence permit
οικιστική ζώνη @ residential area
κινητικότητα διαμονής @ residential mobility
παραίτηση της κυβέρνησης @ resignation of the government
ρητίνη @ resin
αντοχή υλικών @ resistance of materials
αντίσταση @ resistor
ψήφισμα @ resolution
ψήφισμα του Κοινοβουλίου @ resolution of parliament
ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ Resolution of the Council of the European Union
ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου @ resolution of the European Council
θαλάσσιοι πόροι @ resources of the sea
σεβασμός @ respect
σέβομαι @ respect
αναπνοή @ respiration
ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος @ respiratory disease
αναπαύομαι @ rest
ακινησία @ rest
ανάπαυση @ rest
ηρεμία @ rest
χρόνος ανάπαυσης @ rest period
εστιατόριο @ restaurant
επαναφορά των δασμών @ restoration of customs duties
περιορισμός ελευθερίας @ restriction of liberty
περιορισμός του ανταγωνισμού @ restriction on competition
σύμπραξη @ restrictive trade practice
άδεια σύμπραξης @ restrictive-practice authorisation
δήλωση σύμπραξης @ restrictive-practice notification
αποτέλεσμα της ψηφοφορίας @ result of the vote
πρατήριο @ retail outlet
λιανική τιμή @ retail price
λιανική πώληση @ retail selling
λιανικό εμπόριο @ retail trade
αμφιβληστροειδής @ retina
συνταξιούχος @ retired person
συνταξιοδότηση @ retirement
όροι συνταξιοδότησης @ retirement conditions
αναδρομικότητα του νόμου @ retroactivity of a law
γυρίζω @ return
επιστρέφω @ return
παλιννόστηση @ return migration
επανένωση @ reunification
Ρεϋνιόν @ Réunion
ανατίμηση του νομίσματος @ revaluation
αποκαλύπτω @ reveal
αποκάλυψη @ revelation
εκδίκηση @ revenge
έσοδα @ revenue
αναθεώρηση συμφωνίας @ revision of an agreement
αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών @ revision of financial perspectives
αναθεώρηση της συνθήκης ΕΚ @ revision of the EC Treaty
επανάσταση @ revolution
περίστροφο @ revolver
ανταμοιβή @ reward
αμείβω @ reward
Ρέικιαβικ @ Reykjavik
ρήνιο @ rhenium
Ρήνος @ Rhine
λεκάνη του Ρήνου @ Rhine Valley
Ρηνανία-Παλατινάτο @ Rhineland-Palatinate
ρινόκερος @ rhinoceros
Ρόδος @ Rhodes
ρόδιο @ rhodium
ῥόμβος @ rhombus
Ροδανός-Άλπεις @ Rhône-Alpes
Ρίμπε @ Ribe
ρύζι @ rice
όρυζα @ rice
πλούσιος @ rich
Ριχάρδος @ Richard
αναβάτης @ rider
τυφέκιον @ rifle
Ρίγα @ Riga
δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας @ right of action
δικαίωμα ασύλου @ right of asylum
δικαίωμα εγκατάστασης @ right of establishment
δικαίωμα προτίμησης @ right of pre-emption
δικαίωμα αναλήψεως του μισθίου @ right of repossession
δικαίωμα πολιτιστικής ανάπτυξης @ right to culture
δικαίωμα διαδήλωσης @ right to demonstrate
δικαίωμα ανάπτυξης @ right to development
δικαίωμα εκπαίδευσης @ right to education
δικαίωμα στην υγεία @ right to health
δικαίωμα στέγασης @ right to housing
δικαίωμα πληροφόρησης @ right to information
δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας @ right to justice
δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα @ right to physical integrity
δικαίωμα του εκλέγεσθαι @ right to stand for election
τέλη ενδιάμεσης στάθμευσης @ right to stopover
δικαίωμα απεργίας @ right to strike
δικαίωμα του εκλέγειν @ right to vote
δικαίωμα εργασίας @ right to work
δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα @ rights of access
δικαιώματα των αλλοδαπών @ rights of aliens
δικαιώματα του υπαλλήλου @ rights of civil servants
δικαιώματα των μειονοτήτων @ rights of minorities
δικαιώματα της υπεράσπισης @ rights of the defence
ατομικά δικαιώματα @ rights of the individual
δαχτυλίδι @ ring
δακτύλιος @ ring
παράμεσος @ ring finger
Ρινγκκαίμπινγκ @ Ringkøbing
Ομάδα του Ρίο @ Rio Group
Ριόχα @ Rioja
πρόληψη των κινδύνων @ risk prevention
τελετουργία @ rite
τελετουργικό @ ritual
καρφί @ rivet
οδός @ road
έργα οδοποιίας @ road building
οδικές ενδομεταφορές @ road cabotage
οδικό δίκτυο @ road network
οδική ασφάλεια @ road safety
υπηρεσία συντήρησης και καθαρισμού οδών @ road services department
οδική κυκλοφορία @ road traffic
οδικές μεταφορές @ road transport
τιμολόγιο οδικών μεταφορών @ road transport tariff
τεχνικός έλεγχος @ roadworthiness tests
Ρομπέρ @ Robert
κοκκινολαίμης @ robin
ρομπότ @ robot
ρομποτική @ robotics
αυτοματοποίηση της παραγωγής @ robotisation
πέτρα @ rock
ροκ @ rock
αγριοπερίστερο @ rock dove
κουνιστή καρέκλα @ rocking chair
ραβδί @ rod
καλάμι @ rod
τρωκτικό @ rodent
αυγοτάραχα @ roe
ζ αρκάδι @ roe deer
ρόλος @ role
ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως @ roll-call vote
σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό @ rolling stock
Ρομ @ Roma
ρωμαϊκός @ Roman
Ρωμαίος @ Roman
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία @ Roman Empire
ρωμαϊκό δίκαιο @ Roman law
Ρουμανία @ Romania
ρουμάνικα @ Romanian
Ρώμη @ Rome
Η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα @ Rome wasn't built in a day
Ρωμαίος @ Romeo
πύργος @ rook
σταροκόρακας @ rook
δωμάτιο @ room
χώρος @ room
κόκορας @ rooster
ρίζα @ root
σκαλιστικό φυτό @ root crop
λαχανικό με βρώσιμη ρίζα @ root vegetable
σκοινί @ rope
ροζάριο @ rosary
τριαντάφυλλο @ rose
τριανταφυλλιά @ rose
ρόδινο @ rose
ερυθρωπός οίνος @ rosé wine
δενδρολίβανο @ rosemary
Στήλη της Ροζέττας @ Rosetta Stone
Ροσκίλντε @ Roskilde
Ροστόφ στον Ντον @ Rostov
Ροστόφ @ Rostov
σαπίζω @ rot
σάπιος @ rotten
βασιλικός @ royal
βασιλοφροσύνη @ royalism
τρίβω @ rub
ελαστικό κόμμι @ rubber
γομολάστιχα @ rubber
λάστιχο @ rubber
βιομηχανία ελαστικού @ rubber industry
ρουβίδιο @ rubidium
ρούβλι @ ruble
ρουμπίνι @ ruby
αγενής @ rude
, @ rule
κυβερνώ @ rule
κράτος δικαίου @ rule of law
προσωρινή αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων @ rule under emergency powers
κανών @ ruler
άρχοντας @ ruler
εσωτερικός κανονισμός @ rules of procedure
απόφαση δικαστηρίου @ ruling
άρχουσα τάξη @ ruling class
ρούμι @ rum
μηρυκαστικό @ ruminant
τρέχω @ run
αγροτικός @ rural
αγροτική κοινότητα @ rural community
αγροτική ανάπτυξη @ rural development
αγροτική κατοικία @ rural habitat
αγροτική μετανάστευση @ rural migration
αγροτικός πληθυσμός @ rural population
αγροτική περιοχή @ rural region
αγροτικός οικισμός @ rural settlement
αγροτική κοινωνιολογία @ rural sociology
αγροτικός τουρισμός @ rural tourism
Ρως @ Rus
παξιμάδι @ rusk
Ρωσία @ Russia
σκουριά @ rust
ρουθήνιο @ ruthenium
Ρουάντα @ Rwanda
σίκαλη @ rye
Σάμι @ Saami
ASACR @ SAARC
Σάαρ @ Saarland
Σάμπα @ Saba
σάκκος @ sack
ιερό βιβλίο @ sacred text
θυσία @ sacrifice
ιεροσυλία @ sacrilege
λυπημένος @ sad
συστήματα ασφαλείας @ safety device
πρότυπο ασφάλειας @ safety standard
κρόκος @ saffron
Σαχέλ @ Sahel
πανί @ sail
πλέω @ sail
αρμενίζω @ sail
ίστιο @ sail
κότερο @ sailboat
ιστιοπλοΐα @ sailing
ναύτης @ sailor
άγιος @ saint
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις @ Saint Christopher and Nevis
Άγιος Ευστάθιος @ Saint Eustatius
Αγία Ελένη @ Saint Helena
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις @ Saint Kitts and Nevis
Αγία Λουκία @ Saint Lucia
Άγιος Μαρτίνος @ Saint Martin
Αγία Πετρούπολη @ Saint Petersburg
Άγιος Πέτρος και Μικελόν @ Saint Pierre and Miquelon
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες @ Saint Vincent and the Grenadines
τρώξιμα @ salad
σαλάμι @ salami
μισθός @ salary
πώληση @ sale
έκπτωση @ sale
αντιπρόσωπος πωλήσεων @ sales agent
ενίσχυση διάθεσης @ sales aid
εμπορικά επαγγέλματα @ sales occupation
εμπορική προώθηση @ sales promotion
εμπορικός αντιπρόσωπος @ sales representative
προσωπικό πωλήσεων @ sales staff
σίελος @ saliva
άλατα @ salt
άλας @ salt
αλατισμένος @ salt
αλατούχος @ salt
συμφωνία SALT @ SALT Agreement
αλίπαστο προϊόν @ salted product
αλμυρό νερό @ saltwater
αλμυρός @ salty
αλατούχος @ salty
Σάλτσμπουργκ @ Salzburg
σαμάριο @ samarium
Σαμόα @ Samoa
Σαμόσατα @ Samosata
στατιστική δειγματολειπτική έρευνα @ sample survey
δειγματοληψία @ sampling
σαμουράι @ samurai
Σαν Φρανσίσκο @ San Francisco
Άγιος Μαρίνος @ San Marino
άμμος @ sand
αμμουδιά @ sand
σάνδαλο @ sandal
αμμοθύελλα @ sandstorm
σάντουιτς @ sandwich
σανσκριτική γλώσσα @ Sanskrit
Άγιος Βασίλης @ Santa Claus
Σάο Πάολο @ São Paulo
Σάο Τομέ και Πρίνσιπε @ São Tomé and Príncipe
ζαφείρι @ sapphire
Σάρα @ Sarah
Σαράγεβο @ Sarajevo
σαρκασμός @ sarcasm
σαρκοφάγος @ sarcophagus
Σαρδηνία @ Sardinia
Σατανάς @ Satan
σατανισμός @ Satanism
δορυφόρος @ satellite
τεχνητός δορυφόρος @ satellite
δορυφορική επικοινωνία @ satellite communications
δορυφορική πλοήγηση @ satellite navigation
πόλη δορυφόρος @ satellite town
σάτιρα @ satire
Σάββατο @ Saturday
κατσαρόλα @ saucepan
Σαουδική Αραβία @ Saudi Arabia
λαχανάλμη @ sauerkraut
λουκάνικο @ sausage
αποταμίευση @ savings
ταμιευτήριο @ savings bank
Savinjska @ Savinjska
σωτήρας @ savior
πριόνι @ saw
πριονίζω @ saw
πριονιστήριο @ sawmill
Σαξονία @ Saxony
Σαξωνία @ Saxony
Σαξονία-Άνχαλτ @ Saxony-Anhalt
σαξόφωνο @ saxophone
απόφθεγμα @ saying
θηκάρι @ scabbard
ικρίωμα @ scaffold
ζυγαριά @ scale
λέπι @ scale
μέγεθος @ scale
πρασουλίδα @ scallion
Σκανδιναβία @ Scandinavia
σκάνdιο @ scandium
σαρωτής @ scanner
αποδιοπομπαίος τράγος @ scapegoat
ουλή @ scar
σκηνή @ scene
χρονοδιάγραμμα @ schedule
συμφωνία του Σένγκεν @ Schengen Agreement
σύστημα πληροφοριών Σένγκεν @ Schengen Information System
σχιζοφρένεια @ schizophrenia
Σλέσβιχ-Χολστάιν @ Schleswig-Holstein
σχολείο @ school
πανεπιστήμιο @ school
σχολή @ school
κοπάδι @ school
διαπαιδαγωγώ @ school
σχολείο εξωτερικού @ school abroad
σχολική ηλικία @ school age
σχολική φοίτηση @ school attendance
κυλικείο σχολείου @ school canteen
σχολικό περιβάλλον @ school environment
δίδακτρα @ school fees
σχολική επιθεώρηση @ school inspection
σχολική νομοθεσία @ school legislation
σχολική ζωή @ school life
σχολίατροι @ school medicine
σχολική επίδοση @ school results
σχολικό εγχειρίδιο @ school textbook
μεταφορά μαθητών @ school transport
σχέσεις εκπαίδευσης-βιομηχανίας @ school-industry relations
παροχή παιδείας @ schooling
σχολική μελέτη @ schoolwork
σχέσεις εκπαίδευσης-επαγγελματικής ζωής @ school-working life relations
επιστήμη @ science
επιστημονική συσκευή @ scientific apparatus
επιστημονικός υπολογισμός @ scientific calculation
επιστημονική συνεργασία @ scientific cooperation
επιστημονική ανακάλυψη @ scientific discovery
εκπαίδευση θετικής κατεύθυνσης @ scientific education
επιστημονικές ανταλλαγές @ scientific exchange
επιστημονική βιβλιοθήκη @ scientific library
επιστημονικός Τύπος @ scientific press
επιστήμονες @ scientific profession
επιστημονική πρόοδος @ scientific progress
επιστημονική πραγματογνωμοσύνη @ scientific report
επιστημονική έρευνα @ scientific research
περιφρόνηση @ scorn
σκορπιός @ scorpion
Σκωτία @ Scotland
προσκοπισμός @ scouting
οθόνη @ screen
βίδα @ screw
κατσαβίδι @ screwdriver
όσχεο @ scrotum
γλυπτική @ sculpture
γλυπτό @ sculpture
θάλασσα @ sea
θαλάσσιο ψάρι @ sea fish
θαλάσσια αλιεία @ sea fishing
αχινός @ sea urchin
θαλάσσιος βυθός @ sea-bed
φώκια @ seal
ναυτικός @ seaman
κατ' οίκον έρευνα @ search
μηχανή αναζήτησης @ search engine
εποχή @ season
εποχιακή εργασία @ seasonal employment
εποχική μετανάστευση @ seasonal migration
εποχική ανεργία @ seasonal unemployment
εποχικός εργαζόμενος @ seasonal worker
έδρα θεσμικού οργάνου @ seat of Community institution
SEATO @ SEATO
δευτερόλεπτο @ second
δεύτερος @ second
δευτερόλεπτο (τόξου) @ second
λεπτό @ second
επαναληπτική ψηφοφορία @ second ballot
σύμβαση Λομέ ΙΙ @ second Lomé Convention
δεύτερο πρόσωπο @ second person
δεύτερη φάση της ΟΝΕ @ second stage of EMU
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος @ Second World War
δευτεροβάθμια εκπαίδευση @ secondary education
παράγωγο δίκαιο @ secondary legislation
δευτερεύουσα κατοικία @ secondary residence
δευτερογενής τομέας @ secondary sector
μυστικότητα @ secrecy
μυστικό @ secret
κρυφός @ secret
μυστική ψηφοφορία @ secret ballot
μυστική υπηρεσία @ secret service
μυστικές εταιρίες @ secret society
αποζημίωση γραμματείας @ secretarial allowance
προσωπικό γραμματείας @ secretarial staff
γραμματεία του οργάνου @ secretariat of an Institution
γραμματέας @ secretary
υπουργός @ secretary
γενικός γραμματέας @ Secretary General
μορφοχάλυβες @ section
τομεακή συμφωνία @ sectoral agreement
ενίσχυση κατά τομέα @ sectoral aid
προγραμματισμός κατά τομέα @ sectoral planning
μη εκκλησιαστική εκπαίδευση @ secular education
λαϊκό κράτος @ secular State
λαϊκός (μη θρησκευτικός) χαρακτήρας @ secularity
κινητές αξίες @ securities
ασφάλεια @ security
ασφάλεια εφοδιασμού @ security of supply
ασφάλεια και φύλαξη @ security services
ιζηματολογία @ sedimentology
ξελογιάστρα @ seductress
βλέπω @ see
καταλαβαίνω @ see
σπόρος για σπορά @ seed
σπόρος @ seed
κεφάλαιο αρχικής ώθησης @ seed capital
ελαιούχο λίνο @ seed flax
δενδρύλλιο @ seedling
φαίνομαι @ seem
τραμπάλα @ seesaw
προληπτικά αντισεισμικά μέτρα @ seismic monitoring
σεισμολογία @ seismology
(seismologie @ seismology
κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων @ seizure of goods
επιλογή μαθητών @ selection of pupils
επιλεκτική διάδοση πληροφοριών @ selective dissemination of information
επιλεκτική διανομή @ selective distribution agreement
σελήνιο @ selenium
σεληνολογία @ selenology
νόμιμη άμυνα @ self-defence
αυτοδιάθεση @ self-determination
ανεξάρτητος επαγγελματίας @ self-employed person
αυτοαπασχόληση @ self-employment
αυτοχρηματοδότηση @ self-financing
αυτοδιαχείριση @ self-management
αυτορρύθμιση @ self-regulation
σέλφ-σέρβις @ self-service store
καλλιέργεια για διατροφή @ self-sufficiency farming
ενεργειακή ανεξαρτησία @ self-sufficiency in energy
επισιτιστική ανεξαρτησία @ self-sufficiency in food
ποσοστό αυτάρκειας @ self-sufficiency rate
αυτάρκεια εφοδιασμού @ self-supply
πώληση επί ζημία @ selling at a loss
τιμή πώλησης @ selling price
σπέρμα @ semen
άνω τελεία @ semicolon
ημικατεργασμένο προϊόν @ semi-manufactured goods
ημιμέταλλα @ semi-metal
σημειολογία @ semiotics
ημιμαζικά μεταφορικά μέσα @ semi-public transport
ημιειδικευμένος εργάτης @ semi-skilled worker
ημίσκληρο τυρί @ semi-soft cheese
γερουσία @ senate
Σενεγάλη @ Senegal
ανώτερο στέλεχος @ senior management
προϋπηρεσία @ seniority
ευαίσθητη ζώνη @ sensitive area
ευαίσθητο προϊόν @ sensitive product
Σεούλ @ Seoul
σύζυγος εν διαστάσει @ separated person
διάκριση εξουσιών @ separation of powers
Σεπτέμβριος @ September
Μετάφραση των Εβδομήκοντα @ Septuagint
σεραφείμ @ seraph
Σερβία @ Serbia
Σερβία και Μαυροβούνιο @ Serbia and Montenegro
Σερβικά @ Serbian
λοχίας @ sergeant
σηροτροφία @ sericulture
σύνολο @ series
σειρά @ series
σοβαρός @ serious
σεροτονίνη @ serotonin
υπηρέτης @ servant
διακομιστής @ server
υπηρεσία @ service
παραχώρηση υπηρεσιών @ service concession
δραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών @ service industry
βοηθητικά επαγγέλματα @ service occupation
επιχείρηση παροχής υπηρεσιών @ services company
σύμβαση υπηρεσιών @ services contract
υπηρεσία κοινής ωφέλειας @ services of general interest
σουσάμι @ sesame
σύνολο @ set
βάζω @ set
σειρά @ set
σετ @ set
θεωρία των συνόλων @ set
σκηνικό @ set
πάγωμα των γαιών @ set-aside
διευθέτηση των διαφορών @ settlement of disputes
έποικος @ settler
επτά @ seven
επτά θανάσιμα αμαρτήματα @ seven deadly sins
δεκαεπτά @ seventeen
εβδομήντα @ seventy
εβδομήντα οκτώ @ seventy-eight
εβδομήντα πέντε @ seventy-five
εβδομήντα τέσσαρες @ seventy-four
εβδομήντα εννέα @ seventy-nine
εβδομήντα έν @ seventy-one
εβδομήντα επτά @ seventy-seven
εβδομήντα έξ @ seventy-six
εβδομήντα τρείς @ seventy-three
εβδομήντα δύο @ seventy-two
αποζημίωση λόγω απόλυσης @ severance pay
Σεβίλλη @ Seville
ιλύς καθαρισμού λυμάτων @ sewage sludge
συνουσία @ sex
φύλο @ sex
σεξουαλική αγωγή @ sex education
γενετήσιος @ sexual
διακρίσεις λόγω φύλου @ sexual discrimination
σεξουαλική ελευθερία @ sexual freedom
σεξουαλική παρενόχληση @ sexual harassment
ερωτική επαφή @ sexual intercourse
σεξουαλικές μειονότητες @ sexual minority
γενετήσιος ακρωτηριασμός @ sexual mutilation
σεξουαλικό έγκλημα @ sexual offence
σεξουαλικός τουρισμός @ sexual tourism
βιασμός @ sexual violence
σεξουαλικότητα @ sexuality
σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια @ sexually transmitted disease
Σεϋχέλλες @ Seychelles
σκιά @ shade
απόχρωση @ shade
σκιά @ shadow
σκιώδης κυβέρνηση @ shadow cabinet
Σαίξπηρ @ Shakespeare
ασκαλώνιο @ shallot
ρηχός @ shallow
ντροπή @ shame
Σανγκάη @ Shanghai
κράματα μνημών @ shape-memory alloy
μετοχή @ share
εταιρικό κεφάλαιο @ share capital
επίμορτη αγροληψία @ share farming
μέτοχος @ shareholder
εταιρική συμμετοχή @ shareholding
Σάρτζα @ Sharjah
οξύνω @ sharpen
αυτή @ she
θηκάρι @ sheath
προβατοειδή @ sheep
πρόβατο @ sheep
πρόβειο κρέας @ sheepmeat
τυρί πρόβειο @ sheep's milk cheese
φύλλο @ sheet
όστρακο @ shell
κέλυφος @ shell
οστρακοκαλλιέργεια @ shellfish farming
βοσκός @ shepherd
Νήσοι Σέτλαντ @ Shetland Islands
λύκαινα @ she-wolf
ασπίδα @ shield
προστατεύω @ shield
εργασία κατά βάρδιες @ shift work
ςιντοϊσμός @ Shinto
πλοίο @ ship
αποστέλλω @ ship
θαλάσσια διώρυγα @ ship canal
ναυπηγικές κατασκευές @ shipbuilding
ναυτιλιακή πολιτική @ shipping policy
σημαία πλοίου @ ship's flag
άδεια ναυσιπλοΐας @ ship's passport
πουκάμισο @ shirt
σκατό @ shit
σκατά @ shit
διάρροια @ shit
κακής ποιότητας @ shoddy
παπούτσι @ shoe
πέταλο @ shoe
πεταλώνω @ shoe
πέδιλο @ shoe
διάττων αστήρ @ shooting star
κατάστημα @ shop
ψωνίζω @ shop
εργαστήριο @ shop
βιτρίνα @ shop window
εμπορικό κέντρο @ shopping centre
προστασία των ακτών @ shore protection
έλλειψη @ shortage
πενθήμερο εργασίας @ shorter working week
βραχυπρόθεσμη πίστωση @ short-term credit
συγκυριακή πολιτική @ short-term economic policy
οικονομική συγκυρία @ short-term economic prospects
βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση @ short-term financing
βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη @ short-term forecast
μερική ανεργία @ short-time working
βολή @ shot
φτυάρι @ shovel
ντους @ shower
βροχούλα @ shower
νανομυγαλίδα @ shrew
ιερό @ shrine
κλείνω @ shut
σκασμός @ shut up
Šiauliai @ Šiauliai
Σιβηρία @ Siberia
Σικελία @ Sicily
άρρωστος @ sick
αναρρωτική άδεια @ sick leave
δρεπάνι @ sickle
σελίδα @ side
φαβορίτες @ sideburns
πολιορκία @ siege
Σιέρρα Λεόνε @ Sierra Leone
κόσκινο @ sieve
σημάδι @ sign
σήμα @ sign
πρόσημο @ sign
ζώδιο @ sign
συστήματα σήμανσης @ signalling device
υπογραφή @ signature
υπογραφή συμφωνίας @ signature of an agreement
σιωπή @ silence
σιωπηρή πλειοψηφία @ silent majority
Σιλεσία @ Silesia
Σιλεσία @ Silesia province
πυρίτιο @ silicon
διοξείδιο πυριτίου @ silicon dioxide
μετάξι @ silk
σιλό @ silo
άργυρος @ silver
ασημικά @ silverware
δασοκομία @ silviculture
παρόμοιος @ similar
παρομοίωση @ simile
σχετική πλειοψηφία @ simple majority
απλούστευση των διατυπώσεων @ simplification of formalities
απλούστευση της νομοθεσίας @ simplification of legislation
τα απλουστευμένα κινέζικα @ Simplified Chinese
προσομοίωση @ simulation
ταυτόχρονα @ simultaneously
αμαρτία @ sin
αμαρταίνω @ sin
ημίτονο @ sine
τραγουδάω @ sing
Σιγκαπούρη @ Singapore
ενιαίο έγγραφο @ single document
Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη @ Single European Act
ενιαία συναλλαγματική πολιτική @ single exchange-rate policy
ενιαία αγορά @ single market
ενιαία νομισματική πολιτική @ single monetary policy
άγαμος γονέας @ single parent
ψηφοφορία σε ένα γύρο @ single-ballot system
μονοκαλλιέργεια @ single-crop farming
ανεξάρτητη κατοικία @ single-family housing
βυθίζομαι @ sink
αμαρτωλός @ sinner
ιγμορίτιδα @ sinusitis
σιζάλ @ sisal
αδελφή @ sister
καλόγρια @ sister
νύφη @ sister-in-law
εγκατάσταση σταθμού ηλεκτροπαραγωγής @ siting of power stations
κατάσταση @ situation
έξι @ six
δεκαέξι @ sixteen
εξηκοστός @ sixtieth
εξήντα @ sixty
εξήντα οκτώ @ sixty-eight
εξήντα πέντε @ sixty-five
εξήντα τέσσαρες @ sixty-four
εξήντα εννέα @ sixty-nine
εξήντα έν @ sixty-one
εξήντα επτά @ sixty-seven
εξήντα έξ @ sixty-six
εξήντα τρείς @ sixty-three
εξήντα δύο @ sixty-two
μέγεθος της επιχείρησης @ size of business
Skåne @ Skåne county
σκελετός @ skeleton
σκαρίφημα @ sketch
σουβλάκι @ skewer
σκι @ ski
παρωχημένο προσόν @ skill obsolescence
ειδικευμένος εργάτης @ skilled worker
εξοστρακίζομαι @ skim
αποβουτυρωμένο γάλα @ skim milk
αποκορυφωμένο γάλα @ skimmed milk
αποβουτυρωμένο γάλα @ skimmed milk
αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη @ skimmed milk powder
δέρμα @ skin
γδέρνω @ skin
δερματική πάθηση @ skin disease
χοροπηδώ @ skip
φούστα @ skirt
Σκόπια @ Skopje
κρανίο @ skull
μεφίτιδα @ skunk
ουρανός @ sky
σταρήθρα @ skylark
ουρανοξύστης @ skyscraper
δυσφήμηση @ slander
χαστούκι @ slap
δεξιότροπη κάθετος @ slash
ζώο για σφαγή @ slaughter animal
σφαγή ζώων @ slaughter of animals
πριμοδότηση σφαγής @ slaughter premium
σφαγμένα πουλερικά @ slaughtered poultry
σφαγείο @ slaughterhouse
δουλεία @ slavery
βαρειά @ sledgehammer
κοιμάμαι @ sleep
ωραία κοιμωμένη @ Sleeping Beauty
παντόφλα @ slipper
νωθρότης @ sloth
σλοβάκικα @ Slovak
Σλοβακία @ Slovakia
σλοβενικά @ Slovene
Σλοβένος @ Slovene
σλοβενικός @ Slovene
Σλοβενία @ Slovenia
σλοβενικά @ Slovenian
Σλοβένος @ Slovenian
σλοβενικός @ Slovenian
αργός @ slow
βραδύτητα @ slowness
γυμνοσάλιαγκας @ slug
τιμή ανάσχεσης @ sluice-gate price
τενεκεδούπολη @ slum
Småland και Νήσοι @ Småland and the islands
μικρός @ small
νέος @ small
μικρομεσαία βιομηχανία @ small and medium industries
μικρομεσαίες επιχειρήσεις @ small and medium-sized enterprises
μικρή επιχείρηση @ small business
μικρή βιομηχανία @ small industry
μικρό κατάστημα @ small retailer
κωμόπολη @ small town
μικρή γεωργική εκμετάλλευση @ smallholding
ευλογιά @ smallpox
χαμόγελο @ smile
σιδηρουργός @ smith
καπνός @ smoke
καπνίζω @ smoke
τσιγάρο @ smoke
καπνιστό προϊόν @ smoked product
καπνιστής @ smoker
νικοτινίαση @ smoking
κάπνισμα @ smoking
σαλιγκάρι @ snail
ελίσσομαι @ snake
ροχαλίζω @ snore
χιονίζω @ snow
χιόνι @ snow
Χιονάτη @ Snow White
χιονόμπαλα @ snowball
χιονάνθρωπος @ snowman
χιονοθύελλα @ snowstorm
σαπουνίζω @ soap
σαπουνόπερα @ soap opera
νηφάλιος @ sober
ποδόσφαιρο @ soccer
Σότσι @ Sochi
κοινωνική προσαρμογή @ social adjustment
κοινωνική ανάλυση @ social analysis
κοινωνική συνδρομή @ social assistance
κοινωνικός απολογισμός @ social audit
κοινωνική συμπεριφορά @ social behaviour
κοινωνικός προϋπολογισμός @ social budget
κοινωνική αλλαγή @ social change
κοινωνική τάξη @ social class
κοινωνική ρήτρα @ social clause
κοινωνική σύγκρουση @ social conflict
κοινωνικό κόστος @ social cost
δικαστήριο κοινωνικών διαφορών @ social court
Κοινωνική δαρβινισμός @ social Darwinism
σοσιαλδημοκρατία @ social democracy
σοσιαλδημοκρατικό κόμμα @ Social Democratic Party
κοινωνική εξέλιξη @ social development
κοινωνικός διάλογος @ social dialogue
κοινωνικό ντάμπινγκ @ social dumping
κοινωνική οικονομία @ social economy
κοινωνικός εξοπλισμός @ social facilities
κοινωνικός αντίκτυπος @ social impact
κοινωνικός δείκτης @ social indicator
κοινωνική ανισότητα @ social inequality
κοινωνική ενσωμάτωση @ social integration
κοινωνικό σήμα @ social labelling
κοινωνικό δίκαιο @ social legislation
κοινωνική ζωή @ social life
κοινωνική ιατρική @ social medicine
κοινωνική κινητικότητα @ social mobility
κοινωνικό κίνημα @ social movement
κοινωνικός κανόνας @ social norm
κοινωνικό σύμφωνο @ social pact
κοινωνική συμμετοχή @ social participation
κοινωνικοί εταίροι @ social partners
κοινωνική πολιτική @ social policy
Κοινωνικό Σύμφωνο ΕΚ @ Social Policy Agreement
κοινωνικά προβλήματα @ social problem
κοινωνική επανένταξη @ social rehabilitation
κοινωνικά δικαιώματα @ social rights
κοινωνικός ρόλος @ social role
κοινωνικές επιστήμες @ social sciences
κοινωνική ασφάλιση @ social security
δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων @ social security legislation
κοινωνική υπηρεσία @ social services
κοινωνική κατάσταση @ social situation
κοινωνική θέση @ social status
κοινωνική δομή @ social structure
κοινωνική έρευνα @ social survey
μεταβιβαστικές πληρωμές @ social transfers
κοινωνική ευημερία @ social well-being
κοινωνική εργασία @ social work
κοινωνικός λειτουργός @ social worker
σοσιαλισμός @ socialism
Σοσιαλιστική Διεθνής @ Socialist International
σοσιαλιστικό κόμμα @ Socialist Party
κοινωνική παροχή @ social-security benefit
εισφορά κοινωνικής ασφάλισης @ social-security contribution
εναρμόνιση κοινωνικών ασφαλίσεων @ social-security harmonisation
μειονεκτούσα κοινωνική κατηγορία @ socially disadvantaged class
κοινωνία @ society
σύλλογος @ society
κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις @ sociocultural facilities
κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες @ sociocultural group
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες @ socioeconomic conditions
κοινωνιολογία @ sociology
κοινωνιολογία της εκπαίδευσης @ sociology of education
κοινωνιολογία του δικαίου @ sociology of law
κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία @ socioprofessional category
κάλτσα @ sock
Σωκράτης @ Socrates
νάτριο @ sodium
βενζοϊκό νάτριο @ sodium benzoate
Στατιστική Υπηρεσία ΕΚ @ SOEC
καναπές @ sofa
Σόφια @ Sofia
μαλακό τυρί @ soft cheese
αναψυκτικό @ soft drink
ήπιες μορφές ενέργειας @ soft energy
ραγώδες @ soft fruit
ήπιες μορφές τεχνολογίας @ soft technology
λογισμικό @ software
εδαφολογική ανάλυση @ soil analysis
χημεία εδάφους @ soil chemistry
βελτιωτικά του εδάφους @ soil conditioning
βελτίωση του εδάφους @ soil improvement
ρύπανση του εδάφους @ soil pollution
προετοιμασία του εδάφους @ soil preparation
προστασία του εδάφους @ soil protection
εδαφικοί πόροι @ soil resources
εδαφολογία @ soil science
είδος εδάφους @ soil type
παρηγοριά @ solace
ηλιακή αρχιτεκτονική @ solar architecture
ηλιακός συλλέκτης @ solar collector
ηλιακή ενέργεια @ solar energy
εφαρμογή της ηλιακής ενέργειας @ solar energy end-use applications
ηλιακό σύστημα @ Solar System
στρατιώτης @ soldier
σόλα @ sole
γλώσσα @ sole
ατομική επιχείρηση @ sole proprietorship
στερεός @ solid
στερεό @ solid
μοναξιά @ solitude
Νήσοι Σολομώντος @ Solomon Islands
λύση @ solution
διάλυμα @ solution
διαλύτης @ solvent
Σομαλικά @ Somali
Σομαλία @ Somalia
κάποιος @ someone
κάτι @ something
πότε-πότε @ sometimes
κάπου @ somewhere
γιος @ son
κάθαρμα @ son of a bitch
φόρμα σονάτας @ sonata form
τραγούδι @ song
γαμπρός @ son-in-law
σονέτο @ sonnet
σύντομα @ soon
μάγος @ sorcerer
σόργο @ sorghum
λάπαθο @ sorrel
θλίψη @ sorrow
συγγνώμη @ sorry
έτσι κι έτσι @ so-so
ψυχή @ soul
σόουλ @ soul
ηχομόνωση @ sound insulation
μηχάνημα αναπαραγωγής ήχου @ sound reproduction equipment
σούπα @ soup
πηγή @ source
πηγαίος κώδικας @ source code
προέλευση της βοήθειας @ source of aid
πηγή πληροφοριών @ source of information
πηγή δικαίου @ source of law
νότος @ south
νότιος @ south
Νοτιοαφρικανική Ένωση @ South Africa
Νότια Αφρική @ South Africa
Νότια Αμερική @ South America
Νότια Ασία @ South Asia
Νότια Ολλανδία @ South Holland
Νότια Γιουτλάνδη @ South Jutland
Νότια Κορέα @ South Korea
Νότια Οσετία @ South Ossetia
Νότιος Πόλος @ South Pole
Νότια Σουηδία @ South Sweden
νοτιονατολικά @ southeast
Νοτιοανατολική Ασία @ South-East Asia
Νοτιοανατολική Αγγλία @ South-East England
Νοτιοανατολική Σλοβενία @ South-east Slovenia
νότιος @ southern
Νότιο Αιγαίο @ Southern  Aegean
Νότια Αφρική @ Southern Africa
Νότιο Alföld @ Southern Alföld
Νότια Βοημία @ Southern Bohemia
Νότια Εσθονία @ Southern Estonia
Νότια Ευρώπη @ Southern Europe
Νότια Φινλανδία @ Southern Finland
Νότια Μοραβία @ Southern Moravia
Νότια Υπερδουναβία @ Southern Transdanubia
συνεργασία Νότου-Νότου @ South-South cooperation
νοτιοδυτικά @ southwest
νοτιοδυτικός @ southwest
Νοτιοδυτική Αγγλία @ South-West England
Σοβιετική Ένωση @ Soviet Union
σόγια @ soya bean
σογιέλαιο @ soya bean oil
Södermanland @ Södermanland county
χώρος @ space
διάστημα @ space
διαστημική πλοήγηση @ space navigation
πολιτική του διαστήματος @ space policy
κυριότητα στο διάστημα @ space property right
διαστημική έρευνα @ space research
επιστήμη του διαστήματος @ space science
δορυφορικός σταθμός @ space station
διαστημική τεχνική @ space technology
διαστημικές μεταφορές @ space transport
διαστημικό όχημα @ space vehicle
διαστημικά όπλα @ space-based weapons
διαστημόπλοιο @ spacecraft
διαστημόπλοιο @ spaceship
χωρόχρονος @ spacetime
φτυάρι @ spade
μπαστούνι @ spade
μακαρόνια @ spaghetti
Ισπανία @ Spain
Ισπανός @ Spaniard
ισπανικά @ Spanish
ανταλλακτικά @ spare part
αφρώδης οίνος @ sparkling wine
σπουργίτης @ sparrow
ξεφτέρι @ sparrow hawk
Σπάρτη @ Sparta
SPC @ SPC
μιλώ @ speak
πρόεδρος του Κοινοβουλίου @ Speaker of Parliament
βιομηχανία βοηθητικών χημικών υλών @ special chemicals
ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα @ special drawing rights
ειδική εκπαίδευση @ special education
ειδική άδεια @ special leave
ειδικό μέταλλο @ special metal
ειδικά πολυμερή @ special polymer
ειδική διαδικασία @ special procedure
ειδικοί χάλυβες @ special steels
έκτακτος φόρος @ special tax
συμφωνία ειδίκευσης @ specialisation agreement
εξειδίκευση των συναλλαγών @ specialisation of trade
ειδική επιτροπή @ specialised committee
ειδικευμένος εργάτης @ specialist
ιδιότυπο πιστωτικό ίδρυμα @ special-status institution
ειδικότητα @ specialty
ειδοποιός @ specific
δασμολογική εξειδίκευση @ specification of tariff heading
ματογυάλια @ spectacles
θεατής @ spectator
φασματομετρία @ spectrometry
κερδοσκοπικά κεφάλαια @ speculative funds
λόγος @ speech
καθορισμός ορίων ταχύτητας @ speed control
ταχύτητα του φωτός @ speed of light
μέθοδος ταχείας ανάγνωσης @ speed reading
γράφω @ spell
ξόρκι @ spell
σπέρμα @ sperm
σπερματοζωάριο @ sperm
σπερματοζωάριο @ spermatozoon
σφαίρα @ sphere
σφίγγα @ sphinx
καρύκευμα @ spice
αράχνη @ spider
Σπάιντερμαν @ Spider-Man
νάρδος @ spikenard
, @ spinach
νωτιαίος μυελός @ spinal cord
σπονδυλική στήλη @ spine
ράχη @ spine
σβούρα @ spinning top
πνεύμα @ spirit
οινοπνευματώδες @ spirit
πνευματισμός @ Spiritism
απόσταγμα @ spirits
πνευματικός @ spiritual
φτύνω @ spit
σπλήνα @ spleen
Spodnjeposavska @ Spodnjeposavska
σφουγγάρι @ sponge
χορηγία @ sponsorship
κουταλιά @ spoonful
αθλητισμός @ sport
ψάρεμα @ sport fishing
αθλητική εκδήλωση @ sporting event
αθλητική οργάνωση @ sports body
αθλητικά είδη @ sports equipment
αθλητικές εγκαταστάσεις @ sports facilities
αθλητικός τύπος @ sportsman
βούλα @ spot
αγορά spot @ spot market
σύζυγος @ spouse
λογιστικό φύλλο @ spreadsheet
άνοιξη @ spring
νερομάνα @ spring
ελατήριο @ spring
αναπηδώ @ spring
ξεπροβάλλω @ spring
ερυθρελάτη @ spruce
κατάσκοπος @ spy
κατασκοπεύσει @ spy
τετράγωνο @ square
πλατεία @ square
δίεση @ square
καλαμάρι @ squid
σκίουρος @ squirrel
Σρι Λάνκα @ Sri Lanka
Άγιοι Νικόληδες @ St. Elmo's fire
Stabex @ Stabex
σύμφωνο σταθερότητας @ stability pact
πρόγραμμα σταθερότητας @ stability programme
στάδιο @ stadium
προσωπικό @ staff
αξιολόγηση του προσωπικού @ staff assessment
υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού @ staff regulations
διακοπές κατά τμήματα @ staggering of holidays
στάσιμα ύδατα @ stagnant water
υαλογραφία @ stained glass
ανοξείδωτο ατσάλι @ stainless steel
σκάλα @ stair
σκάλα @ stairs
πάσσαλος @ stake
πατ @ stalemate
Στάλιν @ Stalin
μίσχος @ stalk
τέλη χαρτοσήμου @ stamp duty
στέκομαι @ stand
τέλη στάθμευσης @ standage
πρότυπο @ standard
συμβεβλημένη ιατρική @ standard agreement health care
βιοτικό επίπεδο @ standard of living
τυποποίηση @ standardisation
τυποποιημένο λογιστικό σύστημα @ standardised accounting system
μόνιμη επιτροπή @ standing committee
Στανισλάβ @ Stanislav
αναβολέας @ stapes
αστέρι @ star
Ο Πόλεμος των Άστρων @ Star Wars
άμυλο @ starch
αστερίας @ starfish
ψαρόνι @ starling
αρχή @ start
αφετηρία @ start
Συμφωνία START @ START agreement
νεοσύστατη επιχείρηση @ startup business
κράτος @ State
κράτος @ state
κατάσταση @ state
κρατικές ενισχύσεις @ State aid
κρατική γεωργική εκμετάλλευση @ State farm
εθνικό σύστημα υγείας @ State health service
κρατικό μονοπώλιο @ State monopoly
κατάσταση εκτάκτου ανάγκης @ state of emergency
κρατικό απόρρητο @ State secret
κρατικό εμπόριο @ State trading
άπατρις @ stateless person
δημόσια κτήματα @ State-owned land
σταθμεύουσες δυνάμεις @ stationing of forces
στατιστική μέθοδος @ statistical method
στατιστική @ statistics
άγαλμα @ statue
καθεστώς του Βερολίνου @ status of Berlin
καθεστώς της Ιερουσαλήμ @ status of Jerusalem
καθεστώς του αιρετού άρχοντα @ status of the person elected
καθεστώς των βουλευτών @ Statute for Members of the European Parliament
κανονιστική εξουσία @ statutory power
υδρατμός @ steam
ατμομηχανή @ steam engine
ατμόπλοιο @ steamboat
ατμόπλοιο @ steamer
ατμόπλοιο @ steamship
χάλυβας @ steel
Steiermark @ Steiermark
βλαστοκύτταρο @ stem cell
επανασυσταθείσα οικογένεια @ stepfamily
πατριός @ stepfather
θετή μητέρα @ stepmother
στείρωση @ sterilisation
αποστειρωμένο γάλα @ sterilised milk
αποστειρώσει @ sterilize
πρύμνη @ stern
στηθοσκόπιο @ stethoscope
ραβδί @ stick
βέργα @ stick
ράβδος @ stick
μπαστούνι @ stick
μη αφρώδης οίνος @ still wine
θνησιγένεια @ stillbirth
τονωτικό @ stimulant
αναβολέας @ stirrup
απόθεμα @ stock
χρηματιστήριο αξιών @ stock exchange
διαμόρφωση τιμών χρηματιστηριακών τίτλων @ stock-exchange listing
χρηματιστηριακές εργασίες @ stock-exchange transaction
Στοκχόλμη @ Stockholm
αποθήκευση όπλων @ stockpiling of weapons
στομάχι @ stomach
πέτρα @ stone
λίθος @ stone
Εποχή του Λίθου @ Stone Age
δρύπη @ stone fruit
σκαμνί @ stool
κόπρανα @ stool
παύω @ stop
τελειώνω @ stop
στάση @ stop
αποθεματοποίηση @ storage
δυναμικό αποθήκευσης @ storage capacity
κόστος αποθήκευσης @ storage cost
αποθήκευση τροφίμων @ storage of food
αποθήκευση υδρογονανθράκων @ storage of hydrocarbons
απόθεση απορριμμάτων @ storage of waste
πριμοδότηση αποθεματοποίησης @ storage premium
εμπορείο @ store
αποθήκη @ store
πελαργός @ stork
καταιγίδα @ storm
ανεμοθύελλα @ storm
Στορστραίμ @ Storstrøm
ιστορία @ story
θερμάστρα @ stove
ίσιος @ straight
πορθμός @ strait
παράξενος @ strange
ξένος @ stranger
Στρασβούργο @ Strasbourg
στρατηγική άμυνα @ strategic defence
στρατηγικά πυρηνικά όπλα @ strategic nuclear weapon
στρατηγικά αποθέματα @ strategic reserves
στρατοσφαιρικός ρύπος @ stratospheric pollutant
ρύπανση της στρατόσφαιρας @ stratospheric pollution
φράουλα @ strawberry
φραουλιά @ strawberry
οδός @ street
παιδί του δρόμου @ street children
δύναμη @ strength
ένταση @ stress
τόνος @ stress
άγχος @ stress
σύγκρουση @ strife
απεργία @ strike
σπάγγος @ string
ταινία @ strip
βόλτα @ stroll
στρόντιο @ strontium
διαρθρωτική προσαρμογή @ structural adjustment
διαρθρωτική δαπάνη @ structural expenditure
διαρθρωτικές διακυμάνσεις @ structural fluctuation
διαρθρωτικά ταμεία @ Structural Funds
διαρθρωτική πολιτική @ structural policy
διαρθρωτική ανεργία @ structural unemployment
τεχνικά έργα @ structure
αγώνας @ struggle
φοιτητής @ student
κινητικότητα διδασκομένων @ student mobility
φοιτητική εστία @ student residence
βλάκας @ stupid
οξύρρυγχος @ sturgeon
ύφος @ style
υπεργολαβία @ subcontracting
θέμα @ subject
υποκείμενο @ subject
αντικείμενο @ subject
υποτελής @ subject
υποτακτική @ subjunctive
υποβρύχιο @ submarine
υποβρύχιος @ submarine
υποπρολεταριάτο @ sub-proletariat
Αφρική νοτίως της Σαχάρας @ sub-Saharan Africa
θυγατρική εταιρεία @ subsidiary
προσαρτημένος προϋπολογισμός @ subsidiary budget
εργατικές κατοικίες @ subsidised housing
οικονομία συντήρησης @ subsistence economy
γεωργία συντήρησης @ subsistence farming
κατώτατο εισόδημα επιβίωσης @ subsistence level income
ουσία @ substance
ανθυγιεινές κατοικίες @ substandard housing
υποκατάστατο καύσιμο @ substitute fuel
υποκατάστατο προϊόν @ substitute product
αφαίρεση @ subtraction
υποτροπική ζώνη @ subtropical zone
προαστιακή ζώνη @ suburban area
προαστιακές συγκοινωνίες @ suburban transport
μετρό @ subway
έτσι είναι η ζωή @ such is life
θηλάζουσα αγελάδα @ suckler cow
σακχαρόζη @ sucrose
Σουδάν @ Sudan
ξαφνικός @ sudden
ξαφνικά @ suddenly
Διώρυγα του Σουέζ @ Suez Canal
Διώρυγα Σουέζ @ Suez Canal
βάσανο @ suffering
ζάχαρη @ sugar
σάκχαρο @ sugar
ζαχαρότευτλο @ sugar beet
ζαχαροκάλαμο @ sugar cane
βιομηχανία ζάχαρης @ sugar industry
εισφορά ζάχαρης @ sugar levy
προϊόν με βάση τη ζάχαρη @ sugar product
διύλιση ζάχαρης @ sugar refining
προτείνω @ suggest
αυτοκτονία @ suicide
αυτόχειρας @ suicide
Σουλάβεζι @ Sulawesi
θείο @ sulfur
θείον @ sulphur
θειικό οξύ @ sulphuric acid
σουλτάνος @ sultan
άθροισμα @ sum
Σουμάτρα @ Sumatra
Σουμεριακή γλώσσα @ Sumerian
συμπύκνωση @ summarising
περίληψη @ summary
ασφαλιστικά μέτρα @ summary procedure
καλοκαίρι @ summer
θερινή ώρα @ summertime
σύνοδος κορυφής @ summit meeting
ήλιος @ Sun
ήλιος @ sun
Κυριακή @ Sunday
εργασία την Κυριακή @ Sunday working
ηλιακό ρολόι @ sundial
ηλίανθος @ sunflower
ηλιέλαιο @ sunflower seed oil
γυαλιά ηλίου @ sunglasses
ανατολή @ sunrise
δύση @ sunset
hyper @ super
υπεραγώγιμα κράματα @ superconducting alloy
ανώτερος @ superior
υπερθετικός @ superlative
μεγάλο πολυκατάστημα @ supermarket
υπεραγορά @ supermarket
εργοδηγός @ supervisor
ελεγκτικό όργανο @ supervisory body
εξουσία ελέγχου @ supervisory power
δείπνο @ supper
απόδειπνο @ supper
συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα @ supplementary aid for products
συμπληρωματικός προϋπολογισμός @ supplementary budget
συμπληρωματική χρηματοδότηση @ supplementary financing
πρόσθετο εισόδημα @ supplementary income
επικουρική σύνταξη @ supplementary pension
συμπληρωματικός μηχανισμός @ supplementary trade mechanism
προμηθευτής @ supplier
σύμβαση προμηθειών @ supplies contract
εφοδιασμός @ supply
προσφορά και ζήτηση @ supply and demand
ισοζύγιο εφοδιασμού @ supply balance sheet
διάθεση εγγράφου @ supplying of documents
μηχανισμός στήριξης @ support mechanism
πολιτική στήριξης @ support policy
τιμή στήριξης @ support price
τιμολόγιο στήριξης @ support tariff
υπερεθνικότητα @ supranationality
ανώτατος @ supreme
επίγειες μεταφορές @ surface transport
επιφανειακά ύδατα @ surface water
χειρουργός @ surgeon
, @ surgeon
χειρουργική @ surgery
χειρουργείο @ surgery
Σουρινάμ @ Surinam
Σουρινάμ @ Suriname
επώνυμο @ surname
πλεονασματικό απόθεμα @ surplus stock
έκπληξη @ surprise
αιφνιδιασμός @ surprise
υπερρεαλισμός @ surrealism
φέρουσα μητέρα @ surrogate mother
αναπληρωματική μητέρα @ surrogate mother
προφυλάκιση @ surveillance
εποπτεία εισαγωγών @ surveillance concerning imports
παροχή επιζώντων @ survivor's benefit
σούσι @ sushi
αναστολή της βοήθειας @ suspension of aid
αναστολή των δασμών @ suspension of customs duties
παύση πληρωμών @ suspension of payments
αναστολή εκτελέσεως της ποινής @ suspension of sentence
βιώσιμη γεωργία @ sustainable agriculture
αειφόρος ανάπτυξη @ sustainable development
βιώσιμη δασοκομία @ sustainable forest management
βιώσιμη κινητικότητα @ sustainable mobility
Σφάλμπαρ @ Svalbard
Νήσοι Σφάλμπαρ και Γιαν Μαϋέν @ Svalbard and Jan Mayen Islands
χελιδόνι @ swallow
καταπίνω @ swallow
κύκνος @ swan
κύκνειο άσμα @ swan song
διασταυρούμενες πιστώσεις @ swap arrangement
σμήνος @ swarm
εσμός @ swarm
Σουαζιλάνδη @ Swaziland
ιδρώτας @ sweat
ιδρώνω @ sweat
γουλί @ swede
Σουηδός @ Swede
Σουηδία @ Sweden
σουηδικά @ Swedish
γλυκός @ sweet
πράος @ sweet
ανάλατος @ sweet
ευωδιαστός @ sweet
γλυκόηχος @ sweet
γλυκοπατάτα @ sweet potato
γλυκαντικό @ sweetener
κολυμπώ @ swim
κολύμβηση @ swim
μαγιό @ swimsuit
χοιροειδή @ swine
γρύπη των χοιρών @ swine flu
κούνια @ swing
κουνιέμαι @ swing
διακόπτης @ switch
Ελβετία @ Switzerland
ξίφος @ sword
ξιφίας @ swordfish
Σύδνεϋ @ Sydney
συλλαβή @ syllable
σύμβολο του κράτους @ symbol of State
συμμετρία @ symmetry
συμπαθητικό νευρικό σύστημα @ sympathetic nervous system
σύμπτωμα @ symptom
συγχρονίζω @ synchronize
συνδρομή @ syndrome
συνώνυμο @ synonym
συντακτικό @ syntax
συνθέτης @ synthesizer
συνθετική πρωτεΐνη @ synthetic protein
συνθετικό ελαστικό @ synthetic rubber
Συρία @ Syria
σύριγγα @ syringe
σιρόπι @ syrup
Sysmin @ Sysmin
σύστημα @ system
διασύνδεση συστημάτων @ systems interconnection
ΤΑΒ @ TAB
τραπέζι @ table
πίνακας @ table
επιτραπέζια αντισφαίριση @ table tennis
επιτραπέζιος οίνος @ table wine
τραπεζομάντηλο @ tablecloth
κουτάλι @ tablespoon
τακτικά πυρηνικά όπλα @ tactical nuclear weapon
τάιγκα @ taiga
γοφάρι @ tailor
Ταϊπέι @ Taipei
Ταϊβάν @ Taiwan
ταϊβανικά @ Taiwanese
Τατζικιστάν @ Tajikistan
συμμετέχω @ take part
δημόσια προσφορά εξαγοράς μετοχών @ takeover bid
τάλαντο @ talent
μιλώ @ talk
συνομιλία @ talk
διάλεξη @ talk
Ταλλίν @ Tallinn
ντέφι @ tambourine
Modern: el @ Tanganyika
εφαπτομένη @ tangent
άρμα μάχης @ tank
δεξαμενή @ tank
δεξαμενόπλοιο @ tanker
ταντάλιο @ tantalum
Τανζανία @ Tanzania
μαγνητόφωνο @ tape recorder
τάπιρος @ tapir
στόχος @ target
ενδεικτική τιμή @ target price
TARIC @ Taric
δασμολογική συμφωνία @ tariff agreement
δασμολογικό εμπόδιο @ tariff barrier
ανώτατο όριο δασμού @ tariff ceiling
δασμολογική απαλλαγή @ tariff exemption
δασμολογικές διαπραγματεύσεις @ tariff negotiations
δασμολογική ονοματολογία @ tariff nomenclature
δασμολογική πολιτική @ tariff policy
προτιμησιακό δασμολόγιο @ tariff preference
δασμολογική ποσόστωση @ tariff quota
δασμολογική μείωση @ tariff reduction
δασμολογική ζώνη @ tariff zone
τρυγικό οξύ @ tartaric acid
Τασκένδη @ Tashkent
Τασμανία @ Tasmania
τατουάζ @ tattoo
λοιδορώ @ taunt
χλευασμός @ taunt
Tauragė @ Tauragė
Ταβάλ @ Tawal
χουχουριστιής @ tawny owl
φόρος @ tax
οικονομική εφορία @ tax authorities
φοροαποφυγή @ tax avoidance
είσπραξη φόρου @ tax collection
φορολογική σύμβαση @ tax convention
διαγραφή της φορολογικής οφειλής @ tax debt write-off
φοροδιαφυγή @ tax evasion
φορολογική απαλλαγή @ tax exemption
εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων @ tax harmonisation
φορολογικό κίνητρο @ tax incentive
φορολογικός έλεγχος @ tax inspection
φορολογικό δίκαιο @ tax law
φορολογικό έγκλημα @ tax offence
φορολογία κεφαλαίου @ tax on capital
φόρος κατανάλωσης @ tax on consumption
φόρος μισθών και ημερομισθίων @ tax on employment income
φόρος εισοδήματος @ tax on income
φόρος επί της αποδόσεως κεφαλαίου @ tax on investment income
φόρος λιπαρών ουσιών @ tax on oils and fats
φόρος επί των κερδών @ tax on profits of self-employment
επιστροφή φόρων @ tax rebate
φορολογική μεταρρύθμιση @ tax reform
έκπτωση φόρου @ tax relief
φορολογική δήλωση @ tax return
φορολογία @ tax system
φορολογητέο εισόδημα @ taxable income
φορολογική ατέλεια @ tax-free allowance
ταξί @ taxi
φορολογούμενος @ taxpayer
Τιφλίδα @ Tbilisi
Τσαϊκόφσκι @ Tchaikovsky
τσάι @ tea
διδάσκω @ teach
εκπαιδευτικός @ teacher
σπουδές εκπαιδευτικών @ teacher training
εκπαίδευση @ teaching
πρόγραμμα διδασκαλίας @ teaching curriculum
διδακτικό υλικό @ teaching materials
παιδαγωγική μέθοδος @ teaching method
ποιότητα της διδασκαλίας @ teaching quality
εκπαιδευτικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών @ teaching software
αγριόπαπια @ teal
ομαδική εργασία @ team work
τσαγιέρα @ teapot
κουταλάκι του γλυκού @ teaspoon
τεχνήτιο @ technetium
τεχνικό εμπόδιο @ technical barrier
κεραμικά υλικά @ technical ceramics
τεχνική συνεργασία @ technical cooperation
τεχνική εκπαίδευση @ technical education
τεχνικά επαγγέλματα @ technical profession
τεχνικός κανονισμός @ technical regulations
τεχνικός κανόνας @ technical rule
τεχνική προδιαγραφή @ technical specification
τεχνικό πρότυπο @ technical standard
technologos @ technician
τεχνολογική αλλαγή @ technological change
τεχνολογική ανεξαρτησία @ technological independence
τεχνολογικές διεργασίες @ technological process
τεχνολογία @ technology
τεχνολογική αξιολόγηση @ technology assessment
τεχνολογικό πάρκο @ technology park
μεταφορά τεχνολογίας @ technology transfer
έφηβος @ teenager
Τεχεράνη @ Tehran
Τελ Αβίβ - Γιάφα @ Tel Aviv
τηλεπικοινωνία @ telecommunications
τηλεπικοινωνιακό υλικό @ telecommunications equipment
βιομηχανία τηλεπικοινωνιών @ telecommunications industry
πολιτική τηλεπικοινωνιών @ telecommunications policy
τηλεγράφημα @ telegram
τηλέγραφος @ telegraph
τηλεπληροφορική @ telematics
τηλεϊατρική @ telemedicine
τηλεπάθεια @ telepathy
τηλέφωνο @ telephone
τηλεφωνώ @ telephone
τηλεμεταφορά @ teleportation
τηλεσκόπιο @ telescope
teletex @ Teletex
τηλεόραση @ television
τηλεοπτική συσκευή @ television equipment
εργασία εξ αποστάσεως @ teleworking
τηλέτυπο @ telex
τελλούριο @ tellurium
Telšiai @ Telšiai
τελούγκου @ Telugu
εύκρατο δάσος @ temperate forest
εύκρατη ζώνη @ temperate zone
θερμοκρασία @ temperature
πρότυπο @ template
κέντρο @ Template:center-centre-noun
χρωματίζω @ Template:color-colour (verb)
κοκκινίζω @ Template:color-colour (verb)
άμυνα @ Template:defense-defence-noun
καθρέφτης @ Template:mirror/Translations
πρόγραμμα @ Template:program-programme-noun
ναός @ temple
κρόταφος @ temple
προσωρινή ατέλεια @ temporary admission
έκτακτη εργασία @ temporary employment
επιχείρηση μίσθωσης εργατικού δυναμικού @ temporary employment agency
τεχνική ανεργία @ temporary layoff
δέκα @ ten
δέκα εντολές @ Ten Commandments
αγρομίσθωση @ tenant farming
υποβολή προσφορών @ tendering
τένοντας @ tendon
αντισφαίριση @ tennis
σκηνή @ tent
δέκατος @ tenth
δέκατο @ tenth
Τεπελένι @ Tepelenë
τέρβιο @ terbium
όρος @ term
τρίμηνο @ term
καταγγελία συμβάσεως @ termination of a contract
λύση της σχέσεως εργασίας @ termination of employment
ορολογία @ terminology
τερμίτες @ termite
όροι παροχής βοήθειας @ terms for aid
όροι εμπορίου @ terms of trade
στέρνα @ tern
καλλιέργεια σε αναβαθμίδες @ terrace cropping
χερσαίο οικοσύστημα @ terrestrial ecosystem
εδαφική διαφορά @ territorial dispute
θύλακας @ territorial enclave
αρμοδιότητα κατά τόπον @ territorial jurisdiction
δικαίωμα εδαφικού χαρακτήρα @ territorial law
χωρικά ύδατα @ territorial waters
εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας @ territories of the former Yugoslavia
τρόμος @ terror
τρομοκρατία @ terrorism
τρομοκράτης @ terrorist
τριτογενής τομέας @ tertiary sector
διαγώνισμα @ test
δοκιμασία @ test
δοκιμαστικός σωλήνας @ test tube
γονιμοποίηση in vitro @ test tube fertilisation
όρχις @ testicle
δοκιμή @ testing
Τετραγράμματο @ Tetragrammaton
τετραρχία @ tetrarchy
κείμενο @ text
υφάνσιμες ίνες @ textile fibre
κλωστοϋφαντουργία @ textile industry
μηχάνημα κλωστοϋφαντουργίας @ textile machine
κλωστικό φυτό @ textile plant
κλωστοϋφαντουργικό προϊόν @ textile product
βελτιωτικό υφής @ texture agent
Ταϊλανδικά @ Thai
Ταϊλάνδη @ Thailand
θάλλιο @ thallium
Τάμεσις @ Thames
Θάνατος @ Thanatos
ευχαριστώ @ thank you
ευχαριστώ @ thanks
εκείνος @ that
που @ that
αυτός @ that
έτσι είναι η ζωή @ that's life
ο @ the
διεθνής ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ the EU's international role
Χάγη @ The Hague
θέατρο @ theater
κλοπή @ theft
θέμα @ theme
τότε @ then
Θεόδωρος @ Theodore
θεολογία @ theology
θεοφάνεια @ theophany
θεωρία @ theory
μάρκετινγκ @ theory of marketing
θεραπευτική άμβλωση @ therapeutic abortion
θεραπευτική @ therapeutics
θεραπεία @ therapy
εκεί @ there
εκείσε @ there
επομένως @ therefore
αποβολή θερμότητας @ thermal discharge
θερμική ενέργεια @ thermal energy
θερμικός εξοπλισμός @ thermal equipment
θερμομόνωση @ thermal insulation
θερμική ρύπανση @ thermal pollution
θερμοδυναμική @ thermodynamics
θερμόμετρο @ thermometer
θερμόσφαιρα @ thermosphere
θησαυρός @ thesaurus
διατριβή @ thesis
Θεσσαλία @ Thessaly
Θέτις @ Thetis
αυτοί @ they
παχής @ thick
κλέφτης @ thief
μηρός @ thigh
δαχτυλίθρα @ thimble
λεπτό στρώμα @ thin sheet
πράγμα @ thing
δεξαμενή σκέψης @ think tank
μεσογειακές τρίτες χώρες @ third countries in the Mediterranean
τρίτες χώρες @ third country
σύμβαση Λομέ ΙΙΙ @ third Lomé Convention
τρίτο πρόσωπο @ third person
τρίτη φάση της ΟΝΕ @ third stage of EMU
ασφάλεια αστικής ευθύνης @ third-party insurance
δίψα @ thirst
διψασμένος @ thirsty
δέκατος τρίτος @ thirteenth
τριάντα @ thirty
τριάντα οκτώ @ thirty-eight
τριάντα πέντε @ thirty-five
τριάντα τέσσαρες @ thirty-four
τριάντα εννέα @ thirty-nine
τριάντα έν @ thirty-one
τριάντα επτά @ thirty-seven
τριάντα έξ @ thirty-six
τριάντα τρείς @ thirty-three
τριάντα δύο @ thirty-two
ούτος @ this
γαϊδουράγκαθο @ thistle
προς τα εκεί @ thither
Θωμάς @ Thomas
θόριο @ thorium
έστω και αν @ though
εν τούτοις @ though
σκέψη @ thought
χιλιοστός @ thousandth
νήμα @ thread
απειλή @ threat
προσβολή της ασφάλειας του κράτους @ threat to national security
τρείς @ three
τιμή κατωφλίου @ threshold price
λαιμός @ throat
τραχεία @ throat
θούλιο @ thulium
κεραυνός @ thunder
καταιγίδα @ thunderstorm
Θουριγγία @ Thuringia
Πέμπτη @ Thursday
έτσι @ thus
θυμάρι @ thyme
Θιβέτ @ Tibet
ζήτημα του Θιβέτ @ Tibetan question
αποδεικτικό καταβολής κομίστρου @ ticket
ενέργεια από την παλίρροια @ tidal energy
παλίρροια @ tide
πρατήριο πώλησης @ tied sales outlet
τίγρη @ tiger
Τίγρις @ Tigris
ισπανική περισπωμένη @ tilde
μέχρι @ till
ξυλεία @ timber
δοκάρι @ timber
χρόνος @ time
ώρα @ time
φορά @ time
ποινή @ time
χρονομετρώ @ time
χρονομεριστική ιδιοκτησία @ time-sharing
χρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ @ timetable for EMU
Τιμόρ @ Timor
κασσίτερος @ tin
κονσέρβα @ tin
λευκοσιδηρουργία-μαχαιροποιία @ tinplate and cutlery industry
αιχμή @ tip
φιλοδώρημα @ tip
Τίρανα @ Tirana
ελαστικό @ tire
ιστός @ tissue
χαρτί @ tissue
ύφασμα @ tissue
παπαδίτσα @ tit
βύζι @ tit
θήλη @ tit
τιτάνιο @ titanium
τίτλος @ title
τμήσις @ tmesis
προς @ to
(extension) -σει @ to
με @ to
φρύνος @ toad
τοστιέρα @ toaster
καπνός @ tobacco
καπνοβιομηχανία @ tobacco industry
σήμερα @ today
Τόγκο @ Togo
τουαλέτα @ toilet
λεκάνη @ toilet
είδη υγιεινής @ toilet article
χαρτί τουαλέτας @ toilet paper
Τοκελάου @ Tokelau
Τόκιο @ Tokyo
Γύρος Τόκυο @ Tokyo Round
ανοχή @ tolerance
διόδια @ toll
ντομάτα @ tomato
ντοματιά @ tomato
τάφος @ tomb
ταφόπλακα @ tombstone
αύριο @ tomorrow
χθες νύχτα @ tomorrow night
Τόνγκα @ Tonga
λαβίδες @ tongs
γλώσσα @ tongue
γλωσσοδέτης @ tongue-twister
απόψε @ tonight
εργαλείο @ tool
εργαλείο @ tool industry
εργαλειοθήκη @ toolbox
δόντι @ tooth
οδοντόβουρτσα @ toothbrush
οδοντόκρεμα @ toothpaste
οδοντογλυφίδα @ toothpick
θέμα @ topic
μαρτύριο @ torment
ανεμοστρόβιλος @ tornado
ροπή @ torque
κορμός @ torso
βασανιστήρια @ torture
βασανίζω @ torture
συνολικά αλιεύματα @ total catch
τουκάνα @ toucan
επαφή @ touch
αφή @ touch
τουρισμός @ tourism
τουριστική πολιτική @ tourism policy
στατιστικές τουρισμού @ tourism statistics
τουρίστας @ tourist
τουριστικές ανταλλαγές @ tourist exchange
τουριστικός οδηγός @ tourist guide
τουριστική υποδομή @ tourist infrastructure
τουριστικά επαγγέλματα @ tourist profession
τουριστική περιοχή @ tourist region
πρωτάθλημα @ tournament
Πύργος της Βαβέλ @ Tower of Babel
πόλη @ town
κωμόπολη @ town
χωροταξία @ town and country planning
πολεοδομία @ town planning
αστική κυκλοφορία @ town traffic
σχέση πόλης-υπαίθρου @ town-country relationship
πολεοδόμος @ town-planning profession
πολεοδομικές ρυθμίσεις @ town-planning regulations
πολεοδομικό σχέδιο @ town-planning scheme
τοξική ουσία @ toxic substance
τοξικολογία @ toxicology
παιχνίδι @ toy
βιομηχανία παιχνιδιών @ toy industry
παιγνιοθήκη @ toy library
ολιγοστοιχείο @ trace element
ιχνηλασιμότητα @ traceability
τραχεία @ trachea
ελκυστήρας @ tractor
εμπορική συμφωνία @ trade agreement
εμπορικό ισοζύγιο @ trade balance
συναλλαγές κατά χώρα @ trade by country
συναλλαγές κατά ομάδα χωρών @ trade by group of countries
συναλλαγές κατά προϊόν @ trade by product
εμπορική συνεργασία @ trade cooperation
εμπορική πίστη @ trade credit
εμπορική διαφορά @ trade dispute
εμπορική εκδήλωση @ trade event
Trade Expansion Act @ Trade Expansion Act
εμπόριο οργάνων @ trade in organs
εμπορική πληροφόρηση @ trade information
εμπορικός μεσάζων @ trade intermediary
άδεια εμπορίας @ trade licence
εμπορική πολιτική @ trade policy
προώθηση των συναλλαγών @ trade promotion
κανόνες του εμπορίου @ trade regulations
εμπορικές σχέσεις @ trade relations
περιορισμοί στο εμπόριο @ trade restriction
εμπορικές στατιστικές @ trade statistics
συνδικάτο @ trade union
συντεχνία @ trade union
συνδικαλιστική συνομοσπονδία @ trade union confederation
συνδικαλιστικές εκλογές @ trade union election
συνδικαλιστικές ελευθερίες @ trade union freedom
συνδικαλιστικά δικαιώματα @ trade union rights
όγκος των συναλλαγών @ trade volume
διαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσης @ tradeable emission permit
σήμα @ trademark
δίκαιο σημάτων @ trademark law
λογαριασμός εκμετάλλευσης @ trading account
ώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων @ trading hours
εμπορικό περιθώριο κέρδους @ trading margin
εμπορικές συναλλαγές @ trading operation
όγκος των χρηματικών συναλλαγών @ trading volume
τα παραδοσιακά κινέζικα @ Traditional Chinese
παραδοσιακή αλιεία @ traditional fishing
παραδοσιακές τεχνολογίες @ traditional technology
έλεγχος της κυκλοφορίας @ traffic control
παράβαση κώδικα οδικής κυκλοφορίας @ traffic offence
κυκλοφοριακές διατάξεις @ traffic regulations
σήμανση @ traffic signs
λαθρεμπόριο προσώπων @ trafficking in persons
αμαξοστοιχία @ train
προπονούμαι @ train
προπονώ @ train
γυμνάζομαι @ train
σιδηροδρομικός σταθμός @ train station
περίοδος άσκησης @ traineeship
άδεια επαγγελματικής κατάρτισης @ training leave
προδότης @ traitor
τροχιά @ trajectory
τραμ @ tram
τραμπολίνο @ trampoline
ηρεμιστικό @ tranquiliser
διευρωπαϊκό δίκτυο @ trans-European network
μετακινώ @ transfer
μεταφορά @ transfer
μεταφορά επιχείρησης @ transfer of businesses
μεταφορά αρμοδιότητας @ transfer of competence
διαδοχή σε γεωργική εκμετάλλευση @ transfer of farms
μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος @ transfer of pension rights
μεταφορά πληθυσμού @ transfer of population
μεταγωγή κρατουμένων @ transfer of prisoners
μεταβίβαση κυριότητας @ transfer of property
πλασματική τιμολόγηση @ transfer pricing
μετασχηματισμός @ transformation
μετασχηματιστής @ transformer
διαμεθοριακή ρύπανση @ transfrontier pollution
διαμεθοριακές μεταφορές @ transfrontier transport
διαγονιδιακό ζώο @ transgenic animal
διαγονιδιακό φυτό @ transgenic plant
διαμετακόμιση @ transit
τέλη διαμετακόμισης @ transit charge
μεταβατική οικονομία @ transition economy
μεταφράζω @ translate
μετάφραση @ translation
Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης @ Translation Centre for the Bodies of the European Union
μεταφράσεις @ translations
μεταφραστής @ translator
Μεταγραφή @ transliterate
μεταγραμματισμός @ transliteration
μεταγραφή @ transliteration
δίκτυο διαβίβασης @ transmission network
διεθνική επιχείρηση @ transnational corporation
Υπερδνειστερία @ Transnistria
διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων @ transparency in decision-making
ατύχημα κατά τη μεταφορά @ transport accident
έγκριση μεταφοράς @ transport authorisation
μεταφορική ικανότητα @ transport capacity
επιχείρηση μεταφορών @ transport company
έγγραφα μεταφοράς @ transport document
οικονομική των μεταφορών @ transport economics
υποδομή μεταφορών @ transport infrastructure
ασφάλιση μεταφορών @ transport insurance
δίκαιο των μεταφορών @ transport law
άδεια μεταφοράς @ transport licence
δρομολόγια μεταφοράς @ transport lines
αγορά των μεταφορών @ transport market
δίκτυο μεταφορών @ transport network
μεταφορά ζώων @ transport of animals
μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων @ transport of dangerous goods
μεταφορά ασθενών @ transport of patients
προγραμματισμός των μεταφορών @ transport planning
πολιτική μεταφορών @ transport policy
μεταφορικά @ transport price
ποσοστώσεις μεταφορών @ transport quota
συγκοινωνιακές διατάξεις @ transport regulations
ασφάλεια των μεταφορών @ transport safety
προσωπικό των μεταφορών @ transport staff
στατιστικές μεταφορών @ transport statistics
μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο @ transport under customs control
χρήστης των μεταφορικών μέσων @ transport user
κόμιστρο @ transportation tariff
παρενδυσιομανής @ transvestite
παγίδα @ trap
τραυματισμός @ trauma
ταξίδι @ travel
τουριστικό πρακτορείο @ travel agency
επιβάτης @ traveller
εθνική προδοσία @ treason
θησαυρός @ treasure
κοσμήτορας @ treasurer
δημόσιο θησαυροφυλάκιο @ Treasury
έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου @ treasury bill
διατριβή @ treatise
συνθήκη @ treaty
συνθήκη του Άμστερνταμ @ Treaty of Amsterdam
συνθήκη της Νίκαιας @ Treaty of Nice
συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση @ Treaty on European Union
δένδρο @ tree
δέντρο @ tree
κορμός @ tree trunk
Περιοχή της Trenčín @ Trenčín region
πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα @ trends of opinion
Τρεντίνο-Άνω Αδίγης @ Trentino-Alto Adige
δίκη @ trial
δοκιμή @ trial
δοκιμασία @ trial
φύλο @ tribe
τρίκυκλο @ tricycle
τιμή σκανδάλης @ trigger price
τρισεκατομμύριο @ trillion
TRIMS @ TRIMS
Τρινιδάδ και Τομπάγκο @ Trinidad and Tobago
τριάδα @ trinity
ταξίδι @ trip
τριμερής διάσκεψη @ tripartite conference
TRIPS @ TRIPS
τριτικάλη @ triticale
θρίαμβος @ triumph
Περιοχή της Trnava @ Trnava region
καλλιέργεια τροπικών φυτών @ tropical agriculture
τροπική νόσος @ tropical disease
τροπικό δάσος @ tropical forest
τροπικός καρπός @ tropical fruit
τροπικό φυτό @ tropical plant
τροπική ξυλεία @ tropical wood
τροπική ζώνη @ tropical zone
τροτσκισμός @ Trotskyism
φορτηγό @ truck
τρομπέτα @ trumpet
κορμός @ trunk
τράστ @ trust
επιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών @ trust company
αλήθεια @ truth
τσουνάμι @ tsunami
σωλήνας @ tube
Τρίτη @ Tuesday
τουλίπα @ tulip
βολφράμιο @ tungsten
Τυνησία @ Tunisia
σήραγγα @ tunnel
αεριοστρόβιλος @ turbine
Τορίνο @ Turin
Τουρκία @ Turkey
γαλοπούλα @ turkey
τούρκικος @ Turkish
Τουρκμενιστάν @ Turkmenistan
Νήσοι Τερκς και Κάικος @ Turks and Caicos Islands
γίνομαι @ turn
κλείνω @ turn off
κράμβη @ turnip
εργοστάσιο «με το κλειδί στο χέρι» @ turnkey factory
συμμετοχή στις εκλογές @ turnout of voters
κύκλος εργασιών @ turnover
τουρκουάζ @ turquoise
τυρκουάζ @ turquoise
χελώνη @ turtle
τριγόνι @ turtle dove
Τοσκάνη @ Tuscany
Τουβαλού @ Tuvalu
σμόκιν @ tuxedo
δώδεκα @ twelve
είκοσι @ twenty
είκοσι-οκτώ @ twenty-eight
είκοσι πέντε @ twenty-five
είκοσι τέσσερα @ twenty-four
είκοσι εννέα @ twenty-nine
είκοσι ένα @ twenty-one
είκοσι εφτά @ twenty-seven
είκοσι έξι @ twenty-six
είκοσι τρείς @ twenty-three
είκοσι δύο @ twenty-two
δυό @ twice
λυκόφως @ twilight
μισοσκόταδο @ twilight
δίδυμος @ twin
Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου @ Twin Towers
αδελφοποίηση @ twinning
δύο @ two
διακόσια @ two hundred
δικομματικό σύστημα @ two-party system
δίτροχο @ two-wheeled vehicle
επιχείρηση @ type of business
σύστημα εκμετάλλευσης @ type of tenure
γραφομηχανή @ typewriter
τυφώνας @ typhoon
λάστιχο @ tyre
Τύρος @ Tyre
Τιρόλο @ Tyrol
Τυρρηνική Θάλασσα @ Tyrrhenian Sea
UEA @ UAS
ΑΤΙΑ @ UFO
Ουγκάντα @ Uganda
άσχημος @ ugly
ασχημόπαπο @ ugly duckling
Ουκρανία @ Ukraine
Ουκρανικά @ Ukrainian
Ουλάν Μπατόρ @ Ulaanbaatar
ωλένη @ ulna
Όλστερ-Ντόνεγκαλ @ Ulster-Donegal
σωματίδια υπέρλεπτου διαχωρισμού @ ultra-fine particle
υπέρηχος @ ultrasound
ομπρέλα @ umbrella
Ουμβρία @ Umbria
Ουμ αλ Κουάβαιν @ Umm al Qaywayn
ΟΗΕ @ UN
επιτροπή του ΟΗΕ @ UN Commission
Διάσκεψη του ΟΗΕ @ UN Conference
σύμβαση ΟΗΕ @ UN convention
Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ @ UN General Assembly
Habitat OHE @ UN Habitat
διεθνές σύμφωνο ΟΗΕ @ UN international covenant
ψήφισμα ΟΗΕ @ UN resolution
Γραμματεία του ΟΗΕ @ UN Secretariat
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ @ UN Security Council
Ειδική Οργάνωση του  ΟΗΕ @ UN specialist institution
Μόνιμη Επιτροπή του ΟΗΕ @ UN Standing Committee
τεχνική επιτροπή του ΟΗΕ @ UN Technical Commission
συμβούλιο κηδεμονιών του ΟΗΕ @ UN Trusteeship Council
ομοφωνία @ unanimity
ανεξέλεγκτη απόρριψη @ unauthorised dumping
UNCED @ UNCED
θείος @ uncle
UNCRD @ UNCRD
UNCTAD @ Unctad
ακαλλιέργητη γη @ uncultivated land
υπανάπτυξη @ underdevelopment
υπόγειος @ underground
παραοικονομία @ underground economy
υπόγειος σιδηρόδρομος @ underground railway
υπόγεια αποθήκευση των απορριμμάτων @ underground storage of waste
υπόγεια μεταφορά @ underground transport
υποσιτισμός @ undernourishment
χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού @ underpopulation
ελλειμματική παραγωγή @ underproduction
καταλαβαίνω @ understand
συνειδητοποιώ @ understand
υποθαλάσσιος ορυκτός πλούτος @ underwater mineral resources
συμμετοχική εταιρία @ undisclosed partnership
UNDP @ UNDP
άνεργος @ unemployed
άνεργος @ unemployed person
ανεργία @ unemployment
τεχνολογική ανεργία @ unemployment due to technical progress
ασφάλιση ανεργίας @ unemployment insurance
UNEP @ UNEP
Unesco @ Unesco
καταχρηστική απόλυση @ unfair dismissal
καταχρηστική ρήτρα @ unfair terms of contract
UNFPA @ UNFPA
UNHCR @ UNHCR
κοινοβουλευτικό σύστημα ενός νομοθετικού σώματος @ unicameral system
UNICE @ UNICE
Unicef @ Unicef
Unicode @ Unicode
μονόκερος @ unicorn
PNUCID @ UNIDCP
άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο @ unidentified flying object
UNIDO @ Unido
ένωση της Γερμανίας @ unification of Germany
στολή @ uniform
ομοιόμορφος @ uniform
σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών @ uninominal voting system
έγκλημα άνευ δόλου @ unintentional crime
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών @ Union of Soviet Socialist Republics
συνδικαλιστικός εκπρόσωπος @ union representative
μοναδικός @ unique
UNIR @ UNIR
Unisist @ Unisist
μονάδα @ unit
τιμή μονάδος @ unit price
Unitar @ Unitar
ενιαίο κράτος @ unitarian State
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα @ United Arab Emirates
χώρες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων @ United Arab Emirates countries
Ηνωμένο Βασίλειο @ United Kingdom
ΥΧΕ του Ηνωμένου Βασιλείου @ United Kingdom OCT
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών @ United Nations
καταστατικός χάρτης των Ηνωμένων Εθνών @ United Nations Charter
σύστημα των Ηνωμένων Εθνών @ United Nations system
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής @ United States of America
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής @ United States of America
καθολικός @ universal
καθολική ασφαλιστική κάλυψη @ universal health coverage
καθολική υπηρεσία @ universal service
καθολική ψηφοφορία @ universal suffrage
κοσμοπολιτισμός @ Universalism
σύμπαν @ universe
πανεπιστήμιο @ university
πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη @ university library
πανεπιστημιακή έρευνα @ university research
παράνομη σύμπραξη @ unlawful agreement
άγαμος @ unmarried person
περιττός @ unnecessary
ΟΗΕ @ UNO
άδεια άνευ αποδοχών @ unpaid leave
μη αμειβόμενη εργασία @ unpaid work
ανύπαρκτος @ unreal
απλήρωτη αγάπη @ unrequited love
UNRISD @ UNRISD
UNRWA @ UNRWA
ανειδίκευτος εργάτης @ unskilled worker
αυτόκλητη ηλεκτρονική διαφήμιση @ unsolicited electronic advertising
ουνουντριος @ ununtrium
επαγγελματική επανειδίκευση @ updating of skills
Oberösterreich @ Upper Austria
ανώτερη τάξη @ upper class
δεύτερο νομοθετικό σώμα @ Upper House
Άνω Νορμανδία @ Upper Normandy
Άνω Norrland @ Upper Norrland
Uppsala @ Uppsala county
άνω-κάτω @ upside down
UPU @ UPU
ουράνιο @ uranium
Ουρανός @ Uranus
Ουρβανός @ Urban
αστικός @ urban
αστική ζώνη @ urban area
αστικός οικισμός @ urban centre
αστική κοινότητα @ urban community
ανέγερση αστικών οικοδομών @ urban construction
οικονομία της πόλης @ urban economy
αστική κατοικία @ urban habitat
έργα αστικής υποδομής @ urban infrastructure
αστικός πληθυσμός @ urban population
προβλήματα της πόλης @ urban problem
πολεοδομική ανάπλαση @ urban renewal
αστική οδός @ urban road
αστική κοινωνιολογία @ urban sociology
αστικές συγκοινωνίες @ urban transport
αστυφιλία @ urbanisation
ουρήθρα @ urethra
κατουρώ @ urinate
ούρα @ urine
Ουρουγουάη @ Uruguay
διαπραγμάτευση Ουρουγουάης @ Uruguay Round
Παρθένοι Νήσοι (ΗΠΑ) @ US Virgin Islands
Αμερικανικές Παρθένοι Νήσοι @ US Virgin Islands
ΗΠΑ @ USA
χρησιμοποίηση της βοήθειας @ use of aid
χρήση γλωσσών @ use of languages
χρήση του διαστήματος @ use of outer space
χρήση του νερού @ use of water
είδη ευκαιρίας @ used goods
χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια @ used oil
χρήσιμος @ useful
ΕΣΣΔ @ USSR
Ustí @ Ustí
επικαρπία @ usufruct
Utena @ Utena
μήτρα @ uterus
χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση @ utilised agricultural area
ουτοπία @ utopia
Ουτρέχτη @ Utrecht
Ουζμπεκιστάν @ Uzbekistan
κενή έδρα @ vacant seat
εμβολιασμός @ vaccination
εμβόλια @ vaccine
κενό @ vacuum
ηλεκτριτή σκούπα @ vacuum
ηλεκτρική σκούπα @ vacuum cleaner
βιομηχανία κενού @ vacuum industry
κόλπος @ vagina
εκκαθάριση δαπανών @ validation of expenditure
Βαλκυρία @ Valkyrie
Κοιλάδα Αόστης @ Valle d'Aosta
κοιλάδα @ valley
αξία @ value
φόρος προστιθέμενης αξίας @ value added tax
αξία των συναλλαγών @ value of trade
βρικόλακας @ vampire
βαν Γκογκ @ Van Gogh
βαναδινίτης @ vanadinite
βανάδιο @ vanadium
βανδαλισμός @ vandalism
βανίλια @ vanilla
Βανουάτου @ Vanuatu
Warminsko-Mazurskie @ Varmia-Mazuria province
Värmland @ Värmland county
ανθοδοχείο @ vase
απέραντος @ vast
Västerbotten @ Västerbotten county
Västernorrland @ Västernorrland county
Västmanland @ Västmanland county
Västra Götaland @ Västra Götaland county
ΦΠΑ @ VAT
ΦΠA @ VAT
ποσοστό ΦΠΑ @ VAT rate
φόρος ΦΠΑ @ VAT resource
Βατικανό @ Vatican
Βατικανό @ Vatican City
Βε @ Vé
μοσχαρίσιο κρέας @ veal
μοσχάρι @ veal
διάνυσμα @ vector
λαχανικό @ vegetable
φυτό @ vegetable
φυτο- @ vegetable
φυτικό βούτυρο @ vegetable butter
φυτική λιπαρή ουσία @ vegetable fats
χυμός λαχανικών @ vegetable juice
φυτικό λάδι @ vegetable oil
προϊόν με βάση τα λαχανικά @ vegetable product
φυτική πρωτεΐνη @ vegetable protein
χορτοφάγος @ vegetarian
φυτοφάγο @ vegetarian
όχημα @ vehicle
έγγραφα του οχήματος @ vehicle documents
σύνολο κυκλοφορούντων αυτοκινήτων @ vehicle fleet
όχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές @ vehicle on rails
εξοπλισμός αυτοκινήτου @ vehicle parts
ταξινόμηση οχήματος @ vehicle registration
μίσθωση οχήματος @ vehicle rental
φόρος αυτοκινήτων @ vehicle tax
, @ vein
Βέυλε @ Vejle
Βένετο @ Veneto
Βενεζουέλα @ Venezuela
εκδίκηση @ vengeance
Βενετία @ Venice
δηλητήριο @ venom
κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου @ venture capital
Αφροδίτη @ Venus
ρήμα @ verb
αυτολεξεί @ verbatim
έκδοση @ version
εκδοχή @ version
σπόνδυλος @ vertebra
κατακόρυφος @ vertical
κάθετη σύμπραξη @ vertical agreement
πολύ @ very
εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση @ very short-term financing
πλοίο @ vessel
σκεύος @ vessel
κτηνίατρος @ veterinarian
κτηνιατρικό φάρμακο @ veterinary drug
κτηνιατρική επιθεώρηση @ veterinary inspection
κτηνιατρική νομοθεσία @ veterinary legislation
κτηνιατρική @ veterinary medicine
κτηνιατρικά προϊόντα @ veterinary product
αρνησικυρία @ veto
Βίμποργκ @ Viborg
αντιπρόεδρος @ Vice-President
αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου @ Vice-President of the EP
θύμα @ victim
Βικτωρία @ Victoria
νίκη @ victory
βιντεοκασέτα @ video cassette
βιντεοεπικοινωνία @ video communications
βιντεοδίσκος @ video disc
εργασία σε οθόνη @ video display unit work
τηλεοπτικό παιχνίδι @ video game
τηλεοπτική κονσόλα παιχνιδιών @ video game console
βιντεοθήκη @ video library
τηλεοπτική παρακολούθηση @ video surveillance
τηλεδιάσκεψη @ videophone conference
βιντεογραφία @ Videotex
Vidzeme @ Vidzeme
Βιένη @ Vienna
Βιέννη @ Vienna
Βιετνάμ @ Vietnam
χωριό @ village
Βίλνιους @ Vilnius
Βινκεντιος (Vinkentios) @ Vincent
δικαίωση @ vindication
άμπελος @ vine
ξύδι @ vinegar
αμπελώνας @ vineyard
οινοποίηση @ vinification
παραβίαση @ violation
βία @ violence
βία στα σχολεία @ violence at school
βίαιος @ violent
ιόχρουν @ violet
βιολί @ violin
έχιδνα @ viper
Παρθένοι Νήσοι @ Virgin Islands
ουσιαστικός @ virtual
ηλεκτρονική βιβλιοθήκη @ virtual library
εικονική πραγματικότητα @ virtual reality
Εικονική Πραγματικότητα @ virtual reality
αρετή @ virtue
φιλότεχνος @ virtuoso
ιός @ virus
πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων διαβατηρίου @ visa policy
ομάδα Βίσεγκραντ @ Visegrad countries
όραση @ vision
όραμα @ vision
ευρωπαϊκό όραμα @ vision of Europe
επισκέπτομαι @ visit
επίσκεψη @ visit
αναπαραστατικές τέχνες @ visual arts
βιταμίνες @ vitamin
βιταμίνη @ vitamin
αμπελουργία @ viticulture
βεζίρης @ vizier
Βλαδίμηρος @ Vladimir
Βλαντίμιρ @ Vladimir
Βλαδιβοστόκ @ Vladivostok
επαγγελματική εκπαίδευση @ vocational education
επαγγελματικός προσανατολισμός @ vocational guidance
επαγγελματική αναπροσαρμογή @ vocational retraining
επαγγελματική κατάρτιση @ vocational training
κλητική @ vocative
κλητικός @ vocative
κλητική @ vocative case
βότκα @ vodka
φωνή @ voice
ήχος @ voice
ψήφος @ voice
Βοϊβοντίνα @ Vojvodina
έκρηξη ηφαιστείου @ volcanic eruption
ηφαίστειο @ volcano
ηφαιστειολογία @ volcanology
Βόλγας @ Volga
πετοσφαίριση @ volleyball
βολτ @ volt
όγκος @ volume
εθελοντική θητεία @ voluntary military service
εθελοντική οργάνωση @ voluntary organisation
αυτοπεριορισμός @ voluntary restraint
συμφωνία περιορισμού @ voluntary restraint agreement
εθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίας @ voluntary work
εμώ @ vomit
εμετός @ vomit
Βόραρλμπεργκ @ Vorarlberg
ψηφοφορία @ vote
ψηφίζω @ vote
ψήφος δι' αντιπροσώπου @ vote by delegation
δεσμευμένη ψηφοφορία @ vote on a text as a whole
έγκυρα ψηφοδέλτια @ votes cast
εκλογική ενηλικιότητα @ voting age
κομματική πειθαρχία @ voting discipline
εκλογικές προθέσεις @ voting intentions
εκλογικό σύστημα @ voting method
ταξίδι @ voyage
Χυδαία λατινικά @ Vulgar Latin
γύπας @ vulture
αιδοίο @ vulva
Vysočina @ Vysočina
ΟΝΕΔΑ @ WAEMU
χώρες της ΟΝΕΔΑ @ WAEMU countries
μισθός @ wage
κόστος αμοιβών προσωπικού @ wage cost
καθορισμός μισθών @ wage determination
μισθωτός @ wage earner
τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών @ wage indexing
μισθός οικοκυράς @ wages for housework
μέση @ waist
σερβιτόρος @ waiter
Ουαλλία @ Wales
Ουαλία @ Wales
τοίχος @ wall
τείχος @ wall
Βλαχία @ Wallachia
χρηματοφυλάκιο @ wallet
Νήσοι Ουώλις και Φουτούνα @ Wallis and Futuna
Βαλίς και Φουτούνα @ Wallis and Futuna
περιφέρεια Βαλλωνίας @ Walloon region
ταπετσαρία @ wallpaper
και οι τοίχοι έχουν αυτιά @ walls have ears
καρύδι @ walnut
καρυδιά @ walnut
θαλάσσιος ίππος @ walrus
μαλάκας @ wanker
θέλω @ want
πόλεμος @ war
έγκλημα πολέμου @ war crime
πολεμικές ζημίες @ war damage
οικονομία πολέμου @ war economy
πόλεμος ανεξαρτησίας @ war of independence
θύμα πολέμου @ war victim
εχθροπραξία @ warfare
προειδοποιώ @ warn
Βαρσοβία @ Warsaw
χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας @ Warsaw Pact countries
Οργανισμός του Συμφώνου της Βαρσοβίας @ Warsaw Pact Organisation
πολεμικό πλοίο @ warship
ναυτικές δυνάμεις @ warships
πλένω @ wash
νιπτήρας @ washbasin
σπατάλη @ wastage
απόβλητα @ waste
διάθεση αποβλήτων @ waste disposal
καύση των αποβλήτων @ waste incineration
διαχείριση των αποβλήτων @ waste management
ανακύκλωση αποβλήτων @ waste recycling
λύματα @ wastewater
ρολόι @ watch
παρακολουθώ @ watch
προσέχω @ watch
σκοπός @ watch
νερό @ water
μεταλλικό νερό @ water
θαλάσσια ύδατα @ water
ανάλυση του νερού @ water analysis
κατανάλωση νερού @ water consumption
διαχείριση των υδάτων @ water management
υδρογεωργική χωροταξία @ water management in agriculture
ρύποι του νερού @ water pollutant
ρύπανση των υδάτων @ water pollution
προστασία των υδάτων @ water protection
ανάγκες σε νερό @ water requirements
υδάτινοι πόροι @ water resources
ύδρευση @ water supply
επεξεργασία του νερού @ water treatment
υδάτινο ρεύμα @ watercourse
καταρράκτης @ waterfall
υδρόβια πουλιά @ waterfowl
ποτιστήρι @ watering can
υδροπεπόνι @ watermelon
υδροπεπονιά @ watermelon
τομέας ποταμοπλοΐας @ waterway transport
βατ @ watt
κύμα @ wave
ενέργεια των κυμάτων @ wave energy
ζώνη συχνοτήτων @ waveband
μήκος κύματος @ wavelength
κερί @ wax
δρόμος @ way
CMT @ WCL
εμείς @ we
αδυναμία @ weakness
πλούτος @ wealth
φόρος στην περιουσία @ wealth tax
όπλο @ weapon
όπλα μαζικής καταστροφής @ weapon of mass destruction
καταστροφή των όπλων @ weapons' destruction
νυφίτσα @ weasel
ύφανση @ weave
υφαντής @ weaver
Διαδικτυακά Χρώματα @ web colors
ιστότοπος @ web site
χρήστης του διαδικτύου @ web surfer
γάμος @ wedding
νυφικό @ wedding dress
σφήνα @ wedge
Τετάρτη @ Wednesday
ζιζάνιο @ weed
εβδομάδα @ week
εβδομαδιαία ανάπαυση @ weekly rest period
βάρος @ weight
μάζα @ weight
βάρη @ weight
βάρος και διαστάσεις @ weight and size
μέτρα και σταθμά @ weights and measures
Δημοκρατία της Βαϊμάρης @ Weimar Republic
καλώς ορίσατε @ welcome
κοινωνική ενίσχυση @ welfare
κράτος προνοίας @ Welfare State
πηγάδι @ well
καλά @ well
λοιπόν @ well
Ουέλλινγκτον @ Wellington
λυκάνθρωπος @ werewolf
δύση @ west
δυτικά @ west
δυτικός @ west
Δυτική Αφρική @ West Africa
Ζήτημα της Υπεριορδανίας @ West Bank question
Δυτική Γερμανία @ West Germany
Δυτικά Μίντλαντς @ West Midlands
Βεστ φορ Στορμπαίλτ @ west of the Great Belt
Δυτική Σουηδία @ West Sweden
Βεστγαίλαντ @ West Zealand
Δυτική Εσθονία @ Western Estonia
Δυτική Ευρώπη @ Western Europe
Δυτική Φινλανδία @ Western Finland
Δυτική Ελλάδα @ Western Greece
Δυτική Μακεδονία @ Western Macedonia
Δυτική Πομερανία @ Western Pomerania province
Δυτική Σαχάρα @ Western Sahara
Δυτική Υπερδουναβία @ Western Transdanubia
βρεγμένος @ wet
ΔΕΕ @ WEU
χώρες της ΔΕΕ @ WEU countries
WFC @ WFC
ΠΕΠ @ WFP
φάλαινα @ whale
αποβάθρα @ wharf
τί @ what
τι @ what
στο διάολο @ what the fuck
τι ώρα είναι; @ what time is it
σιτάρι @ wheat
τροχός @ wheel
(O trocho tes tychos) @ Wheel of Fortune
πότε @ when
όταν @ when
όπου @ where
πού @ where
οποίο @ where
γιατί @ wherefore
ξινόγαλο @ whey
μαστίγιο @ whip
δίνη @ whirlpool
ουίσκι @ whiskey
ουίσκι @ whisky
άσπρο @ white
άσπρος @ white
λευκός @ white
Λευκός Οίκος @ White House
λευκή ζάχαρη @ white sugar
λευκός οίνος @ white wine
υπάλληλος @ white-collar worker
WHO @ WHO
ποιος @ who
ο οποίος @ who
πλήρες γάλα @ whole milk
χονδρική τιμή @ wholesale price
χονδρική πώληση @ wholesale selling
χονδρικό εμπόριο @ wholesale trade
κεντρικές αγορές @ wholesale trading centre
πόρνη @ whore
γιατί @ why
χήρα @ widow
χήρος @ widowed person
χήρος @ widower
σύζυγος @ wife
περούκα @ wig
βίκι @ wiki
Wikimedia @ Wikimedia Foundation
Βικιπαίδεια @ Wikipedia
Βικιλεξικό @ Wiktionary
άγριος @ wild
αγριογούρουνο @ wild boar
άγριο θηλαστικό @ wild mammal
αγριόγατος @ wildcat
είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας @ wildlife
διαθήκη @ will
βούληση @ will
Γουλιέλμος @ William
ιτιά @ willow
νίκη @ win
άνεμος @ wind
περιελίσσω @ wind
εκφύσημα @ wind
κουρδίζω @ wind
αιολική ενέργεια @ wind energy
παράθυρο @ window
τραχεία @ windpipe
Προσήνεμοι Νήσοι @ Windward Islands
οίνος @ wine
κρασί @ wine
οινόχρουν @ wine
οίνος ποιότητας @ wine of superior quality
φτερό @ wing
νικητής @ winner
χειμώνας @ winter
WIPO @ WIPO
σύρμα @ wire
σοφία @ wisdom
φρονιμίτης @ wisdom tooth
σοφός @ wise
βόνασος ευρωπαϊκώς @ wisent
εύχομαι @ wish
ευχή @ wish
με @ with
καταγγελία συμφωνίας @ withdrawal from an agreement
απόσυρση από την αγορά @ withdrawal from the market
απόσυρση υποψηφιότητας @ withdrawal of candidacy
τιμή απόσυρσης @ withdrawal price
μαραίνομαι @ wither
χωρίς @ without
μάγος @ wizard
WMO @ WMO
λύκος @ wolf
καταβροχθίζω @ wolf
γυναίκα @ woman
αγρότισσα @ woman farmer
γυναικάς @ womanizer
μήτρα @ womb
γυναίκες @ women
θητεία γυναικών @ women's military service
γυναικείο κίνημα @ women's movement
δικαιώματα της γυναίκας @ women's rights
θαυμάσιος @ wonderful
, @ wood
δάσος @ wood
ξύλα @ wood
ίνες ξύλου @ wood fibre
οικοδομική ξυλεία @ wood for construction
βιομηχανία ξύλου @ wood industry
προϊόν ξυλείας @ wood product
παραγωγή ξυλείας @ wood production
υπολείμματα πρίσεως @ wood residue
δασική έκταση @ wooded area
δρυοκολάπτης @ woodpecker
φάσσα @ woodpigeon
όργανο καλάμων @ woodwind instrument
γαβ-γαβ @ woof
μαλλί @ wool
λέξη @ word
λόγος @ word
λόγος της τιμής @ word of honor
επεξεργασία κειμένων @ word processing
λόγοι @ words
εργασία @ work
έργο @ work
εργατικός κώδικας @ work code
σύμβαση εργασίας @ work contract
έργο τέχνης @ work of art
άδεια εργασίας @ work permit
παραγωγικότητα της εργασίας @ work productivity
ωράριο εργασίας @ work schedule
μελέτη της εργασίας @ work study
προσαρμοστικότητα εργαζομένου @ worker adaptability
διαβούλευση με τους εργαζομένους @ worker consultation
πληροφόρηση των εργαζομένων @ worker information
συμμετοχή των εργαζομένων @ worker participation
εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες @ worker with disabilities
Εργατική Διεθνής @ Workers International
εργατικό κίνημα @ workers' movement
προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε @ workers of the world, unite
εκπροσώπηση του προσωπικού @ workers' representation
εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης @ workers' stock ownership
κεφάλαιο κίνησης @ working capital
εργατική τάξη @ working class
συνθήκες εργασίας @ working conditions
εργασιακό περιβάλλον @ working environment
επαγγελματικός βίος @ working life
φτωχός εργαζόμενος @ working poor
οικονομικά ενεργός πληθυσμός @ working population
ενεργός γεωργικός πληθυσμός @ working population engaged in agriculture
διάρκεια της εργασίας @ working time
τόπος εργασίας @ workplace
σύμβαση έργων @ works contract
συμβούλιο της επιχείρησης @ works council
κόσμος @ world
Διεθνής Τράπεζα @ World Bank
παγκόσμια κατανάλωση @ world consumption
Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων @ World Customs Organisation
διεθνής οικονομία @ world economy
παγκόσμια ιστορία @ world history
τιμή της διεθνούς αγοράς @ world market price
παγκόσμιος πληθυσμός @ world population
παγκόσμια παραγωγή @ world production
παγκόσμια αποθέματα @ world stock
WTO @ World Tourism Organisation
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου @ World Trade Organisation
Παγκόσμιος Πόλεμος @ world war
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος @ World War II
παγκόσμιος ιστός @ World Wide Web
το el @ world's oldest profession
σκουλήκι @ worm
ανησυχία @ worry
ανησυχώ @ worry
λατρεία @ worship
άρχηστος @ worthless
τραύμα @ wound
πληγώνω @ wound
ζαρώνω @ wrinkle
καρπός @ wrist
ρολόι χεριού @ wristwatch
γράφω @ write
συγγραφέας @ writer
γραφή @ writing
τεχνική της σύνταξης @ writing skills
γραπτή ερώτηση @ written question
Βρότσλαβ @ Wroclaw
ξένο @ xenon
Ξενοφάνης @ Xenophanes
ξενοφοβία @ xenophobia
ξυλόφωνο @ xylophone
γιοτ @ yacht
Γιάλτα @ Yalta
ίγναμο @ yam
Ρανγκούν @ Yangon
Γιαουντέ @ Yaoundé
σύμβαση της Γιαουντέ @ Yaoundé Convention
χασμουριέμαι @ yawn
χασμουρητό @ yawn
χρόνος @ year
επετηρίδα @ yearbook
μαγιά @ yeast
ωρύομαι @ yell
κίτρινο @ yellow
κίτρινος @ yellow
Υεμένη @ Yemen
Γιερεβάν @ Yerevan
ναι @ yes
χθές @ yesterday
εχτές @ yesterday
ήδη @ yet
γίντις @ Yiddish
γιαούρτι @ yoghourt
γιαούρτι @ yoghurt
κρόκος @ yolk
Γιόρκσαϊρ Χάμπερσαϊντ @ Yorkshire and Humberside
εσείς @ you
εσάς @ you
εσύ @ you
εσένα @ you
νεαρός @ young
νέος @ young
νεαρός αγρότης @ young farmer
νέος @ young person
νέος εργαζόμενος @ young worker
σας @ your
Μεγαλειότατε @ Your Majesty
τίποτα @ you're welcome
αναμορφωτήριο @ youth detention centre
εργασία των νέων @ youth employment
ανταλλαγές νέων @ youth exchange scheme
κίνημα νεολαίας @ youth movement
πολιτική για τη νεότητα @ youth policy
ανεργία των νέων @ youth unemployment
νεανική βία @ youth violence
υττέρβιο @ ytterbium
ύττριο @ yttrium
Γιουγκοσλαβία @ Yugoslavia
Ζάγκρεμπ @ Zagreb
Ζάμπια @ Zambia
Zasavska @ Zasavska
ζέβρος @ zebra
Ζηλανδία @ Zeeland
Zemgale @ Zemgale
μηδέν @ zero
μηδενίζω @ zero
Ζευς @ Zeus
Περιοχή της Žilina @ Žilina region
Ζιμπάμπουε @ Zimbabwe
ψευδάργυρος @ zinc
ζιρκόνιο @ zirconium
τσίτερ @ zither
Zlín @ Zlín
ζόμπι @ zombie
ζώνη @ zone
ζωολογικός κήπος @ zoo
ζωολογία @ zoology
ζωονόσος @ zoonosis
ζωοτεχνία @ zootechnics
Ζωροαστρισμός @ Zoroastrianism